Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Ο Άγγελος Μπικίδης και η συνέχεια της Ορτακινής βαφικής παράδοσης στα Πετρωτά Τριγώνου Ορεστιάδας!

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΑ ΠΕΤΡΩΤΑ: Το παράδειγμα της βαφικής και της μικροξυλογλυπτικής

Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος
Καθηγητής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας








Τα Πετρωτά υπήρξε ένα χωριό με έντονη εμπορευματική δραστηριότητα. Αυτός ο χαρακτήρας προήλθε από την πέτρα που αποτέλεσε τη βασική αιτία της δημιουργίας του. Το γιοφύρι στο γειτονικό Σβίλεγκραντ στάθηκε η αιτία να έρθουν οι Ηπειρώτες μαστόροι στην περιοχή. Με την ευκαιρία αυτή αναπτύχθηκε η βιοτεχνική δραστηριότητα των μαντενιών, που προκάλεσε και το δίκτυο των εμπορικών συναλλαγών. Αυτές οι επισημάνσεις δικαιολογούν και τα στοιχεία της πρώιμης εμπορευματοποίησης στην οικονομία του χωριού.
Στο μεσοπόλεμο η τεχνολογία αλλά και η αναδιάταξη των συνόρων στέρησαν το χωριό από τη διάσταση αυτή, γεγονός που το οδήγησε σε οικονομική ασφυξία αλλά και σε παραπέρα αγροτοποίηση του χαρακτήρα του. Ωστόσο, η ένταξη της περιοχής στο νεοελληνικό κράτος αποτέλεσε αφορμή για την εμφάνιση επαγγελμάτων που τόνωσαν, αν όχι τον εμπορευματικό, τουλάχιστον το βιοτεχνικό χαρακτήρα.
Πρόκειται για τη βαφική, το μπογιατζιλίκη, όπως είναι γνωστό το επάγγελμα στο γλωσσάρι των τεχνιτών. Η συνθήκη της Λωζάννης και η παγίωση των ορίων του ελληνικού κράτους στα σημερινά του όρια προκάλεσαν τη μετακίνηση πληθυσμών, με ταυτόχρονη αποδιάρθρωση του οικονομικού ιστού των Ελλήνων που ζούσαν στις περιοχές αυτές.
Το ίδιο συνέβη με τα βαφεία. Οι μπογιατζήδες από την Αδριανούπολη, τις Σαράντα Εκκλησίες και άλλα κέντρα βαφής μετακινήθηκαν στις νέες εστίες τους, κυρίως στη Θράκη και τη Μακεδονία. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις οδήγησαν πολλούς τεχνίτες, που μαθήτευσαν ή δούλευαν στα εργαστήρια του Ορτάκιοϊ, στο νέο αστικό κέντρο του βορείου Έβρου, την Ορεστιάδα.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Renee Boser- Sarivaxevanis: «Όλοι οι πληροφορητές μου χωρίς εξαίρεση λένε ότι έμαθαν την τέχνη στην τοποθεσία Ορτάκιοϊ που σήμερα ανήκει στην Βουλγαρία ή από τεχνίτες που μεταναστεύουν από αυτήν την περιοχή».
Η εν λόγω επιστήμονας ταξίδεψε στη Μακεδονία και στη Θράκη το 1969. ανάμεσα σ’ αυτούς που γνώρισε ήταν ο Πετρωτιώτης Άγγελος Μπικίδης, ο οποίος είχε δημιουργήσει μπογιατζιλίκι από το 1938, συνεχίζοντας ο ίδιος την παράδοση των Ορτακινών μπογιατζήδων. Με τον τρόπο αυτό τα Πετρωτά αναδεικνύονται σε εστία βιοτεχνικής δραστηριότητας, η οποία ενισχύει τη ροή χρήματος στην τοπική οικονομία. Κατά την ομολογία του ίδιου του Άγγελου Μπικίδη, έφτιαχνε ο ίδιος γύρω στα 150 φουστάνια κάθε χρόνο.
Η βαφική στα Πετρωτά κυρίως μέσω της δράσης του Μπικίδη, χωρίζεται σε δύο περιόδους.
α.   Από το 1938 ως τις αρχές τις δεκαετίας του 1960. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με τη δράση του Μπικίδη, και βεβαίως είναι δίκαιη η ενέργεια αυτή, γιατί ο Μπικίδης υπήρξε –είναι- σπουδαίος μπογιατζής, αναδεικνύοντας την τέχνη του και προβάλλοντας το χωριό του σε όλα τα περίχωρα.
Βεβαίως υπήρχε και πριν απ’ αυτόν μπογιατζής στα Πετρωτά. Ήταν ο Λυμπέρης Αντωνιάδης, όπως ο Μπικίδης αφηγείται «Δεν υπήρχε μπογιατζής εδώ. Παλιά είχαμε το χωριανό μας το Λυμπέρη Αντωνιάδη αλλά έφυγε το 1925. Πάει στην Πάλλη. Έφυγε, δεν είχε χωράφια. Δεν μπορούσε να ζήσεις μόνο με την τέχνη».
Άλλα στοιχεία για τον Αντωνιάδη δεν έχουμε. Δε γνωρίζουμε που μαθήτευσε. Ξέρουμε, όμως, την πορεία της βαφικής στα Πετρωτά μετά την φυγή του Αντωνιάδη, μέσω της αφήγησης του Μπικίδη, όπως καταγράφηκε σε συνέντευξη στο σπίτι του στις 7.3.98.
«Την τέχνη την έμαθα στην Ορεστιάδα από το 1935. Ο πατέρας μου είχε οχτώ παιδιά. Ήμασταν μια φτωχή οικογένεια. Ένας χωριανός μου με πληροφόρησε ότι ζητούν ένα παιδί στην Ορεστιάδα για να μάθει την τέχνη. Ένας Παναγιώτης. Αυτός κατέβηκε από τους Μεταξάδες. Μεταξάδες είχαν πολλά βαφεία. Είχαν το Ορτάκιοϊ.
Δούλεψα τρία χρόνια δωρεάν, για να με δώσει την τέχνη. Τον τέταρτο χρόνο ήρθα εδώ. Με βοηθούσε. Μ’ έδωσε εργαλεία. Κείνα τα χρόνια η τέχνη ήταν άλλο πράγμα ζούσε πιο εύκολα.
Μετά δύο χρόνια παρουσιάστηκαν άλλα δύο παιδιά χωριανά μας αλλά δεν μπορούσαν να δουλέψουν γιατί ήμουν εγώ ανώτερος».
Ο Μπικίδης, λοιπόν, εμφανίζεται συνεχιστής της Ορτακιανής παράδοσης. Μαθητεύει κοντά στον Κατσαρά, ο οποίος βρέθηκε στο Μεσοπόλεμο στην Ορεστιάδα. Τον ίδιο καιρό, πηγαίνει στην Ορεστιάδα και ο άλλος μπογιατζής, τον οποίο ονοματίζει ως Παναγιώτη. Πρόκειται για τον μπογιατζή Παναγιώτη Βακαλίδη, με καταγωγή από τους Μεταξάδες, που εργάστηκε για καιρό στο Ορτάκιοϊ.
Η νέα χάραξη των συνόρων προκαλεί ανακατατάξεις. Αυτό ακριβώς το γεγονός φέρνει τα δύο βαφεία στην Ορεστιάδα. Το καθεστώς της μαθητείας που επικρατούσε στην εκμάθηση και η ανάγκη σε βοηθούς άνοιξε το δρόμο για τον νεαρό Άγγελο Μπικίδη.
Η εξιστόρηση του Μπικίδη μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες που μας βοηθάνε να τον εντάξουμε στην Ορτακιανή  παράδοση της βαφικής.
Ανοίγει βαφείο στα Πετρωτά το 1938 και αναδεικνύεται σε ηγετική μορφή της συγκεκριμένης λαϊκής τέχνης, χωρίς να επιτρέψει την αμφισβήτηση της καλλιτεχνικής του δεξιοτεχνίας. Το πρώτο του μαγαζί κάηκε από τους αντάρτες το 1947. Απ’ το 1950 εγκατέστησε το εργαστήριο του στο ισόγειο του σημερινού του σπιτιού.
Όσον αφορά την τεχνική του βαψίματος, μπορούμε να σημειώσουμε ότι διακρίνεται σε δύο βασικές φάσεις. Η πρώτη αφορά τη διαδικασία που οδηγεί στο βάψιμο. Σύμφωνα με τον Μπικίδη, «ο καλός ο μπογιατζής δείχνει όταν στεγνώσει το ρούχο». Έτσι λοιπόν, το βάψιμο αποτελεί τη φάση εκείνη που δικαιώνει τις βαφικές δεξιότητες του τεχνίτη. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι το χρώμα του φουστανιού καθόριζε την κοινωνική περίσταση (γιορτινές –καθημερινές μέρες), την ηλικία ή το κοινωνικό καθεστώς, ιδίως στις γυναίκες (παντρεμένη –ελεύθερη), τότε, μπορούμε να συμπεράνουμε πόσο καθοριστική ήταν η βαφική ικανότητα του βαφέα, ώστε ένα φουστάνι να ενταχθεί στη χρωματική του κατηγορία.
Πρώτα απ’ όλα ήταν το λεύκασμα. Έπρεπε «να το λευκάνουμε», που σημαίνει ότι φροντίδα του μπογιατζή ήταν να μαλακώσει το πανί και να φύγει το χνούδι. Το έβαζαν σ’ ένα πήλινο κιούπι, έριχναν νερό και πρόσθεταν στάχτη. Ακολουθούσε το κοπάνισμα σε μια γούρνα, ώστε να μαλακώσει το ύφασμα και να απορροφάει χρώμα. Το λεύκασμα ήταν απαραίτητο για να έχει ο μπογιατζή καλό βάψιμο.
Στη συνέχεια, ακολουθούσε το βάψιμο. Το ρούχο καθόταν στην μπογιά τουλάχιστον μια ώρα.
Το πράσινο φουστάνι, που ήταν και το επίσημο, το έβαφαν με τους καρπούς ενός θάμνου, που λεγόταν κουκούρι και το έβρισκαν στο βουνό. Είχε το σχήμα μαύρου πιπεριού. «Το μαζεύαμε, το στεγνώναμε και μετά το άλεθα, για να γίνει σκόνη. Αυτά με το κουκούτσι ήταν πιο στερεά ρούχα. Αφού τα αλέθαμε, τα βράζαμε και μέσα στο ζωμό βάφαμε τα φουστάνια», αφηγείται ο Μπικίδης.
Για το μπλε φουστάνι, το γερανιό, χρησιμοποιούσε ο μπογιατζής λουλάκι. «Τότε ήταν σε κομμάτια, σε πέτρα. Το σπάζαμε σε πέτρινο γουδί. Βάζαμε λίγο ζεστό νερό το βάφαμε με κρύο νερό. Το λουλάκι το ’παιρνα από την Ορεστιάδα. Τελευταία άνοιξε μαγαζί στο Πεντάλοφο, μετά την κατοχή».
Για το μαύρο φουστάνι χρησιμοποιούσαν το ρούδι, ένα θάμνο. Μάζευαν τα πλατιά του φύλλα το καλοκαίρι, μετά τον Αύγουστο. Έπρεπε να είναι ώριμα τα φύλλα. Το μάζεμα γινόταν από άλλους κατοίκους, που το πουλούσαν στο μπογιατζή. «Το ξεραίναμε και μετά το βράζομε. Βράζαμε ρούδι και αγοράζαμε καραμπογιά».
Μετά το βάψιμο, ακολουθούσε το στέγνωμα που διαρκούσε δύο μέρες.
Αν η πρώτη φάση, το βάψιμο, ήταν ουσιαστική για το αισθητικό μέρος, για την ομορφιά του φουστανιού, η δεύτερη ήταν εξίσου σπουδαία, γιατί τότε το φουστάνι αποκτούσε σχήμα και αναδεικνυόταν οι λεπτομέρειές του. Πρόκειται για το γυάλωμα. Ως γυάλωμα εννοείται το σιδέρωμα του φουστανιού. Πήρε αυτό το όνομα από το γυάλινο μπουκάλι, που χρησιμοποιούνταν για την υλοποίηση του στόχου.
Πριν από την διαδικασία του γυαλώματος προηγούνταν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες. Ο μπογιατζής ετοίμαζε το στεγνωμένο ύφασμα, ώστε να γίνει πιο καλό το σιδέρωμα. Έριχνε φαρμακονισίστες και έβρεχε το φουστάνι με μία σκούπα, ενώ ήταν τεντωμένα. Στη συνέχεια τα δίπλωνε το ένα πάνω στο άλλο. Τα έβαζε πόστα, ώστε να τα σφίξει με την μέγγενη, για να φύγει το νερό.
Για την συνέχεια ο Μπικίδης παρατηρεί. «Το πρωί τα ’βαζα και τα σιδέρωνα. Η πιο δύσκολη δουλειά είναι το σιδέρωμα. Κανένας Δε θέλει αυτή τη δουλειά. Ένα φουστάνι μια (1) ώρα. Όταν το βγάζαμε από τη μέγγενη, έπρεπε το φουστάνι να το τελειώσεις σε μία ώρα. Άμα το αφήσεις και στεγνώσει, Δε σιδερώνει καλά».
Για να γίνει καλό το γυάλωμα, άπλωνε ο μπογιατζής κερί στο φουστάνι, το οποίο ακουμπούσε, το στήριζε σε μάρμαρο, ώστε να είναι ομοιόμορφη και στερεή βάση. Ο μηχανισμός που χρησιμοποιούνταν για το γυάλωμα από ένα κυλινδρικό ξύλο, στην άκρη του οποίου προσαρμόζονταν μπουκάλι. Πιο προηγμένη τεχνολογικά κατασκευή αποτελούνταν από περισσότερα επιμέρους στοιχεία. Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτιόταν από την υπομονή και τη δεξιότητα που είχε ο μπογιατζής, ώστε να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του βαψίματος και του γυαλώματος, θα προσθέσουμε και κάτι άλλο για την αισθητική του φουστανιού. Πρόκειται για τις μόστρες ή τα φεγγάρια, όπως τα αποκαλεί ο Μπικίδης. Προφανώς η ονομασία προέρχεται από το σχήμα τους. Η φροντίδα τους ανήκε στον μπογιατζή και φτιαχνόταν στο κέντρο περίπου στο κάτω μέρος της πλάτης του φουστανιού. «Τύλιγμα με σχοινί το μέρος για να μη βάψει. Στη μέση έπαιρναν λίγο μαύρο ή κίτρινο χρώμα» παρατηρεί ο Μπικίδης.
β.   Από το 1979 ως σήμερα. Η βαφική ήταν συνδεμένη με την παραδοσιακή φορεσιά στην πρώτη περίοδο. Έτσι ήταν φυσικό να υποστεί κλυδωνισμούς μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ακολουθώντας την τύχη της κοινωνίας. «Από τον καιρό που βγήκε το εξωτερικό κίνησαν οι γυναίκες το ευρωπαϊκό φουστάνι. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 άρχισε η μετανάστευση στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, στη Ελβετία και τη Γερμανία.
Αυτό επηρέασε με δύο τρόπους την παραδοσιακή κοινωνία και συνεπώς τη βαφική. Πρώτα έρχονταν νέα ήθη στο χωριό μέσω των μεταναστών, άρα και το ευρωπαϊκό φουστάνι. Κατά δεύτερο, το χωριό αδειάζει και μειώνεται η δουλειά.
Ο ίδιος ο Μπικίδης ακολουθεί το ρεύμα της εποχής και μεταναστεύει στη Γερμανία. Προηγήθηκε η Ελβετία, όπου κάθισε ένα χρόνο και το 1965 πήγε στη Γερμανία, όπου έμεινε δύο χρόνια. «Σταμάτησα να βάφω μόλις έφυγα στη Γερμανία. Επειδή δεν είχε δουλειά έφυγα. Κατέρρευσε η τέχνη», εξομολογείται ο Μπικίδης.
Η μετανάστευση παρέσυρε την παραδοσιακή ζωή. Γυρίζοντας από τη Γερμανία ο Μπικίδης σταμάτησε να ασχολείται με το βάψιμο.
Ξαναπιάνει τα σύνεργα του στα τέλη του 1970. Και το πιο σημαντικό είναι, ότι η αναζωογόνηση της τέχνης οφείλεται στη μετανάστευση που την παρέσυρε στο μαρασμό. «Αυτοί που ήταν στη Γερμανία, μεγάλωσαν τα παιδιά τους και οι γιαγιάδες έβαψαν τα φουστάνια για τα εγγόνια τους. Λίγα είναι τα σπίτια στα Πετρωτά που δεν έχουν δικά τους φουστάνια.
Όχι μόνο η Γερμανία αλλά και οι μετανάστες στην Αλεξανδρούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα είναι το πλαίσιο που υποστηρίζει την επανασύνδεση με ένα παραδοσιακό επάγγελμα. Η νοσταλγία για το παρελθόν και τη πατρική γη, η ανάγκη των εθνικών και τοπικών γιορτών, καθώς και η επιθυμία για τη μεταβίβαση της πολιτισμικής κληρονομιάς στους νεότερους οδήγησαν τους Πετρωτιώτες στον μπογιατζή, ώστε να έχουν κάτι από την πολιτισμική τους ταυτότητα.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τη γενικότερη τάση για αναβίωση παραδοσιακών γιορτών και χορών. Η ανάπτυξη, ακόμη, της περιφερειακής τηλεόρασης ήταν ενισχυτικός παράγοντας. Ο βασιληάς και η ανακάλυψη της Πετρωτιώτικης ενδυμασίας, των χωρών και τραγουδιών από τους μελετητές και την τηλεόραση προκάλεσαν την επιστροφή στο παρελθόν και την ανάδειξη της παραδοσιακής φορεσιάς σε βασικό στοιχείο της περηφάνιας του σύγχρονου Πετρωτιώτη, αφού είναι αυτό που σπάει την απομόνωση και κάνει γνωστό το χωριό σ’ όλη την Ελλάδα.
Το κλίμα αυτό ευνόησε την αναγέννηση της βαφικής. Ωστόσο, περιόρισε, πλέον, τις χρωματικές επιλογές. Είναι το πράσινο φουστάνι που παραγγέλλεται. Είναι αυτό που γίνεται το σύμβολο της παραδοσιακής φορεσιάς των Πετρωτών. Τα άλλα φουστάνια είναι γνωστά μόνο στους παλαιότερους. Γι’ αυτό, οι Πετρωτιώτες οφείλουν να διευρύνουν τις χρωματικές τους επιλογές.
Όσον αφορά την αναγέννηση της βαφικής, αυτό γίνεται φανερό και από τις σημειώσεις του Μπικίδη. Διασώζονται τα τετράδια όπου ο Μπικίδης κατέγραφε τις παραγγελίες που έπαιρνε.
Σύμφωνα με το σημειωματάριο του έκανε τα εξής φουστάνια.

1        1979    106, με 300 δρχ. το φουστάνι
2        1980       41, ………………………...
3        1981       42, με     800 δρχ. το φουστάνι
4        1982       15, με     850 δρχ. το φουστάνι
5        1983       42, με   1000 δρχ. το φουστάνι
6        1984       12, με   1100 δρχ. το φουστάνι
7        1985       13, με   1200 δρχ. το φουστάνι
8        1989       38, με   3000 δρχ. το φουστάνι
9        1990       19, με   3500 δρχ. το φουστάνι
10    1991       25, με   4000 δρχ. το φουστάνι
11    1993       23, με   6000 δρχ. το φουστάνι
12    1995       90, με 12000 δρχ. το φουστάνι
13    1996         7, με 15000 δρχ. το φουστάνι

Σήμερα το φουστάνι κοστίζει 20.000 δραχμές.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι βρίσκεται σε άνθηση στα Πετρωτά
Εκείνο που προβληματίζει είναι το μέλλον της. Ο Μπικίδης είναι μόνος του και το βιολογικό του τέλος θα σημαίνει το σταμάτημα αυτής της δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο των νέων δραστηριοτήτων του μύλου, ο δήμος Τριγώνου και οι ίδιοι Πετρωτιώτες οφείλουν όχι μόνο να δημιουργήσουν ένα μουσείο βαφικής αλλά, κυρίως ένα εργαστήριο, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις δεξιότητες του Μπικίδη.
Το ίδιο πρέπει να γίνει και με τη μικρογλυπτική, η οποία εμφανίστηκε τελευταία στα πετρωτά χάρη στις ικανότητες του Παναγιώτη Σιντούκα, οι οποίες καρποφόρησαν στο ευνοϊκό κλίμα που δημιουργήθηκε με τους μετανάστες και τη νοσταλγία για το χωριό. Από μεράκι πρώτα άρχισε να φτιάχνει αμάξια και αργαλειούς, κυρίως, που στόλιζαν τα σαλόνια αυτών που έκαναν παραγγελίες.

Πρόκειται για ένα επάγγελμα, που δεν  υπήρχε στο παρελθόν στα Πετρωτά. Ωστόσο, οι νέες συνθήκες με τη λειτουργία του μύλου ευνοούν την ανάπτυξη του. Ο μύλος μπορεί να γίνει μόνιμο εκθετήριο και πωλητήριο προϊόντων μικρογλυπτικής. Χρειάζονται, όμως διάδοχοι. Γι’ αυτό ο επόμενος στόχος του μύλου και των Πετρωτιωτών είναι να γίνουν εργαστήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου