Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Στην ταβέρνα που έγραψε ο Κώστας Βάρναλης το δημοφιλέστερο ποίημα του τους "Μοιραίους",που είναι ένας ύμνος για τους απόκληρους της ζωής και το μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης το 1964, πριν 60 χρόνια,και το τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώυσης!

 Σε γαστρονομικό προορισμό έχει εξελιχθεί και μάλιστα διεθνούς εμβέλειας το περίφημο "Δίπορτο" στη γωνία των οδών Σωκράτους και Θεάτρου κάτω από την Κεντρική Αγορά,στην καρδιά της Αθήνας! Σύμφωνα με τον "αστικό μύθο" εκεί έγραψε ο Ανατολικορωμυλιώτης "ο πρωτοπόρος της αγωνιστικής λογοτεχνίας" Κώστας Βάρναλης έγραψε το δημοφιλέστερο ποίημα του τους "Μαιραίους",που θα το αγαπούσε ο λαϊκός κόσμος 42 χρόνια αργότερα μετά τη μελοποίηση του από τον Μίκη Θεοδωράκη,που μέσα από τις συνθέσεις του έκανε κτήμα των Ελλήνων τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών μας! Το ταβερνάκι μπορείτε να το εντοπίσετε πολύ εύκολα και οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε,δείχνουν πως εξωτερικά και εσωτερικά έχει μείνει σε εκείνη την εποχή σε μια περιοχή που ακόμη διατηρεί στοιχεία του παλιού της χαρακτήρα σε μια άνιση μάχη με το χρόνο και και σε ένα ορυμαγδό μεταβολών και αλλαγών χρήσεων στον πλέον διεθνοποιημένο και πολυπολιτισμικό πυρήνα της Αθήνας!









 

 

Ποίηση: Κώστας Βάρναλης Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Αντώνης Κλειδωνιάρης [Πρόκειται για την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού το 1964 στο έργο «Πολιτεία Β’».] Δίσκος: Γρηγόρης Μπιθικώτσης [50 χρόνια] / Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη Νο 1 [1960-1964](2005)

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.


Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!


Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.


Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.



- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
   Κανένα στόμα
δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου