Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

ΔΕΣΠΩ ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΤΟ ΞΕΧΕΙΛΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ


 

Το πέτρινο σπίτι μέσα στον κήπο του, ζούσε την αυγουστιάτικη ώρα του ένα πυρακτωμένο δειλινό έφερνε το μήνυμα για τη δύσκολη νύχτα.

Μπροστά του η δημοσιά με την αδιάκοπη κίνησή της. Η ζωή περνούσε συνηθισμένα, μονότονα και τούτη τη μέρα.

Τα τεράστια βοϊδάμαξα φορτωμένα ξύλα πηγαίνουν στην πόλη. Είναι η ώρα που γεμίζουν οι αποθήκες. Ετοιμάζουν τροφή για τις σόμπες, για το χειμώνα που η βροχή, το χιόνι, ο βοριάς θα παγώνουν την πλάση.

Οι άνθρωποι φοβισμένοι και προνοητικοί ετοιμάζονται απ’ το καλοκαίρι. Περιμένουν τις σκοτεινές μέρες και τις ατέλειωτες νύχτες που καθισμένοι γύρω απ’ το τραπέζι, με το φως της λάμπας, θα λένε ιστορίες και θα δουλεύουν. Τα παιδιά κρέμονται απ’ τα χείλη των μεγάλων, ν’ ακούσουν παραμύθια να ξεστρατίσει ο νους, ν’ αλλάξουν εικόνες, να ξεφύγουν απ’ το κλείσιμο τους στο σπίτι με τούτη την κακοκαιρία.

Ο ξεροπόταμος το θέρος με τις ανθισμένες λυγαριές γίνεται τις νύχτες, τόπος παραμυθένιος, οι νεράιδες κάνουν την εμφάνισή τους, τραγουδούν, χορεύουν και οι μύθοι πετούν από στόμα σε στόμα, ωραίοι, απίθανοι, με μόνιμη προέλευση, την αρχαιότητα.

Η μπόρα του καλοκαιριού έφτασε. Τα σύννεφα φόρτωσαν τον ουρανό μαυρίλα. Τα μπουμπουνητά, οι αστραπές και η μυρωδιά της βροχής ακολούθησαν. Εδώ όμως, στο ολόλευκο σα γλάρο σπιτάκι, στη γέφυρα του Βανικιώτη, και στη δημοσιά ούτε μια σταγόνα νερού δεν έπεσε. Έφυγε και τούτη η μπόρα, ξέσπασε αλλού. Έτσι έμοιαζαν όλα ίσαμε κείνη την ώρα.

Αργότερα καθώς η νύχτα άπλωνε τα τεφρά μαγνάδια της, η στεγνή κοίτη άρχισε να νοτίζεται, οι πυρακτωμένες πέτρες απ’ τις αυγουστιάτικες αχτίνες χάθηκαν. Το νερό ορμητικό κυλάει στην κοίτη του ξεροπόταμου, που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, έγινε αφρισμένο, φοβερό ποτάμι και εξαφάνισε τις ανθισμένες λυγαριές.

Η βοή του νερού και η δροσιά της μακρινής βροχής έφτασαν μαζί με το δειλινό. Ο ποταμός γίνεται ορμητικός, βουερός, φέρνει αιφνίδια όλη την τρομαχτική ιστορία του νερού. Δεν γνωρίζει σταματημό. Όταν ξεχυθεί, η δύναμή του είναι ικανή να καταστρέψει ό,τι βρει στο διάβα του.

Υπάρχουν ποτάμια που βοηθούν τον άνθρωπο. Με το νερό τους κινούνται εργοστάσια και ηλεκτροφωτίζονται πόλεις.

Ο ξεροπόταμος όμως, τούτη την αυγουστιάτικη ώρα, τη δύναμή του τη σκόρπισε μέσα στα καρπερά αμπέλια. Τα πλημμύρισε και τα κατέστρεψε. Έφερε πόνο και δάκρυα το ξεχείλισμά του. Κι άφησε πίσω του, το φόβο αιωρούμενης απειλής σε κάποιο ακαθόριστο μέλλον.

Τούτο το βράδυ τα νερά κόντεψαν να μπουν στο πέτρινο σπιτάκι. Το καντήλι είναι αναμμένο από νωρίς και η γριά μάνα γονατισμένη προσεύχεται. –Θεέ μου, βοήθησε να περάσει το κακό γρήγορα. Θεέ, μεγαλοδύναμε, προστάτεψε μας. Αγρύπνησε η γριά παρατηρώντας τη στάθμη του νερού. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές και σταμάτησε ώσπου, λίγο-λίγο άρχισε να χαμηλώνει το ύψος του.

Το σπίτι γλίτωσε την επιδρομή του λασπόνερου, που σιγά-σιγά τραβήχτηκε κι από τ’ αμπέλια. Άφησε πίσω του καταστροφή. Το άλλο βράδυ βρήκε πάλι τη μάνα γονατισμένη.

--Θεέ μου, ευχαριστώ για το κακό που σταμάτησε και δε χάθηκαν ανθρώπινες ζωές, σ’ ευχαριστώ. Το πρόσωπο της έλαμπε, αν και μουσκεμένο από δάκρυα, από ένα φως από μια ομορφιά, που μόνο ο πόνος μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο. Κατάρες δεν ακούστηκαν μήτε μακρόσυρτοι θρήνοι.

Ο ήλιος το άλλο πρωί, λαμπερός και ζεστός έστελνε την  παρηγοριά. Ο δρόμος αμέριμνος ζει πάλι τη συνηθισμένη του ζωή.

Όταν τα μεσάνυχτα έρθουν κι απλωθεί ησυχία και τ’ αμέτρητα αστέρια θα λάμπουν στον ουρανό, θα βγουν πάλι οι νεράιδες να χορέψουν με τη μαγική μουσική του Ορφέα και οι θρύλοι θα συνεχίζουν την πορεία τους, άλλοτε απλοϊκοί κι άλλοτε γεμάτοι μυστήριο.

Η λάμπα πάνω στο στρογγυλό τραπέζι φέγγει. Και η ζωή προχωρεί με διάφορες διακυμάνσεις, άλλοτε έντονες κι άλλοτε αδιάφορες. Εκεί πλάι στη λάμπα ένα παιδικό πρόσωπο σκεφτικό, προσπαθεί να γνωρίσει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της δημιουργίας και του χαλασμού.

Κουρασμένο απ’ το κοίταγμα και την απορία γέρνει να κοιμηθεί. Αύριο θα πάει μαζί με την ξαδέλφη της ν’ αναζητήσει την άκρη του κόσμου. Είναι έτοιμη για την περιπλάνηση. Τα χωράφια, τα δέντρα, ο ορίζοντας, όλα φαίνονται τόσο εύκολα να τα φτάσει, να τα’ ακουμπήσει με τα δάκτυλά της και να νιώσει την αίσθηση της ύπαρξής τους.

--Ναι,, αύριο σαν θα ξημερώσει, το ταξίδι θα γίνει. Η εξαδέλφη μου κι εγώ με τη συντροφιά του γάτου μας, θα φύγουμε. Ο γάτος μου μ’ ακολουθεί παντού, όπου κι αν πάω.

Μια μαγική άμαξα θα τους οδηγήσει μακριά, στην άκρη του κόσμου, στους πάγους, στους Εσκιμώους, στις ιστορίες της εξάμηνης νύχτας και μέρας.

Όχι, η μαγική άμαξα θα τις πάει στον ορίζοντα. Εκεί στα Κόκκινα βράχια που πίσω τους, πηγαίνει και βασιλεύει κάθε δειλινό ο ήλιος των ανθρώπων.

Ο ήλιος, που το φως του σκορπίζει τη ζωή πάνω στον πλανήτη μας, ο ήλιος που μας χαρίζει τις αυγουστιάτικες μέρες κοντά στ’ αμμουδερό ακρογιάλι και τις αλκυονίδες μέρες του Γενάρη.

Ο ύπνος έφερε την ξεκούραση και τη λησμοσύνη σε τούτη την πρόωρη αγωνία. Ο ύπνος ήρθε να σταματήσει τη σκέψη και τον αγώνα για την αναγνώριση του κόσμου, το τόπου και των πραγμάτων.

Ο δρόμος έρημος, σιωπηλός, η νύχτα, με το φως της σελήνης διάχυτο, απαλό, ντύνει με γοητεία τ’ απλά αντικείμενα, κάνει μυστηριακές τις φωτοσκιάσεις τους ….

 

Αθήνα 1979 Αντιγραφή έχουν γίνει μικρές αλλαγές. 1998 Δημοσιευμένο στο περιοδικό Νέα Σκέψη 1979

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Δημοσιεύτηκε στον "Βορέα"(τεύχος 43) τον Ιανουάριο 2006, πριν 18 χρόνια!

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου