Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Όμορφα και μυστηριώδη πορτρέτα





ΤΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΤΟΥ ΦΑΓΙΟΥΜ 
ΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΛΕΥΚΩΜΑ 
ΤΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ ΔΟΞΙΑΔΗ 
ΓΙΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙ
 ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ 
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΥΠΤΟ







Ξαφνικά, στη δεκαετία του 1880, πλήθος όμορφα και μυστηριώδη πορτρέτα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προέρχονταν από την Αίγυπτο, και ειδικότερα από την περιοχή του Φαγιούμ. Απ’ αυτά, ένα μεγάλο μέρος βρισκόταν στα χέρια του αυστριακού εμπόρου έργων τέχνης και αρχαιοτήτων Theodor Graf, ενώ περισσότερα στοιχεία υπήρχαν για εκείνα που είχαν φέρει στο φως οι υποδειγματικές ανασκαφές του βρετανού αρχαιολόγου W.M. Flinders Petrie στη Χαουάρα. Σήμερα, οι γνωστές προσωπογραφίες του Φαγιούμ ξεπερνούν τις 1000. Παρόλο ότι το corpus σχετικό περιλαμβάνει και προγενέστερα ή μεταγενέστερα ευρήματα από άλλες τοποθεσίες της Αιγύπτου, ο όρος πορτρέτα του Φαγιούμ έχει επικρατήσει τόσο στην αρχαιολογία όσο και στην ιστορία της τέχνης, αφού τα περισσότερα προέρχονται από τη συγκεκριμένη περιοχή (ο όρος «πορτρέτα από μούμιες», που έχει χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς, είναι λιγότερο ικανοποιητικός, γιατί καλύπτει και ευρήματα όπως οι τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες).
 Το Φαγιούμ είναι μια πλούσια σε βλάστηση κοιλάδα, 60 χιλιόμετρα νότια από το Κάιρο, στη δυτική όχθη του Νείλου. Στο ανυψωμένο σημείο όπου η λεκάνη του Φαγιούμ συναντούσε την έρημο, σε απόσταση ασφαλείας από εκεί που έφτανε το νερό όταν πλημμύριζε ο Νείλος, έλληνες και ελληνισμένοι κάτοικοι της περιοχής έθαβαν τους νεκρούς τους. εδώ, αλλά και σε άλλα σημεία της ρωμαϊκής Αιγύπτου, τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ. οι νεκροί ταριχεύονταν, και στις μούμιες τους, στο ύψος του προσώπου, προστίθενταν προσωπογραφίες, ζωγραφισμένες σε ξύλο, ή στο πανί του σάβανου.
Ο Αντρέ Μαλρώ είχε γράψει ότι στο βλέμμα των προσώπων που εικονίζονται στα πορτρέτα του Φαγιούμ μοιάζει να καίει ένα καντήλι αιώνιας ζωής προϊόντα της ελληνικής νατουραλιστικής παράδοσης ζωγραφισμένα (τα καλύτερα απ’ αυτά) εκ του φυσικού, τα πορτρέτα μοιάζουν να έχουν αιχμαλωτίσει την ίδια τη ζωή στα χαρακτηριστικά των προσώπων. Ο θεατής νιώθει να επικοινωνεί άμεσα με τον εικονιζόμενο, ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Η εμπειρία όταν κοιτάζει κανείς ορισμένα από τα καλύτερα δείγματα του είδους είναι μοναδική, υπερβαίνοντας κάθε είδους μορφολογικούς, πολιτισμικούς ή φυσικούς φραγμούς. Ο εικονιζόμενος ή η εικονιζόμενη ανταποκρίνονται έτσι έμμεσα στην πεποίθηση των αρχαίων Αιγυπτίων ότι η απεικόνιση εξασφαλίζει στο νεκρό την αθανασία. Η εμπειρία που είχα κάποτε στο Βερολίνο με έπεισε για την εγγενή δύναμη που διαθέτουν ορισμένα απ’ αυτά τα πρόσωπα. Έχοντας μείνει μόνη σ’ ένα χώρο αποθήκευσης με είκοσι περίπου πορτρέτα, μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω μου, είχα την πολύ παράξενη αίσθηση ότι… δεν ήμουν μόνη· παρόλο ότι οι προσωπογραφίες δεν βρίσκονταν πια πάνω στις μούμιες, εξέπεμπαν, ωστόσο, την ενέργεια ζωντανών ανθρώπων.

Αν και τα πορτρέτα του Φαγιούμ αποτελούν το πιο σημαντικό corpus έργων ζωγραφικής της αρχαιότητας που έχει φτάσει ως εμάς, και παρά τη μεγάλη αξία που έχουν τόσο ως έργα τέχνης όσο και ως ψυχολογικές και κοινωνικές μαρτυρίες, οι ιστορικοί και οι κριτικοί της τέχνης τα έχουν μάλλον παραβλέψει ή υποτιμήσει ως τώρα, ενώ παραμένουν και σχεδόν άγνωστα στο ευρύτερο κοινό. Γιατί άραγε; Οι λόγοι που μπορώ να σκεφτώ είναι τρεις: Πρώτον, δεν είναι γνωστά τα ονόματα των καλλιτεχνών που τα ζωγράφισαν (είναι, επομένως, «θύματα της ανωνυμίας»), ενώ και ο όρος «πορτρέτα του Φαγιούμ» αντιμετωπίζεται με αρκετές επιφυλάξεις, αφού δεν βρέθηκαν όλα στη συγκεκριμένη τοποθεσία. Δεύτερον, είναι κατάσπαρτα σε μουσεία όλου του κόσμου, συχνά μάλιστα και σε διαφορετικά τμήματα του ίδιου του μουσείου· ως ελληνικές προσωπογραφίες … πάνω σε αιγυπτιακές μούμιες… που προέρχονται από τη ρωμαϊκή εποχή, τα συναντά κανείς άλλοτε στις Αιγυπτιακές, άλλοτε στις Ελληνορωμαϊκές, και άλλοτε στις Κοπτικές συλλογές των μουσείων –ως το 1969, οπότε άρχισε να δημοσιεύεται ο πλήρης κατάλογος τους (catalogue raisonne) από τον Klaus Parlasca, ήταν αδύνατο να έχει κανείς συνολική εικόνα των σχετικών ευρημάτων. Τρίτον, αρχικά βαρύνονταν με κακή φήμη ότι θα μπορούσαν να είναι όλα πλαστά –εν μέρει γιατί ο Theodor Graf, που τα παρουσίαζε ως πορτρέτα των μελών της οικογένειας των Πτολεμαίων, είχε στη συλλογή του ορισμένα τόσο καλά διατηρημένα, ή άλλα τόσο υπερβολικά συντηρημένα, ώστε κατέληξε να προκαλέσει υποψίες για την αυθεντικότητά τους.
Ένας άλλος λόγος που τα πορτρέτα παρέμειναν σε σχετική αφάνεια ήταν η ασάφεια, ως προς τον επιστημονικό κλάδο του οποίου αποτελούσαν αντικείμενο. Οι αρχαιολόγοι αποφεύγουν να αναφερθούν στην αξία τους ως έργων τέχνης· οι ιστορικοί της τέχνης δίσταζαν να  "μπουν στα χωράφια" των αρχαιολόγων· οι αιγυπτιολόγοι δεν τα θεωρούν αιγυπτιακά· οι ειδικοί στην Ελληνική και Ρωμαϊκή τέχνη, αντίθετα, τα θεωρούν αιγυπτιακά· γιατί στους βυζαντινολόγους, είναι πολύ πρώιμα, και μόνο ως πρόδρομοι τον βυζαντινών φορητών εικόνων παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος που έγραψε μια φιλόδοξη μονογραφία για το θέμα ήταν ζωγράφος, ο ρώσος A. Strelkov, του οποίου το έργο Fajumskij Portret δημοσιεύτηκε το 1936.
Ακόμα και στο στενότερο πλαίσιο της ιστορίας της τέχνης, που ανήκουν τα πορτρέτα του Φαγιούμ; Είναι αιγυπτιακά, ελληνικά ή ρωμαϊκά; Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα ήταν ενσωματωμένα σε αιγυπτιακές μούμιες, και παρά τα ρωμαϊκά τους χτενίσματα, ρούχα και κοσμήματα, τα ωραιότερα πορτρέτα που σώζονται είναι σαφώς ελληνικής τεχνοτροπίας, με τις υφολογικές τους ρίζες να βρίσκονται στη λεγόμενη Αλεξανδρινή σχολή. Οι ζωγράφοι της Αλεξάνδρειας, σημαντικότερης πόλης του Ελληνιστικού κόσμου, διατηρούσαν ζωντανή τη μεγάλη παράδοση της Ελληνικής τέχνης, με το χαρακτηριστικό της πάθος για τη ρεαλιστική απεικόνιση. Την περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης, η τέχνη της Αιγύπτου, όπως και η επίσημη γλώσσα, παρέμεινε ελληνική. Ο Γιάννης Τσαρούχης, από τον οποίο έμαθα πολλά για την αρχαία ελληνική και βυζαντινή ζωγραφική, έλεγε ότι το να θεωρούμε τα πορτρέτα του Φαγιούμ ρωμαϊκή τέχνη είναι εξίσου παράλογο με το να ισχυριστεί κανείς ότι οι πίνακες που ζωγράφισε ο ίδιος στα χρόνια της Κατοχής ήταν γερμανική σχολή.

Την εποχή που ανακαλύφθηκαν, τα πορτρέτα ήταν δύσκολο να εκτιμηθούν από το ευρύτερο κοινό ως έργα τέχνης. Όμως, όπως ακριβώς τα Κυκλαδικά ειδώλια εκτιμήθηκαν πολύ περισσότερο μετά την εμφάνιση του Μπρανκούζι ή του Χένρι Μουρ, έτσι και τα πορτρέτα του Φαγιούμ «επωφελήθηκαν» από τις καινοτομίες των ιμπρεσιονιστών και του Σεζάν, με αποτέλεσμα σήμερα κανείς σχεδόν να μην αμφισβητεί την καλλιτεχνική τους αξία.
Σε γενικές γραμμές, τα πορτρέτα του Φαγιούμ μπορούν να καταταγούν σε τέσσερις βασικές κατηγορίες ανάλογα με το ύφος τους και την ποιότητά τους, καλύπτοντας όλο το φάσμα από πιο περίπλοκες στάσεις τριών τετάρτων που ακολουθούν την ελληνική παράδοση ως τη μετωπική, σχηματική απεικόνιση με πλακάτα χρώματα.
Α΄. Περίτεχνα πορτρέτα, έργα προικισμένων καλλιτεχνών, εμποτισμένων από την ελληνική νατουραλιστική παράδοση, της οποίας γνώριζαν –μέσω της Αλεξανδρινής σχολής –όλα τα μυστικά. Τα έργα αυτά, πραγματικά διαχρονικά αριστουργήματα, θυμίζουν πορτρέτα του Ρέμπραντ σε ό,τι αφορά την ένταση της απόδοσης και την ανθρωπιά της προσέγγισης· σχεδόν μας αναστατώνουν με την παρουσία τους. Ο «Ιερέας του Σέραπι», η Δημώς και το παιδί της και ο Αρτεμίδωρος –όλα από τη Χαουάρα- αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα προσωπογραφιών αυτής της κατηγορίας.
Β΄. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν πορτρέτα λιγότερο ολοκληρωμένα ως προς τη νατουραλιστική απόδοση του προσώπου. Αυτό οφείλεται στο ότι προέρχονται από το χέρι καλλιτεχνών όχι απαραίτητα λιγότερο προικισμένων, αλλά οπωσδήποτε λιγότερο εξοικειωμένων με την ελληνική παράδοση. Έστω κι αν τα πρόσωπα δεν είναι εδώ εξίσου «ζωντανά» όσο στην πρώτη κατηγορία, πρόκειται ωστόσο για έργα που διακρίνονται για χάρη τους και για τα όμορφα χρώματά τους. από τα χαρακτηριστικά δείγματα προσωπογραφιών αυτού του τύπου, αρκετά έχουν βρεθεί στην περιοχή της Φιλαδέλφειας.
Γ΄. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει πορτρέτα περισσότερο σχηματικά, που φέρνουν στο νου τον Μοντιλιάνι ή τον Πικάσο. Πρόκειται για έργα που προφανώς δεν έχουν ζωγραφιστεί με βάση το ζωντανό μοντέλο, ή έστω το νεκρό σώμα του· αν και το στοιχείο της τυποποίησης είναι εδώ έντονο, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου γίνεται προσπάθεια να αποδοθεί η ιδιαίτερη προσωπικότητα του εικονιζόμενου. Τα χαρακτηριστικότερα δείγματα αυτής της κατηγορίας προέρχονται από διαφορετικές τοποθεσίες.

Δ΄. Τέλος, υπάρχουν πορτρέτα, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά έχουν μικρή καλλιτεχνική αξία. Εδώ, τα χαρακτηριστικά αποδίδονται πάνω στο πλακάτο χρώμα της σάρκας, ανάγοντας ουσιαστικά την απόδοση του προσώπου σ’ ένα απλό γραμμικό σχέδιο –απ’ αυτή την άποψη, θυμίζουν ανάλογα έργα της Ινδικής ή της Περσικής λαϊκής τέχνης, που κοσμούσαν συχνά το εξωτερικό ξύλινων σεντουκιών.
Ορισμένα από τα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα με την εγκαυστική τεχνική, ενώ άλλα σε τέμπερα· άλλα είναι ζωγραφισμένα σε ξύλο και άλλα σε λινό ύφασμα· ορισμένα είναι ολόσωμα, ενώ στα περισσότερα αποδίδεται μόνο το κεφάλι· άλλα είναι ζωγραφισμένα μετά το θάνατο (ξαφνικό συνήθως) του εικονιζόμενου, ενώ άλλα βασίζονται στο ζωντανό μοντέλο και παρέμεναν προφανώς κρεμασμένα στον τοίχο, μέσα σε πλαίσιο, ως τη στιγμή που  θα ενσωματώνονταν στη μούμια.
Σε ό,τι αφορά την οργάνωση του υλικού, αποφάσισα τελικά να παρουσιάσω τα πορτρέτα με βάση την τοποθεσία όπου έχουν βρεθεί –στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, αφού αρκετά προέρχονται από παράνομες ή μη καταγραμμένες ανασκαφές. Κοιτάζοντας τις προσωπογραφίες με κοινή προέλευση, έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί, μετά από 18 ή 19 αιώνες, μια συνάθροιση των ανθρώπων αυτών στην τοπική αγορά, ή σε κάποια δημόσια γιορτή. Επιλέγοντας αυτόν τον τρόπο κατάταξης των πορτρέτων, πιστεύω ότι αποτίω κι ένα είδος φόρου τιμής στον Petrie, ο οποίος ήθελε να δει κάποια μέρα όλες τις προσωπογραφίες που είχε βρει ο ίδιος στη Χαουάρα, και που είχαν διασκορπιστεί σε μουσεία και συλλογές όλου του κόσμου, συγκεντρωμένες ξανά σε ενιαία έκδοση.
… Αξίζει ίσως να αναφερθώ στα περιστατικά της προσωπικής μου ενασχόλησης με το θέμα. Όταν, πριν μερικά χρόνια, συνάντησα τον καθηγητή    και του είπα ότι γράφω ένα βιβλίο για τα πορτρέτα του Φαγιούμ, με ρώτησε «από ποια σκοπιά;». Το μόνο που μπόρεσα να του απαντήσω ήταν «από τη σκοπιά του ζωγράφου». Θέτοντας στον εαυτό μου το ερώτημα, νομίζω ότι και σήμερα την ίδια απάντηση θα έδινα. Ασφαλώς, δεν πιστεύω ότι το βιβλίο μου έρχεται να προσθέσει κάτι στις επιστημονικές γνώσεις των ιστορικών, των αρχαιολόγων, των κλασικών φιλολόγων, ή των παπυρολόγων. Αντίθετα, εγώ έχω πολλά να διδαχτώ απ’ αυτούς, κι εδώ και μερικά χρόνια κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια να αντλήσω στοιχεία από το έργο τους. Πιστεύω ωστόσο, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ότι η αδυναμία μου είναι ταυτόχρονα και η δύναμή μου. Γιατί τελικά, αυτό που έχει σημασία για μένα –και ελπίζω και για το ευρύτερο κοινό- είναι η μεγάλη καλλιτεχνική αξία των πορτρέτων, και κανένας επιστημονικός κλάδος δεν μπορεί να μας αποκαλύψει το μυστικό της γοητείας τους.
Κατά μια έννοια, έγραψα αυτό το βιβλίο για να ξεπληρώσω το μεγάλο χρέος μου στην επιστήμη. Τα χρόνια που ξόδεψα μελετώντας τα πορτρέτα του Φαγιούμ με αποζημίωσαν με μεγάλο ενθουσιασμό και χαρά. Η μελέτη των πορτρέτων σε μουσεία και συλλογές πολλών χωρών μου χάρισε όχι μόνο διανοητική, αλλά και αισθητική και συναισθηματική απόλαυση. Νιώθω ότι έτσι απέκτησα αίσθηση του ρυθμού των ανώνυμων ζωγράφων του Φαγιούμ, σαν να αφουγκράστηκα το σφυγμό τους. Καθώς έβλεπα και μελετούσα ολοένα και περισσότερα πορτρέτα, ο ενθουσιασμός μου, τόσο για τους καλλιτέχνες που τα ζωγράφισαν όσο και για εκείνους κι εκείνες που απεικονίζονται, μεγάλωνε.
Αυτόν τον ενθουσιασμό θέλησα να μοιραστούν μαζί μου οι αναγνώστες. Η προσπάθεια, βέβαια, απαιτούσε «θράσος». Ο σεβασμός μου για τη δουλειά των επιστημόνων που είχαν ασχοληθεί με το θέμα έπρεπε να αντισταθμιστεί από την πεποίθησή μου ότι είχα μια άλλη σκοπιά να συνεισφέρω. Αν μπήκα σε ξένα χωράφια, ελπίζω ότι θα μου συγχωρεθεί. Άλλωστε, τώρα ξαναγυρίζω στη δική μου δουλειά: τη ζωγραφική. Στα χρόνια που λίγο ως πολύ χρειάστηκε να την εγκαταλείψω, δεν ένιωσα ποτέ ότι την είχα στερηθεί, γιατί είχα την τύχη να βρίσκομαι σε συνεχή επαφή με μια μεγάλη τέχνη, με μια μεγάλη καλλιτεχνική παράδοση.







ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΔΟΞΙΑΔΗ
Πρόλογος Dorothy J. Thompson

Ένα από τα επαναλαμβανόμενα όνειρα όσων γοητεύονται με το παρελθόν είναι να μπορούσαν να «ξεκλειδώσουν» τις πόρτες της ιστορίας και να δουν τα πρόσωπα ανθρώπων που έζησαν πριν δυο χιλιάδες χρόνια· να τους κοιτάξουν στα μάτια, να συλλάβουν την έκφρασή τους, την προσωπικότητά τους, την παρουσία τους.
Αυτή ακριβώς την ασυνήθιστη εμπειρία προσφέρουν τα πορτρέτα του Φαγιούμ. Η ονομασία τους οφείλεται στο ότι τα περισσότερα απ’ αυτά βρέθηκαν στην ομώνυμη περιοχή της Αιγύπτου, που γνώρισε μεγάλη άνθηση την περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης. Τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ., κατοικούσαν εδώ έλληνες, αιγύπτιοι, ρωμαίοι, σύριοι, λίβυοι, νουβιανοί και εβραίοι· ακολουθώντας την παλαιά αιγυπτιακή παράδοση, οι κάτοικοι του Φαγιούμ, όπως και οι κάτοικοι άλλων περιοχών στην κοιλάδα του Νείλου, ταρίχευαν το σώμα των νεκρών, και συχνά πρόσθεταν ζωγραφισμένα πορτρέτα στις μούμιες. Οι προσωπογραφίες αυτές είχαν σκοπό να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη του νεκρού, κάτι που πετυχαίνουν σε απρόσμενο βαθμό, άλλοτε χάρη στον άψογο ρεαλισμό τους, και άλλοτε χάρη στη ζωντάνια της σχηματικότητάς τους.
Τα πορτρέτα Φαγιούμ είναι το μεγαλύτερο corpus έργων αρχαίας ζωγραφικής που σώζεται. Τα πάνω από 1000 δείγματα του είδους που έχουν βρεθεί απεικονίζουν άντρες, γυναίκες και παιδιά, νέους και γέρους, με όμορφα ή αδιάφορα χαρακτηριστικά. Λίγα μόνο απ’ αυτά τα πορτρέτα μας είναι γνωστά και οικεία· στο σύνολό τους, οι ιστορικοί της τέχνης τα περιφρονούν και το ευρύτερο κοινό τα αγνοεί.
Το βιβλίο της Ευφροσύνης Δοξιάδη συνδυάζει την αισθητική με την επιστημονική προσέγγιση. Ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο, η συγγραφέας μπόρεσε να δει τα περισσότερα πορτρέτα, που είναι σήμερα διάσπαρτα σε μουσεία και συλλογές της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αιγύπτου, να διαλέξει τα πιο όμορφα και τα πιο ενδιαφέροντα απ’ αυτά και να τα παρουσιάσει, για πρώτη φορά με βάση την τοποθεσία όπου έχουν βρεθεί. Ορισμένα από τα 200 περίπου πορτρέτα που εικονογραφούνται δεν είχαν ποτέ ως τώρα φωτογραφηθεί, ή παρουσιαστεί σε έγχρωμη αναπαραγωγή· τέλος, υπάρχουν και μερικά που παρουσιάζονται αρκετά διαφορετικά απ’ ό,τι στο παρελθόν, μετά την πρόσφατη συντήρησή τους.
Το συνοδευτικό κείμενο, επίσης εικονογραφημένο, τοποθετεί τους ανθρώπους και τα πορτρέτα τους στο γοητευτικό φυσικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον τους. Η Ευφροσύνη Δοξιάδη προσεγγίζει το θέμα από τη σκοπιά του ζωγράφου· περιγράφει τεχνικές με τις οποίες έχει και η ίδια πειραματιστεί, μοιράζεται με τον αναγνώστη τη ζωγραφική της ευαισθησία, την οξυδέρκεια που χαρακτηρίζει την προσέγγισή της. Παράλληλα, καταθέτει την προσωπική της αίσθηση και μαρτυρία για την σχέση των πορτρέτων του Φαγιούμ
ε με τη βυζαντινή ζωγραφική, αλλά και για τη συμβολή τους στη μακρά εκείνη καλλιτεχνική παράδοση, που οι ρίζες της βρίσκονται στην Αρχαία Ελλάδα και, μέσω της Αναγέννησης, φτάνουν ως σήμερα.
Η Ευφροσύνη Δοξιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή του Όσκαρ Κοκόσκα στο Ζάλτσμπουργκ, στο Slade School of Fine Art του Λονδίνου, στο Cranbrook Academy of Art του Μίτσιγκαν, και αργότερα στο Wimbledon School of Art του Λονδίνου, όπου και μελέτησε την εγκαυστική τεχνική. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τα πορτρέτα του Φαγιούμ γεννήθηκε από τη φιλία της και τη συνεργασία της, στην Αθήνα και στο Παρίσι, με τον Γιάννη Τσαρούχη.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου