Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΚΙΝΤΕΡ ΒΑΛΡΑΦ


Γκίντερ Βάλραφ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΟΣΜΟ
Η αθέατη πλευρά του γερμανικού θαύματος

Μετάφραση
Μαρία Μουρσελά

Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ


Πρέπει να έχει να κάνει με το παρουσιαστικό μου. Είμαι μαύρος. Στο κεφάλι φοράω περούκα με μαύρα κατσαρά μαλλιά. Αλλά αυτό με είχε ήδη εκπλήξει στις έρευνές μου ως Τούρκου «Αλί» οι περισσότεροι δεν παρατηρούν πολύ προσεκτικά και τρώνε πρόθυμα το παραμύθι της μεταμφίεσης, ακόμα και να μιλάς ιδιόρρυθμα το «σπασμένο γερμανικό», όπως εγώ στο ρόλο μου ως «Αλί», ή όταν παριστάνεις, καλή ώρα, τον μαύρο.
Έναν χρόνο τώρα ταξιδεύω συνέχεια ως «μαύρος» διασχίζοντας το γερμανικό έδαφος από την ανατολή ως τη δύση. Θέλω να βγω στους δρόμους να διασκεδάσω στις φιέστες, να βρω σπίτι, να κάνω εκδρομή με τη βάρκα, να νοικιάσω με τη «μαύρη μου οικογένεια» μια θέση σε κάμπινγκ, θέλω να μπω στις ντίσκο και στα μπαράκια, να αναμειχθώ με ποδοσφαιρόφιλους, να απευθυνθώ  στις αρχές.
Πώς είναι να ζεις ως μαύρος στη Γερμανία; Αυτό θέλω να μάθω.
Είναι άραγε μονάχα κλισέ η ιδέα της αδιόρθωτης ξενοφοβικής γερμανικής φύσης; Θα γνωρίσει το μαύρο μου alter ego την ανεκτική Γερμανία, όπως αυτή εξυμνήθηκε με αφορμή το μουντιάλ του 2006; Ή απεναντίας θα ανακαλύψω πως το τόσο επιμελώς καλλιεργημένο από τις κιτρινοφυλλάδες φόβητρο του μαύρου ως ντίλερ, εγκληματία και απατεώνα που ζητά πολιτικό άσυλο, διαμορφώνει στη χώρα την κοινή γνώμη; Θέλω να υποβάλω την κοινή γνώμη της χώρας σε αποφασιστική δοκιμασία κι έχω περιέργεια και συγχρόνως ανησυχία.
Το να παίξω αυτό το ρόλο δεν προήλθε από κανένα καπρίτσιο της στιγμής. Χρόνια πριν είχα ήδη κάνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά διέκοψα το σχέδιο, γιατί θεώρησα πως δεν μπορούσα να το ολοκληρώσω. Όχι γιατί ο ρόλος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικός απέναντι στους μαύρους μετανάστες ή τους μαύρους Γερμανούς. Καθένας από τους ρόλους μου είναι κατά κάποιον τρόπο θρασύς. Δίχως να πατήσεις σε «ξένο» τερέν, δίχως να υπερβείς το ίδιο σου το εγώ για να γίνεις κάποιος άλλος, το είδος της δικής μου κεκαλυμμένης έρευνας δεν είναι εφικτό. Όχι, ο δικός μου δισταγμός οφειλόταν στο φόβο ότι το καμουφλάρισμά μου κινδύνευε ίσως πολύ γρήγορα να αποκαλυφθεί.
Ασφαλώς και υφίσταται ένα τεχνικό πρόβλημα, όταν θέλει κανείς από λευκός να μεταμορφωθεί σε μαύρο. Το θεατρικό μακιγιάζ δεν φτάνει, χρειάζονται πιο εντατικά μέσα. Κάποιος που γνώριζε καλά απ’ αυτά ήταν ο Τζων Χάουαρντ Γκρίφιν. Το 1959 γύρισε μέσα σε έναν μήνα στις ΗΠΑ «βαμμένος» μαύρος και κατέγραψε τις ψυχοπλακωτικές του εμπειρίες στο βιβλίο του Black Like Me, στα γερμανικά Ταξίδι στο μαύρο σκοτάδι. Ο Γκρίφιν πέθανε πάρα πολύ νωρίς, επειδή τα φάρμακα που έπαιρνε τακτικά για να κρατήσει την επιδερμίδα του σκούρα επιβάρυναν εξαιρετικά το συκώτι του και του προκάλεσαν σοβαρές ασθένειες.
Ακόμα και οι ρατσιστικές ρήσεις των πολιτικών κρατούσαν χρόνια άσβεστη την επιθυμία μου για το ρόλο του «μαύρου»: λίγο η προειδοποίηση του Έντμουντ Στόιμπερ, πρώην πρωθυπουργού του κρατιδίου της Βαυαρίας, στη γερμανική κοινωνία για τη «διαφυλετικότητα και την επιμειξία», λίγο η φράση του Ρόναλντ Στιλ, πρώην γερουσιαστή εσωτερικών του Αμβούργου, στο ρόλο του «ανήλεου δικαστή»: «Από εμένα πάντα, όλοι οι αράπηδες έτρωγαν κάτι παραπάνω» (που σημαίνει ευνοϊκότερα ποινικά μέτρα για τους λευκούς εγκληματίες), αλλά κι η διατύπωση της ρατσιστικής κοσμοθεωρίας κάποιου Βολφ Σνάιντερ, ευυπόληπτου εκπαιδευτή δημοσιογραφίας και παρουσιαστή τοκ-σόου: «Οι αράπηδες δεν είναι και τόσο ευφυείς όσο οι λευκοί, γιατί έχουν καλλιεργήσει μονάχα τη σωματική τους ισχύ. Αν, λοιπόν, ο πλάστης έκανε τους ανθρώπους τόσο ευδιάκριτα διαφορετικούς στο εξωτερικό τους, όσον αφορά το χρώμα του δέρματος, το μάκρος των ποδιών ή το σκίσιμο των ματιών κ.λπ., γιατί να έχει υπολογίσει την ευφυΐα με ζυγαριά ακριβείας1» δυνάμωναν την επιθυμία μου να βιώσω στο ίδιο μου το πετσί τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται στην καθημερινότητα ο ρατσισμός που υποδαυλίζεται εκ των άνω.
Τότε λοιπόν γνώρισα μια μακιγιέζ από το Παρίσι, που χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη τεχνική με σπρέι, με την οποία οι λευκοί μπορούν να «αλλάξουν χρώμα», έτσι ώστε το αποτέλεσμα να δίνει λίγο πολύ την εντύπωση του «αληθινού». Επιτέλους, μπορούσα να θέσω το πολυπόθητο σχέδιό μου σε εφαρμογή. Παράλληλα με την παρούσα έρευνα προέκυψε κι ένα ντοκιμαντέρ. Η ομάδα με συνόδεψε στους περισσότερους σταθμού του ταξιδιού μου εφοδιασμένη, όπως κι εγώ, με μικροσκοπικές κρυμμένες κάμερες και μικρόφωνα.

*   *
*

Υστερόγραφο
Παντού στο περιθώριο

Όπως πριν από τρία χρόνια αποφάσισα να υποδυθώ εκ νέου ρόλους ανθρώπων, οι οποίοι σε αυτόν τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» ανήκουν ολοφάνερα στους χαμένους, δεν φανταζόμουν τι με περίμενε. Ούτε πίστευα πως μπορεί κανείς σε μια εταιρεία διαχείρισης τηλεφωνικών κλήσεων, υπό τη μόνιμη ψυχολογική πίεση που ασκείται εκεί, να μετατραπεί σε απατεώνα πωλητή, ούτε θεωρούσα δυνατό να αφήσει κανείς άστεγους που ανάμεσά τους έζησα κι εγώ ένα διάστημα, απλώς να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους με 15 βαθμούς υπό το μηδέν. Όπως επίσης δεν θεωρούσα δυνατόν μεγάλες επιχειρήσεις να έχουν ήδη βυθίσει τις εργασιακές συνθήκες των προμηθευτικών εταιρειών σε επίπεδα πρώιμου καπιταλισμού –σαν να μην υπήρξε ποτέ συνδικαλιστικό κι εργατικό κίνημα και σαν να μην υπήρξαν ποτέ οι κατακτήσεις τους. και τελικά δεν είχα συνείδηση ούτε της πλήρους διάστασης του καθημερινού ρατσισμού, προτού τον ζήσω ο ίδιος στο πετσί μου.
Δεν βρέθηκα ο ίδιος σε όλες τις πόλεις του «θαυμαστού καινούργιου κόσμου», που αναφέρω σε τούτο το βιβλίο. Δεν ήμουνα μάγειρας στην υψηλή γαστρονομία, δεν ήμουνα «μπαρίστα» στο Starbucks, δεν υπέστην κατασκοπία ως σιδηροδρομικός υπάλληλος, δεν βρέθηκα ριγμένος σε καμιά γραμμή εναπόθεσης (αμαξοστοιχιών) κι ούτε έπεσα θύμα κανενός εργοδότη που ασκούσε πρακτικές εργασιακής παρενόχλησης για να καταργήσει το συμβούλιο εργαζομένων. Όμως το ρεπορτάζ για τους τόπους αυτών των σύγχρονων δραμάτων βασίζονται σε αναρίθμητες καταθέσεις, σε βιώματα κι εμπειρίες πολλών ανθρώπων που μου τα διηγήθηκαν από πρώτο χέρι.
Όταν ξεκίνησα τη δουλειά μου πριν από 40 χρόνια, δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά ίσως η πλειονότητα που είχε την ελπίδα διαρκούς εξέλιξης προς περισσότερη ανθρωπιά και περισσότερη δικαιοσύνη. Με τα ρεπορτάζ μου και τα βιβλία μου θέλω να συνεισφέρω ακόμα στην πρόοδο αυτής της διαδικασίας, με αυξανόμενη ωστόσο επιφυλακτικότητα. Ήταν πολυεπίπεδη η οπισθοδρόμηση που χρειάστηκε να ζήσουμε τα τελευταία χρόνια: η αδικία αυξήθηκε, οι συνθήκες ζωής δεν έγιναν πιο ανθρώπινες, το αντίθετο.
Με τη νέα έλλειψη προστασία έρχεται μαζί και η έλλειψη ντροπής των ανώτατων διευθυντικών στελεχών και πρώην πολιτικών που κοιτούν να κάνουν την μπάζα τους. αυτό το κοινωνικό στρώμα σταθερό μέγεθος, αλλά ένα ζήτημα προσφοράς και ζήτησης. Και άρα ένα ζήτημα τιμής. Γι’ αυτό σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υπάρχουν κατώτατοι μισθοί. Αντιθέτως, πρέπει να σπάσουμε το συμβατικά καθορισμένο κατώτατο όριο». Ο λεγόμενος αρχι-οικονομολόγος της Deutsche Bank, Νόρμπερι Βάλτερ, το 2008 εν μέσω της κρίσης, δήλωνε χαιρέκακα: «Κάποιοι από μας πρέπει να προετοιμαστούν για το ενδεχόμενο, μελλοντικά να παίρνουν μισθό που στη Γερμανία δεν θα επαρκεί για να επιβιώσουν». Οι στυγνοί εκπρόσωποι της πολιτικής λιτότητας δεν έχουν καμιά αναστολή να δείξουν τα δόντια τους· σοκαριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εταιρείες που κατευθύνονται από αδίστακτους δικηγόρους…
Η ατζέντα του 2010 περιλάμβανε Χαρτς IV, I-EuroJobbers, δουλευτές των 400 ευρώ, απλήρωτη εργασία εκπαιδευόμενων διαρκείας, κατάλυση κατοχυρωμένων και μακροχρόνιων εργασιακών σχέσεων με ταυτόχρονη αύξηση ελαστικών μορφών απασχόλησης, καταβαράθρωση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος –η πολιτική εφάρμοσε μια προς μία τις προτάσεις της οικονομίας. Και παρόλο που οι συνέπειες ήρθαν βάναυσα στο φως της μέρας: αυξανόμενη παιδική φτώχεια, σημαντικά προβλήματα στην εκπαίδευση, περισσότεροι άνθρωποι χωρίς συνταξιοδοτική ασφάλιση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μόνιμη απομάκρυνση των χαμηλότερων στρωμάτων από την πολιτιστική και κοινωνική συμμετοχή, φτώχεια στην Τρίτη ηλικία, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της κοινωνικής αποδόμησης δεν έχει κλονιστεί σήμερα από τα λεγόμενα λαϊκά κόμματα.
Ο Άλντους Χάξλεϊ στο μυθιστόρημά του Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, που κυκλοφόρησε το 1932 στην αρχή της παγκόσμιας, κρίσης, σκιαγράφησε την εικόνα μιας μοντέρνας ταξικής κοινωνίας, στην οποία οι «άνθρωποι πρώτης διαλογής» κατέχουν την εξουσία και τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας συγχωνεύονται σε μια ομογενοποιημένη μάζα. Ο καταναλωτισμός κι ο ψυχαναγκασμός του «καλά να περνάμε», στην αρνητική περιγραφή της κοινωνίας του Χάξλεϊ, είναι τα δεσμά που πνίγουν την ατομικότητα, την οξυδέρκεια και την ικανότητα αντίστασης στον άνθρωπο. Αυτός ο ψυχαναγκασμός της κοινωνίας του «καλά να περνάμε» και της «ευημερίας» έχει εσωτερικευτεί τόσο βαθιά, που πρέπει να φοβόμαστε πως το μέλλον ανήκει στου «ανθρώπους DIN Norm». Οι αξίες της ενότητας και της αλληλεγγύης, η κριτική σκέψη και η διεκδίκηση αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αν όχι με χλευασμό: «Δεν υπάρχουν εναλλακτικές για την πραγματικότητα, φτάνει πια!».
Γι’ αυτό στα ταξίδια μου έπαιρνα κουράγιο κάθε φορά που έπεφτα πάνω σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν χάσει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο κι ούτε το θάρρος να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ λίγοι, γιατί σήμερα ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται μήπως βρεθούν «στο περιθώριο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου