Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"ΘΑΛΑΣΣΑ"-ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ



ΑΠΑΝΤΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ
ΘΑΛΑΣΣΑ


… Ένα χειμωνιάτικο πρωί σηκώθηκα με τον ήλιο και κύταξα κατά τη θάλασσα. Το νησί ήταν κάτασπρο ως κάτω και η αμμουδιά ήταν κι αυτή χιονισμένη. Και είδα πρώτη φορά, από τη ζεστασιά του ήλιου, τη θάλασσα που άχνιζε ήσυχα.
Η ίδια με τη νοτιά τις περασμένες έριξε και σύντριψε στα βράχια του κάβου ένα τρικάταρτο καράβι και έπνιξε τους ανθρώπους. Δε βρίσκεις λογαριασμό μαζί της.
Εκείνη την ημέρα άκουσα μιάν ομιλία στο λιμάνι˙
-         Τι γίνεται ο Κρανιδιώτης;
-         Δεν είναι πιά καράβι;
-         Το ’χει το καράβι του, μα πίνει και τον κάνανε ναύτη από καπετάνιο.
-         Όμως έχει καλή καρδιά ο Κρανιδιώτης, είναι και παλληκάρι.
-         Τι τα θες; Η θάλασσα δεν παίζει.
Βέβαια η θάλασσα δεν παίζει. Μπορεί ο Κρανιδιώτης να έχη άδολη καρδιά και να είναι και παλληκάρι, μα η θάλασσα δε δέχεται πιωμένους καπετάνιους· άμα βαλθούν στο πιοτό, αυτή τους βάζει στη θέση, που τους ταιριάζει, και από καπετάνιους τους κάνει ναύτες ή τους πνίγει με το καράβι τους. Ας ήταν τόσο αυστηρή και αλύγιστη και η πατρίδα.
Γυρίζοντας από τα Κόκκινα Χώματα, που εκεί κοντά χύνονται στη θάλασσα τα νερά μιας ρεματιάς, είδα βάρκα ψαράδικη που ζύγωνε στη στεριά, μικρή και μυτερή στις άκρες. Ήτανε δυό μέσα και τραβούσαν κουπί αντίθετα στον άνεμο το γρεγολεβάντη. Με κόπο έφτασαν στο γιαλό και ο ένας τους –παιδί ως δεκάξι χρονών, ξυπόλυτο- πήδηξε όξω βαστώντας την άκρη ενός σκοινιού, δεμένου από την  άλλη άκρη στην πλώρη της ψαροπούλας. Μέσα έμενε καθισμένος ο μεγαλίτερος, παλληκάρι ως εικοσιτριών χρονών.  Σαν τ’ άλογο ζεύτηκε το σκοινί στον ώμο το παιδί και τραβούσε τη βάρκα αντίθετα σχεδόν στον άνεμο και περπατούσε γοργά κατά τη χώρα. Εκείνος, που ήταν μέσα, πότε πότε βοηθούσε λίγο με το κουπί σπρώχνοντάς το ως τον πάτο της ρηχής θάλασσας, στην άμμο. Εγώ από πίσω ακολουθούσα. Το παιδί πήγαινε κι όλο πήγαινε στην έρημη ακρογιαλιά και μ’ απερνούσε στη γοργάδα. Φως ανοιξιάτικο δειλινού, πριν βασιλέψη ο ήλιος, φώτιζε τα’ ακρογιάλι, την πολιτεία πέρα και τα χωράφια, αλλού κατακόκκινα και οργανωμένα, αλλού καταπράσινα με βαλανιδιές σκόρπιες εδώ και κει. Τέλος έφτασαν στο μέρος, που ήταν να ρίξουν τα δίχτυα. Το παιδί σταμάτησε, ανάσυρε λιγάκι τη βάρκα στην άμμο, τη στερέωσε με το κουπί για να μην πλαγιάση, πήδηξε μέσα, άρπαξε τη λαήνα με το νερό και ήπιε, ήπιε ως που ξεδίψασε· ύστερα κάθησε και τα χέρια του κρεμώνταν από την κούραση. Ο άλλος χωρίς μιλιά έμενε στην ίδια θέση και τεμπέλικα ετοίμαζε τα δίχτυα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου