Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Υπόθεση γκαγκαβούζικης υπερηφάνειας η παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Κοζαρίδη "Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες" στη Νέα Ορεστιάδα!

ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΙΚΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ

 

 

Στο πάνελ από αριστερά: Ιφιγένεια Βαμβακίδου-καθηγήτρια Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Ηλίας Πετρόπουλος-λέκτορας Δ.Π.Θ., Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη-εκδότρια ¨Παρατηρητή Θράκης" και Χρήστος Κοζαρίδης-συγγραφέας-ερευνητής!






ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΟΥ

 

Γκαγκαβούζηδες: τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί της Θράκης. Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά ή βιβλία. Σε συζητήσεις μεταξύ πολιτών ή και ορισμένων ιστορικών παρατηρείται μια διάθεση απαξίωσης και ειρωνείας λόγω της τουρκόφωνης ομιλίας τους. Το παρελθόν τους είναι αποσπασματικά καταγραμμένο, κυρίως, στην ελληνική ιστοριογραφία. Μέσα από την έρευνα και τις συζητήσεις με τους ηλικιωμένους πρόσφυγες διαπιστώσαμε πως το θέμα της καταγωγής τους παραμένει μέχρι και σήμερα άλυτο. Ταυτόχρονα η διαδρομή και η παρουσία τους αγνοείται, προβάλλονται διαφορετικές απόψεις οι οποίες πηγάζουν κυρίως από την ερμηνεία που δίνει η κυρίαρχη εθνολογική και ιστορική άποψη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το σκοτάδι δημιουργεί θρύλους ως προς τη φυλετική καταγωγή ενός λαού ή μιας κοινότητας ανθρώπων, ιδίως των απομονωμένων. Ως διέξοδο χρησιμοποιούν συγγενικούς δεσμούς ή απευθείας καταγωγή με στρατηλάτες και θρησκευτικούς ηγέτες. Οι ορεσίβιοι και οι ακριτικοί λαοί των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, με βάση την προφορική τους παράδοση, συνδέουν την καταγωγή τους με στρατηλάτες-πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και οι θρυλικοί Ακρίτες. Στη διάρκεια των χρόνων δημιούργησαν μια ισχυρή προφορική ιστορική παράδοση την οποία και μετέφεραν στις επόμενες γενεές, αφήνοντάς την ως πολύτιμο αγαθό και εργαλείο. Οι μνήμες των γερόντων βοηθούν τον ερευνητή να μελετήσει τις χρονικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται, να ανακαλύψει στοιχεία της παρουσίας τους σε μια περιοχή, να γνωρίσει τον πολιτισμό τους και να διατυπώσει μια άποψη ως προς την προέλευσή τους.

Το εγχείρημά μας για την καταγραφή της ιστορίας των Γκαγκαβούζηδων ήταν δύσκολο, απαιτούσε χρόνο και καλή γνώση της ιστορίας. Χρειάστηκαν πολλές ώρες μελέτης και έρευνας, ανάμεσα σε χιλιάδες σελίδες βιβλίων, όπου τις περισσότερες φορές υπήρχαν λίγες γραμμές για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα. Ανακαλύψαμε μέσα σ’ αυτές τις σελίδες, σημειώσεις περιφρονητικές, υποτιμητικές, αλλά και στοιχεία αντικρουόμενα ως προς την καταγωγή τους. Εντοπίσαμε κείμενα από τα οποία αντλήσαμε σημαντικές πληροφορίες για την πορεία τους, πράξεις ηρωισμού, ανδρείας και στοιχεία της καθημερινότητάς τους. Διαπιστώσαμε τη διαφορετικότητά τους σε σχέση με τους γείτονές τους, αλλά και με άλλα τουρκόφωνα φύλα, όπου προσπαθούν να τους εντάξουν.

Η εργασία έπρεπε να ολοκληρωθεί και να αποδοθεί στους απογόνους ως φόρος τιμής για τα χρόνια της απομόνωσης και του κατατρεγμού, λόγω της τουρκόφωνης ομιλίας τους. Είναι γνωστό πως σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους κυνηγήθηκαν και απειλήθηκαν με πλήρη αφανισμό, όμως κατάφεραν να αντισταθούν και να επιβιώσουν. Η πορεία τους ήταν ανάλογη με τη διαδρομή όλων όσων ανήκουν στον ελληνισμό της Ανατολής και ακολούθησαν το 1924 το δρόμο της προσφυγιάς. Αναγκάστηκαν να ορθοποδήσουν στη νέα πραγματικότητα, βίωσαν την απόρριψη λόγω της γλωσσικής ετερότητας, επέμεναν όμως σταθερά να δηλώνουν την ελληνορθόδοξη  πίστη τους και να αποτελούν τελικά αναπόσπαστο και ισότιμο πληθυσμιακό τμήμα του ελληνικού κράτους.

 

*

*   *

 

Οι Γκαγκαβούζηδες σήμερα-

Η παρουσία τους στα Βαλκάνια

 

Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζουν τη γλωσσική και κοινοτική ομάδα των Γκαγκαβούζηδων, δίχως να ασχοληθούμε αναλυτικά με όσους ζουν σήμερα στη Γκαγκαουζία της Μολδαβίας, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Δεν αναφερθήκαμε και σε όσους μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα έχασαν την γκαγκαβούζικη ταυτότητα. Σε όλες τις προσπάθειες από την πλευρά μας για επαφή, αντιμετωπίσαμε άρνηση για μια έστω τυπική συνάντηση και συζήτηση. Πιστεύουμε πως κύρια αιτία αποτελούσε η τουρκόφωνη ομιλία τους και οι ρατσιστικές έως απαξιωτικές συμπεριφορές του περίγυρού τους.

Μετά την οριστικοποίηση των συνόρων στα Βαλκάνια και την δημιουργία ισχυρών κρατών, με την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα να επιβάλλει τον πολιτισμό και τη γλώσσα της, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη αυτών των μικρών αριθμητικά γλωσσικών ομάδων. Οι πολιτισμικές διαστάσεις της ένταξης των Γκαγκαβούζηδων στο ελληνικό έθνος-κράτος και της συνακόλουθης σταδιακής αφομοίωσής τους έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αν μπορούμε να μιλάμε για μια «γκαγκαβούζικη κουλτούρα» ή για μια «γκαγκαβούζικη παράδοση». Εάν δεχόμασταν ότι υπάρχει ένα γκαγκαβούζικος πολιτισμός, θα έπρεπε να αναιρέσουμε και το θεωρητικό μας πλαίσιο, που δεν δέχεται τον πολιτισμό σαν ένα ομοιογενές και συνεκτικό σύνολο, αλλά και την ίδια την έννοια της ιστορικότητας, που συνεπάγεται μια δυναμική προσέγγιση στο χώρο και στο χρόνο. Άρα θα πρέπει να μιλήσουμε συμβατικά για την γκαγκαβούζικη κουλτούρα ή καλύτερα για τις γκαγκαβούζικες πολιτισμικές πραγματικότητες στον ελλαδικό χώρο, από την περίοδο της οριστικής εγκατάστασης ενός σημαντικού πληθυσμού εντός των ελληνικών συνόρων.

Ο μετασχηματισμός μιας εθνοτικής ταυτότητας με έντονα τα τοπικά χαρακτηριστικά σε εθνική σήμανε για τους Γκαγκαβούζηδες ουσιαστικά την ένταξή τους στο νέο ελληνικό έθνος. Πρόκειται για μια σύνθετη ιστορική διαδικασία, η οποία μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευτεί με τα εργαλεία μιας σύγχρονης ανθρωπολογικής θεωρίας του έθνους. Σ’ αυτή τη διαδικασία καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι οικονομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί που οδήγησαν στη δημιουργία αυτών των κοινωνικών στρωμάτων, για τα οποία η ίδια η διαδικασία της μετάβασης ταυτίστηκε με την ένταξή τους στο ελληνικό εθνικό κίνημα. Ο ρόλος, λοιπόν, των εμπορικών στρωμάτων και μιας ιδιότυπης ελίτ διανοουμένων, που προέκυψε από τις παραπάνω διεργασίες, ήταν καθοριστικός ως προς τη συγκρότηση μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης και στα πιο πλατειά στρώματα των γκαγκαβούζικων κοινωνιών στη συνέχεια. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν για παράδειγμα μια πλειάδα ελληνόφωνων εμπόρων, δασκάλων, λογίων και κληρικών, οι οποίοι ανέπτυξαν μια έντονη δραστηριότητα σε ό,τι αφορά τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, δραστηριότητα που όχι σπάνια ταυτίζεται και με μια αρνητική τοποθέτηση απέναντι στη μητρική τους γλώσσα που είναι τα γκαγκαβούζικα. Αν ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ιστορία των γκαγκαβούζικων πληθυσμών ήταν η συγκρότηση των κοινοτήτων και η συνακόλουθη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη, με άξονα τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δευτερευόντως το εμπόριο, ο δεύτερος ήταν η ίδια η ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό έθνος-κράτος, μια διαδικασία μακρόσυρτη και σύνθετη, δεδομένης και της καθυστερημένης ανάπτυξης των βορείων διαμερισμάτων της χώρας, στα οποία κατά βάση εντοπίζονται.

Η ενσωμάτωση στο ελληνικό έθνος-κράτος, πέρα από τον μετασχηματισμό των τοπικών-εθνοτικών ταυτοτήτων σε μια ενιαία εθνική ταυτότητα, που σήμανε και την υποβάθμιση των ιδιαίτερων  πολιτισμικών χαρακτηριστικών της ομάδας προς όφελος της εθνικής ομοιογένειας, είχε ευρύτερες επιπτώσεις στην πολιτική λειτουργία των κοινοτήτων και ισοδυναμούσε με την αποδυνάμωσή τους, καθώς υποτάχτηκαν σε ένα συγκεντρωτικό κράτος, χάνοντας τα όποια στοιχεία αυτοδιοίκησης και αυτονομίας που τις χαρακτήριζαν τα προηγούμενα χρόνια. Το νέο διοικητικό και πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας των τοπικών κοινοτήτων εκ των πραγμάτων τις αποδυνάμωσε και πολιτισμικά, εφόσον προκαλούσε σημαντικές ρήξεις στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό τους. Έτσι βιώνουν μια προϊούσα παρακμή, καθώς παράλληλα εντάσσονται σε μια λογική ομογενοποίησης, όπου τα στοιχεία της ετερότητάς τους, στο μέτρο που δεν μπορούν να μετατραπούν σε περιφερειακές παραλλαγές του κεντρικού εθνικού προτύπου, περιθωριοποιούνται ή σταδιακά εξαλείφονται. Πάνω από όλα, σε μια σταδιακή υποβάθμιση, με τελικό κίνδυνο την πλήρη εξαφάνισή της, οδηγείται η γκαγκαβούζικη γλώσσα, η οποία παραμένει προφορική και χρησιμοποιείται μόνο στην μεταξύ τους επικοινωνία, στους χώρους των κοινοτήτων και σε οικογενειακά πλαίσια, με μια ολοένα αυξανόμενη τάση εγκατάλειψής της.

Η ιδιοτυπία, ωστόσο, που παρουσιάζει από την άποψη της πολιτικής οικονομίας η ανάπτυξη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, συνάρτηση του εξαρτημένου χαρακτήρα του, και ο συνακόλουθος «δυϊσμός» του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού με άξονα τη διχοτομία αστικό κέντρο-περιφέρεια, στάθηκαν κατά ένα ειρωνικό τρόπο ευεργετικά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, ως προς την επιβίωση «παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης και πολιτισμικής έκφρασης,. Η περιθωριοποίηση της επαρχίας εμπόδισε και την ομαλή αστικοποίησή της, με αποτέλεσμα τη συνάρθρωση διαφορετικών στοιχείων κατά ένα τέτοιο τρόπο, που οδήγησε για κάποιο χρονικό διάστημα στην αναπαραγωγή επιμέρους πολιτισμικών ετεροτήτων. Οι κοινότητες, λειτουργώντας στο πλαίσιο ενός προβληματικού εκσυγχρονισμού, που παράλληλα με την πολυπόθητη «ανάπτυξη» παρήγαγε και όψεις υπανάπτυξης, αναπτύσσουν μηχανισμούς άμυνας από αδυναμία προσαρμογής, συντηρώντας στοιχεία από την «παραδοσιακή» τους οργάνωση. Οι επιβιώσεις του παρελθόντος παραμένουν ως ζωντανά συστατικά της ταυτότητάς τους, μια ταυτότητας που τελεί σε παρατεταμένη μετάβαση και σ’ έναν μετέωρο μετασχηματισμό. Γενικά, η χρονική περίοδος από την Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου (1949), χαρακτηρίζεται από έντονες αφομοιωτικές διεργασίες. Από τη μια, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του εθνικού κράτους και από την άλλη, η διαδικασία εκσυγχρονισμού και αστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας συντελούν σε μια ραγδαία περιθωριοποίηση των περιφερειακών και εθνοτικών ετεροτήτων και σε μια αντίστοιχη ενίσχυση των κεντρικών προτύπων και των μηχανισμών πολιτισμικής ομογενοποίησης. Κι ενώ όλα αυτά ακολουθούν σχετικά αργούς ρυθμούς μέχρι τον Εμφύλιο, στην περίοδο που ακολουθεί, η επιτάχυνση αποκτά μορφή ανατρεπτικών αλλαγών, τέτοιων που μας επιτρέπει να μιλάμε για βαθιά ρήγματα στις κοινωνικές δομές καις τα πολιτισμικά συστήματα της περιφέρειας.

Η μεγάλη αγροτική έξοδος και η ερήμωση της υπαίθρου, μαζί με την επικράτηση των αστικών προτύπων και την αστυφιλία, δεν οδηγούν μόνο σε μια δημογραφικά αφαίμαξη των γκαγκαβούζικων κοινοτήτων, αλλά και σε μια διασπορά που θα σημάνει την αρχή του τέλους μιας μακράς διάρκειας. Πολύ συχνά η ρήξη με το παρελθόν παίρνει και τη μορφή άρνησης η των πολιτισμικών καταβολών των ανθρώπων και η απαξίωση ενός παρωχημένου τρόπου ζωής οδηγεί στον κοινωνικό στιγματισμό όσων τον εκπροσωπούν. Όσοι μένουν πίσω έχουν να αντιμετωπίσουν μαζί με τα οικονομικά προβλήματα και την κοινωνική περιθωριοποίηση, ενώ αυτοί που φεύγουν κάνουν αγωνιώδη προσπάθεια να προσαρμοστούν στα αστικά κέντρα, γεγονός που έχει μεγάλες συνέπειες σε ό,τι αφορά την ίδια την πολιτισμική τους ταυτότητα.

Οι δεκαετίες ’50 και ’60 δημιουργούν πράγματι ένα ρήγμα, η συνειδητοποίηση του οποίου σε συνάρτηση με τις συνθήκες που επικράτησαν τις επόμενες δεκαετίες, οδηγεί σε μια γενικευμένη προσπάθεια επανασύνδεσης με τον τόπο καταγωγής και διατήρησης των πολιτισμικών παραδόσεων. Αυτή κατασκευάζεται στο πλαίσιο ενός ολόκληρου ρεύματος που αποκαλείται «φολκλορισμός». Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι όλη αυτή η «επιστροφή» μένει συνήθως στην επιφανειακή κάλυψη των πραγμάτων, στις γραφικές όψεις του πολιτισμού, χωρίς ποτέ να θέτει ουσιαστικά ζητήματα ετερότητας. Αντίθετα, λειτουργεί γενικά μάλλον ως ένας ακόμα μηχανισμός ένταξης και αφομοίωσης. Γενικά, η προϊούσα κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωση, με βασικό άξονα από ένα σημείο και μετά τη διαδικασία της αστικοποίηση, επέφερε το τελειωτικό πλήγμα στα ιστορικά συμφραζόμενα της πολιτισμικής ετερότητας των Γκαγκαβούζηδων, όπως και των άλλων περιφερειακών, τοπικών και εθνοτικών ταυτοτήτων. Ως αποτέλεσμα πρέπει να θεωρηθεί, η στασιακή αφομοίωσή τους στα κεντρικά πολιτισμικά πρότυπα, τα οποία μάλιστα αρχίζουν να ξεφεύγουν σιγά-σιγά και από τον ίδιο τον έλεγχο του εθνικού κράτους, μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης, στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Στην σημερινή εποχή, η όποια πολιτισμική ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο πολιτισμικός πλούτος ενός κράτους, παρά ως κίνδυνος για την εθνική συνοχή του. Ειδικά όσον αφορά στην ελληνική πολιτεία πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευλογία και να πάψει να αποτελεί κατάρα.

 

*

*   *

 

Το καινούργιο έργο του Χρήστου Κοζαρίδη αναδεικνύει τους πληθυσμούς που συμβιώνουν στα Βαλκάνια και στην Ανατολή μέσα από ποικίλες ετερότητες, γλωσσικές και θρησκευτικές κυρίως στο πεδίο των μικτών κοινοτήτων. Η ερευνητική εμπειρία του συγγραφέα και η χρήση πολύγλωσσης βιβλιογραφίας συμβάλλουν στην αξιοποίηση των πηγών και στις πολλαπλές αφηγήσεις της σύγχρονης ιστορίας. Η προσφορά του στην ιστορία της μείζονος Θράκης, αποτελεί διαμεσολαβημένο, δευτερογενές υλικό, έργο αναφοράς για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευμένους σε γεγονοτικό επίπεδο.

 

Ιφιγένεια Βαμβακίδου

Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας

Πανεπιστημίου Μακεδονίας

..............................................................

Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 50) τ               Αύγουστο 2009, πριν 15 χρόνια!

 

 

 









 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου