Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"ΕΚΕΙΝΗ Η ΠΟΛΗ..."-ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΣΚΑΒΔΗ





Ελένη Σκάβδη

Εκείνη η πόλη…


Ήταν ένα απ’ εκείνα τα βράδια που σε πνίγει η νοσταλγία για τα περασμένα. Άνοιξη θαρρείς, παρόλο το προχωρημένο φθινόπωρο. Λίγο μετά το μεσημέρι είχε πάρει με τη σκούπα τα φύλλα μιας μικρής δαμασκηνιάς στην αυλή κι έφτιαξε μια κουμούλα στη μέση του κήπου. Ύστερα έβαλε στο σωρό φωτιά να καεί, με προσάναμα ένα κουρελάκι με πετρέλαιο. Τα φύλλα καίγονταν αργά και πλημμύρισαν το τοπίο μ’ εκείνη την ευλογημένη καψαλιά του φθινόπωρου. Μοσχομύρισε ο τόπος και μια ζαλάδα πλημμύρισε τη γειτονιά, καθώς οι γυναίκες έβγαιναν να πλέξουν, να κεντήσουν ή να μιλήσουν στα σκαλοπάτια. Η κάπνα κάτι σαν αντάρα οκτωβριανή, ανακατεύτηκε με τη μυρωδιά απ’ τη θάλασσα, που ξεδίπλωνε την υγρασία της λίγα  μέτρα πιο κάτω. Γκρίζο το χρώμα της σαν και τ’ ουρανού αυτή την εποχή, γκρίζο και το τοπίο αυτής της μεγάλης ίσιας παραλίας, που την έδερναν οι νοτιάδες όλα τα χρόνια, καθώς είχε να θυμάται κι αυτή, κι η μακαρίτισσα η μάνα της. Μπροστά απ’ τα Καραγιατσιανά ήταν η θάλασσα, που λούζονταν τα καλοκαίρια οι φτωχοί της πόλης. Ένα δυο μέτρα το φάρδος της παραλίας από άμμο, κάτι παλιά σκουριασμένα σίδερα μέσα στο νερό, παλιά υποστηλώματα κάποιας σκάλας ή ενός λιτού μουράγιου για τις ψαρόβαρκες. Εκεί που δέσανε και σιδερώσανε τον καημό τους οι πρόσφυγες σαν έφτασαν με τα τρεχαντήρια το εικοσιδυό, το εικοσιτέσσερα ή και  μετά, απ’ την Ανατολή. Σίδερα τα λέγανε. Και καθώς πήρε να μεγαλώνει ο τόπος και να μεγαλώνουν και τα λιμάνια, μεγάλωσαν κι οι ανθρώποι και τα έχει και τα θέλω τους. Κατάργησαν τα Σίδερα κι αρχίσανε να κολυμπούν μόνο στο Φλοίσβο. Κι αυτοί, που λούζονταν παλιά στο Φλοίσβο, μετακινήθηκαν δυτικά προς τη Χιλή, τα Κόκκινα, τα Δελφίνια και τις Σάντες Ρόζες. Τα έργα απ’ τον σταθμό του λιμένα έχωσαν τη μικρούλα αυτή ακτή, που φιλοξένησε πάνω από δέκα καλοκαίρια τα όνειρα της Ελπίδας. Η άμμος χάθηκε, μαζί της και τα Σίδερα. Και τα τσιμέντα απ’ το νέο τμήμα του λιμανιού, έθαψαν ένα κομμάτι απ’ την ατίθαση νιότη, τη σιωπηλή, αλλ’ άγρια της νοικοκυρεμένης αυτής κόρης. Κι έδωκε ο θεός να ’ρθει να κατοικήσει, στα γεροντάματά της, εδώ, καρσί στη θάλασσα, στα Καραγατσιανά. Ένα βήμα γλάροι ρουφούσαν την αλμύρα και φόβιζαν τις μικρές της θυγατέρες. Ένα βήμα από κει που ’θαψε όνειρα και λάγνα σκιάσματα, ντροπαλών κι ανίερων πόθων. Η άμμος εκείνη ήταν η πρώτη, που άγγιξε τη σάρκα της, καυτή και σκληρή τα καλοκαίρια. Σάρκα που μήτε η απαλάμη του Δημητρού της χάιδεψε, μήτε η μάνα της την άγγιξε ποτέ. Κυλίστηκε απάνω της σα φοραδίτσα την άνοιξη, που λαχταρά ζευγάρωμα. Κι ακούμπησε στο τοιχαλάκι το γερτό, που λιάζονταν κοπέλλες και γυναικόπαιδα να μαυρίσουν, να κοκκινίσουν και να ιδρώσουν. Ξετσίπωτες χοντρές, ξερακιανές μαντόνες, όλες τους αφήνονταν στον ήλιο και το θαλασσί υγρό, με λόγο τα αρθριτικά και τις γυναίκειες τους παθήσεις. Μόνο τους πάθος να ξεχάσουν και να ονειρευτούν, να φύγουν. Να πάρει τα’ αγέρι τους χυμούς και να τους κάνει αλμύρα των καιρών, φτωχών καιρών, διψασμένων για αγάπη. Αγάπη καλοκαιρινή κι ατίθαση, αγάπη άτακτη με τρέλα και κάτι απ’ το παράλογο της αρμονίας, που είχε κανονίσει να ’ναι όλα στη θέση τους για ανθρώπους κι ίσκιους, άγιους και Θεούς εκείνη η πόλη. Στο φως της μέρας, αλλά και στο φως του καντηλιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου