Στις 18 Νοεμβρίου 1916, πριν 96 χρόνια, ξεσπούσαν
στην Αθήνα αιματηρά γεγονότα που στην ιστορία θα καταγραφούν ως «Νοεμβριανά».
Τα αιματηρά γεγονότα που θα συνταράξουν την Αθήνα
και ολόκληρο το έθνος για δύο συνεχόμενες ημέρες, 18 -19 Νοεμβρίου 1916, ήταν η
συνέπεια της σύγκρουσης μεταξύ του Ελληνικού στρατού και επιστράτων από τη μια
μεριά και αγημάτων του ευρισκόμενου στον Πειραιά στόλου της Αντάντ από την
άλλη.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ
στην προσπάθειά του να ασκήσει πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση και τον
Κωνσταντίνο να εφαρμόσουν τη συμφωνία Κωνσταντίνου –Μπεναζέ, η οποία προέβλεπε
την παράδοση μεγάλης ποσότητας στρατιωτικού υλικού στις δυνάμεις της Αντάντ,
αποφάσισε να αποβιβάσει στο Φάληρο άγημα 3.000 ναυτών με την βεβαιότητα ότι οι
Έλληνες δεν θα αντιστέκονταν και θα υπέκυπταν σε μια επίδειξη δύναμης.
Τα συμμαχικά αγήματα προχώρησαν προς
ορισμένες στρατηγικές θέσεις που είχαν διαταγή να καταλάβουν και για ένα
διάστημα και οι δυο πλευρές απέφυγαν τη σύγκρουση, αλλά προς το μεσημέρι κοντά
στο Θησείο ξέσπασε η μάχη.
Ταυτόχρονα η συμμαχική ναυτική μοίρα άρχισε
να βομβαρδίζει από το Φάληρο τμήματα της Αθήνας, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο
και κοντά στο Παλάτι. Τελικά, αργά το απόγευμα, επήλθε συμβιβασμός, και ο
Κωνσταντίνος συμφώνησε να παραδώσει μέρος του πολεμικού υλικού που του είχε
ζητηθεί.
Ο απολογισμός της μάχης ήταν 194 νεκροί και
τραυματίες σύμμαχοι και 82 Έλληνες χωρίς να υπολογίζονται τα θύματα από τον
άμαχο πληθυσμό.
Μετά την απομάκρυνση των συμμαχικών
δυνάμεων, αργά το βράδυ της 18ης Νοεμβρίου, ξέσπασε κύμα
τρομοκρατίας στην πόλη με στόχο τους Βενιζελικούς, με ιδιαίτερη έξαρση της βίας
τις πρώτες δύο μέρες των τραγικών γεγονότων.
Για δύο ολόκληρες ημέρες το «Θούριο» των
Κωνσταντινικών και των επιστράτων δονούσε την ατμόσφαιρα της Αθήνας:
«Ο βασιλιάς θα μας ζώσει
το
σπαθί,
θα σφάξει τους Αγγλογάλλους
και τους Βενιζελικούς μαζί».
Ένα καθεστώς τρόμου, ένα καθεστώς «ζούγκλας»
είχε επιβληθεί στην Αθήνα.
Επώνυμοι υποστηρικτές και προσωπικοί φίλοι
του Ελευθερίου Βενιζέλου σύρθηκαν στους δρόμους από τα «στίφη» των αντιπάλων
τους, κακοποιήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν και βασανίστηκαν.
Μόλις την τελευταία στιγμή ο Δήμαρχος
Αθηναίων Εμμανουήλ Μπενάκης απέφυγε την εκτέλεση.
Ο τότε Πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρου δήλωνε
κατά τρόπο κυνικό: «Τακτοποιούμε τα του οίκου μας», ενώ άλλοι Κωνσταντινικοί
παράγοντες διατείνονταν: «ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον».
Ο δε Υπουργός Στρατιωτικών Χατζόπουλος
απευθυνόμενος προς τους στρατιώτες έλεγε: «… συγχαρητήρια δια την
παραδειγματικήν υμών συμπεριφοράν, κατά τας αλησμονήτους ημέρας της 18ης και 19ης
Νοεμβρίου».
Μια επιτροπή που ανέλαβε αργότερα να
ερευνήσει τις μηνύσεις και τις καταγγελίες των θυμάτων της βίας επιβεβαίωσε 35
φόνους, 922 φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας, 359 περιπτώσεις μποϋκοτάζ,
66 περιπτώσεις καταστροφής περιουσίας, 31 αναστολές κυκλοφορίας εφημερίδων που
συχνά συνοδεύονταν από την καταστροφή και των τυπογραφείων τους και 980
απελάσεις ή βίαιες αναχωρήσεις που προκλήθηκαν από την απειλή των επιστράτων.
Τα «Νοεμβριανά» του 1916 καταγράφηκαν στην
ιστορία ως η κορύφωση του εξοντωτικού πολέμου ανάμεσα στους «ανταντόφιλους» και
τους «γερμανόφιλους» κύκλους στη χώρα μας, ο οποίος βρισκόταν σε εξέλιξη από τη
στιγμή της έκρηξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1914 και
εξαιτίας της στάσης που όφειλε να τηρήσει η χώρα μας.
Ο Κωνσταντίνος, μετά από πιέσεις του Κάιζερ
και των συμβούλων του, καθώς και της Βασίλισσας Σοφίας, αρνιόταν να υιοθετήσει
παρά τις επίμονες προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου, τις προτάσεις για έξοδο
στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και μαζί με το Επιτελείο και
πολιτικό-διπλωματικούς κύκλους επέμεινε στη διατήρηση της πολιτικής της
ουδετερότητας, η οποία ουσιαστικά είχε εξελιχθεί σε ευμενή ουδετερότητα υπέρ
των Γερμανών.
Η κρίση που συντάραξε το έθνος ολόκληρο επί
δύο συνεχόμενα έτη, δύο χρόνια αλλεπάλληλων κυβερνητικών αλλαγών και εκλογικών
αναμετρήσεων και πολιτικής αστάθειας είχε αρχίσει ουσιαστικά με την παραίτηση
του Ελευθερίου Βενιζέλου στις 21 Φεβρουαρίου 1915 όταν από του βήματος της
Βουλής ανακοίνωνε ότι το Στέμμα δεν ενέκρινε την «περαιτέρω άσκησιν της
εξωτερικής πολιτικής της κυβερνήσεώς του», την οποία οι ιστορικοί τη
χαρακτήρισαν ως τη «ληξιαρχική πράξη της γέννησης του εθνικού διχασμού».
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα
στρατόπεδα πήρε τη μορφή ανοιχτής σύγκρουσης και ρήξης όταν τον Αύγουστο
του 1916 εκδηλώθηκε το κίνημα των
αξιωματικών στη Θεσσαλονίκη.
Οι κινηματίες της Θεσσαλονίκης συγκρότησαν
την Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, η οποία καλούσε το στρατό και το λαό να ενωθούν
μαζί τους για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη καταστροφή.
Επικεφαλής της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης και
της κυβέρνησης που θα δημιουργηθεί θα τεθεί η τριανδρία, την οποία αποτελούσαν
οι Κουντουριώτης, Δαγκλής και Βενιζέλος.
Για ένα μακρύ διάστημα το έθνος θα βρεθεί
διχασμένο, χωρισμένο σε δύο κράτη (στις περιοχές που ελέγχονταν από τις δυνάμεις της Επιτροπής
Εθνικής Αμύνης και το «Κράτος των Αθηνών και ’δω να υπογραμμίσουμε ότι ο όρος
«Κράτος Αθηνών» αναφέρεται για πρώτη φορά σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο και
υποδηλώνει τις περιοχές που ελέγχονταν από το βασιλιά Κωνσταντίνο και τις
πιστές σ’ αυτόν δυνάμεις) και εκφραζόμενο από δύο ξεχωριστές κυβερνήσεις, οι
οποίες πρέσβευαν διαφορετικές επιλογές ως προς την άσκηση της εξωτερικής
πολιτικής.
Τυπικά η κρίση θα τερματιστεί τον Μάιο του
1917 με την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και την άνοδο στο θρόνο του διαδόχου
Αλεξάνδρου και τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Βενιζέλο τον Ιούνιο του 1917.
Ο ουσιαστικό όμως τερματισμός αυτής της
κρίσης, η κορύφωση του εθνικού διχασμού,
θα γραφεί πάνω στα ερείπια και τις σχέσεις της Σμύρνης το 1922, με τις
κατακόμβες εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών, Ανατολικο-Θρακιωτών και Ποντίων,
με την προσφυγιά και τον ξεριζωμό εκατομμυρίων Ελλήνων της Ανατολής από τις
πατρογονικές εστίες των μετά από μια τρισχιλιετή παρουσία στη γη της Ιωνίας,
της Θράκης και του Πόντου.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΧΑΣΜΟ
Στις 5 Νοεμβρίου 1916, μετά την καταβύθιση των
πλοίων «Αγγελική» και «Κ. Ησαΐα» που μετέφεραν εθελοντές, πυρομαχικά και εφόδια
στο στρατό της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, η χώρα … «ολοκλήρωνε»
μετά από συμφορές την πορεία της προς τον Εθνικό διχασμό.
Στην Αθήνα «βενιζελικοί» διαδηλωτές συγκρούονταν με
«Κωνσταντινικούς», ενώ στον Πειραιά, κατά την κηδεία των θυμάτων των ναυαγίων,
το πλήθος κραύγαζε με απελπισία κατά των Γερμανών, των Γερμανόφιλων και των
«κωνσταντινικών».
Ο ναύαρχος Φουρνιέ ως κατακτητής ύψωνε τη γαλλική
σημαία στα ελληνικά πλοία και εγκαταστάσεις. Ταυτόχρονα, στο ναύσταθμο η
γαλλική σημαία κυμάτιζε και τα γαλλικά αγήματα «αλώνιζαν».
Ήδη από τις 3 Νοεμβρίου ο Φουρνιέ ζητούσε από τον
πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρου να του παραδοθούν τεράστιες ποσότητες ελληνικού
πολεμικού υλικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου