Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ



Η παρέλαση


ΟΙ  ΝΕΟΙ ΔΕΝ ΠΟΛΥΕΚΤΙΜΟΥΝ την ηλικία της αλκής που διέρχονται. Δεν θέλουν να καταλάβουν ούτε τι σημαίνει αυτή γι’ αυτούς ούτε για τους άλλους. Το κανονικό είναι στις παρελάσεις να τους σέρνουνε σχεδόν με το ζόρι κι αυτοί, μετά τα χειροκροτήματα, να γκρινιάζουνε και να κάνουν πως ολότελα τα ξεχνάνε. Νέος που είναι πρόθυμος για παρελάσεις, παράτες και κορδώματα, θεωρείται ελαφρούτσικος από τους ομήλικούς του και λίγο ή πολύ τρίχας. Αν μπορούσαν όμως τα βλέμματα που τους κατατρώνε στην παρέλαση με πάθος ή συγκίνηση, πατριωτική ή ερωτική ή και ανάμεικτη, να τους αγγίξουν μεταδίδοντάς τους, καθώς διέρχονται, κάποιο τίναγμα, θα ήταν βέβαια αδύνατο να μην το νιώσουνε ή και να παρελάσουνε από την ολοφάνερη έξαψή τους. Τώρα έχει προστεθεί και η τηλεόραση, που τους κάνει πιο θαυμαστούς, καθώς μας δείχνει από κοντά λεπτομέρειες, σειρές από λαμπρά κεφάλια που με ακατάπαυστο ρυθμό προβάλλονται, όλη αυτή η ατελεύτητη πινακοθήκη της νεόκοπης ελληνικής λεβεντιάς. Έχω σκυλομετανιώσει που δεν κράτησα τις εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, φωτογραφίες απολυτηρίων, που είχα βρει πεταμένες σε ένα μπαούλο της μονάδας μου, όταν υπηρετούσα κι εγώ φαντάρος. Θα είχα τώρα μια μοναδική συλλογή προσώπων της προηγούμενης ελληνικής γενιάς, αυτής του εμφυλίου, καθώς ήταν στα νιάτα της και στη στιγμή της. Θα έκαμνα συγκρίσεις με τις φάτσες τις τωρινές, των παιδιών τους, και θα ’βγαζα βάσιμα τα συμπεράσματά μου, ως προς το εκφραστικότερο τουλάχιστο μέρος του ανθρώπινου κορμιού. Αλλά ακόμα και ο πιο συνειδητοποιημένος ως προς τη στιγμή του νέος, όπως δυστυχώς ήμουν εγώ, δεν έχει την απελπισμένη ωριμότητα της μετέπειτα ηλικίας του.
Όποιος θέλει ας πει, εγώ πάντως έτσι νιώθω. Έκλαιγα πάλι μόνος προχτές, καθώς έβλεπα στην τηλεόραση την παρέλαση στη Σαλονίκη. Κι εδώ που τα λέμε, ξέρω τι κρύβεται πίσω από τις ατσάλινες παρελάσεις, πόση μπλόφα και πόση προσποίηση. Πόση γυναικουλίστικου πνεύματος προετοιμασία, για να αναδειχθεί τελικά η σκληράδα και η αρρενωπότητα. Όμως εκείνο που δεν αποτελεί μπλόφα ούτε καμιά προσποίηση είναι τα ασυναίσθητα, και ενίοτε αναίσθητα, αυτά νιάτα που περνάν σαν άνεμος κάθε χρονιά και σαν φουσκωμένο αέναο ποτάμι του Οκτώβρη ή του Μάρτη, όπου ποτέ του δεν είναι το ίδιο. Πράγματι είναι οι αυριανοί – αυτά δεν είναι κούφια λόγια. Σ’ αυτή την παράλογη περιπέτεια έτσι έχει το πράγμα. Και πράγματι είναι οι ασυναίσθητοι και οι ταπεινοί όμως.  Αυτοί που δεν θέλουν να νιώσουν τα χειροκροτήματά μας τι σημαίνουν. Και ευτυχώς.
Δεν θα ’θελα να είμαι στην εξέδρα. Έβλεπα παλιούς μου αξιωματικούς και πως κατάντησαν γερασμένοι και χρυσοποίκιλτοι και με νότιζε λύπη. Πρέπει κι αυτοί να το συναισθάνονται, δεν είναι δυνατό. Αυτά τα φανταράκια, τα παιδιά αυτά, που περνάν σαν καλογυμνασμένα ζωάκια του τσίρκου απλά και αστόλιστα, αυτά είναι οι πραγματικοί ανώτεροι στις παρελάσεις. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα βαθμός ανώτερος από αυτόν του εφέδρου λοχία. Ως εκεί είναι η ηγεσία η φυσική και η αποδεκτή όλα τα άλλα είναι καριέρα, γράμματα, πτυχία και ξίγκια. Αυτοί οι λοχίες που πήγαιναν μπροστά – μπροστά στις πρώτες γραμμές, στις πρώτες εννεάδες, με τα αυτόματά τους κρατημένα ομοιόμορφα, με τη σεμνότητα των αρχηγών, που δεν πληρώνονται, για να αρχηγεύουν, κι από πίσω τους τα παιδόπουλα της ηλικίας τους να αγωνίζονται φιλότιμα για την καλή εμφάνιση της λεβεντιάς, αυτοί είναι οι ανώτεροι όλων. Ανώτεροι στη συνείδησή μας, εννοώ. Εκεί και μόνο θα ’θελα τώρα να βρίσκομαι. Με το κράνος και το αυτόματο να διέρχομαι εμπρός από κοντούς και ψηλούς, τσακίζοντας με αγορίστικη τσαχπινιά το υπάκουο κορμί, κρατώντας κοφτά εκείνο το ρυθμό που συντρίβει και επιβάλλεται, εγείροντας, παρά την κάποια φαγούρα στα απόκρυφα, θύελλα χειροκροτημάτων και παθών, κινώντας ζωηρά τα αισθήματα ειρηνιστών και πολεμοκαπήλων. Δεν είναι μόνο τιμητικές εκδηλώσεις για επετείους νικητήριες ούτε μόνο επίδειξη πολεμική. Έχουν πολλές πλευρές οι παρελάσεις μπορούν να ενδιαφέρουν ζωηρά όλους, ακόμα κι αυτούς που διαθέτουν τα χειρότερα βλέμματα, αν αυτά δεν εξαρτώνται από τα βλακωδέστερα μυαλά. Ακόμα και οι πιο νεφελοβάμονες και οι πιο ουτοπιστές, αυτοί που θαρρούν πως είναι αρκετές οι άγιες προθέσεις τους, δεν θα μπορούσαν ούτε στιγμή να εξασκήσουν το νέφος των ιδεών τους, χωρίς το θεσπέσιο, κατ’ εμέ, ποτάμι που διέρχεται απ’ τις μεγάλες λεωφόρους κάθε Οκτώβρη και κάθε Μάρτη. Οι παρελάσεις σχηματίζουν το ποτάμι της ζωής, για να το βλέπουμε.

Εφ. «Πρωινή», 10.11.1979



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου