Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1898 και μετά από μακρόχρονη διαμονή στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Μόναχο όπου και πέθανε το 1979. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης από την άλλη γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851, έζησε και εργάστηκε πολλά χρόνια στην Αθήνα και επέστρεψε το 1908 στο νησί του όπου πέθανε πάμπτωχος από πνευμονία στις 2 Ιανουαρίου 1911. Που λοιπόν ανταμώνουν οι δύο αυτοί άνθρωποι του πλανήτη μας που βέβαια δεν ήξερε ο ένας τον άλλο;
Πιστεύω ότι "Great minds think alike", "Τα μεγάλα πνεύματα συναντιόνται", όπως λέμε στη γλώσσα μας. διατύπωσαν κάποιες απόψεις παρόμοιες, χωρίς ο ένας να συζήτησε με τον άλλο. Θα επιχειρήσουμε με βάση κάποιες απόψεις του Μαρκούζε να προσεγγίσουμε διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όσον αφορά το θέμα : Έρωτας και Πολιτισμός.
*
Το 1955 ο Hermbert Marcuse εξέδωσε το περίφημο βιβλίο του “Eros and Civilization” που στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Ιορδάνη Αρζόγλου και κυκλοφόρησε επί δικτατορίας το 1970 από τις εκδόσεις Κάλβος με τον τίτλο «Έρως και Πολιτισμός». Προσωπικά τα απέκτησα και το διάβασα το 1973.
Ο Μαρκούζε στα έργα του θα λέγαμε ότι προσπαθεί να συνδυάσει ψυχολογία, κοινωνιολογία και πολιτική, αξιοποιώντας στοιχεία από τις θέσεις του Χαιντεγκέρ, του Μαρξ και του Φρόυντ.
Ειδικότερα σε σχέση με το θέμα έρωτας και πολιτισμός, ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης δύο ενστικτικών αρχών , του έρωτα και του θανάτου. Η καταπίεση του πρώτου έχει σαν συνέπεια την εξιδανίκευσή του σε άλλες σφαίρες, το μετασχηματισμό του σε πολιτιστικό προϊόν. Ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας αφού για να υπάρξει καταπιέζεται η ευτυχία.
Ο Μαρκούζε αντίθετα προς το Φρόυντ υποστηρίζει ότι η καταπίεση της ηδονής συμβαίνει πάντα μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά –κοινωνικά πλαίσια και η μετατροπή της σε παραγωγική απόδοση λειτουργεί προς όφελος ορισμένων κάθε φορά κέντρων εξουσίας. Με την αλλαγή των δομών είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινωνία όπου η ενστικτική αρχή της ηδονής, αντί να καταπιέζεται, θα αναγνωρίζεται και θα απελευθερώνεται και θα είναι αυτή το κίνητρο της ατομικής και συλλογικής δράσης. Σε μια τέτοια κοινωνία η αρχή του κέρδους θα αντικατασταθεί από την ανθρώπινη δημιουργικότητα (χρησιμοποιήσαμε διατυπώσεις του Νίκου Δεμερτζή από άρθρο του για το Χ. Μαρκούζε στην ″Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια –Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό″).
Να σημειώσουμε ότι μιλώντας για τη "μονοδιάστατη κοινωνία" ο Μαρκούζε γράφει : «Με τον τρόπο που οργάνωσε την τεχνολογική της βάση, η σύγχρονη κοινωνία έχει τάση προς τον ολοκληρωτισμό. Ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο ο τρομοκρατικός πολιτικός ομοιομορφισμός, αλλά και ο μη τρομοκρατικός οικονομικό-τεχνικός ομοιομορφισμός που λειτουργεί με τη χειραγώγηση των αναγκών στο όνομα του γενικού ψευτοσυμφέροντος».
Ο Μαρκούζε, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, καταγγέλλει τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα της βιομηχανικής κοινωνίας, που θα λέγαμε "κόβει τα φτερά" του ανθρώπου στην ελευθερία και στον έρωτα.
*
Ο Παναγιώτης Μουλλάς επιμελήθηκε στη Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων Ερμής (Αθήνα 1974) τον τόμο «Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος», παραθέτοντας είκοσι ένα διηγήματα που θεωρεί ότι είναι αυτοβιογραφικά. Η Εισαγωγή του Π. Μουλλά με τίτλο «Το διήγημα, αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη» (σελ. ιε΄ -ξε΄) νομίζω ότι είναι από τις επαρκέστερες προσεγγίσεις του Σκιαθίτη δημιουργού και ανθρώπου, καθώς και του έργου του. κάποιες σελίδες από την κατατοπιστική εισαγωγή του Μουλλά θα παρουσιάσουμε και θα σχολιάσουμε στη συνέχεια, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο δίπολο: πολιτισμός και έρωτας.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι προσκολλημένος στην παιδική ηλικία και στο παρελθόν. Νιώθει νοσταλγία και εναντίωση σε κάθε νεωτερισμό. Τον χαρακτηρίζει μια μοιρολατρική αποδοχή του ριζικού του και ηττοπάθεια μπροστά στις δυνάμεις που εκφράζουν την πρόοδο και την αλλαγή. Ζώντας σε μια μεταβατική εποχή, στο μεταίχμιο μεταξύ της φεουδαρχικής ελληνικής κοινωνίας και της αστικοποίησης του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, διατήρησε ένα όραμα του κόσμου που ‘αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα με ισορροπημένες και άρτιες δομές που αλληλοσυμπληρώνονται κι επικαλύπτονται στις λειτουργίας τους’. Και παρακάτω ο Μολλάς διατυπώνει: «Ο Παπαδιαμάντης διατηρούσε μια ταξική συνείδηση ταυτόχρονα φεουδαρχική και αγροτική, παράλληλα αρχοντική και λαϊκή. Στα μάτια του, ο εχθρός, το πνεύμα του κακού, ταυτιζόταν με την εξουσία του χρήματος».
Ο Παπαδιαμάντης ήταν αντίθετος στην ‘πλουτοκρατία’ που νόθευε τις παλιές υγιείς αξίες ανεπανόρθωτα, ενώ το θρησκευτικό αίσθημα γνώριζε μια κάθετη πτώση.
Μέσα από τα ίδια τα κείμενά του κατανοούμε ότι ο συγγραφέας είχε μια ‘ολοκληρωμένη ιδεολογική τοποθέτηση’, που δεν εκφράζεται μόνο αποφατικά αλλά και θετικά : «Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός. Να μη νοθεύονται τα θρησκευτικά και τα οικογενειακά έθιμα. Να καλλιεργηθή σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόσμησιν των ναών, την μουσικής και την ζωγραφικής. Να μη μιμώθεθα πότε τους Παπιστάς και πότε τους Προτεστάντας. Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια».
Βυζαντινός δεσποτισμός, λαϊκή ορθοδοξία, κριτική του αστικού κοινοβουλευτισμού από τη σκοπιά της φεουδαρχίας, είναι –κατά τον Π. Μουλλά – η ‘πολιτική’ τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη σε συνδυασμό με το πνεύμα του αντιδιαφωτισμού που αναμφίβολα είχε ικανό ακροατήριο στο νεοπαγές νεοελληνικό κράτος.
Στο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893) που χαρακτηρίζεται ως το ιδεολογικό και καλλιτεχνικό του "πιστεύω" διαβάζουμε ανάμεσα στα άλλα:
«Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον καιτο ελεύθερον, έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην της θρησκείας του».
Να σημειώσουμε ότι ο πατέρας του Παπαδιαμάντη ήταν κληρικός, ο ίδιος μπορεί να μην έγινε ‘αλλά έμεινε για πάντα ταυτισμένος με τον κληρικό πατέρα του’, όπως γράφει ο Μουλλάς, η ψυχολογική και η ιδεολογική λειτουργία επικαλύπτονται.
Επιπρόσθετα, μέσα στο έργο του συγγραφέα καθρεφτίζονται ολοκάθαρα όλες οι αξίες μιας παθητικής κοινωνικής συνείδησης: η υποταγή, η εγκαρτέρηση, η συντήρηση, η τυπολατρεία και η μοιρολατρεία. Απουσία αγωνιστικής πνοής. Ο αγώνας του Παπαδιαμάντη είναι θα λέγαμε, η επιστροφή στο παρελθόν, η προσκόλληση στο χθες.
Παρόλα αυτά, το έργο του διαβάζεται ως τις μέρες μας όχι γιατί είναι ηθογραφικό, όπως περιοριστικά χαρακτηρίζεται. Διαβάζεται γιατί έχει ένα γοητευτικό ρυθμό που το απογειώνει «για όραμα απελπισίας, ερωτική φαντασίωση, εξομολόγηση, λυρικό παραλήρημα. Είναι οι στιγμές όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο εισβάλλει με όλη την αμεσότητά του και η ποιητική ένταση ταυτίζει την ποιότητα με τη μαρτυρία».
*
Πολύ χαρακτηριστικά είναι όσα γράφουν πριν από εκατό χρόνια δύο πνευματικοί άνθρωποι, ενόσω ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν εν ζωή.
Ο Παύλος Νιρβάνας το 1908 στη "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας ανάμεσα στα άλλα σημειώνει : «Η πινακοθήκη του είναι απέραντη (…). Εκείνο που είναι γοητευτικό στο έργο του Παπαδιαμάντη, είναι η πινακοθήκη των γυναικών του. μέσα στο στενό "περιβάλλον" ενός νησιού, όπου παίζονται όλα αυτά τα μικρά δράματα της ζωής, η γυναικεία ψυχή βρήκε τον πλουσιότερο ζωγράφο της (…). Ο άνθρωπος που μοίρασε τη ζωή του μεταξύ της εκκλησίας και του υπαίθρου, μαζί με τον ασκητισμό του ενώνει μια βαθύτατη φυσιολατρεία κι έναν θελκτικό ηδονισμό ! (…). Μας δίνει τις πλέον οργιαστικές εικόνες της φύσεως και περιγράφει μ’ ένα φλογερό σενσουαλισμό (: αισθησιασμό) τους εναγκαλισμούς και τα φιλήματα και ζωγραφίζει με ρίγη τα γυμνά σώματα των γυναικών, όνειρα μέσα στο κύμα (…)».
Ο Δ. Κακλαμάνος την ίδια χρονιά με το Νιρβάνα γράφει : «Όλα εις αυτόν είναι αυτόματα, φυσικά και άκοπα, όπως το ανάβλυσμα πηγής ελευθέρας, ή το θάλος θάμνου του αγρού (…). Η δημιουργική δύναμις, η παρατήρησις και η πρωτοτυπία –τρεις αρεταί, τας οποίας κανείς δεν δύναται να αρνηθή εις την πρώτην τυχούσαν σελίδα του Παπαδιαμάντη».
Πριν από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα» (1900) έχουμε δύο άλλα λίγο παλιότερα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οπτική μας : «Ο έρωτας στα χιόνια» και «Έρως –ήρως». Θα τα προσεγγίσουμε στη συνέχεια.
Το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» δημοσιεύθηκε το 1895, όταν ο Παπαδιαμάτνης ήταν σαράντα πέντε χρονώ. Είναι από τα σκιαθίτικα διηγήματα του δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Άη –Βασίλης, Φώτα) και ήρωάς του είναι ο μπάρμπα –Γιαννιός ο Έρωντας, που «Δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Μασσαλίαν (…). Είχεν αποκτήσει χρήματα, αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως εις τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν».
Ο μπαρμπα-Γιαννιός ήταν μόνος και έρημος και είχε βάλει στο μάτι μια πολυλογού γειτόνισσα. Αυτή «όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Μόνον τον μπάρμπα –Γιαννιόν δεν αγαπούσε. Ποιος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.
Και είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσα την πολυλογού, δια να ξεχάση το καράβι του, τας λαΐδας της Μασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Και είχε πέσει εις το κρασί, δια να ξεχάση την γειτόνισσαν».
Ο Παπαδιαμάντης με συναρπαστικό τρόπο περιγράφει τη νυχτερινή ζωή του ήρωά του, ενώ με χιούμορ προσεγγίζει τις περί τον έρωτα απόψεις του:
«-Να είχεν ο έρωτας σαΐτας! … να είχε βρόχια … να είχε φωτιές … Να τρυπούσε με τις σαϊτιές του τα παραθύρια … να ζέσταινε τις καρδιές … να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια … Ένας γέρο –Φερετζέλης πιάνει με τις θηλειές του χιλιάδες κοσσύφια.
Εφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γέρο –Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις το υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, δια να συλλάβη τις αθώες καρδιές ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, δια ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαραμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα».
Τα χειμωνιάτικα βραδινά ήταν πιο δραματικά στο μοναχικό γέροντα. Το χιόνι που στρωνόταν ήταν πηγή έμπνευσης στον έρημο πλην ερωτευμένο Γιαννιό.
«-Άσπρο σινδόνι … να μας ασπρίση όλους το μάτι του Θεού … να μας ασπρίση τα σωθικά μας … να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας. (…)
Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξιά, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη, σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν μπορούσε να εύρη παρηγοριάν, να ζεσταθή. Έπιε δια να σταθή, έπιε δια να πατήση, έπιε δια να γλυστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος».
‘Φτιαγμένος’ ο γέρο –Γιαννιός και γλυστρώντας στο χιονισμένο μονοπάτι ανηφορίζει στο σπίτι της γειτόνισσας και χτυπά την πόρτα της. Όμως για κλάσματα δευτερολέπτων δεν γίνεται αντιληπτός, παρόλο που άνοιξε το παράθυρο και φώναξε μια φωνή
«Ποιος είναι;»
Χάνει τα λόγια του, δεν ακούγεται, «Μόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν».
Και λίγο παρακάτω : «-Κι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε … ζωντανό σοκάκι!».
Έπεσε στο χιόνι.
«Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Εύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
‘Είχαν οι φωτιές έρωτα! Εί … είχαν οι θηλειές χιόνια! …’».
Ο γέροντας καλύφθηκε από το χιόνι
«Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Και ο μπάρμπα –Γιαννιός άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρουσιασθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου».
Το διήγημα «Έρως –Ήρως» δημοσιεύθηκε το 1896.
Αναφέρεται στο μικρό ναύτη Γιωργή της Μπούρμπαινας που είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα, την οποία εν τη αγνοία του καλείται να μεταφέρει νυχτιάτικα με τον ηλικιωμένο σύζυγό της αμέσως μετά το γάμο τους. Ο Γιωργής ήταν ερωτευμένος με την Αρχόντω που τώρα παντρευόταν.
«Όταν είδε την οικίαν και την ανεγνώρισεν, ο νέος ησθάνθη με΄σα, βαθειά εις τα σωθικά του, σπαραγμόν απερίγραπτον».
Ο ναύτης και η κοπέλα είχαν κοινές παιδικές εμπειρίες.
«Και άλλοτε η Αρχόντω έπαιζεν ενώπιόν του το ‘ανέβα μήλο –κατέβα κίτρο’, και αυτός έχασκε βλέπων, και εφλέγετο ν’ αρπάξη με τα δόντια το πορτοκάλι,καθώς ανέβαινεν εις το ύψος και κατέβαινεν εις το λευκόν χεράκιτ ης φιλοπαίγμονος μικρής (…) Ω της αθώας παιδιάς, οπού είναι κρίμα να μην είναι ακόμη παιδί δια να την παίξη!»
Ο ναύτης είναι ερωτευμένος με την κοπέλα, αλλά η μητέρα της για να την εξασφαλίσει στα κρυφά την παντρεύει με ένα πολύ μεγαλύτερό της. Πίστευε ότι : «Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τι θα πη; Το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των».
Ο ναύτης φαντάζεται ότι μπορεί ο γάμος της Αρχόντως μπορεί να είναι ψέμα.
«Και πάλιν ειμπορεί να ήτον ψέμμα. Τις δύναται να είναι βέβαιος; Ήτον όνειρον μαγικόν, απαίσιον και τρομερόν, όνειρον το οποίον έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Κι εσφαλούσε τα μάτια, κι ακόμα το έβλεπε».
Όταν πια είναι βέβαιος ότι η Αρχόντω παντρεύτηκε και τη χάνει, στο μυαλό του περνούν χίλιες δυο σκέψεις και συναισθήματα. Θα μπορούσε να αναποδογυρίσει τη βάρκα που μετέφερε το νιόγαμπρο ζευγάρι και τη μητέρα της νύφης.
«Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά, ώστε μ’ ένα σαγανίδι ν’ αναποδογυρίση την ασαβούρωτην βάρκαν;
Μ’ ένα σαγανίδι μόνον. Με μικράν ανεπιτηδειότητα του Σιγουράντσα εις το τιμόνι, μ’ ελαφράν απροσεξίαν του Γιωργή εις το πανί.
Και τότε όλα θα έπλεαν εις την θάλασσαν … όλοι θα έπεφταν εις το κύμα. Ο γαμβρός θα επήγαινε μολύβι εις τον πάτον, χερσαίος, αθαλάσσωτος άνθρωπος. Την γρηά Μαρουδίτσαν ας την εγλύτωνεν, αν ήθελεν, ο Σιγουράντσας. Ο Γιωργής θα εγλύτωνε την Αρχόντω, κολυμβ΄ν. ‘Κι εσένα θα γλυτώσω, κορμί μ’ αγγελικό…’».
Ο νεαρός ναύτης, όπως πολύ παραστατικά παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης, αναλογιζόταν το ‘ατύχημα’ που θα οδηγούσε την κοπέλα στην αγκαλιά του.
«Θα έβλεπε, τερπνόν θέαμα, τον Σιγουράντσαν να κολυμβά ως φώκη μακράν του. Θα εξεπιάνετο από τον γαμβρόν, Θα απηλλάσσετο από την πενθεράν, δια να ριφθή εις την θάλασσαν. Η γραία, μόλις θα επρόφθανε να κάμη τον τελευταίον σταυρόν της, και η φωνή της αγωνίας της θα επνίγετο βαθειά κάτω (…) Να δράξη την Αρχόντω από τον βραχίονα … από την μασχάλην … όχι από την μέση … Και έπλεεν ήδη, έπλεε κι εκολυμβούσε μαζί της. Δια μίαν φοράν ας γίνη γλυκειά η πικρή κι αλμυρά θάλασσα».
Θα έσωζε την Αρχόντω και θα την οδηγούσε σε μια σπηλιά. «‘Εκεί εις τον βράχον είναι μια σπηλιά. Ύπαγε εκεί μέσα, φιλτάτη μου, ν’ αλλάξης’. Εκείνη, αν είχε δύναμιν να τον ακούη, θα τον εκοίταζε κατάπληκτος. Ν’ αλλάξη με τι; ‘Να στεγνώσης. Θα σου φέρω εγώ φύλλα απ’ όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθής’».
Ο ναύτης του διηγήματος δεν προχώρησε στο σχέδιό του. «Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε δια να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν». Η μητέρα του σε οπτασία τον απότρεψε από αυτό που πήγαινε να κάνε. «Κατέστειλε το πάθος, επραϋνθη, κατενύγη, έκλαυσε κι εφάνη ήρως εις τον έρωτά του –έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας».
*
Το διήγημα «Όνειρο στο κύμα» δημοσιεύθηκε στα ‘Παναθήναια’ το 1900. Νομίζω ότι, σχετικά με το θέμα που διερευνούμε (Έρωτας και Πολιτισμός) κάτω από το πρίσμα του Μαρκούζε, είναι το πιο χαρακτηριστικό διήγημα του Παπαδιαμάντη.
Ένας δικηγόρος αφηγείται μια περιπέτειά του στο νησί όταν ήταν δεκαοχτάχρονος, στα 187… Δεν είχε σπουδάσει ακόμη, ήταν βοσκός, και χωρίς να το θέλει είδε να κολυμπά γυμνή μια κατά δύο χρόνια νεότερή του κοπέλα. Όταν αυτή κινδυνεύει να πνιγεί, ο νεαρός πέφτει και τη σώζει, παίρνοντάς την έτσι στην αγκαλιά του. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια μιλά για το όνειρο αυτό που έζησε με το οποίο στιγμάτισε τη μετέπειτα ζωή του.
Αυτός με λίγα λόγια είναι ο μύθος του διηγήματος. Θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε και να το σχολιάσουμε μέσα από τα λόγια του ίδιου του Παπαδιαμάντη.
Το διήγημα ξεκινά με τη ‘νοσταλγία’ του βοσκόπουλου:
«Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν όπου εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187… ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά».
Μετά το στιγμιαίο περιστατικό που στιγμάτισε τη ζωή του ο νεαρός βοσκός μαθήτευσε κοντά στο γηραιό ιερέα Σισώη, σπούδασε και έγινε δικηγόρος :
«Αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον. Εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου …
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιορισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού».
Από τα δυο αυτά, εισαγωγικά σημεία, του διηγήματος γίνεται κατανοητή η μυστική γραμμή πουσυνδέει το πνεύμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με το πνεύμα του Χέρμπερτ Μαρκούζε, όπως προλογικά σημειώσαμε, για το δίπολο Έρωτας και Πολιτισμός. Αυτό εμφανέστερα θα τεκμηριωθεί με τα επόμενα χωρία του παπαδιαμάντειου λόγου.
«Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187… Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κι έοβοσκα τας αίγας της Μόνης τους Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ’ ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους».
Ο νεαρός ήτανστενά δεμένος με τη φύση και ζούσε φυσικά. «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά του. Οι λόγγοι, οι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη» και λίγο παρακάτω προσθέτει: «Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία δια να θειαφίση, ν’ αρμολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρυγήση, αν έμενε τίποτε δια τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν του». Είναι φανερός ο μη εκμεταλλευτικός τρόπος προσσέγισης της φύσης. Αλλά αμέσως μετά γράφει : «Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλύτερας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι’εμέ».
Ο ‘πολιτισμός’ έχει έναν ακόμη εκπρόσωπο, τον κυρ Μόσχο, που ήρθε από την πόλη και έκτισε έναν πύργο, εδώ, μακριά από τον κόσμο, έχοντας μαζί του την ορφανή ανηψιά του Μοσχούλα.
«Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ ή δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετοίχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα δια τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος δια να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα. Αλλά δεν τον έμελλε δι’ αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι’ εαυτόν και δια την ανεψιάν του».
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τη ζωή του νεαρού βοσκόπουλου, του κυρ Μόσχου και της ανεψιάς του Μοσχούλας. Ως βοσκός φροντίζει τα γίδια του, τα αγαπά, ένα μάλιστα ονομάζεται επίσης Μοσχούλα. Ανάμεσα στο βοσκόπουλο και στην ανεψιά Μοσχούλα αναπτύσσεται εξ αποστάσεως μια αλληλοσυμπάθεια.
Κάποιο καλοκαιρινό βραδάκι κατέβηκε στην παραλιακή ορεινή ζώνη του νησιού ο βοσκός με το κοπάδι του. Θυμάται : «Είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την ‘ελιμπίστηκα’, κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα». Έτσι, ταχτοποιεί το κοπάδι του και κατεβαίνει για να κολυμπήσει. Παρεμβάλλει μια πολύ σημαντική –και επίκαιρη! –παρατήρηση : «Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, δια του οποίου ανέβαινέ τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ’ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσατος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν».
Ο συγγραφέας περιγράφει, φωτίζοντας με ‘ζωγραφικό’ τρόπο τα συμβάντα, το κολύμπι του βοσκού και την έξοδό του από τη θάλασσα. Και ξαφνικά ακούει ‘σφοδρόν πλατίγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα’. Ήταν η νεαρή κοπέλα που έπεσε στη θάλασσα ‘γυμνή’, κ’ ελούετο᾿. «Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα».
Ο νεαρός βοσκός βρέθηκε σε αδιέξοδο, δεν ήξερε τι να κάνει. «Πλην, δεν ηξεύρω πως, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου (…). Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν! (…). Ήμην εν συνειδήσει αθώος. Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων. Έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεάνιδα. Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα». Και προχωρεί σε μια άκρως ποιητική και ερωτική περιγραφή της κοπέλας:
«Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον ευθύγραμμον, τα λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης (…). Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων …». Και συνεχίζει «Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. ‘Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή! Να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη δια θηρίον, δια σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθειαν! Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα (…) Αίφνης εις τα ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. η μικρά Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη! … (…). Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη … Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ιδή, και ημιοωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ’ επάτησα επί του βράχου, δια να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας».
Η κοπέλα άκουσε το βέλασμα της κατσίκας, είδε το βοσκόπουλο πάνω στο βράχο, τρόμαξε και άρχισε να βουλιάζει, «Εν ακαρεί την είδα να γίνεται άφαντη εις το κύμα». Ο νέος αμέσως πέφτει στη θάλασσα να τη σώσει.
«Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της …
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής. Εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τα αγκάλας μου, και ανήλθον (…). Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου. ήθελε την ζωήν της. Ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. η καρδιά μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!».
Ύστερα από όλη αυτή την περιπέτεια, αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, ο συγγραφέας –αφηγητής εκφράζει την ψυχική του εντύπωση και τις επιπτώσεις του γεγονότος, γιατί αναμφίβολα το τυχαίο αυτό συμβάν μεταμορφώθηκε αυτόματα σε γεγονός :
«Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτό μου ελαφρότερον ή εφ’ όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο… Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του …».
Ύστερα από όλα αυτά, ο αφηγητής –δικηγόρος επανέρχεται στο παρόν και γράφει : «Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι. Αλλ’ εγώ εκπλήρωσα τα λύτρα δια την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι ‘εσχοινιάσθη’. Περιεπλάκη κακά εις το σκοινίον, με το οποίον την είχα δεμένην, και επνίγη! … Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος…».
Κλείνοντας, λοιπόν, το διήγημά του ο Παπαδιαμάντης επανέρχεται στο θέμα της ιερατικής κλίσης και – βέβαια –της νοσταλγίας : «Κ’ εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος… Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι ‘αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλων έξω από το μοναστήρι…’ Δια την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα οποία αυτός θα με διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά! …
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντό εκείνο σχοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ’ επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζομαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως ‘σχοίνισμα κληρονομίας’ δι’ εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω ! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη! ...».
*
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας σύγχρονος οικουμενικός λογοτέχνης, που μέσα από το έργο του σκιαγραφεί τα αδιέξοδα του ανθρώπου της εποχής μας. η κρίση που μαστίζει την ανθρωπότητα έχει στενή σχέση με τον τρόπο που βλέπουμε τη φύση, τον τρόπο που προσεγγίζουμε τον εαυτό μας και τον άλλο άνθρωπο. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ‘φωτογράφος’ της Σκιαθίτικης ζωής, δεν είναι ο ‘αγιογράφος’ της εκκλησιαστικής τυπολατρίας, δεν είναι ο ‘ειδησεογράφος/ηθογράφος’ της εποχής του. είναι ο έμπρακτος αναλυτής των κοινωνικών, πολιτικών και υπαρξιακών προβλημάτων του ανθρώπου της εποχής του και εποχής μας, που τον φέρνει τόσο κοντά στις θεωρίες του Χέρμπερτ Μαρκούζε. Γι’ αυτό και ο σημερινός άνθρωπος επικοινωνεί με το έργο του. φαντάζει όμοιο το παπαδιαμάντειο έργο –τηρουμένων των αναλογιών –με τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου που λένε πολύ περισσότερα από όσα οι δημιουργοί τους φιλοδοξούσαν να πουν.
Το δίπολο : Έρωτας –Πολιτισμός είναι ένας εξαίσιος φακός ανάλυσης και προσέγγισης του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η κραυγή του «Ω! ας ήμην ακόμη ακόμη βοσκός εις τα όρη! …» κρύβει βαθιά το λυγμό του σύγχρονου ανθρώπου.
..............................................................................................................................................
Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 45) τον Μάρτιο 2009, πριν 15 χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου