Τρίτη 9 Απριλίου 2013

"ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ"-ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ

Συνήθως εφύλαττεν υπό το προσκέφαλόν της τους καρπούς, ους αι γειτόνισσαι τη έφερον ως αρρωστικόν, και τους εμοίραζεν εις ημάς, επανελθόντας εκ του σχολείου.
Αφ' ότου απέθανεν ο παρήρ μας, δεν είχεν εξέλθει της οικίας. Διότι εχήρευσε πολύ νέα και εντρέπετο να κάμη χρήσιν της ελευθερίς, ήτις, και εν αυτή τη Τουρκία, ιδιάζει εις πάσαν πολύτεκνον μητέρα. Αλλ' αφ' ης ημέρας έπεσεν η Αννιώ σπουδαίως εις το στρώμα, έβαλε την εντροπήν κατά μέρος.
Κάποιος είχεν άλλοτε παρομοίαν ασθένειαν; Έτρεχε να τον ερωτήση πως εθεραπεύθη. Κάπου μια γραία κρύπτει βότανα θαυμασίας ιατρικής δυνάμεως; Έσπευδε να τα εξαγοράση.  Κάποθεν ήλθε ξένος τις, παράδξος το εξωτερικόν ή φημιζόμενος δια τας γνώσεις του; Δεν εδίσταζε  να επικαλεσθεί την αντίληψιν του. Οι διαβασμένοι, κατά τους λαούς, είναι παντογνώσται. Και υπό το πρόσχημα του πτωχού οδοιπόρου κρύπτονται ενίοτε μυστηριώδη όντα, πλήρη υπερφυσικών δυνάμεων.
Ο χονδρός της συνοικίας κουρεύς, αυτός μάς επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. Ήταν ο μόνος επίσημος ιατρός εν τη περιφερεία μας.
Η μήτηρ μου, αν και έπαυσε πλέον να μεταχειρίζεται τα ιατρικά του, εν τούτοις επλήρωνε τακτικά και αγγγύστως. Τούτο μεν δια να μη τον δυσαρεστήση, τούτο δε διότι πολύ συχνά διϊσχυρίζετο, παρηγορών αυτήν, ότι η πορεία της ασθενείας είναι καλή, και ακριβώς τοιαύτη, οποίαν εδικαιούτο να την περιμένη η επιστήμη από τας συνταγάς του.
Πάσα νόσοσ, άγνωστος εις τον λαόν, δια να θεωρηθή ως φυσικόν πάθος, πρέπει ή να υποχωρήση εις τας στοιχειώδεις  ιατρικάς του τόπου γνώσεις ή να επιφέρη εντός ολίγου τον θάνατον. Ευθύς ως παραταθή και χρονίση, αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας   και χαρκτηρίζεται ως εξωτικόν.
Ο ασθενής εκάθισεν εις άσχημον τόπον. Επέρασε νύκτα τον ποταμόν, καθ' ην στιγμήν οι Νηρίδες ετέλουν αόραται τα όργιά των. Εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ο οποίος ήτο κυρίως ο Έξω από εδώ.
Η μήτηρ μου  ήτο μάλλον ευλαβής παρά δειδιδαίμων. Κατ΄αρχάς απετροπιάζετο τας τοιαύτας διαγνώσεις και ηρνείτο να εφαρμόση τας προτεινομένας γοητείας φοβουμένη μη αμαρτήση. Άλλως τε ο ιερεύς ανέγνωσεν ήδη επί της ασθενούς τους εξορκισμούς του κακού, δια παν ενδεχόμενον. Αλλά μετ' ολίγον μετέβαε γνώμην.
Η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο. Η μητρική στοργή ενίκησε τον φόβον της αμαρτίας. Η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθή  με την δεισιδαιμονίαν.
Πλησίον εις τον σταυρόν, επί του στήθους της Αννιώς, εκρέμασεν εν χαμαγλί, με μυστηριώδεις αραβικάς λέξεις.
Τα αγιάσματα διεδέχθησαν αι γοητείαι και μετά τα ευχολόγια των ιερέων ήλθον τα σαλαβάτια των μαγισσών.
Αλλ' 'ολα παρήρχοντο εις μάτην.
Μια Σοφηδιώτισσα γραία, προ πολλών ήδη ετών παρασιτούσα εν τω οίκω μας, εφρόντιζε περί ημών, εφ' όσον τη το επέτρεπεν η μαθουσάλειος αυτής ηλικία.
Την μητέρα μας δεν την εβλέπομεν ενίοτε ολοκλήρους ημέρας.
Πότε επήγαινε να δέση μιαν λωρίδα από το φόρεμα της Αννιώς επί θαυματουργού τινός ρόπου, με την ελπίδα ότι θα δεθή και το κακόν μακράν της πασχούσης, πότε μετέβαινεν εις τας πλησιοχώρους εκκλησίας, των οποίων κατά τύχην ετελείτο η μνήμη, κομίζουσα λαμπάδα κιτρίνου κηρού, χυμένην ιδίαις αυτής χερσί και ίσην ακριβώς προ της ασθενούς το ανάστημα. Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήταν ανίατος.
Όταν εξαντλήθησαν όλα τα μέσα, και όλα τα ιατρικά εδοκιμ΄σθησαν, τότε προσήλθομεν εις το έσχατον καταφύγιον εις παρομοίας περιστάσεις.
Η μήτηρ μου εσήκωσε το μαραμένον κοράσιον εις την αγκάλην της και το έφερεν εις την εκκλησίαν. Εγώ και ο μεγαλύτερός μου αδελφός εφορτώθημεν τα στρώματα και ηκλοθήσαμεν κατόπιν. Και εκεί, επί των καθύγρων και ψυχρών πλακών, προς της εικόνος της Παναγίας, εστρώσαμεν και επλαγιάσαμεν το γλυκύτερον αντικείμενον των μεριμνών μας, την μιαν και μόνην μας αδελφήν!
Όλος ο κόσμος το έλεγεν ότι είχεν εξωτικόν. Η μήτηρ μου δεν αμφέβαλλε πλέον περί τούτου και αυτή η πάσχουσα ήρχισε να το εννοή.
Έπρεπε λοιπόν να μείνη σαράντα ημερονύκτια εντός της εκκλησίας, προ του Αγίου Βήματος, ενώπιον της μητρός του Σωτήρος, εμπεπιστευμένη εις μόνον το έλεος και τους οικτιρμούς αυτών, ίνα σωθή από το σατανικόν πάθος, το οποίον εμφωλεύσαν ήθελε τόσον αμειλίκτως το τρυφερόν της ζωής αυτής δένδρον.
Σαράντα ημερονύκτια! Διότι τοσούτου ειμπορεί να αντισταθή η τρομερά ισχυρογνωμοσύνη των δαιμονίων εις τον αόρατον πόλεμον μεταξύ αυτών και της Θείας χάριτος.
Μετά την διορίαν ταύτην το κακόν ηττάται και υποχωρεί κατησχυμένον. Και δεν λείπουσι διηγήσεις, καθ' ας οι πάσχοντες αισθάνονται εν τω οργανισμώ των τους τρομερούς σφαδασμούς της τελευταίας μάχης και βλέπουσαι τον εχθρόν αυτών φεύγοντα εν παραδόξω σχήματι, προπάντων καθ' ην στιγμήν διαβαίνουσαι τα Άγια ή εκφωνείται το "Μετά φόβου..."
Ευτυχείς αυτοί, εάν έχωσι τότε αρκετάς δυνάμεις ν' ανθέξωσιν εις τους κλονισμούς του αγώνος. Οι αδύνατοι συντρίβονται από το μέγεθος του εν αυτοίς τελουμένου θαύματος. Αλλά δεν μετανοούσι δια τούτο.Διότι, αν χάνουν την ζωήν, τουλάχιστον κερδαίνουν το πολυτιμότερον, Σώζουν την ψυχήν των.
Ουχ ήττον τοιαύτη τις ενδεχομένη περίπτωσις ενέβαλεν εις μεγίστας ανησυχίας την μητέρα ημών, ήτις, μόλις ετοποθετήσαμεν την Αννιώ, και ήρχισε να την ερωτά περίφροντις πως αισθάνεται τον εαυτόν της.
Η ιερότης του τόπου, η θέα των εικόνων, η ευωδία του θυμιάματος επέδρασαν φαίνεται ευνοϊκώς επί του μελαγχολικού της πνεύματος. Διότι, ευθύς μετά τας πρώτας στιγ,άς, εζωήρευσε και ήρχισε να αστείζεται με ημάς.
Μετ΄ολίγον έφερε και τον ολόμικρον αδελφόν μας εις την εκκλησίαν, αλλά μόνον δια την πρώτην εκείνην ημέρα.
Το εσπέρας απέπεμψε τους άλλους και εκράτησε μόνον εμέ πλησίον της.
Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις.
Το αμυδρόν φως των έμπροσθεν του εικονοστασίου λύχνων, μόλις επαρκούν να φωτίζη αυτό και τας προ αυτού βαθμίδας, καθίστα το περί ημάς σκότος έτι υποπτότερον και φοβερώτερον, παρά εάν ήμεθα όλως διόλου εις τα σκοτεινά.
Οσάκις το φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο πως ο Άγιος επί της απέναντι εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη και εσάλευε, προσπαθών ν' αποσπασθή από τας σανίδας και καταβή επί του εδάφους, με τα φαρδιά και κόκκινά του φορέματα, με τον στέφανον περί την κεφαλήν και με τους ατενείσ οφθαλμούς επί του ωχρού και απαθούς προσώπου του.
Οσάκις πάλιν ο ψυχρός άνεμος εσύριζε δια των υψηλών παραθύρων, σείων θορυβωδώς τας μικράς αυτών υέλους, ενόμιζον ότι οι περί την εκκλησίαν νεκροί ανερριχώντο τους τοίχους και προσεπάθουν να εισδύσωσιν εις αυτήν. Και, τρέμων εκ φρίκης, έβλεπον ενίοτε αντικρή μου έναν σκελετόν, όστις ήπλωνε να θερμάνη τας ασάρκους του χείρας επί του μαγκαλίου, το οποίον έκαιε προ ημερών.
Ήναπτον πυρ, έφερον νερόν και εσκούπιζα την εκκλησίαν, όταν ήτο καθημερινή.Τας εορτάς και Κυριακάς, κατά τον όρθρον, εχειραγώγουν την αδελφήν μου να σταθή κάτω από το Ευαγγέλιον, το οποίον ανεγίγνωσκεν ο λειτουργός από της Ωραίας Πύλης. Κατά την λειτουργίαν, ήπλωνα χαμαί το χράμι, επί του οποίου επιπτεν η ασθενής πρόμυτα, δια να περάσουν τα Άγια από επάνω της. Κατά δε την απόλυσιν, έφερον το προσκέφαλόν της ενώπιον της αριστεράς του Ιερού θύρας, δια να γονατίχη επ' αυτού, ως που να ξεφορέση ο παπάς επάνω της και να της σταυρώση το πρόσωπον με τη νΛόγχην, ψιθυρίζων το
                                                     Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ανηρέθη η τυραννίς
                                                     επατήθη η δύναμις του εχθρού,κλπ.
...μετ' ολίγον εκάθησε και ήρχισε να μοιρολογή χαμολοφώνως.
Ήτο το μοιρολόγι του πατρός μας.Πριν ασθενήση, το ήκουον δια πρώτην φοράν.
Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθσεσεν επί τω θανάτω του πατρός μου, κατά παταγγελίαν αυτής, ηλιοκαής ρακένδυτος Γύφτος, γνωστός εις τα περίχωρά μας δια την δεξιότητα εις το στιχουργείν αυτοσχεδίως.
Μοι φαίνεται ότι βλέπω ακόμη την μαύρην και λιγδεράν κόμην και φλογερούθς οφθαλμούς και τ' ανοιχτά και τριχωμένα στήθη του.
Εκάθητο ένδοθεν της αυλείου ημών θύρας, περιστοιχισμένος υπό των χαλκών αγγείων. όσα εσύναζε δια να γανώση. Και, με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του ώμου, συνώδευε τον πένθιμον αυτού σκοπόν με τους κλαυθηρμούς ήχους της τριχόρδου του λύρας.
Προ αυτού η μήτηρ μου ορθία εβάσταζε την Αννιώ εις την αγκάλην της και ήκουε προσεκτική και δακρύουσα.
Εγώ την εκράτουν σφιγκτά από του φορέματος και έκρυπτον το πρόσωπόν μου εις τας πτυχάς αυτού, διότι όσον γλυκείς ήσαν οι ήχοι εκείνοι, τόσον φοβερά μοι εφαίνετο η μορφή του αγρίου των ψάλτου.
Όταν η μήτηρ μου έμαθε το θλιβερόν αυτής μάθημα, έλυσεν από το άκρον της καλύπτρας της και έδωκεν εις τον Αθίγγανον δυο ρουμπιέδες.( Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς ).Έπειτα παρέθηκεν εις αυτόν άρτον και οίνον και ό,τι προσφάγιον ευρέθη πρόχειρον. Ενώ δε εκείνος έτρωγε κάτω, η μήτηρ μου εις το ανώγι επαναλάμβανε το ελεγείον κατ' ιδίαν, δια να το στερεώση εις την μνήμην της. Και φαίνεται ότι το εύρε πολύ ωραίον. Διότι καθ' ην στιγμήν ο Κατσίβελος ανεχώρει, έδραμε κατόπιν του και τω εχάρισεν εν από τα σαλιβάρια του πατρός μου.
-Θεός σχωρέσει τον άνδρα σου, νύφη! εφώνησεν έκθαμβος ο ραψωδός και. φορτωθείς τα χάλκινά του σκεύη, εξήλθε της αυλής μας.
Αυτό λοιπόν το ελεγείον εμοιρολόγει κατ΄ εκείνην την νύκτα η μήτηρ μου.
Εγώ ήκουον και άφηνα τα δάκρυά μου να ρέωσι σιγαλά, αλλά δεν ετόλμων να κινηθώ. Αίφνης, ησθάνθη ευωδίαν θυμιάμτος!
-Ω, είπον, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!
Και ετινάχθην από το στρώμα μου.
Τότε ευρέθην ενώπιον παραδόξου σκηνής.
Η ασθενής ανέπνεε βαρέως, όπως πάντοτε. Πλησίον αυτής ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καυ' ην τάξιν φορείται.Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οπίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος, και εκατέρωθεν δυο λαμπάδες αναμμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής, εθυμίαζε τ' αντικείμενα ταύτα, προσέχουσα επί της επιφανείας του ύδατος.
Φαίνεται ότι εκιτρίνησα από τον φόβον μου. Διότι, ως με είδεν, έσπευσε να με καθησυχάση:
-Μη φοβείσαι, παιδάκι μου, με είπε μυστηριωδώς.Είναι τα φορέματα του πατρός σου. Έλα, παρακάλεσέ τον και συ να έλθη να γιατρέψη το Αννιώ μας.
Και με έβαλε να γονατίσω πλησίον της.
-Έλα πατέρα...να με πάρης εμένα...για να γιάνη το Αννιώ...ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενοσ υπό των λυγμών μου.
Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, δια να της δείοξω πως γνωρίζω ότι παρακαλεί ν΄αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου. Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την ναπελπισίαν της! Πιστεύω να μ' εσυγχώρεσεν. Ήμην πολύ μικρός τότε ωκαι δεν ηδυνάμην και εννοήσω την καρδίαν της.
Μετά τινας στιγμάς βαθείς σιγής, εθυμίασεν εκ νέου τα προ ημών αντικείμενα και επέστησεν όλην αυτής την προσοχήν επί του ύδατος, το οποίον ευρίσκετο εις το επί του σκαμνίου ευρύχωρον σκεύος.
Αίφνης, μικρά χρυσαλλίς, πετάξασα κυκλικώς επ' αυτού, ήγγισε με τα πτερά της και ετάραξεν ελαφρώς την επιφάνειάν του.
Η μήτηρ μου έκυψεν ευλαβώς και έκαμε τον σταυρόν της, όπως όταν διαβαίνουν τα Άγια εν τη εκκλησία.
-Κάμε το σταυρό σου, παιδί μου! εψιθύρισε, βαθέως συγκινημένη και μη τολμούσα να υψώση τα όμματα.
Εγώ υπήκουσα μηχανικώς.
Όταν η μικρά εκείνη χρυσαλλίς εχάθη εις το βάθος του δωματίου, η μήτηρ μου ανέπνευσεν, εσηκώθη ιλαρά και ευχαριστημένη και "Επέρασεν η ψυχή του πατέρα σου!" είπε, παρακολουθούσα εισέτι την πτήσιν του χρυσαλλιδίου  με βλέμματα στοργής και λατρείας. Έπειτα έπιεν επί του ύδατος και έδωκε και εις εμέ να πίω.
Τότε μου ήλθεν εις τον νουν ότι και άλλοτε μας επότιζεν από του αυτού σκεύους, ευθές ως εξυπνούμεν. Και ενθυμήθην ότι οσάκις έκαμνε τούτο η μήτηρ μας, ήτο καθ' όλην εκείνην την ημέραν ζωηρά και περιχαρής, ως εάν είχεν απολαύσει μεγάλην τινα, πλην μυστικήν, ευδαιμονία.
Αφού μ' επότισεν εμέ, επλσησίασεν εις το στρώμα της Αννιώς με το σκεύος ναά χείρας.
Η ασθενής δεν εκοιμάτο, αλλά δεν ήτο και όλως διόλου έξυπνος. Τα βλέφαρά της  ήσαν ημίκλειστα, οι δε οφθαλμοίτ ης, εφ' όσον διεφαίνοντο, εξέπεμπον παράδοξόν τινα λάμψιν δια μέσου των πυκνών και μελανών αυτών βλεφαριδίων.
Η μήτηρ μου ανεσήκωσε το ισχνόν του κορασίου σώμα μετά προσοχήε και ενώ δια της μιας χειρός υπεστήριζε τα νώτα του, δια της άλλης προσέφερε το σκεύος εις τα μαραμένα του χείλη.
-Έλα, αγάπη μου, της είπε. Πιέ απ' αυτ'ο το νερό, να γιάνης.
Η ασθενής δεν ήνοιξε οτυς οφθαλμούς, αλλά φαίνεται ότι ήκουσε την φωνήν και εννόησε τας λέξεις. Γλυκύ και συμπαθητικόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη της. Έπειτα ερρόφησεν ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρε΄θση. Διότι, μόλις το εκατέπιε και ήνοιξε τους οφθαλμούς και προσεπάθησε ν' αναπνεύση, ελαφρός στεναγμός διάφυγε τα χείλη της και επανάπεσε βαρεία επί της ωλένης της μητρός μου.
Το καϋμένο μας το Αννιώ!...Εγλύτωσεν από τα βάσανά του!
.......................................................................................................................................................................
Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου, ενώ αι ξέναι γυναίκες εθρήνουν μεγαλοφώνως επί του νεκρού πατρός μου, εκείνη μόνη έχυνεν άφθονα, πλην σιγαλά δάκρυα. Η δυστυχής το έκαμνεν εκ φόβου μήπως παρεξηγηθή, μήπως παραβή τα όρια της εις τας νέας ανήκουσς σεμνότητος. Διότι, καθώς είπον, η μήτηρ μας εχήρευσε πολύ νέα.
Όταν απέθανεν η αδελφή μας, δεν ήτο πολύ γεροντοτέρα. Αλλ' ούτε εσκέφθη καν τώρα τι θα ειπή ο κόσμος δια τους σπαραξικαρδίους της θρήνους.
Όλη η γειτονία εσηκώθη και ήκθε προς παρηγορίαν της. Αλλά το πένθος αυτής ήτο φοβερόν, ήτο απαρηγόρητον.
-Θα χάσητον νουν της, εψιθύριζον οι βλέποντες αυτήν κεκλιμένην και θρηνούσαν μεταξύ των τάφων της αδελφής και του πατρός μας.
-Θα τα αφήση μέσ΄τους πέντε δρόμους-έλεγον οι συναντώντες ημάς καθ΄οδόν-εγακαταλελειμμένα και απεριποίητα.
Και εχρειάσθη καιρός, εχρειάσθησαν αι νουθεσίαι και επιλπήξεις της εκκλησίας, όπως συνέλθη εις εαυτήν και ενθυμηθή τα επιζώντα τέκνα της και αναλάβη τα οικιακά της καθήκοντα.
Αλλά τότε παρετήρησε που μας είχε καταντήσει η μακρά της αδελφής μου ασθένεια.
Η χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη εις ιατρούς και ιατρικά. Πολλά χράμια και κηλίμια, έργα των ιδίων αυτής χειρών, τα είχε πωλήσει δι' ασήμαντα ποσά ή τα είχε δώσει ως αμοιβήμ εις τους γόητας και τας μαγίσσας. Άλλα μάς τα έκλεψαν αυτοί και οι όμοιοί των, επωφελούμενοι εκ της ανεπιβλεψίας, ήτις επεκράτησεν εν τω οίκω μας. Προς επίμετρον εξαντλήθησαν και αι προμήθειαι των ζωοτροφών μας και ημείς δεν είχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν.
...η υιοθέτησις εγένετο πανηγυρική. Η μήτηρ μου εφόρεσε δια πρώτην φοράν το γιορτερά της και μας ωδήγησεν εις την εκκλησίαν καθαρούς και κεκτινισμένους, ως εάν επρόκειτο να μεταλάβωμεν. Μετά το τέλος της λειτουργίας, εστάθημεν όλοι προ της εικόνος του Χριστού και, εν μέσω του περιεστώτος λαού, ενώπιον των φυσικών αυτού γονέων, παρέλαβεν η μήτηρ μου το θετόν αυτής θυγάτριον εκ των χειρών του ιερέως, αφού πρώτον υπεσχέθη εις επηκοον πάντων ότι θέλει αγαπήσει και αναθρέψει αυτό ως εάν ήτο σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστών της.
Η είσοδός του εις τον οίκον μας εγένετο ουχ ήττον επιβλητική και τρόπον τινα εν θριάμβω. Ο πρωτόγερος του χωριού και η μήτηρ μου προεγήθησαν μετά του κορασίου. Έπειτα ηρχόμεθα ημείς. Οι συγγενείς μας και οι συγγενείς της νέας αδελφής μας ηκολούθησαν μέχρι της αυλείου ημών θύρας. Έξωθεν αυτήσ ο πρωτόγερος εσήκωσε το κοράσιον ηψηλά εις τας χείρας του και το έδειξεν επί τινας στιγμάς εις τους παρευρισκομένους. Έπειτα ηρώτησε μεγαλοφώνως:
_Ποιός από εσάς είναι ή ειδικός ή συγγενής ή γονιός του παιδιού τούτου περισσσότερον από την Δεσποινιώ την Μιχαλιέσσα κι από τους ειδικούς της;
Ο πατήρ του κορασίου ήτο ωχρός και έβλεπε περίλυπος εμπρός του. Η σύζυγός του έκλαιεν ακουμβημένη εις τον ώμον του. Η μήτηρ μου έτρεμε εκ του φόβου μήπως ακουσθή καμμία φωνή "Εγώ!" και ματαιώση την ευτυχίαν της. Αλλά κανείς δεν απεκρίθη. Τότε οι γονείς του παιδίου ησπάσθησαν αυτό δια τελευταίαν φοράν και ανεχώρησαν μετά των συγγενών των. Ενώ οι ειδικοί μας μετά του πρωτογέρου εισήλθον και εξηνίσθησαν παρ΄ημίν.
....................................................................................................................................................................
Όταν επήγεν η γιαγιά σου στον Αγιοντάφο, έστειλα δώδεκα πουκάμισα και τρία Κωνσταντινάτα, για να με βγάλη ένα συχωροχάρτι. Και, διές εσύ! Ίσα-ίσα εκείνο το μήνα, που εγύρισεν η γιαγιά σου από τη Γερουσαλήμ με το συγχωροχάρτι, εκείνον τον μήνα εκοιλοπονοίσα την Αννιώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου