Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΗΣ



Δήμητρα Παυλάκου
Το είδωλο του καθρέφτη της


Ι.    Προϊστορία – Μινωική εποχή

Στη Θεογονία του Ησίοδου, αναφέρεται ότι η Γαία, γέννησε πρώτα τον Ουρανό, μετά τα όρη και τον Πόντο. Μόνη της όπως και η Ήρα που γέννησε τον Ήφαιστο. Στα μυθικά χρόνια, η ικανότητα προς τεκνοποίηση, θεοποιεί την γυναίκα σε σχέση με τον άντρα.
Η μητριαρχία, κατά τον J. J. Bachofen προηγείται της πατριαρχίας. Είναι η εποχή που η γυναίκα, συγκεντρώνει την θρησκευτική λατρεία γύρω από το πρόσωπό της. Είναι η Μεγάλη Μητέρα που ορίζει την καταγωγή σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο. Η μητρότητα είναι μια λειτουργία θεοποιημένη. Η καταγωγή είναι μητρογραμική και στους Λύκιους και στους Ξάνθιους και στις Αμαζόνες. Η θεά Αθηνά, κατά τον Bachofen, εκφράζει το μητρικό δίκαιο στην διαμάχη της με τον Ποσειδώνα για το ποιος θα δώσει όνομα και προστασία στη πόλη των Αθηνών.
Η ανδρική υπεροχή είναι ένα κατοπινό φαινόμενο της πατριαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας. « (…) η δομή της πρωτόγονης κοινότητας (…) πρέπει ν’ αναζητηθεί πάλι σε μια σειρά φαντασιακών σχέσεων, που διαμορφώνουν την «Ενότητα» σαν τον ουσιώδη παράγοντα που εξασφαλίζει την προβολή ενός καθολικού «Εμείς» απέναντι στο «Εσείς» των άλλων».
Με το πέρασμα στη πατριαρχία, αλλάζει η νομή των ρόλων. Ο τρόπος παραγωγής από συλλογικός στην αρχή, μετατρέπεται σε ατομικό, τελειοποιούνται τα μέσα για ένα αποτελεσματικό κυνήγι και η γυναίκα υποχρεώνεται σε μονογαμία. Από την φυλογένεση η ανθρώπινη κοινωνία περνάει στην οντογένεση.
Ο Leon Abensour, στο βιβλίο του «Γενική ιστορία του φεμινισμού», αναφερόμενος στην Κρήτη γράφει σχετικά με τη ζωή των γυναικών: «Οι ιέρειες του βασιλιά Μίνωα, του μελλοντικού μεγάλου δικαστή, στο βιβλίο του «Γενική ιστορία του φεμινισμού», ο αναφερόμενος στην Κρήτη γράφει σχετικά με τη ζωή των γυναικών: «Οι ιέρειες του βασιλιά Μίνωα, του μελλοντικού μεγάλου δικαστή του κάτω κόσμου, κατείχαν μια σημαντική θέση στην κοινωνική ζωή. Οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα άσκησης διαφόρων επαγγελμάτων, όπως του επαγγέλματος του ακροβάτη ή του ταυρομάχου».
Η γυναίκα στην μινωική εποχή, που δεν έχει πατέρα ή αδελφό, μπορεί να γίνει κληρονόμος της περιουσίας, όταν παντρευτεί κάποιο κοντινό συγγενή.
Αλλά και κάποιον από άλλη φυλή αν παντρευόταν ή κάποιο δούλο, εξακολουθεί να παραμένει ελεύθερη.
«Την ατομική της περιουσία την ελέγχει η ίδια. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό πρωτόγονης νομοθεσίας: άντρας και γυναίκα μπορούν να χωρίσουν όποτε ήθελαν». Η γυναίκα την εποχή αυτή διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στις τελετουργίες.
«Το τυπικό των τελετουργιών περιελάμβανε θυσίες, θυμιάματα, άσματα, χορούς, λιτανείες, λαμπαδηφορίες, επικλήσεις. Περιέφεραν τα είδωλα μέσα σε φορεία και τις μακέττες πλοίων (…). Οι ιέρειες έχουν ακάλυπτο το στήθος και κρατούν φίδια».
Οι τοιχογραφίες της Κνωσσού και της Φαιστού μας πληροφορούν ότι ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους οι γυναίκες το περνούσαν, γνέθοντας, πλέκοντας, γεγονός που δεν τους απαγόρευε την έξοδο από το σπίτι.


ΙΙ.         Ιστορικοί χρόνοι

α) Γεωμετρική περίοδος – αρχαϊκά χρόνια
Στην Ομηρική εποχή, η γυναίκα δραστηριοποιείται κυρίως στα πλαίσια της οικογένειας. Οι γυναίκες είναι ελεύθερες, αλλά τα διαμερίσματά τους είναι ξεχωριστά από εκείνα των αντρών καις τα πλαίσια του σπιτιού οι απαγορεύσεις είναι μάλλον θρησκευτικού χαρακτήρα. Ανταλλάσσουν μεταξύ τους επισκέψεις, έχουν το δικαίωμα να προεδρεύουν στις συνελεύσεις, αλλά συνήθως ασχολούνται με την υφαντική και το κέντημα. «Τα δωμάτια των κοριτσιών βρίσκονται στο εσωτερικό του σπιτιού, πλάι στο μητρικό διαμέρισμα. Στα πλούσια σπίτια οι πόρτες φρουρούνται από θαλαμηπόλους. Οι γυναίκες δεν πηγαίνουν στο λουτρό που βρίσκεται στο ισόγειο (…) τα δωμάτια των γυναικών, διαθέτουν μια εστία που την ανάβουν ακόμα και το καλοκαίρι για να έχουν το βράδυ φως (…). Τρώνε χώρια από τους άντρες στα δωμάτιά τους».
Όταν κάποιος πατέρας αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του, το ανακοινώνει δημόσια και καλεί τους μνηστήρες να προβούν σε γυμναστικούς αγώνες, να συναγωνιστούν στο τραγούδι, στη ρητορική δεινότητα, στο χορό για ν’ αποδείξουν ποιος είναι ο πιο άξιος για τη μέλλουσα νύφη, ποιος θα φέρει τα ωραιότερα δώρα. Ο σύζυγος έχει δικαίωμα να τιμωρήσει ή να διαζευχθεί τη σύζυγο που με τις πράξεις της κινδυνεύουν τα οικονομικά του σπιτιού. Σε περίπτωση μοιχείας μπορεί μέχρι και να την θανατώσει. Η γυναίκα, παραμένει και μετά τον γάμο υπό την πατρική εξουσία ή αν ο πατέρας έχει πεθάνει υπό την εξουσία του αδελφού της.
Μετά την γαμήλια τελετή οδηγείται από τον γαμπρό στο συζυγικό σπίτι. «Ένα χαρούμενο συμπόσιο ακολουθεί που έχει ένα ειδικό όνομα στο ομηρικό λεξικό: Ειλαπίνη».
Το κυριώτερο καθήκον της από δω και πέρα είναι η τεκνοποίηση, κυρίως η απόκτηση αρρένων διαδόχων. Όταν γεννηθεί ένα παιδί, «το χαιρετούν με τελετουργικές κραυγές».
Οι γυναίκες στην ομηρική εποχή, συμμετέχουν στη θρησκευτική ζωή και η θέση των γυναικείων θεοτήτων στην θρησκευτική λατρεία είναι προνομιακή.
Τα ομηρικά έπη είναι πλημμυρισμένα από θαυμασμό κι ευαισθησία για την γυναίκα. Η Πηνελόπη είναι πιστή, η Ευρύκλεια στοργική κι αφοσιωμένη, η Ναυσικά σεμνή και γεμάτη χαρά, η Αρήτη επιβλητική ως οικοδέσποινα, η Εκάβη, η Ελένη, η Ανδρομάχη γεμάτες πόνο και αγωνία.
Οι απόψεις του Ησίοδου για την γυναίκα δεν απηχούν την γενικότερη στάση των ανδρών απέναντί τους».


β) Κλασσική εποχή
Στην κλασσική εποχή η γυναίκα αποτελεί περιουσιακό στοιχείο και η  δημόσια ζωή, της είναι απαγορευμένη.
Στην πόλη των Αθηνών, η γυναίκα δεν απολαμβάνει πολιτικών ελευθεριών, ούτε αστικών. Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Κέκροπας, ο ιδρυτής της πόλης –κράτους των Αθηνών, απέκλεισε τις γυναίκες από τη συμμετοχή στις συνελεύσεις, για να κοπάσει το θυμό του θεού Ποσειδώνα. Αυτό συνέβη κατά την διάρκεια του ανταγωνισμού της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα για το ποιος θα δώσει τ’ όνομα του και θα προστατεύει την πόλη. Με μεγάλη διάθεση αλληλεγγύης, όλες οι Αθηναίες προσήλθαν στη συνέλευση, για να ενισχύσουν την υποψηφιότητα της θεάς Αθηνάς, μ’ αποτέλεσμα τον άγριο θυμό και την εκδικητική μανία του Ποσειδώνα.
Η αθηναία στην κλασική εποχή, μένει κλεισμένη στον γυναικωνίτη, ενώ ο σύζυγός της δραστηριοποιείται στους αγρούς, στο κυνήγι, μετέχει στις πολιτικές και δικαστικές υποθέσεις της πόλης.
Η ανδρική κυριαρχία είναι περισσότερο έκδηλη στον τρόπο με τον οποίο οι νέες κοπέλες οδηγούνται στο γάμο. Αυτό συμβαίνει στην ηλικία των 12 ή 13 ετών. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν επιτρέπεται να βγουν από τον γυναικωνίτη, παρά μόνο στο προαύλιο. Η σκιατραφία αποτελεί μέγιστη αρετή για μια κοπέλα. Κλεισμένη στη σκιά του γυναικωνίτη θα ζήσει και μετά το γάμο της.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι γυναίκες δεν γευμάτιζαν με τον νόμιμο σύζυγό τους. «Κύριος» της κοπέλας είναι ο πατέρας και ελλείψει αυτού, ο αδελφός της ή κάποιος δικαστικός επιμελητής που έχει την ευθύνη της επιλογής συζύγου γι’ αυτήν .
Ο Αθηναίος πολίτης παντρεύεται προκειμένου ν’ αποκτήσει απογόνους και μάλιστα άρρενες. Ο γάμος μεταξύ των ατόμων ιδίας τάξης, εξασφαλίζει στον απόγονο προνόμια. Μόνο τα παιδιά του γνήσιου Αθηναίου πολίτη και της γνήσιας Αθηναίας είναι με τη σειρά τους γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες.
Η επίκληρος κόρη, δηλαδή εκείνη που κληρονομεί τον πατέρα της μη υπάρχοντος αδελφού, πρέπει να παντρευτεί τον πλησιέστερο από τη γενιά του πατέρα, συγγενή για να διατηρήσει το προνόμιά της.
Όμως οι γυναίκες και πριν και μετά τον γάμο είναι υποχρεωμένες να μένουν στον γυναικωνίτη αλλά μεταξύ των γυναικών, υπάρχουν και διαφορές. Οι φτωχότεροι επιτρέπουν στις γυναίκες τους να εξέρχονται συχνότερα, λόγω οικονομικών αναγκών. Στο πρόσωπο της συζύγου ο άντρας της εποχής, βλέπει την μητέρα των παιδιών του. Όλες τις άλλες ανάγκες του θα τις ικανοποιήσουν οι παλλακίδες. Μια σύζυγος μοιχός όμως, ;αποτελεί ντροπή για την πόλη και ο σύζυγός της έχει το δικαίωμα να την τιμωρήσει μέχρι θανάτου.
Η διάρθρωση της αθηναϊκής κοινωνίας αποκλείει τις γυναίκες και τους μη-γνήσιους Αθηναίους πολίτες από τα κοινά (όπως βέβαια και τους δούλους). Όμως ο Θεμιστοκλής, γιος Αθηναίου και μιας σκλάβας από τη Θράκη, δεν εμποδίστηκε στη στρατιωτική του καριέρα, αφού η τόλμη και η ευστροφία του εξυπηρετούσε τις ανάγκες της πόλης, (μια γυναίκα Θεμιστοκλής θα εμποδιζόταν).
Η μόνη μεταξύ των ελληνικών πόλεων που προσφέρει μιαν εικόνα διαφορετική, είναι η Σπάρτη. Η στρατοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και το σύστημα του Λυκούργου θεωρούσαν ότι οι γυναίκες ανήκουν στην πολιτεία κι όχι στην οικογένεια κι ότι η εκπαίδευσή τους όφειλε να είναι το ίδιο σκληρή μ’ αυτήν των ανδρών. Η γυναίκα, επωμιζόταν με την ευθύνη της γέννησης γερών μελλοντικών πολεμιστών όπως αναφέρει ο Θεόφραστος Βορέας.
Όπως έλεγε ο Λυκούργος : «θέλησαν οι γυναίκες να γυμνάζονται με τις ίδιες ασκήσεις με τους άντρες, για να σφυρηλατήσουν ένα σώμα γερό, γιατί “νους υγιής εν σώματι υγιεί”».
Έτσι, στην σπαρτιατική κοινωνία, η γυναίκα, μητέρα ή παιδαγωγός, θεωρείται το ίδιος χρήσιμη με τον άντρα. Από κει απορρέει το γεγονός, ότι η επιρροή της υπήρξε σημαντική στην σπαρτιατική κοινωνία. Η γυναίκα εμφανίζεται δημοσίως, συμμετέχει στις γιορτές, στις αθλητικές συγκεντρώσεις: «Πληροφορούμαστε για συναγωνισμό των κοριτσιών στο τρέξιμο, στην πάλη και στο ρίξιμο του δίσκου και του ακοντίου και επίσης για θρησκευτικές τελετές, για πομπές, όρχηση και τραγούδι, στα οποία τα κορίτσια συμμετείχαν γυμνά».
Οι άντρες επιτρέπεται να είναι θεατές στους γυναικείους αγώνες και αντιστρόφως. Στις δημόσιες γιορτές, οι νέες τραγουδούν και χορεύουν.
Ο γάμος, σύμφωνα με τους νόμους του Λυκούργου είναι υποχρεωτικός και προβλέπονται αυστηρές ποινές για τους αγάμους.
Μετά από ένα ελαφρύ γεύμα, ο υποψήφιος σύζυγος πηγαίνει στους γονείς της μέλλουσας νύφης, την ζητά και την οδηγεί στο σπίτι του. Μένει για λίγο μαζί της και μετά επιστρέφει στην παλαίστρα που τον περιμένουν συναγωνιστές του. Κατά την διάρκεια των επομένων ημερών, συνιστά την γυναίκα του περιοδικά, υπό τα βλέμματα των υπολοίπων που μάλλον υποτιμούν αυτή την συνεύρεση.
Η Σπαρτιάτισσα δεν έχει να φροντίσει τα οικιακά. Μ’ αυτά θ’ ασχοληθούν οι σκλάβες. Δεν προσφέρει προίκα κι έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας  και της κληρονομιάς.
Στρατιωτική όπως ήταν η δομή της κοινωνίας στη Σπάρτη, η ανδρεία θεωρείται αρετή, αλλά η δειλία στη μάχη αποτελεί λόγο ατιμίας κι απώλειας δικαιωμάτων. Οι δειλοί, «όχι μόνο αποκλείονται από κάθε αξίωμα, αλλά επίσης και το να δώσει κανείς γυναίκα σε γάμο σ’ οποιονδήποτε απ’ αυτούς και να την δεχτεί είναι ατιμωτικό (…)».


γ) Ρωμαϊκοί χρόνοι
Η ρωμαϊκή ιστορία, αρχίζει με μια πατριαρχικής δομής κοινωνία και η γυναίκα θεωρείται res (πράγμα) στην ιδιοκτητική διάθεση του pater familias, που πανίσχυρου αρχηγού της οικογένειας. Αυτός κανονίζει το δικαίωμα ζωής των μελών της οικογένειας. Αυτός δηλ. αποφασίζει το παιδί που θα γεννηθεί θα το κρατήσει στην οικογένεια ή όχι. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις εμπιστεύεται τη σύζυγό του: στη διαχείρηση του νοικοκυριού. Αλλά στο παραμικρό της λάθος, συμπεριφέρεται όπως σε μια υπηρέτρια που τελεί υπό απόλυση. Για μεγαλύτερα σφάλματα, έχει το δικαίωμα και να την θανατώσει.
Στην πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας, η σύζυγος δεν διαφέρει από μια σκλάβα. Δεν έχει δικαιώματα. Μετά τον δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο, οι δικαιοδοσίες του μειώνονται και οι νεόνυμφοι μπορούν να ορίσουν τον αριθμό των παιδιών που θ’ αποκτήσουν από κοινού.
Σ’ ότι αφορά το διαζύγιο, αρκεί ο ένας από τους δύο συζύγους να εγκαταλείψει το σπίτι, για να λυθεί ο γάμος.
Η γυναίκα παρίσταται τώρα στα γεύματα και στις δημόσιες γιορτές και έχει δικαίωμα να κληρονομήσει τον αποθανόντα σύζυγό της.
Οι φιλόσοφοι συνδράμουν στην ισότητα αποφασιστικά. Ο Σενέκας, πιστεύει πως οι γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν την ίδια μόρφωση με τους άντρες. Ο Πλούταρχος συμμερίζεται επίσης αυτή την άποψη και θεωρεί, ότι η φιλοσοφία πρέπει να διδάσκεται και στους άντρες και στις γυναίκες.
Η Ρωμαία της εποχής, όποιας τάξης κι αν είναι, διδάσκεται ιστορία, ρητορική, επιστήμες και φιλοσοφία. Μπορεί ν’ ασκεί κάποιο επάγγελμα, αλλά είναι αποκλεισμένη από τις δημόσιες θέσεις και τα’ αξιώματα, διότι θεωρείται κατώτερη. Συνήθως ασκεί το επάγγελμα του ζωγράφου και του επιγραφοποιού μηνυμάτων.
Όμως, προς το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εμφανίζεται στο επάγγελμα του ιατρού και του δικαστικού.
Μια τοιχογραφία στην Πομπηία, παρουσιάζει μια ζωγράφο στο ατελιέ της.


δ) Βυζάντιο
Η θρησκοληψία και η δεισιδαιμονία είναι οι κύριοι εχθροί που εμπόδισαν την γυναίκα του Βυζαντίου να υπάρξει στα κείμενα. Ο βυζαντινός συγγραφέας, ενδιαφέρεται περισσότερο για τις πολεμικές νίκες της αυτοκρατορίας, για την υποδούλωση των βαρβάρων και για τα μεγάλα προβλήματα  της θεολογίας. Η γυναίκα αν δεν είναι αυτοκράτειρα, δεν το απασχολεί. Έτσι η κυριότερη πηγή πληροφοριών για τη γυναίκα, είναι το δίκαιο.
Η βυζαντινή κοινωνία βασίζεται σε τρία στοιχεία: στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, στον χριστιανισμό, στις ανατολικές δοξασίες. Υπό την επίδραση των τριών αυτών στοιχείων, το βυζαντινό δίκαιο θ’ αντικαταστήσει την αξία του γάμου για την απόκτηση παιδιών που ίσχυε ως τώρα με την «ανδρός και γυναικός συνάφεια θείου δικαίου κοινωνίαν».
Η νόμιμη ηλικία γάμου είναι τα 14 για το αγόρι και τα 12 για το κορίτσι που συνάπτουν γάμο μόνο μετά την απόφαση του πατέρα τους.
Η γυναίκα υποχρεώνεται σε προικοδοσία, αλλά διατηρεί το δικαίωμα της αγωγής σε περίπτωση που ο σύζυγός της κατασπαταλήσει την προίκα. Όμως είναι αδύνατο να προβεί σε δικαιοπραξία χωρίς την συγκατάθεσή του.
Αν ο σύζυγος πεθάνει, υποχρεώνεται σε ενός έτους χηρεία. Για να κληρονομήσει τον αποθανόντα έχει την ανάγκη επιτρόπου και για το δικαίωμα χρήσης και για το δικαίωμα της δεσποτείας. (Μέχρι τον Ιουστινιανό, ο γιος γινόταν κύριος της περιουσία ενώ η κόρη είχε το δικαίωμα μερικής κτήσης).
Το διαζύγιο ήταν ή «κατά πρόφασιν αμέμπτου» ή «κατά συναίνεσιν». Δηλαδή εξ’ αιτίας της μοιχείας, ή λόγων ασυνεννοησίας. Η τιμωρία της μοιχαλίδας είναι ο θάνατος, αλλά επί Λέοντος VI ή ρινοκόπηση και ο εγκλεισμός σε μοναστήρι. «Ή μεν γυνή από πορνείας επανιόντι τον άντρα αυτής παραδέξεται, ο δε ανήρ την μυανθείσαν τον οίκον αυτού αποπέμψει», γράφει ο Μ Βασίλειος.
Η παλλακεία είναι ημιμόνιμη επί Ιουστινιανού. Στην 89η Νεαρά ορίζεται ότι η «παλλακή» μπορεί να κληρονομήσει τον άντρα ελλείψει νομίμων παιδιών.
Η γυναίκα στο Βυζάντιο, παραμένει κλεισμένη στο σπίτι κι εκεί πρέπει «τετηρημένην είναι και μη παντελώς αφειμένην και άνετον».
Η μητέρα που ο σύζυγός της πέθανε, ούτε την επιτροπεία των παιδιών δεν μπορεί ν’ ασκεί χωρίς δικαστικό επίτροπο.
Στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, αναφέρεται ότι «τας γυναίκας ως ολισθηρόν και ευαπάτητον εχούσας φρόνημα, ο νόμος πολιτικών και δημοσίων εκωλύσατο».
Ο Μιχαήλ Ψελλός, θεωρεί μεγάλο προτέρημα τον να μην έχει μιλήσει η γυναίκα σε άλλον από το σύζυγό της και ο Μ. Βασίλειος θεωρεί ότι όταν κάποια γυναίκα εγκαταλειφθεί από τον σύζυγό της, οφείλει να μείνει άγαμος. «Είναι έτοιμη πάντα για θυσίες, όπως η γυναίκα στο Λειμωνάριο του Μόσχου, που σαν φυλάκισαν τον παραλυμένο άντρα της και δεν είχε λεπτά να τον λευτερώσει, βγαίνει μια νύχτα να πουλήσει το αγνό της σώμα, για να βγάλει από την φυλακή κείνον που δεν έδινε ένα λεπτό γι’ αυτή».
Μόνο η αυτοκράτειρα είναι σχετικά ελεύθερη. Αυτοκράτειρα μπορεί να γίνει και μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής. Μετά τον γάμο με τον αυτοκράτορα, ανακηρύσσεται κατά την διάρκεια λαμπρής τελετής, Αυγούστα.
Η υποδοχή του διαδόχου δεν είναι η ίδια γι’ αγόρια και κορίτσια
Ένα κορίτσι σήμαινε περισσότερες φροντίδες και προστασία. Λόγω προίκας και διαφύλαξης της παρθενίας. Σε περίπτωση στειρότητας, επιτρεπόταν η υιοθεσία ενός παιδιού από φτωχή οικογένεια.
Οι γυναίκες έμεναν στον γυναικωνίτη και είχαν υπό την επιρροή τους και τις διαταγές τους, σκλάβες και θεραπαινίδες.
Αυτοκράτειρες με ενεργή πολιτική δράση ήταν η Θεοδώρα, η Θεοφανώ, η Άννα η Δαλασσινή, η Πουλχερία, η Ειρήνη η Αθηναία κ.ά.
«(…) αναρίθμητες κατάφευγαν σε μοναστήρια ανεξάρτητα καταγωγής, κοινωνικής θέσεως, πλούτου, που είχαν γίνει κέντρα 0προσευχής και φιλανθρωπίας. Γι’ αυτό πολλές, όπως η Μαρκέλλα και η Μελανία, χάριζαν τις περιουσίες τους σ’ αυτά».
Ανάμεσα στις γυναικείες αυτές μορφές πρέπει ν’ αναφέρουμε και την Υπατία την μοναδική γυναικεία  παρουσία στην φιλοσοφία και τις επιστήμες, πασίγνωστη για την διδακτική της δεινότητα.
Το 415 μ.Χ., η Υπατία διαμελίστηκε, το ώσμα της σκορπίστηκε από φανατισμένο όχλο χριστιανών και τα έργα της κάηκαν. Υπήρξε κόρη του γεωμέτρη Θέωνα και σπούδασε στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όπου κατέλαβε την έδρα της Φιλοσοφίας του Πλωτίνου. Γοητευμένα πλήθη την άκουγαν να διδάσκει Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Ο επίσκοπος της Κυναϊκής Συνέσιος που υπήρξε μαθητής της Υπατίας την αναφέρει στα έργα του ευγνωμονώντας την για τις γνώσεις που του προσέφερε.
Άλλη σπουδαία μορφή στο χώρο του πνεύματος είναι η Αθηναΐς, σύζυγος του Θεοδοσίου του Β΄, που συνέθεσε ένα έπος βασισμένο στα ομηρικά μέτρα για τα πάθη του Χριστού και μετέφρασε την Οκτάτευχο, ενώ παράλληλα ίδρυσε φιλανθρωπικά ιδρύματα που θεράπευαν ανάπηρους και λεπρούς.


ε)  Τουρκοκρατία
Η Ελληνίδα καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας παραμένει σαν κόρη και σαν σύζυγος στο χώρο του σπιτιού και ασχολείται με την υφαντική, το κέντημα, γνέθει και πλέκει.
«Τα δημοτικά τραγούδια είναι η αυθεντικότερη πηγή, ο αδιάψευστος καθρέφτης της πραγματικότητας. Εκεί καθρεφτίζεται η ζωή της η βασανισμένη, η εξαρτημένη από τον άντρα, είτε αυτός ήταν ο «κύρης» της –ο πατέρας της- είτε ήταν ο «αφέντης» της –ο άντρας της. Εκτεθειμένη ακόμα και στον πρώτο τυχόντα άντρα που θα την έκλεβε παρά τη θέλησή της».
Οι γονείς έχουν την φροντίδα της αναζήτησης συζύγου. Ο έρωτας αποτελεί μεγάλο αμάρτημα. Όταν ο σύζυγος πεθάνει στο πόλεμο ή γίνει κλέφτης κι αρματωλός, η γυναίκα επωμίζεται με όλες τις φροντίδες.
Οι ανάγκες που προέκυψαν για ανεξαρτησία, οδήγησαν την γυναίκα στην ανάληψη πρωτοβουλιών και ρόλων με ιδιαίτερη κοινωνικοπολιτική βαρύτητα. Συχνά οδηγούνται οι Ελληνίδες σε πράξεις αυτοθυσίας για να μην υποδουλωθούν. Κυνηγούν μόνες τους τον τούρκικο στρατό, όπως οι Μανιάτισσες, πέφτουν στο ποτάμι Αραπίτσα, θυσιάζονται όπως οι Σουλιώτισσες με τη Μόσχω Τζαβέλλα, οι γυναίκες της Κιάφας πολεμούν γενναία, όπως η Μαντώ Μαυρογένους, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Δέσπω Σέχου-Μπότση, η Κωνσταντίνα Ζαχαρά κ.ά.
Πριν ακόμα από τη επανάσταση του 1821, οι γυναίκες συμμετέχουν ενεργά το 1470 στη μάχη της Χαλκίδας, το 1792 στη μάχη της Κιάφας.
Όλη η περίοδος της τουρκοκρατίας γέμει από προσωπικότητες ηρωίδων, από τις παρουσίες μανάδων που αγωνίζονται να κρατήσουν την γλώσσα και την πίστη τους.
Γράφει ο Σολωμός: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα, εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή. Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας (Δ. Σολωμός: Ποιήματα και Πεζά, Ελεύθεροι πολιορκημένοι –σχεδίασμα Β’-, εκδ. Εξάντας, 1991, σελ. 196).
Επώνυμες κι ανώνυμες Ελληνίδες προσπαθούν να σώσουν τον εαυτό τους από τις αρπαγές και τους βιασμούς και τα παιδιά τους από τους εξισλαμισμούς και τις επιδρομές των Τούρκων. Η ιστορία τις συναντά σε κάθε εξέγερση μ’ ένα δρεπάνι, μ’ ένα σπαθί, μ’ ένα γκρα στο χέρι.
Αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν τους αναγνωρίστηκαν οι θυσίες.


στ)  Από το 1830 - 1952
Η Ελληνίδα, εξακολουθεί και μετά την απελευθέρωση να βρίσκεται στην υπηρεσία των παιδιών και του συζύγου είναι αποκλεισμένη από τη δημόσια ζωή.
Ούτε με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους απολαμβάνει προνομίων. Εργάζεται στα χωράφια, ασχολείται με τα οικόσιτα ζώα, ζυμώνει, φορτώνεται με δεμάτια ξύλων. Ωστόσο οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας έχουν αρχίσει. Αρχίζει και η πύκνωση του πληθυσμού στις πόλεις. Μαζί τους εμφανίζεται η αστική τάξη, η γυναίκα της αστικής τάξης. Συνήθως είναι γόνος μεγάλων ναυτικών οικογενειών. Περιστοιχίζεται από «δουλικά», παραμάνες, νταντάδες. Έχει τη δυνατότητα να μορφωθεί. Η καλλιέργεια, θα της επιτρέψει να γίνει λειτουργική στο γυναικείο ζήτημα. Όμως η βαυαροκρατία, θα καλλιεργήσει όλη αυτή την περίοδο της ανασύστασης του ελληνικού κράτους ένα κλίμα μεγαλοϊδεατισμού. Η νομολογία θα παλινδρομήσει. Έτσι, στις 23-2-1836 με βασιλικό διάταγμα, καθιερώνεται η ισχύς του ρωμαϊκού δικαίου που θα καθορίσει τις τύχες των ανθρώπων και φυσικά της γυναίκας που θεωρείται ως οντότητα «μειωμένης προσωπικότητας». Κάποιοι, όπως ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος στην εφημερίδα «Πρόοδος» θ’ αντιδράσουν με τα άρθρα τους, την ίδια κιόλας χρονιά. Ένα χρόνο μετά, το 1837 ιδρύεται η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία που θα υποστηρίξει την ίδρυση σχολείων για κορίτσια. Όμως ουσιαστικά, μετά το 1855 οι Ελληνίδες αρχίζουν να παίρνουν την τύχη της υπόθεσής τους στα χέρια τους. Το 1870, επί συνόλου 28.400 εργατών οι 5.375 ήταν γυναίκες. Οι συνθήκες είναι απάνθρωπες. Ωράριο δεν υπάρχει και το μεροκάματό τους είναι κάτω από το μισό του αντίστοιχου αντρικού.
Παρότι από το 1836-1837 λειτουργούν παρθεναγωγεία (όπως το πρώτο σχολείο που ιδρύθηκε από τον F. Hill και το Αρσάκειο) η πλειοψηφία των γυναικών δεν έχει σ’ αυτά πρόσβαση. Μόνο τα εύπορα κορίτσια μπορούν να φοιτήσουν στα παρθεναγωγεία. Από κει, θα βγει το φυτώριο των πρώτων γυναικών δασκάλων που θα θελήσουν να διδάξουν γραφή κ ανάγνωση στις φτωχότερες.
Το 1871 ιδρύεται ο σύλλογος των «Κυριών υπέρ της γυναικείας παιδεύσεως» που εκδίδει την εφημερίδα «Αγών». Σ’ αυτή την εφημερίδα γίνεται για πρώτη φορά λόγος για ψήφο στις γυναίκες. Ο σύλλογος, ιδρύει σχολείο για άπορα κορίτσια που μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση, αλλά και υφαντική και ραπτική.
Εμφανίζονται και οι πρώτες δασκάλες που με πρωτοβουλίες τους  θα βοηθήσουν να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός των γυναικών. Ανάμεσά τους η Καλλιόπη Κεχαγιά, μια πρωτοπόρος του φεμινισμού στην Ελλάδα, απόφοιτος του Αρσακείου με μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο, η Αικατερίνη Λασκαρίδου, η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η Καλλιρρόη Παρέν.
Η μεγάλη μορφή που ανέδειξε το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα είναι η Καλλιρρόη Παρέν, ο γένος Σιγανού από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Η Παρέν που εργάστηκε για χρόνια σε σχολεία της επαρχίας, μπόρεσε να γνωρίσει από κοντά τα προβλήματα της γυναικείας εκπαίδευσης. Κι όπως όλες οι πρωτοπόροι γυναίκες φεμινίστριες στην Ευρώπη, αντελήφθη ότι ο σημαντικότερος λόγος της γυναικείας «κατωτερότητας» ήταν η απουσία παιδείας.
Το 1887, εκδίδει την «Εφημερίδα των Κυριών» και δηλώνει ότι ο κύριος εχθρός είναι ο αναλφαβητισμός ότι η γυναίκα πρέπει να εργαστεί για να χειραφετηθεί ότι η ψήφος είναι απαραίτητη στο θέμα της ισότητας. Η Παρέν λειτουργεί σε διάφορους χώρους. Ιδρύει μαζί με την Καλλιρρόη Κεχαγιά το «σχολείο της Κυριακής’ για εργάτριες αναλφάβητες. Ιδρύει το νοσοκομείο της Αγίας Αικατερίνης. Το 1870 με πρωτοβουλία της, η «Εφημερίς των Κυριών» δημοσιεύει την πρώτη δημόσια διεκδίκηση για δικαίωμα στη μόρφωση. Την υπογράφουν 2.850 γυναίκες. Πέντε χρόνια μετά, το 1895 οι αδελφές Παναγιωτάτου γίνονται δεκτές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1897, ιδρύεται η «Ένωσις Ελληνίδων» και την ίδια χρονιά με πρωτοβουλίες της ένωσης ψηφίζεται ο νόμος για την προστασία των παιδιών.
Το 1901 γίνονται δεκτές στην Ιατρική σχολή δυο φοιτήτριες, η Λέκκα και η Μομφεράτου.
Το 1908 ιδρύεται το «Συμβούλιο Ελληνίδων» και με πρωτεργάτη την Παρέν το 1911 ιδρύεται το «Λύκειο των Ελληνίδων».
Το 1920 ιδρύεται ο «Σύνδεσμος για τα δικαιώματα της γυναίκας», που ο σκοπός του ήταν ν’ αποκτήσουν οι γυναίκες ίσα δικαιώματα και ενώπιον του νόμου, και στην εκπαίδευση αλλά και δικαίωμα ψήφου. Το 1921, διένειμε προκηρύξεις σε 250.000 αντίγραφα που εξηγούσε γιατί πρέπει να ψηφίζουν οι γυναίκες. Ο ενθουσιασμός παρασύρει και τους πολιτικούς.
Στη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου του 1920, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποστηρίζει το δικαίωμα των γυναικών για ψήφο. Στις 19 Μαΐου του 1922 ο υπουργός δικαιοσύνης Δ. Γούναρης υποστηρίζει με τη σειρά του την αναγκαιότητα να δοθεί  ψήφος στις γυναίκες. Την ίδια χρονιά ο βουλευτής Αθανάσιος Τυπάλδος Μπασάς, ένθερμος υποστηρικτής των ίσων δικαιωμάτων σ’ άντρες και γυναίκες, καταθέτει στην ολομέλεια της Βουλής το πρώτο νομοσχέδιο που εισηγείται ψήφο στις γυναίκες. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1925 ο Αλέξ. Παπαναστασίου, προτείνει στην ολομέλεια ψήφο στις γυναίκες. Αλλά η αντίδραση των βουλευτών, όπως και της κοινής γνώμης όλ’ αυτά τα χρόνια, είναι τέτοια, που αναγκάστηκε ν’ αποσύρει την πρόταση.
Κι όμως η γυναίκα της εποχής συμμετέχει πια ενεργά και στη βιομηχανική ανάπτυξη και στο εμπόριο.
«Η στατιστική του 1928 έφερνε τις εργάτριες γυναίκες στις πόλεις και χωριά σε 633,435, από τις οποίες στη βιομηχανία 99.712μ στη γεωργία 434.623 και τις υπόλοιπες στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, υπηρέτριες κ.λ.π.»
«Ο Ευελπίδης στο βιβλίο του «Γεωργία της Ελλάδας» αναφέρει πως η συμμετοχή των γυναικών στην αγροτική μας οικονομία, σύμφωνα με τα δεδομένα του 1929, εκφράζεται στη γεωργία με 75 περίπου εκατομμύρια μεροκάματα γυναικεία και 9 περίπου εκατομμύρια ανδρικά.
Στη δενδροκομία, σε σύνολο 59.181.000 μεροκάματα, τα  28.736.000 αναλογούν στη γυναικεία δουλειά, δηλ. Τα 31,4% περίπου.
Στην αγροτική οικοτεχνία έχουμε 12,7 εκατομμύρια γυναικεία μεροκάματα και μόνο 2,7 εκατομμύρια ανδρών.
Στους επιστημονικούς κλάδους, στα ελεύθερα επαγγέλματα, στις δημόσιες υπηρεσίες, κ.λ.π. η συμμετοχή των γυναικών είναι σοβαρότατη και απαραίτητα.
Τελικά, μετά από πέντε χρόνια πρωτοβουλιών και διεκδικήσεων, στις 5 Φεβρουαρίου του 1939, η κυβέρνηση δίνει το δικαίωμα της ψήφου στις γυναίκες μόνο για τις κοινοτικές και δημοτικές εκλογές, σ’ όσες ήξεραν γραφή κι ανάγνωση, ηλικίας άνω των τριάντα ετών. Δεκαεννιά χρόνια μετά, μια τροποποίηση επιτρέπει να ψηφίζουν όσες είναι πάνω από είκοσι ενός ετών και να είναι υποψήφιες όσες είναι πάνω από είκοσι πέντε, πάντα μόνο για τις δημοτικές εκλογές.
Εν τω μεταξύ, το ποσοστό των αγραμμάτων γυναικών από 80% που ήταν το 1907, το 1951 γίνεται 35%.
Ώσπου το 1952, με το νόμο 2159, οι γυναίκες αποκτούν επιτέλους πλήρη εκλογικά δικαιώματα (και του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και στις βουλευτικές εκλογές).
«Εις την εποχήν μας η γυναικεία ψήφος υποστηρίζεται και υπό των συντηρητικών κομμάτων. Τούτο οφείλεται εις την πεποίθησιν ότι οι γυναίκες κατά πλειοψηφίαν δεν θα ευνοήσουν τας τάσεις των κομμάτων της αριστεράς», γράφει ο Α. Ι. Σβώλος (στο βιβλίο του: Συνταγματικόν Δίκαιον, Αθήναι, 1935, σελ. 11)


Οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα
Από το 1952 που οι γυναίκες απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα και από το 1974 ως το 1983 που διεκδίκησαν και κατέκτησαν ισονομία και ισοπολιτεία μέχρι σήμερα, η ισότητα έχει κατακτηθεί όπως καταγράφεται στους νόμους και στις διατάξεις.
Όμως η ανισότητα στην κατανομή εξουσίας εξακολουθεί να θεωρείται σαν φυσική, αν όχι αναγκαία. Στην ανάλυση των στατιστικών δεδομένων ο υποκειμενικός παράγοντας είναι τόσο δεδομένος, όσο και το αυξημένο ποσοστό των γυναικών που ακολουθεί ανώτατες σπουδές.
Οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα παρεισφρύουν σε κάθε έρευνα, είτε κοινωνιολογική είναι αυτή, είτε ψυχαναλυτική ή άλλη.
Το ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία, κυρίως σε κοινωνίες όπως η ελληνική, που το μοντέλο των πραγματικών σχέσεων δεν εξαντλείται στην έννοια της κατοχής. Οι παραγωγικές σχέσεις, όσο πιο ανταγωνιστικές γίνονται τόσο νέους τόπους αναζήτησης βρίσκουν, δυστυχώς όχι απελευθερωτικού, αλλά δεσμευτικού χαρακτήρα για την Ελληνίδα.
Οι κοινωνικοπολιτικές δομές, μεταφέρουν μέσω μιας κυκλωτικής ενημέρωσης, την αγωνία της κίνησης του κεφαλαίου και ανακυκλώνουν το εξουσιαστικό μοντέλο.
Σ’ αυτό το μοντέλο παρασύρθηκε το γυναικείο κίνημα. Οι συνιστώσες του αφομοίωσαν και διαμόρφωσαν την εικόνα: γυναίκα απελευθερωμένη =γυναίκα εργαζόμενη. Δεν υπολόγισε ότι η απασχόληση αποτελεί ανάγκη της πολιτικής κοινωνίας και ότι η αντιπαλότητα των αντιθέτων δεν είναι παρά απότοκο της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης.
Σε κάθε στιγμή στην εξέλιξη των κοινωνιών, η θέση της γυναίκας ενσωματώνεται σαν συμπληρωματική ή παραπληρωματική δομή. Με το πέρασμα των αιώνων, εσωτερικοί κι αόρατοι παράγοντες προσδιόρισαν τις συμπεριφορές των ανθρώπων και το εξουσιαστικό στοιχείο μετετράπη σε φύση και ουσία των σχέσεων που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα δύο φύλα. Κάθε υποκείμενο υποτάσσεται σε μια συμβολική τάξη κυρίαρχου-κυριαρχούμενου και η ετερότητα, η διαφορετικότητα, σημασιοδοτούν την κατωτερότητα ή την ανωτερότητα. Αυτό το εσωτερικό στοιχείο, το ιστορικό σημαίνον δεν γίνεται αντιληπτό. Η ανθρώπινη αλλοτρίωση έχει την ηλικία αρκετών αιώνων. Πρέπει στη θέση της να μπουν άλλα δεδομένα, αν δεν θέλουμε να μείνουμε στη σφαίρα του φαντασιακού.
Από τις κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες δεν μπορούμε να βοηθούμε. Αυτές αποκλείουν τον άνθρωπο-ύπαρξη. Διευκολύνουν τον άνθρωπο-αξία, την γυναίκα-αντικείμενο. Η ανατομία του κοινωνικού σχηματισμού, όπως εμφανίζεται στις στατιστικές, διαμορφώνει και το κοινωνικό επίπεδο. Μ’ αυτό το περιεχόμενο αντίληψης κινείται η απελευθέρωση της γυναίκας. Το νομικό πλαίσιο της ισονομίας, ισοπολιτείας, μετατρέπεται σε φύση και ουσία της ισότητας.
Όμως τα ετερογενή στοιχεία του μηχανισμού που επιτρέπει αυτήν την συγκεκριμένη περί τα πράγματα γνώση, δεν αναζητήθηκε. «Ενώ ορισμένα περιεχόμενα αντίληψης γίνονται λεκτικο-μυθικά κέντρα δύναμης, κέντρα νοήματος, υπάρχουν άλλα που παραμένουν (…), κάτω από το κατώφλι του νοήματος».
Η παρούσα εργασία αυτό επιχειρεί.
Όχι τόσο προς την κατεύθυνση μιας «άλλης» οπτικής του γυναικείου ζητήματος στην Ελλάδα, διότι και η «άλλη» οπτική στα πλαίσια του δοσμένου συστήματος αναφορών θα ενέπιπτε, όσο προς την κατεύθυνση μιας αναλυτικής των εργαλείων που το εξετάζουν.
Ο τρόπος και ο τόπος άσκησης της Εξουσίας είναι δεδομένος, όπως και η εξουσιαστική επίδραση είναι και αισθητή και λανθάνουσα.
Δεδομένος είναι και ο τόπος αναζήτησης των κοινωνικών επιστημών.
Αν παρεισφρύσει στο εσωτερικό των αναλύσεων η αναζήτηση της υποδομής, αν νικηθούν οι αντιστάσεις τους και εξετάσουν την μέθοδο παραγωγής της γνώσης που παράγει το λόγο, τότε το γυναικείο κίνημα θα μπορέσει ν’ αυτοσυντηρηθεί χωρίς την ανάγκη ρυθμιστικών παρεμβάσεων και κανονιστικών διατάξεων.
Ο δεσμός της εξουσίας και της επιθυμίας θα δώσει τις νέες σχέσεις. Όσο η εξουσία θα υποκαθιστά την απροσδιόριστη επιθυμία της ισότητας τόσο και ο πόθος για ισότητα θα μοιάζει με την επιθυμία της εξουσίας, με την ισότητα όπως θέλει να την ποθήσουμε η εξουσία.
Οι κοινωνικοπολιτικές δομές υποβάλλουν κάθε αναζήτηση για ισότητα. Εκεί παράπεσε και το γυναικείο ζήτημα. Από τη γέννησή του στην αρχή του αιώνα μέχρι τώρα, του υποβάλλονται διαρκώς νοητικές κατασκευές που οριοθετούν και τον ρόλο τους ως φορέα δομών.
Ποτέ το γυναικείο κίνημα δεν βρήκε τόπο για υποκειμενική δράση. Η νέα προϋπόθεση της ισότητας θα βασιστεί σ’ ένα λόγο τριτεγγυητή μεταξύ του λόγου εξουσίας και της επιθυμίας ώσπου το κυρίαρχο στην τάξη της γλώσσας ρήμα: έχω, ν’ αντικατασταθεί από το ρήμα: είμαι. Τότε θ’ αλλάξει περιεχόμενο και ο εξουσιαστικό λόγος. Οι γυναίκες δεν θα θεωρούν πια δική τους την επιθυμία της εξουσίας αλλά θα διεκδικούν την άρση των φραγμών για να δηλώσουν τη δική τους επιθυμία, για να καταγγείλουν την άλλη την ψευδεπιθυμία που δεν ήταν δική τους ποτέ.
Σ’ αυτή την α-ταξία δεν θα υπάρχει ανάγκη αντιπαράθεσης των δύο φύλων ή διεκδίκησης τόπων, τοπίων, τοπονυμιών. Οι όροι που θα την διέπουν θα ξεκινούν από την πεποίθηση της αυτοδιάθεσης, θα διέρχονται από την πολυσημία και θα καταλήγουν σ’ ένα λόγο που εσωτερικός καθώς θα είναι θα μοιάζει με τον ποιητικό λόγο.
Όταν το γυναικείο κίνημα γίνει άξιο της ποίησης θα φτάσει και «στις μεταφορές και κυρίως στις μεταφορές τω μεταφορών (…) (Εκεί) η φαντασία είναι η ίδια η μορφή της φυσικής παραγωγής. Ψυχικά δημιουργηθήκαμε από τις φαντασιώσεις μας. Έχουμε δημιουργηθεί κι έχουμε καθορίσει τα όριά μας με τις ονειροπολήσεις μας, δεδομένου ότι η ονειροπόληση διαγράφει τα τελευταία όρια του πνεύματός μας. Η φαντασία δουλεύει στην κορυφή (…) είναι η προσπάθεια μιας εμπειρίας όταν η ονειροπόληση μεταβάλλει τις ήδη μεταβλημένες μορφές όπου πρέπει να ψάξουμε το μυστικό των ενεργειών και της αντικατάστασης. Θα πρέπει, λοιπόν, να βρούμε τον τρόπο να εγκατασταθούμε στο χώρο όπου διαιρείται η αυθεντική προτροπή, δελεασμένη προφανώς από μια προσωπική αναρχία, αλλά υποχρεωμένη, παρ’ όλ’ αυτά στη γοητεία του άλλου. Για να είσαι χαρούμενος, πρέπει να σκέφτεσαι την ευτυχία κάποιοι άλλου. Μ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει μια μεταβολή μέσα στις εγωιστικές απολαύσεις. Το ποιητικό διάγραμμα πρέπει, λοιπόν, να παρακινήσει μια αποσύνθεση των δυνάμεων, διακόπτοντας κάθε σχέση με τον αγαθό ιδανικό, το εγωιστικό ιδανικό της ενότητας της σύνθεσης. Κι αυτό είναι το ίδιο πρόβλημα της δημιουργικής ζωής: πως θ’ αποκτήσουμε ένα μέλλον χωρίς να ξεχάσουμε το παρελθόν;» Τότε θα λειτουργήσουν και οι θεσμοί. Η συναίνεση των δύο φύλων θα τους διευκολύνει. Η Εξουσία ας μείνει με την δύναμη των οργάνων της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου