Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

"Από τους οξυδερκέστερους παρατηρητές της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας ο Χάινριχ Μπελ"!

Βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972 ο Χάινριχ Μπελ (1917-2015) από τους μεγαλύτερους της μεταπολεμικής γενιάς και τους δημοφιλέστερους Γερμανούς συγγραφείς,αναγνωρίστηκε ως μια από τις φωνές της συνείδησης και ως ένας από τους οξυδερκέστερους παρατηρητές της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας.Εμβληματικό έργο του το μυθιστόρημα "Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ"(Die verlorene Ehre der Katharina Blum,1974),με το οποίο επιχειρεί να προσεγγίσει ένα θέμα ταμπού  για την εποχή του,όπως αυτό της τρομοκρατίας και ταυτόχρονα να διαπραγματευτεί ζητήματα που αφορούν στην καταπίεση του κράτους και στο ρόλο του "κίτρινου τύπου".Εκείνη την εποχή η αναφορά και μόνο στα θέματα αυτά σε καθιστούσε ύποπτο.Ο νηφάλιος διάλογος ισοδυναμούσε για όλες τις πλευρές με υποστήριξη της μιας ή της άλλης.Όταν μάλιστα ο Χάινριχ Μπελ θα επιχειρήσει να παρέμβει δημόσια θα βρεθεί ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.
Χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα που ακολουθούν και μας επιτρέπουν μια κριτική προσέγγιση του έργου του και της επίδρασής του.Το πρώτο κείμενο είναι του Τόμας Μπένινγκ.Στη συνέχεια μέσα από το βιβλίο ντοκουμέντο υπό τον τίτλο "Der Baader Meinhof Komplex"(Το Σύμπλεγμα Μπάαντερ Μάινχοφ",που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Hoffmann und Campe το 1986,που είναι ένα αυθεντικό δημοσιογραφικό,δημοσιογραφικό,ερευνητικό και βιωματικό έργο,από τα μοναδικά του είδους του στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία,καθώς γνώρισε πρόσωπα και βίωσε γεγονότα και καταστάσεις,ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Στέφαν Άουστ μας δίνει το πλαίσιο για την κατανόηση μιας εποχής που σφράγισε τις πολιτικές εξελίξεις στη μεταπολεμική γερμανική κοινωνία,η οποία δοκιμάστηκε πολύ σκληρά αλλά τελικά κατάφερε να διαχειριστεί ένα πολιτικό φαινόμενο,που μπορούσε να θρυμματίσει το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα και το κοινωνικό-πολιτικό μοντέλο.Τα κείμενα αυτά συμπεριλαμβάνονταν στο αφιέρωμα του "Βορέα"(τεύχος 44,Φεβρουάριος 2009).






                               Η τρομοκρατία,η καταπίεση του κράτους και ο "κίτρινος τύπος"

Για τον Γερμανό συγγραφέα Χάινριχ Μπελ γράφει στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών ο Δρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μπόχουμ Βίλι Μπένινγκ:
«Με το μυθιστόρημά του Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ (Die verlorene Ehre der Katharina Blum, 1974), που γυρίστηκε και σε κινηματογραφική ταινία με ιδιαίτερη επιτυχία τον επόμενο χρόνο, ο Μπελ μπαίνει πια στον κύκλο θεμάτων, που απασχολούν τη Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του ’70: η τρομοκρατία, η καταπίεση από το κράτος και –ιδιαίτερα σ’ αυτό το έργο – οι πρακτικές του «κίτρινου τύπου». Περιγράφει πως «η Εφημερίδα» - ο ίδιος τονίζει στον πρόλογο, ότι οι ομοιότητες με την πραγματική εφημερίδα Bild-Zeitung είναι αναπόφευκτες –καταστρέφει τη ζωή της Καταρίνα Μπλουμ, που έχει ερωτευτεί έναν τρομοκράτη. Καθώς τελικά η ηρωίδα δεν αντέχει την πίεση της κοινής γνώμης, τις ύβρεις σε ανώνυμες επιστολές και τηλεφωνήματα, σκοτώνει με απρόοπτη φάση άμυνας έναν διεφθαρμένο δημοσιογράφο της «Εφημερίδας». Με το έργο αυτό σχετίζεται το μυθιστόρημα του Μπελ Στοργική πολιορκία (Fürsorgliche Belagerung, 1979), όπου όμως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η ίδια η κρατική μηχανή και οι επιπτώσεις που έχει η προστασία που παρέχει στους προστατευόμενους.

»Με τις κοινωνικές και πολιτικές του δραστηριότητες (για πολλά χρόνια υπήρξε θερμός υποστηρικτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ενώ λίγα χρόνια πριν πεθάνει υποστήριξε το νέο κόμμα των Πράσινων), κατά του μιλιταρισμού, κατά του οποιουδήποτε δόγματος, κατά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και υπέρ ενός ουμανιστικού σοσιαλισμού και της συμφιλίωσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ο Χάινριχ Μπελ χαρακτηρίστηκε ως «η συνείδηση του έθνους». Αν και το έργο του αμφισβητείται ως προς τη λογοτεχνική του αξία από ορισμένους κριτικούς, δεν αμφισβητείται σχεδόν από κανένα, εκτός από τους πολύ συντηρητικούς πολιτικούς (μερικοί μάλιστα τον κατηγόρησαν ως υποστηρικτή των τρομοκρατών) η ιδιότητα του διάσημου συγγραφέα ως «ηθικής αρχής» στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία. Αυτή η ιδιότητα σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ευρεία διάδοση του έργου του, τόσο στη Δυτική όσο και στην απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972 /δεύτερος Γερμανός συγγραφέας, μετά τον Τόμας Μαν που τιμήθηκε με το βραβείο αυτό το 1927)».




                                                 «Έξι εναντίον εξήντα εκατομμυρίων»

Αυτός ήταν ο τίτλος του άρθρου του βραβευμένου με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Γερμανού λογοτέχνη Χάινριχ Μπελ, που όμως δεν αξιολογήθηκε σωστά από τις «εμπόλεμες πλευρές» μέσα σε ένα άκρως επιβαρυμένο εσωτερικό πολιτικό κλίμα, το οποίο δε χωρούσε νηφάλιες προσεγγίσεις και επέβαλε την απόλυτη ταύτιση με τη μια ή την άλλη πλευρά. Όταν δημιουργούνται «συνθήκες επιστράτευσης και κήρυξης πολέμου» τα πρώτα θύματα είναι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που είναι μια υπερβολική απαίτηση, η οποία θα πρέπει μάλλον να καθιστά τουλάχιστον ύποπτους όσους τα διεκδικούν και καθιστά τουλάχιστον ύποπτους όσους τα διεκδικούν ή τα αναδεικνύουν ως θέμα της ατζέντας του δημόσιου διαλόγου. Μετά τις έντονες αντιδράσεις του Χάινριχ Μπελ αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί. Ο Στέφαν Άουστ μας περιγράφει την ατμόσφαιρα της εποχής και τα προβλήματα που ανακύπτουν, όταν στη δημόσια αντιπαράθεση οι φανατικοί μανιχαίοι που συνθλίβουν κάθε έννοια κριτικής, αμφισβήτησης και δημοκρατικής λειτουργίας και συμπεριφοράς.
Σ.Τ.Μ
Το επόμενο πρωί, ήταν παραμονή των Χριστουγέννων του 1971, η εφημερίδα “Bild” κυκλοφορούσε με κύριο τίτλο «Η συμμορία Μπάαντερ-Μάινχοφ συνεχίζει να σκοτώνει. Ληστεία τράπεζας : δολοφονήθηκε αστυνομικός».
Η υπερβολική βιασύνη, με την οποία συνεχώς η ομάδα Μ-Μ καθίστατο υπεύθυνη για όλα και για τα πάντα, σηματοδότησε μια περαιτέρω όξυνση του εσωτερικού πολιτικού κλίματος. Δυο εβδομάδες αργότερα το «Spiegel» δημοσίευε το άρθρο του Χάινριχ Μπελ κάτω από τον τίτλο : «Θέλει η Ουλρίκε επιείκεια ή ελεύθερη συνοδεία;». Το άρθρο αντανακλούσε την αμηχανία πολλών αριστερών και φιλελεύθερων απέναντι στον ιδιωτικό πόλεμο της RAF.
«Είναι μια κήρυξη πολέμου απελπισμένων θεωρητικών», έγραφε ο Μπελ, «που στο μεταξύ έχουν καταδιωχθεί και ταπεινωθεί, που έχουν εγκλωβιστεί και έχουν εξωθηθεί σε αδιέξοδο, των οποίων οι θεωρίες ακούγονται ακόμη βιαιότερες απ’ ότι είναι η ίδια η πράξη… Δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία : Η Ουλρίκε Μάινχοφ κήρυξε τον πόλεμο σ’ αυτή την κοινωνία, η ίδια γνωρίζει, τι κάνει και τι έχει, αλλά ποιος θα μπορούσε να της πει, τι θα έπρεπε τώρα να κάνει; Θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την προοπτική, ως κλασική κόκκινη μάγισσα να καταλήξει στο καζάνι της δημαγωγίας;»
Ο συγγραφέας έκανε τον υπολογισμό του : έξι μέλη της RAF (σ.σ. ROTE ARMEE FRAKTION- ΦΡΑΞΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ).
«Αυτό είναι πραγματικά μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Είναι η ώρα, να κηρύξουμε κατάσταση έκτακτης εθνικής ανάγκης. Την κατάσταση έκτακτης ανάγκης της δημόσιας συνείδησης, που μέσα από δημοσιεύματα όπως αυτά της “Bild” συνεχώς επιδεινώνεται …
Έτσι πρέπει να εξελιχθούν; Θέλει η Ουλρίκε Μάινχοφ, έτσι να γίνουν; Θέλει η ίδια επιείκεια ή τουλάχιστον ελεύθερη συνοδεία; Ακόμη και τίποτε να μην θέλει από τα δυο, ένα σίγουρα θα πρέπει να της προσφερθεί. Αυτή η δίκη πρέπει να γίνει, θα πρέπει να γίνει για τη ζωντανή Ουλρίκε Μάινχοφ, μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Διαφορετικά δεν θα έχουν χαθεί μόνο η ίδια και τα μέλη της ομάδας της, θα συνεχίσει να βρωμάει στη Γερμανική ιστορία του δικαίου».
Από αυτή την περίοδο ο Χάινριχ Μπε κατηγοριοποιείται ως συμπαθώς όπως και πολλοί άλλοι, που προσπαθούσαν, μέσα στη διαρκώς εξαπλούμενη υστερία να διατηρήσουν ψήγματα λογικής. Η έκκληση του Χάινριχ Μπελ προκάλεσε μια καταιγίδα αγανάκτησης, πρώτα απ’ όλα στον δεξιό τύπο. «Ένοπλη ελευθερία έκφρασης», ήταν ο τίτλος ενός σχολίου στη “Welt”.
Στην πολεμική επιχειρηματολογία του Μπελ στο “Spiegel” απάντησε ο αρμόδιος για τις ομοσπονδιακές υποθέσεις υπουργός της Βόρειας Ρηνανίας –Βεστφαλίας, Ντίτερ Πόσερ : «Ο Μπελ αθωώνει κατά τρόπο επικίνδυνο τη δράση της ομάδας. Ο θυμός συναισθηματοποίησε την κριτική του και την κατέστησε μη αντικειμενική. Η πολεμική του δεν ήταν απλώς υπερβολική –έβλαψε. Ήθελε να καλέσει σε σύνεση αλλά ο ίδιος δεν έγραψε συνετά».
Ο Χάινριχ Μπελ επαναδιατύπωσε:
«Η επίδραση του άρθρου δεν απηχεί με σαφήνεια αυτό που είχα στο μυαλό μου : να συμβάλλω σε μια μορφή αποφόρτισης και την ομάδα, αν και συγκαλυμμένα, να την καλέσω σε παραίτηση. Παραδέχομαι, ότι δεν μπόρεσα να εκτιμήσω το μέγεθος της δημαγωγίας, το οποίο θα προκαλούσα… Πιθανόν να είχα προϋποθέσει περισσότερη δημοκρατική κατανόηση, από αυτή που θα επιτρεπόταν να προϋποθέσω. Εγώ είμαι συγγραφέας και οι λέξεις «καταδιωκόμενος», «επιείκεια», «εγκληματικότητα», έχουν για μένα άλλες διαστάσεις από αυτές που ενδεχόμενα να ισχύουν για έναν υπάλληλο, έναν δικαστικό, έναν υπουργό και για έναν αστυνομικό υπάλληλο».
ΚΟΙΝΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

«Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΓΚΙΝΤΕΡ ΦΟΝ ΝΤΡΕΝΚΜΑΝ»
Πως είδαν οι φυλακισμένοι της RAF το μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ


«… για τους Μπελ, για αυτούς ο θάνατος ενός γραφειοκράτη ζυγίζει βαρύτερα από τον θάνατο ενός επαναστάτη. Τι υποστήριξε άλλωστε ο Μπελ με την «Καταρίνα Μπλουμ», αν όχι, ότι η δολοφονία ενός εκπροσώπου του κυρίαρχου μηχανισμού βίας είναι ηθικά νομιμοποιημένη. Όταν από τη «λογοτεχνική βία» προκύπτει φυσική βία, τότε ο ίδιος ο Μπελ παίρνει τη θέση εκείνων, των οποίων ο λόγος καταγγέλλεται ως ψεύτικος…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου