\
Το παραμύθι είναι η πεζή λογοτεχνική αφήγηση του λαού, το διήγημά του ή η νουβέλα του. Μοναδικός στόχος είναι η ευχαρίστηση των ακροατών.
Όλα μες στο παραμύθι είναι θαμπά και αόριστα˙ και ο τόπος και ο χρόνος και τα πρόσωπα. Ο παραπάνω κανόνας σπάνια παραβαίνεται κι εκείνο, συνήθως, στα παραμύθια όπου βρίσκονται ενσωματωμένες εντόπιες παραδόσεις, γιατί ταιριάζανε με το θέμα ή την εξέλιξη του παραμυθιού. Αλλά και τότε η προσαρμογή –τοπική ιδίως- είναι ολότελα εξωτερική και το παραμύθι στην ουσία του εξακολουθεί να παραμένει θαμπό και αόριστο.
Το παραμύθι αρχίζει και τελειώνει με φράσεις στερεότυπες, πολλές φορές έμμετρες και ευτράπελες, που τονίζουν όμως με έμφαση την αοριστία του και την πλαστότητά του, και ιδίως το τελευταίο αυτό. Θαρρείς και υπήρχε ανάγκη και υποχρέωση από τη μεριά του αφηγητή να γίνει η υπόμνηση για να συνέλθει και να αποκολληθεί το ακροατήριο απ’ τον μαγικό κόσμο στον οποίο είχε μεταφερθεί κα μπλέξει. Μερικές απ’ τις φράσεις αυτές θ’ αναφέρουμε παρακάτω.
Το παραμύθι ξεκινάει απ’ την ηρεμία ή μάλλον από μια παγιωμένη κατάσταση ανάγκης και καταλήγει πάλι στην ηρεμία, στην πλήρωση της ανάγκης, αφού όμως ενδιάμεσα έχει κυριαρχηθεί από υπεράνθρωπη δράση και κίνηση για να κατανικηθούν τα εμπόδια.
Μέσα στο παραμύθι δε χάνεται καιρός σε λεπτομερείς περιγραφές προσώπων ή πραγμάτων, ένα σύντομος χαρακτηρισμός αρκεί. Όλα θεωρούνται γνωστά –και είναι γνωστά- είτε απ’ την υλική είτε απ’ τη μυθολογική, μα ζωντανή, πραγματικότητα. Γι’ αυτό και το πραγματικό με το υπερφυσικό συσχετίζονται και συνυπάρχουν σαν κάτι το απόλυτα συνηθισμένο. Απ’ την άποψη αυτή η ατμόσφαιρά πολλών παραμυθιών μας θυμίζει έντονα τα ομηρικά έπη και την Παλαιά Διαθήκη : Ιερά κείμενα και τα δυο, καταγραφές εποχών βαθιάς πίστης. Χρειάζεται να είναι μεγάλη ψυχολογική η εποχή για ν’ ανθίσει σ’ ένα λαό το παραμύθι. Και τέτοιες είναι οι εποχές των στερήσεων και της καρτερίας.
Στο παραμύθι οι καταστάσεις και τα πρόσωπα είναι τραβηγμένα στα άκρα. Όλα είναι δυνατά να συμβούν και να κατορθωθούν –αδύνατο δεν υπάρχει. Οι ήρωες εδώ είναι ή πολύ όμορφοι ή πολύ άσκημοι ή πολύ φτωχοί ή πολύ πλούσιοι ή πολύ καλοί ή πολύ κακοί. Μέσες και συνηθισμένες περιπτώσεις στα κυρίως παραμύθια σπανίζουν ή μάλλον δεν υπάρχουν.
Πολλοί σήμερα, ακόμα και μορφωμένοι, μπερδεύουν το παραμύθι με τις παραδόσεις και τους μύθους. Άλλο πράγμα όμως το παραμύθι, και άλλο οι μύθοι και οι παραδόσεις. Τις παραδόσεις ο λαός τις πιστεύει -τις πίστευε- για αληθινές, ενώ το παραμύθι δεν το πιστεύει καθόλου για αληθινό, το ακούει όμως με ευχαρίστηση γιατί τον ψυχαγωγεί και τον βάσει σε σκέψεις, ίσως ίσως και σε ελπίδες. Εκτός αυτού, οι παραδόσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τόπους και πράγματα. Οι μύθοι πάλι είναι σύντομες και σχεδόν χωρίς πλοκή, αλληγορικές, συνήθως Ιστορίες με ολοφάνερα διδακτικό χαρακτήρα. Απ’ την πανάρχαια εποχή στους μύθους πρωταγωνιστούν τα ζώα. Κατά βάθος, βέβαια, όλα αυτά τα είδη του λαϊκού πεζού λόγους είναι αρκετά συγγενικά μεταξύ τους και συχνά μέσα στο παραμύθι συμπλέκονται αξεδιάλυτα.
Μια απ’ τις πρώτες δυσκολίες –αν και όχι η σπουδαιότερη- που αντιμετωπίζει κανείς, είναι ο χωρισμός των παραμυθιών σε κατηγορίες. Προτείνονται διαιρέσεις πολλές και διάφορες. Πάντως εμείς εδώ ακολουθούμε τον διεθνή κατάλογο παραμυθιών των Aarne_Thompson που χωρίζει τα παραμύθια στις εξής βασικές κατηγορίες :
1. Τα μαγικά παραμύθια, με τις απίθανες περιπέτειες των ηρώων τους και γενικά με τον κόσμο τους, όπου επικρατεί μια εντελώς άλλη, απ’ τη φυσική, αιτιότητα.
2. Τα διηγηματικά παραμύθια, μέσα στα οποία υπάρχει λιγότερο, ελάχιστα ή και καθόλου το μαγικό στοιχείο.
3. Τα θρησκευτικά παραμύθια, με το Θεό, τους αγίους, τους αγγέλους και τα θαύματά τους.
* *
*
Μέσα στον τόμο αυτό περιέχονται και είκοσι παραμύθια, που είχαν πρωτοπαρουσιαστεί στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» με εικονογράφηση του ζωγράφου Ράλλη Κοψίδη και στη συνέχεια είχαν εκδοθεί σε βιβλίο το 1966 με τον τίτλο «Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού». Τα είκοσι αυτά παραμύθια διακρίνονται απ’ τα καινούργια στον πίνακα περιεχομένων απ’ τον αστερίσκο, που υπάρχει στο πλάι στον τίτλο τους. Επίσης το εισαγωγικό αυτό σημείωμα, με αρκετές διαφορές, είχε δημοσιευθεί στην έκδοση εκείνη του ’66.
Για το εισαγωγικό σημείωμα στα βασικά στηρίχτηκα στις εργασίες του Στίλπωνα Κυριακίδη και ιδίως στο πολύτιμο βιβλίο που μας άφησε «Ελληνική Λαογραφία», καθώς επίσης και στην εισαγωγή που προτάσσει ο καθηγητής Δ. Λουκάτος στα «Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα». Φυσικά έλαβα υπόψη μου και αρκετές άλλες σύντομες ή εκτενέστερες μελέτες τις οποίες και σημειώνω στη βιβλιογραφία.
Θεώρησα πιο σωστό ν’ αφήσω για το τέλος μερικές γενικότερες σκέψεις : Απίστευτα λίγες είναι οι δημοσιευμένες γενικές συλλογές ελληνικών παραμυθιών. Το παραμύθι έχει προσεχθεί από συλλογείς και λαογράφους πολύ λιγότερο απ’ το δημοτικό τραγούδι. Κι αυτό γιατί η συλλογή και η παρουσίαση παραμυθιών ανέκαθεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες και απαιτούσε κόπους, ενώ με το δημοτικό τραγούδι τα πράγματα ήταν ομαλότερα. Κι όμως, στο παραμύθι είναι που θα βρούμε να αναπνέει πιο ελεύθερα η νεοελληνική γλώσσα και να δίνεται πιο ολοκληρωμένα η νεοελληνική ψυχή, η ψυχή μας. Τα παραμύθια δεν είναι μόνο για παιδιά, αυτό είναι σφάλμα. Έχουν άπειρο ενδιαφέρον και για τους μορφωμένους και για τον απλό λαό. Οι πνευματικά χαλασμένοι έχουν βέβαια τις αντιρρήσεις τους. Δεν είναι λίγοι˙ ευτυχώς, όμως, δε βαραίνουν και τόσο.
Τον Μακρυγιάννη, θαρρώ, πρέπει να τον διαβάζουμε παράλληλα με τα λαϊκά κείμενα. Μονάχα μελετώντας τα λαογραφικά κείμενα μπορούμε να νιώσουμε καλά πόσο γνήσιος και πόσο κοντά στην ελληνική ψυχή στάθηκε ο αγωνιστής εκείνος. Τα παραμύθια πρέπει να τα διαβάζουμε παράλληλα με τον Όμηρο. Και στο πνεύμα, αλλά και στην τεχνοτροπία συγγενεύουν. Αλλά μήπως ο Αλ. Παπαδιαμάντης δεν είναι σφιχτοζωσμένος με την παράδοση αυτή;
Δεν εννοώ κι ούτε ελπίζω σε κανενός είδους λογοτεχνική στροφή ή αναβίωση. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Αλλιώτικα ζητήματα μας καίνε τώρα. Απ’ αυτά, όμως, τα λαϊκά κείμενα η πνευματική μας ζωή έχει ξεκινήσει, κι ύστερα αυτά καθεαυτά είναι θαυμάσια επιτεύγματα στο είδος τους. Ηθικό, ψυχολογικό και γλωσσικό περισσότερο είναι το κέρδος. Και δεν είναι βέβαια λίγο.
.................................................................................................................................................'
Νοσταλγία είναι τα παραμύθια. Για τα, άλλοτε, ηρωικά βήματα των Ελλήνων στον ευφρόσυνο δρόμο της τέχνης
Όταν παιδιά μας μάζευε καμιά γριά στη γειτονιά για να μας διηγηθεί τα παραμύθια της, σε μιαν αλλιώτικη εποχή που δεν είχαν ακόμα καταργηθεί ούτε οι αφηγηματικές γριές ούτε οι γειτονιές, κι ενώ έξω φυσούσε παγερός βοριάς, εικόνες μαγικές έβλεπα να εναλλάσσονται αδιάκοπα κι εκείνες τις εικόνες κυνηγώ από τότε, προσπαθώντας αδιάκοπα να τις βάλω στ’ άγραφο χαρτί.
Τα συγκινητικά εκείνα καθέκαστα ήταν τοποθετημένα στο άλλοτε απροσδιόριστο, τοπικά και χρονικά, πράγμα που καθορίζει την ζωγραφική απόδοση των παραμυθιών που πολλάκις επιχείρησα. Ο κόσμος σ’ αυτές τις πολυπλάγητες διηγήσεις είναι γεγονός πρωταρχικό. Όλα όσα το μάτι βλέπει ένα γύρω κι ο νους φαντάζεται, είναι εκεί μέσα, κι ο κόσμος, τούτο το στολίδι, γίνεται στολίδι ζωγραφικό. Πουλία και δέντρα και αφελή βασιλικά και χωριάτικα προσώπατα, ξωτικά, λάμιες, γοργόνες, καλικάντζαροι, πονηροί σπανοί, συνταιριάζουν αρμονικά, και αυτά που βλέπουμε με το μάτια και τ’ άλλα που ανιχνεύει ο ψυχικός οφθαλμός.
Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν για τον ζωγράφο. Μια εικονογράφηση παραμυθιών είναι μια παρακίνηση για το ποιητικό, για αναγωγή στις προαιώνιες ρίζες, σε σχήματα αφελή και ρυθμικά, όπου τα τεχνάσματα της σήμερον ημέρας δεν αντέχουν, όπου εξυπνάδες ζωγραφικές δεν μπορούν ν’ ανοίξουν την αδιάβατη πύλη για να φανεί εν όλη του τη δόξη ο λαμπρός και μαγικός περίγυρος των παραμυθιών του λαού μας.
Και επειδή τα ανά χείρας παραμύθια είναι κατορθώματα ελληνικά, δεν κάνει να ξεχάσουμε στην ζωγραφική τους απόδοση τα τοπικά δεδομένα. Σιχαθήκαμε πια να βλέπουμε την φράγκικη μορφολογία με τα, ξένα στην ελληνική ψυχοσύνθεση, σουλούπια, τους γοτθικούς πύργους, την δυτική συννεφοσκοτεινιασμένη αντίληψη στις ζωγραφιές των έξωθεν φερμένων παραμυθιών. Εμείς διψάμε για πηγές του τόπου μας. Για τα δικά μας σεβάσματα μας νοιάζει. Ρίζες τοπικές θέλουμε στην ζωγραφική μας αντίληψη. Είναι............................
............................................................................................................................................................
Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 56) τον Φεβρουάριο 2010, πριν 15 χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου