Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"ΘΡΑΚΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ"-ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΘΡΑΚΙΩΤΗ



Κώστας Θρακιώτης
ΘΡΑΚΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Το αίμα των Ηρώων

… Ξαναχτύπησε και πάλι η καμπάνα του Άη-Νικόλα. Τρέξανε οι Χριστιανοί κοπαδιαστά σαν κυνηγημένα πουλιά, να δουν και ν’ ακούσουν τι θα έλεγαν οι κεφαλές.
Ο κύριος σχολάρχης, όπως πάντα, μίλησε εκ μέρους της Κοινότητας. Διάβασε την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης κι έδωσε τις σχετικές εξηγήσεις για την ανάγκη που υπαγόρευε σ’ εκείνες τις κρίσιμες στιγμές τη μεγάλη θυσία για το γενικό εθνικό όφελος. Ήταν μια σκληρή δοκιμασία, παραδεχόταν, για ένα μεγάλο μέρος του θρακιώτικου λαού, που ωστόσο και δε θα χανόταν. Στο κάτω-κάτω της γραφής η πατρίδα ήταν αυτή που έβγαινε κερδισμένη. Αυτό προπάντων είχε σημασία πάνω απ’ όλα. Τ’ άλλα ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Όπως και να ήταν η πατρίδα σαν στοργική μάνα θα τους αγκάλιαζε όλους και θα τους έδινε μια καλλίτερη τύχη. Θα ξανάφτιαχναν τη ζωή τους καλλίτερα κι από πρώτα, χωρίς την αγωνία και τους κατατρεγμούς του Τούρκου ή όποιου άλλου δυνάστη. Και τέλειωσε τη ρητορική του μ’ εκείνον τον περίφημο στίχο του Θεόκριτου: "Θαρσείν χρη, φίλε Βάττε. Τάχ’ αύριον έσετ’ άμεινον". Κουράγιο πατριώτες. Ο Θεός δε θα μας αφήσει. Καλλίτερες μέρες μας ετοιμάζει σε μια καινούργια και χαρούμενη ζωή…
Πάνω στο ίδιο θέμα έπλεξε κι ο δεσπότης το παραμυθητικό του λόγο, επικαλούμενος τη θεία Πρόνοια, τη θεία δικαιοσύνη και το θείο έλεος.
Ο κόσμος έκλαιγε. Σαν τι μπορούσε να κάνει; Ήταν σα να τον χτύπησε ξαφνικά το αστροπελέκι μαζί με τον ίδιο το θάνατο. Μα αυτός ο θάνατος σα να τους φαινόταν πως δεν έμοιαζε  καθόλου μ’ εκείνον τον άλλο θάνατο κι ας ήταν ένα κομμάτι απ’ αυτόν. Βλέπεις τον γλύκανε η κοινή παραδοχή. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Είχε αποφασιστεί. Η πολιτεία έπρεπε να σβήσει, να πεθάνει μέσα σε δυό ή τρεις το πολύ εβδομάδες. Τόση ήταν η διορία που της έδιναν οι αρχές. Θα ερχόταν λέει σε λίγο τα επίταχτα ελληνικά καράβια να τους παραλάβουν και να τους πάνε όπου ήθελαν. Θα έπαιρναν μαζί τους τα απαραίτητα, τα χρειαζούμενα που λέει ο λόγος κι ο θεός  βοηθός.
Και τότε άρχισε η μεγάλη αγκούσα και η παιδωμή.
-         Πώς θα τ’ αφήσουμε όλα ετούτα, γυναίκα και τι θα πάρουμε μαζί μας;
-         Που θα πάτε γείτονα; Που θα τραβήξετε;
-         Που θα φύγουμε και θα πάρουμε των ομματιώ μας, κυρ-Γιώργη ρωτάς; Στην κατάρα δε λες καλλίτερα;
Κανείς δεν ήξερε τι θα έκανε, που θα πήγαινε και πως θα πορευόταν. Όλοι τους τα είχανε σαστίσει.
-         Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, κακοχρονάχει τους. Έβριζαν κι αγαναχτούσαν όλοι. Χτυπιόταν για την άδικη μοίρα που τους έλαχε. Τσίριζαν και πνιγόταν στα δάκρυα οι γυναίκες.
-         Ένας λόγος είναι φύγεις. Να παρατάς σύξυλα ό,τι σύναξες με το αίμα της καρδιάς σου τώρα και τόσα χρόνια. Να βάλουμε και κάτι στην μπάντα, έλεγες, για να τάχεις αποκούμπι στα γεράματά σου. Κι εκείνη την προικοσυρμή της θυγατέρας σου και τη σοδειά του χρόνου, τα τόσα θυμητικά μιας ολάκερης ζωής πώς να τα’ αποχωριστείς; Και τούτα εδώ τα ζωντανά και τούτο το πουλαράκι που ήταν η χαρά της Βαγγελίτσας σου, σαν του έπλεκε τη χήτη του με κορδέλες και τούβαζε τις γαλάζιες χάντρες στο κούτελο για να μη το βασκάνουν; Θαρρείς πως ετούτος ο αργαλειός, τούτο το αλέτρι, οι σβάρνες, ο βολοκόπος κι όλα τα σύνεργα της δουλειάς σου δεν έχουνε ψυχή; Θαρρείς δεν ξεφωνίζουν από τον πόνο τους κι αυτά γιατί τα παρατάμε; Θαρρείς δεν ξέρουνε την πίκρα μας και τον καημό μας; Έλα, πες μου με τι καρδιά θα μπορέσεις να τα’ αφήσεις για να τα χαρεί ένας άλλος που δεν τα πόνεσε; Είναι σα να σου τα κλέβει μέσα από τα χέρια σου, παίρνοντας προικιό του το κλειδί του σπιτικού σου. Δε θα τα χαλαλίσεις ποτέ, μα ποτέ. Ετσιδά στα ξαφνικά σου έρχεται μια αντράλα που σε χτυπάει στο κεφάλι. Να τα δώσεις όλα φωτιά και να γίνεις μαζί τους κι εσύ πούλμπερη και στάχτη…

Κι ο Αυγουστιάτικος ήλιος ολοένα ψηλώνει κι είναι στις δόξες του. Η θάλασσα πέρα ασπρογαλιάζει. Φυσάει κι ένα χλιαρό αεράκι που φέρνει την ανάσα του πελάγου να σε πλαντάζει. Όλο αλμύρα κι αψάδα κατραμιού απ’ τον ταρσανά, τα ψαράδικα και τη φυκιάδα.
Στους δρόμους τώρα κυλάνε τα κύματα των ανθρώπων. Τραβάνε όλοι στο μώλο άντρες, γυναίκες και παιδιά. Κουβαλάνε ντέγκια, μπόγους, σεντούκια, βαλίτσες, καλαθούνες. Ακόμα και τα πιο μικρά βοηθάνε τους μεγάλους. Μανάδες με τόνα μωρό στο χέρι και στο άλλο μ’ ένα μποξά, πορεύονται με την ψυχή στα δόντια. Καλότυχοι αυτοί που είχαν τα βασταγερά τους κι οι άλλοι που πλέρωναν όσα- όσα στους αγωγιάτες για τη μεταφορά.
Μαυρολογάει ο γιαλός απ’ το ανθρωπομάζι. Φωνοκόπι, στρίμωγμα κι άγιος ο Θεός στην αποβάθρα. Κι ο ήλιος μεσημεριάτης να πυρώνει να ιδρωκοπάνε τα κορμιά. Απελπισία.
-         Μη σπρώχνεστε! Θέλουν να βάλουν τάξη οι τελωνειακοί. Όλοι θα φύγετε. Κανένα σας δε θ’ αφήσουμε. Θα σας φωνάξουν όταν έρθει η σειρά σας. Και το νου σας, μη χάσετε τις αποδείξεις για τα μπαγκάζια σας.
-         Χριστιανέ μου, τι έπαθες;
-         Ξέχασα στο σπίτι το παλτό μου. Πως θα ξεχειμωνιάσω;
-         Κι εγώ παράτησα πάνω στη φούργια μου την γκαζιέρα. Άκου μυαλό.
-         Κι εγώ το μύλο του καφέ.
-         Θ’ αγοράσουμε εκεί που θα πάμε καινούργια.
-         Ποιός μπορεί να το πει και νάναι σίγουρος;
-         Ο Θεός βοηθός.
-         Το παιδί, Ελένη, που είναι το παιδί;
-         Εδώ είναι και ησύχασε.
-         Χριστίνα, Γιώργη, Φανή, Θανασάκη. Θέλω όλους σας να σας έχω μπροστά μου. Να σας θωρώ.
-         Αμάν, Ευτέρπη, μας πήρε κατόπι κι ο Αζόρ. Θέλει νάρθει μαζί μας.
-         Τι να το κάνουμε το σκυλί; Αυτό δα μας έλειπε τέτοια ώρα. Άϊντε, διώχ’ το Κωνσταντή … διώχ’το το … Ούστ!...
-         Ήρθε το καράβι μας; Θεέ μου, γιατί αργεί; Εσείς που πάτε;
-         Εμείς τραβάμε για το Τσαγιέζι. Κι εσείς;
-         Για την Καβάλα.
-         Εμείς είμαστε για τη Σαλονίκη. Ο γιός μας δουλεύει στα καπνά.
-         Τυχεροί, τυχεροί. Δε θα σας λείψει τίποτα. Εμείς θα τραβήξουμε για την Κοζάνη, ίσως να βρούμε κάτι πατριώτες που έχουμε εκεί.
-         Θα ταξιδέψουμε μαζί… Κι εσείς που με το καλό;
-         Για τον Περαία. Ύστερα βλέποντας και κάνοντας…
-         Η ώρα η καλή.
-         Νάτο, έφτασε κιόλας το βαπόρι για τη Σαλονίκη. Είναι εκείνο με το κεραμιδί φουγάρο.
Χτυπάει το καμπανάκι. Σφυράει δυνατά ένα βαπόρι που σαλπάρει για τα νησιά. Το χαιρετάνε τα’ άλλα καράβια που γεμίζουν.
-         Καλή τύχη! Καλή τύχη!
Μαντήλια ανεμίζουν με μάτια δακρυσμένα.
-         Στο καλό κι η Παναγιά μαζί μας. Στο καλό…
Ένα βουητό ξάφνου σηκώνεται μέσα από το πλήθος. Μια γυναίκα ξεφωνίζει στριγγά.
-         Το παιδί μου… σώστε το παιδί!...
-         Τι έγινε;
-         Τίποτα, τίποτα.
-         Ένα παιδί παραπάτησε κι έπεσε στη θάλασσα απ’ το μεγάλο σπρωξίδι. Ήπιε λίγο νερό κι αυτό ήταν όλο.
Καθησυχάζουμε, μα όχι για πολύ. Σε λίγο ακούμε πως δυό γυναίκες λιποθύμησαν μέσα σ’ εκείνον τον συνωστισμό. Κάποια άλλη νεώτερη έπεσε ξερή με βόγγους. Την ανεβάζουν στο κατάστρωμα. Έπειτα μαθαίνουμε πως ήταν της ώρας της και σε λίγο θα ξεγένναγε.
Τέλος. Το πώς μπαρκάραμε κι εμείς μέσα σ’ εκείνο το νταβατούρι ούτε που το καταλάβαμε. Ο πατέρας ήταν χαρούμενος, που ό,τι και να πεις τα κατάφερε να μας βολέψει σε κάποια καμπίνα.
Ντάγκ, ντάγκ, χτύπησε πάλι το καμπανάκι. Πήρε μπρος η μηχανή. Τελείωσαν τα ψέματα. Φεύγουμε.
Τώρα αντικρύζουμε για τελευταία φορά με πόνο την όμορφη πολιτεία που μας γέννησε. Το μικρό Παρίσι του Βορρά, όπως το λέγαμε και καμαρώναμε.
-         Αντίο, γλυκό μας Δεδέαγατς, αγαπημένη πατρίδα, με τους απλόχωρους δρόμους και τις πρόσχαρες αλέες σου. Με το γραφικό σου λιμανάκι και τα δροσόλουστα καλοκαιριάτικα κεντράκια σου.
-         Αντίο, και στο ψηλό κάτασπρο φάρο σου, να φέρνει το ελπιδοφόρο και παρήγορο μήνυμά του στους ανήσυχους ταξιδευτές.
-         Αντίο και στο Σαράι –το μεγαλόπρεπο Διοικητήριο- που φάνταζες σαν αληθινή αρχόντισσα στη μεγάλη παραλία. Αχ, σήμερα αυτή ήταν ανασκαμμένη φριχτά και συρματόπλεχτη από τα οχυρωματικά έργα που έκαναν οι Βούλγαροι…
-         Να, εκεί, λέει, έστησαν και τις δυό πυροβολαρχίες του. Κι εκεί, πιο πάνω στο ψήλωμα, τα δυό ξύλινα ομοιώματα μεγάλων πυροβόλων. Τρομάρα τους! Παιδιάτικα, που λέτε, σκιάχτρα, έτσι για να τα βλέπει ο "Αβέρωφ", να ξεγελιέται και ν’ αλαργεύει...  Τόσο τους έκοβε. Αντίο, Δεδέαγατς. Καλή αντάμωση και πάλι. Θα ξαναρθούμε…
Και ξαφνικά μια φωνή μπήζει κάποιος που αγνάντευε από την πλώρη.
-         Φωτιά, φωτιά!... Βάλανε φωτιά εκεί κατά του Πρωτόπαπα το μύλο στο γαλλικό σταθμό…
-         Ο μπάρμα Σιδερής, είναι που θα τόκανε, λένε. Έβανε φωτιά στο βιός του… Μα να κι άλλη εκεί.. κι εκεί… κι εκεί…
Χυμούσαν στον ουρανό οι μαύροι καπνοί που τύλιγαν την αγαπημένη τους πολιτεία μέσα στις φλόγες. Ήταν κι αυτό μια ύστατη διαμαρτυρία απελπισίας για το κακό που γινόταν.
Δεν έλεγε να καταλαγιάσει η ταραχή κι ο θόρυβος, όταν ακούστηκε μια χαρούμενη φωνή πλάι μου.
-         Καλέ ο Αζόρ!...΄Ηρθε, μητέρα, ο Αζόρ.
Τι ήταν εκείνη η οικογενειακή υποδοχή δε λέγεται. Συναπάντημα με το πιστό σκυλί που ήρθε κολυμβώντας απ’ τη στεριά στο καράβι. Το χαιρόταν όλοι. Κι ο Αζόρ κούναγε πασίχαρα την ουρά του, ευτυχισμένος που αντάμωσε με τους δικούς του. Ο καλός και πιστός Αζόρ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου