Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ"-ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΟΛΟΥΔΗ



Μαρία Τολούδη

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ

Αλεξανδρούπολη 1926

Κάθε νύχτα κατά τις 02.00 δυο γυναικείες φιγούρες, μια μεγάλη και μια μικρή, διασχίζουν την πόλη από Βορρά προς Νότο με ένα τενεκέ ανάμεσα τους.
Η κυρία Ζωή και η μικρή Αναστασία. Ένα ισχνό πλασματάκι, με αδύνατα πόδια, ίσιο μαλλί και δυο τεράστια μαύρα μάτια, δυο μικρές λίμνες να κυριαρχούν στο μελαχρινό πρόσωπο. Πήρε από τον μπαμπά της, τον κυρ’ Απόστολο, τον φούρναρη και πεχλιβάνη.
Κάθε βράδυ αφήνουν κουρασμένες τον φούρνο, και κουβαλώντας τον τενεκέ με τα κάρβουνα, κατευθύνονται στις παράγκες κοντά στο γιαλό, εκεί που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες εδώ και τέσσερα χρόνια.
Τον τενεκέ τον κρατούν μ’ ένα ξύλο περασμένο στο χερούλι μην και ζεματιστούν. Τα κάρβουνα τα θέλουν για ζέστη, μαγείρεμα και πλύσιμο. Ο καιρός κανόνιζε την χρήση τους. Δάνειζαν και στους γείτονες. Οι συνθήκες το επέβαλαν. Ο τενεκές έγερνε προς την Αναστασία λόγω της διαφοράς ύψους. Ήταν ψηλή για εννιάχρονη, όχι αρκετά να στέκεται δίπλα στην μάνα της, μια ψηλή γυναίκα, με αυστηρό κότσο και καφετιά φορεσιά Μακράς Γέφυρας. Φούστα μακριά σουρωτή και κοντό ζακετάκι κλειστό μέχρι πάνω.
Το βήμα τους αντηχεί μέσα στη νύχτα. Η πόλη κοιμάται. Κάτι αδέσποτα τρομάζουν, ξεκουλουριάζονται, πολλαπλασιάζονται ταυτόχρονα με τους συνακόλουθους θορύβους και τον δικό τους φόβο. Το φυλοκάρδι τους τρέμει όπως και τα πόδια τους από την κούραση.
Η μικρή Αναστασία θα ήθελε να σφίξει το χέρι της μαμάς της αλλά τις χώριζε ο τενεκές με τα κάρβουνα. Τον χειμώνα της ήταν απαραίτητος το καλοκαίρι ανυπόφορος.
Στο φούρνο, εκεί που έπλαθαν τα κουλούρια μαζί με τους υπόλοιπους, αδέλφια και μπαμπά, όλα ήταν υπό έλεγχο. Ένιωθε ασφάλεια, θαλπωρή και την δύναμη των ανδρών να την θωρακίζει, καθώς τα μικρά χεράκια της βουτούσαν το κουλούρι στο σουσάμι. Κουλούρια από ρεβυδομαγιά, τικίρ τικίρ, τα μικρά και τραγανά. Πρώτα έψηναν αυτά και μετά πέντε –πέντε τα περνούσαν σε κλωστή. Ακολουθούσαν τα μεγάλα με το σουσάμι. Αυτά έμεναν να σταθούν, αργότερα ψηνόταν. Την τέχνη την έφερε ο κυρ Απόστολος από την πατρίδα, την Μακρά Γέφυρα. Και μπουγάτσες ήξερε να φτιάχνει, άλλα δεν έφευγαν.
Ο κόσμος δεν είχε χρήμα.
Όταν η μάνα είχε κέφια τραγουδούσε. Τότε ήταν γιορτή. Όλους τους άρεζε ακόμη κι αν ήταν "λυπητερό" όπως το λέγε.
"Στη ρύση που ‘πινα νερό τώρα το πίνουν άλλοι" και σφούγγιζε το δάκρυ κρυφά.
"Το σπίτι τους, τους μπαξέδες, τον φούρνο και το νοικοκυριό της. Ποιοι το χαίρονται;"
"Δόξα το Θεό" πήρε μεγάλο άνδρα αλλά το ψωμί δεν της έλειψε ούτε στην προσφυγιά.
Τα παιδιά της όλοι μια γροθιά. Και η Αναστασία μια βουκιά άνθρωπος, ένα με τα αγόρια. Όταν η κούραση βάραινε ώμους και βλέφαρα, η μικρή έπεφτε στα τσουβάλια, δίπλα στις γάτες, να ξεκουραστεί. Τότε την έπαιρνε ένας γλυκός ύπνος ακούγοντας τους ψίθυρους της οικογένειας, ακόμη και τους καυγάδες. Καθόλου δεν την ένοιαζε. Τασία, ξύπνα φεύγουμε, ήταν το πρόσταγμα. Τίναζε τα αλεύρια από πάνω της και στο έργο το πιο δύσκολο. Να διανυθεί η απόσταση φούρνος παράγκες μεσ’ την νύχτα χωρίς φως. Οι αστροφεγγιές και η πανσέληνος οι καλύτερες της. Από τότε λάτρεψε τα αστέρια και το φεγγαρόφωτο.
Την παιδική της παρηγοριά. Τότε ήταν που τα καλούσε να την φέγγουν στο μακρύ, για τα κουρασμένα ποδαράκια της, δρόμο.
Όταν έφθανε στην παράγκα, έβγαζε έναν αναστεναγμό, και φρουπ στο στρώμα να κουλουριαστεί μέχρι το πρωί που ξεκινάει η άλλη βάρδια. Ένας σκούρος άγγελος έριχνε την κουβέρτα πάνω της, μαζί με τον άλλο με τα άσπρα φτερά που έριχνε τη σκιά του μέχρι τις 7 το πρωί. Τότε ρουφούσε το γάλα και τρέοντας έπιανε γωνία στο κέντρο, με τον ταμπλά στο χέρι, περιμένοντας τον πατέρα με τα κουλούρια.
Αυτή κρατούσε τον ταμπλά κι αυτός αράδιαζε τα κουλούρια. Τρία σημεία στην πόλη όσα τα παιδιά έπιαναν. Το πιο ασφαλές κι απάνεμο η μικρή τα αγόρια στο λιμάνι και σταθμό αντίστοιχα. Ο κυρ Απόστολος μετά την διανομή πήγαινε ξανά στο φούρνο. Ανάπαυλα μόνο το μεσημέρι. Μετά τα ψηστικά 5 ώρες ύπνου, και μετά ξανά στο φούρνο.
Ο ταμπλάς γεμάτος τραγανά κουλούρια, από μόνος πρόκληση για τους περαστικούς συνβοηθούσης της τιμής.
"Το νου σας στον ταμπλά" έλεγε ο κυρ Απόστολος κι έφευγε.
Η Αναστασία πρόσεχε, έβαζε τα λεφτά στο κουτί και χοροπηδούσε στο ένα πόδι παίζοντας "κουτσό" για να περάσει η ώρα. Έπιανε κουβέντα με τους αγοραστές, τους άλλους μικροπωλητές. Υπήρχαν κι απώλειες. Η γνωστή τσακαλοπαρέα. Ένα, δυο κουλούρια. Έτσι για να διατηρείται η φήμη τους.
Υπήρχαν και μεγαλύτερες απώλειες. Δράστης; Ο αέρας. Αυτός που κατεβαίνει από ψηλά από την Παλαγία, διασχίζει τους δρόμους, σαρώνει ότι βρει, αλλά βρίσκει τον μάστορή του στο Θρακικό πέλαγος.
Ένας τέτοιος βούτηξε τα χαρτονομίσματα. Πλάνταξε στο κλάμα η Αναστασία περιμένοντας την τιμωρία που λόγω του μικρού της ηλικίας δεν ήρθε.
Παραδίπλα στους άλλους μικροπωλητές ήταν κι αυτός με το ξωτικό πουλί, που έλεγε την τύχη. Δεν ήταν μόνιμος. Έκανε βόλτες σε γειτονικές πόλεις και σε γειτονιές με γυναικομάνι. Όταν ερχόταν, τα χρώματα του αφεντικού και του πουλιού λάμπρυναν την γωνία και μάγευαν την Αναστασία. Τότε αλάφρυνε η βάρδια κι ο ταμπλάς άδειαζε γρηγορότερα από τους ευχαριστημένους αλλά και δυσαρεστημένους πελάτες του. Τα καλά νέα επέτρεπαν τις δαπάνες  μια και ήταν μπροστά. Τα δε άσχημα θέλαν παρηγοριά, να γλυκάνει το χείλι πριν πικραθεί.
Ελάτε κύριοι δοκιμάστε την τύχη σας. Ντρίνγκ έπεφτε το νόμισμα στο κουτί, και ο παπαγάλος με την καμπουρωτή μύτη βουτούσε ένα χαρτάκι από το καπέλο.
Δρόμο βλέπω και λαχτάρα, διάβαζε το αφεντικό. Πέντε αγόρια θα ζήσετε να καμαρώσετε. Η στεναχώρια φεύγει. Μαύρος καβαλάρης θα έρθει αλλά χρυσό κουτί φέρνει. Ότι κι αν έχετε, θα ζήσετε, και τρισέγγο-να δείτε. Θηλυκά και πλούτη στο σπιτικό σας.
Για εξαιρετικούς πελάτες ο παπαγάλος έλεγε και νούμερα. Τα χρόνια της ζωής του πελάτη. Όταν ο ταμπλάς άδειαζε, το σουσάμι η Αναστασία το σκορπούσε στα περιστέρια. Όχι όλο. Το υπόλοιπο το μάζευε για τις κότες της Ασπασίας με αντάλλαγμα ένα αυτό.
Φρεσκότατο μικρή μου, και το έβαζε κάτω από την μασχάλη.
Η πρόσκληση ήταν μεγάλη, αλλά αποφάσισε και το σουσάμι το δώσε για τον παπαγάλο. Αντάλλαγμα; Να ακούσει το μέλλον. Πόσο καιρό θα πουλάει κουλούρια; Θα πάει σχολείο; Θα βρει τον πρίγκιπα;
Ο παπαγάλος έφαγε το σουσάμι, και η Αναστασία, στηριζόμενη στον ταμπλά περίμενε. Η καρδούλα της χτυπούσε. Όμως ο παπαγάλος ακίνητος και αμίλητος.
"Αχάριστο πουλί" σκέφτηκε και είπε.
Ευτυχώς το αφεντικό ήξερε το πουλί και την τέχνη του. Ντρίνγκ ρίχνει ένα νόμισμα στο κουτί και ο παπαγάλος βουτάει ένα χαρτάκι. "Αχάριστο πουλί" σκέφθηκε και είπε.
Ευτυχώς το αφεντικό ήξερε το πουλί και την τέχνη του. Ντρίνγκ ρίχνει ένα νόμισμα στο κουτί και ο παπαγάλος βουτάει ένα χαρτάκι. "Ενενήντα δυο χρόνια θα ζήσεις" γελώντας διάβασε και ζυγίζοντας με την ματιά του την Αναστασία, "δηλαδή καμιά 80νταριά ακόμη" και τραντάχτηκε στο γέλιο.
Έντρομη η Αναστασία από το βάρος της πρόβλεψης το βάλε στα πόδια. Τρομάζουν τα μελλούμενα τις τρυφερές ψυχές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου