Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Η Κάρεν Άρμστρονγκ για το φαινόμενο της μαχητικής ευσέβειας και τη βίωση της νεωτερικότητας όχι ως απελευθέρωσης αλλά ως επιθετικής επιβολής


ΚΑΡΕΝ ΑΡΜΣΤΡΟΝΓΚ
Το φαινόμενο της μαχητικής ευσέβειας και η βίωση της νεωτερικότητας όχι ως απελευθέρωσης αλλά ως επιθετικής επιβολής
Το χρονικό του φονταμενταλισμού στις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ)

Μια από τις πιο ανησυχητικές εξελίξεις στα τέλη του εικοστού αιώνα στάθηκε η εμφάνιση –μέσα σε κάθε μεγάλη θρησκευτική παράδοση- μιας μαχητικής ευσέβειας, περισσότερο γνωστής ως «φονταμενταλισμός». Οι εκδηλώσεις του, κάποιες φορές, σοκάρουν. Φονταμενταλιστές έχουν κατά καιρούς πυροβολήσει και σκοτώσει γιατρούς και νοσοκόμους, που εργάζονταν σε κλινικές όπου γίνονταν εκτρώσεις, έχουν πυροβολήσει προέδρους κρατών, έχουν φτάσει στο σημείο να γκρεμίσουν μια πανίσχυρη κυβέρνηση. Τέτοιες τρομοκρατικές πράξεις διαπράττονται μόνο από μια μικρή μειοψηφία φονταμενταλιστών· όμως, ακόμη και οι πιο ειρηνικοί και νομοταγείς από αυτούς βρίσκονται σε αμηχανία, καθώς εμφανίζονται τόσο κάθετα αντίθετοι στις περισσότερες αξίες της σύγχρονης κοινωνίας.

Οι φονταμενταλιστές δεν ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία, τον πλουραλισμό, τη θρησκευτική ανοχή, τη διατήρηση της ειρήνης, την ελευθερία του λόγου ή τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από κράτος.
Οι χριστιανοί φονταμενταλιστές απορρίπτουν τις ανακαλύψεις της βιολογίας και της φυσικής σχετικά με τις απαρχές της ζωής, επιμένοντας ότι το βιβλίο της Γενέσεως είναι επιστημονικά ορθό σε κάθε του λεπτομέρεια. Σε μια εποχή κατά την οποία πολλοί απαλλάσσονται από τα δεσμά του παρελθόντος, οι Εβραίοι φονταμενταλιστές τηρούν τον εξ αποκαλύψεως Νόμο τους πιο αυστηρά παρά ποτέ, ενώ οι μουσουλμάνες γυναίκες, αποκηρύσσοντας τις ελευθερίες των γυναικών στη Δύση, φορούν πέπλα και τσαντόρ.

Μουσουλμάνοι και Εβραίοι φονταμενταλιστές επίσης, ερμηνεύουν την αραβο-ισραηλινή διαμάχη -η οποία άρχισε ως κατ’ εξοχήν εκκοσμικευμένο μέγεθος- μ’ έναν αποκλειστικά θρησκευτικό τρόπο.

Ο φονταμενταλισμός, επιπλέον, δεν περιορίζεται στους μεγάλους μονοθεϊσμούς. Υπάρχουν βουδιστές, ινδουιστές, ακόμα και κομφουκιανιστές φονταμενταλιστές, οι οποίοι απορρίπτουν πολλές από τις αντιλήψεις στις οποίες η φιλελεύθερη κουλτούρα έχει φτάσει με πολύ κόπο. Αγωνίζονται και σκοτώνουν στο όνομα της θρησκείας, ενώ πασχίζουν να ιεροποιήσουν τους πολιτικούς και εθνικούς τους αγώνες.
Αυτή η θρησκευτική αναζωπύρωση εξέπληξε πολλούς παρατηρητές. Στα μέσα του εικοστού αιώνα, είχε γίνει αποδεκτό ότι η εκκοσμίκευση ήταν ένας δρόμος χωρίς επιστολή, ότι η πίστη δεν θα μπορούσε να παίξει ποτέ ξανά κυρίαρχο ρόλο στα παγκόσμια γεγονότα. Εθεωρείτο ότι όσο οι άνθρωποι γίνονταν όλο και περισσότερο ορθολογιστές δεν θα είχαν ανάγκη τη θρησκεία ή θα τους αρκούσε να την επιβεβαιώνουν στις πολύ προσωπικές, ιδιωτικές περιοχές του βίου τους. αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι φονταμενταλιστές άρχισαν να επαναστατούν ενάντια σ’ αυτή την ηγεμονία της εκκοσμίκευσης. Ξεκίνησαν με βίαιο τρόπο για να βγάλουν τη θρησκεία από το περιθώριο που βρισκόταν και να την τοποθετήσουν στο κέντρο της ζωής· και το πέτυχαν. Η θρησκεία για άλλη μια φορά έγινε η δύναμη που καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει χωρίς να υποστεί τις συνέπειες. Ο φονταμενταλισμός δέχθηκε ήττες, αλλά με κανένα τρόπο δεν έμεινε παθητικός. Αποτελεί σήμερα ουσιώδη πτυχή της σύγχρονη ζωής· και είναι βέβαιο ότι θα διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στις τοπικές και διεθνείς υποθέσεις στο μέλλον. Είναι εξαιρετικά σημαντική, λοιπόν, η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε αυτόν τον τύπο θρησκευτικότητας, πως και ποιους λόγους αναπτύχθηκε, τι μπορεί να σημαίνει για τον πολιτισμό μας και ποια θα ήταν η καλύτερη στάση που πρέπει να κρατήσουμε απέναντί του.

Οι Αμερικανοί προτεστάντες είναι οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν το όρο φονταμενταλισμός. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, κάποιοι απ’ αυτούς άρχισαν να αυτοαποκαλούνται «φονταμενταλιστές» για να ξεχωρίζουν από τους πιο  «φιλελεύθερους» προτεστάντες, οι οποίοι –σύμφωνα με τη γνώμη των πρώτων-, είχαν διαστρεβλώσει εντελώς τη χριστιανική πίστη. Οι φονταμενταλιστές επιθυμούσαν να επιστρέψουν στις πηγές και να τονίσουν εκ νέου τα «θεμελιώδη» σημεία της χριστιανικής παράδοσης, τα οποία ταύτιζαν με την κατά γράμμα ερμηνεία της Γραφής και την αποδοχή ορισμένων κεντρικών δογμάτων. Από τότε, ο τίτλος «φονταμενταλιστικός» έχει αποδοθεί σε μεταρρυθμιστικά κινήματα κι άλλων θρησκευτικών παραδόσεων ανά τον κόσμο, αλλά με τρόπο καθόλου ικανοποιητικό.
Επικρατεί η αντίληψη ότι ο φονταμενταλισμός είναι μονολιθικός σε όλες τις εκδηλώσεις του. Δεν είναι όμως έτσι. Κάθε «φονταμενταλισμός» έχει το δικό του νόμο και τη δική του δυναμική. Ο όρος επίσης δίνει την εντύπωση ότι ο φονταμενταλιστές είναι εξορισμού συντηρητικοί  και προσηλωμένοι στο παρελθόν, ενώ αντίθετα οι ιδέες τους είναι ουσιωδώς μοντέρνες και εξαιρετικά καινοτόμες. Οι Αμερικανοί προτεστάντες μπορεί να ήθελαν να επιστρέψουν στα «θεμελιώδη», αλλά το έκαναν με έναν ιδιαζόντως σύγχρονο τρόπο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι αυτός ο χριστιανικής προελεύσεως όρος δεν μπορεί να εφαρμόζεται αδιάκριτα σε κινήματα, που έχουν εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες. Οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι φονταμενταλιστές, για παράδειγμα, δεν ενδιαφέρονται πολύ για το δόγμα, το οποίο είναι ουσιαστικό στοιχείο της Χριστιανικής πνευματικής πραγματικότητας. Μια κυριολεκτική μετάφραση του «φονταμενταλισμού» στα αραβικά μας δίνει τον όρο ουζουλίγια, μια λέξη που αναφέρεται στη σπουδή των πηγών, από τις οποίες προέρχονται οι ποικίλοι κανόνες και αρχές του ισλαμικού νόμου. Οι περισσότεροι από τους ακτιβιστές που αποκαλούνται «φονταμενταλιστές» στη Δύση δεν ασχολούνται μ’ αυτήν την ισλαμική επιστήμη, αλλά έχουν εντελώς διαφορετικά ενδιαφέροντα. Η χρήση, λοιπόν, του όρου «φονταμενταλισμός» καθίσταται άστοχη.
Στο μνημειώδες έργο του Fundamentalist Project, οι Martin E. Marty και R. Scott Appleby υποστηρίζουν ότι όλοι οι «φονταμενταλισμοί» αντιστοιχούν σ’ έναν συγκεκριμένο τύπο. Είναι πολεμικές μορφές πνευματικότητας, οι οποίες αναδύθηκαν ως απάντηση σε μια αισθητή κρίση. Εμπλέκονται σ’ έναν αγώνα με εχθρούς, των οποίων οι εκκοσμικευμένες πεποιθήσεις και πολιτικές φαίνονται επιβλαβείς για τη θρησκεία. Οι φονταμενταλιστές δεν θεωρούν αυτή τη μάχη ως μια συνηθισμένη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά τη βιώνουν ως μια παγκόσμια σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του καλού και του κακού. Φοβούνται την εκμηδένιση και προσπαθούν να τονώσουν την ταυτότητα τους –που χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση πολιορκίας- με τη βοήθεια μίας επιλεκτικής αναβίωσης συγκεκριμένων δογμάτων και πρακτικών του παρελθόντος. Για να αποφύγουν τη βεβήλωση, συχνά αποσύρονται από το κοινωνικό προσκήνιο για να δημιουργήσουν μια αντικουλτούρα· κι όμως, οι φονταμενταλιστές δεν είναι ρομαντικοί ονειροπόλοι. Έχουν απορροφήσει τον πραγματιστικό ορθολογισμό της νεωτερικότητας και κάτω από την καθοδήγηση των χαρισματικών ηγετών τους, αποκαθαίρουν τα «θεμελιώδη» της πίστεώς τους, έτσι ώστε να δημιουργήσουν μια ιδεολογία που θα εξασφαλίζει τους πιστούς ένα σχέδιο δράσης. Τελικά, μάχονται με όλες τις δυνάμεις τους, αποσκοπώντας στο να επανιεροποιήσουν έναν ολοένα και πιο σκεπτικιστικό κόσμο.
Ο φονταμενταλισμός είναι ένα κίνημα ουσιαστικά του εικοστού αιώνα. Είναι μια αντίδραση στον επιστημονοκρατούμενο και εκκοσμικευμένο πολιτισμό, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φοράς τη Δύση, αλλά κατόπιν ρίζωσε και σε άλλα σημεία του κόσμου. Η Δύση ανέπτυξε μία, εξ ολοκλήρου διαφορετική, μορφή πολιτισμού, που σημαίνει ότι και η θρησκευτική απάντηση σ’ αυτόν υπήρξε μοναδική. Τα φονταμενταλιστικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στις μέρες μας συμβιώνουν με τη νεωτερικότητα. Μπορεί να απορρίπτουν τον επιστημονικό ορθολογισμό της Δύσης, αλλά δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτόν. Ο δυτικός πολιτισμός έχει αλλάξει τον κόσμο. Τίποτα –συμπεριλαμβανομένης και της θρησκείας- δεν είναι πια το ίδιο. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι άνθρωποι αναμετρήθηκαν μ’ αυτές τις νέες συνθήκες και αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίζουν τις θρησκευτικές τους παραδόσεις, οι οποίες προορίζονταν για έναν εντελώς διαφορετικό τύπο κοινωνίας.
Υπήρξε μια παρόμοια μεταβατική περίοδος στον αρχαίο κόσμο, η οποία διήρκεσε κατά προσέγγιση από το 700 έως το 200 π.Χ., την οποία οι ιστορικοί ονόμασαν «Αξονική Εποχή», διότι ήταν καθοριστική για την πνευματική ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Αυτή η εποχή ήταν η ίδια προϊόν και καρπός χιλιάδων χρόνων οικονομικής και άρα κοινωνικής και πολιτιστικής εξέλιξης, που ξεκίνησε από τη Σουμερία –το σημερινό Ιράκ- και την αρχαία Αίγυπτο. Οι άνθρωποι κατά την τέταρτη και Τρίτη χιλιετία π.Χ. αντί απλώς ν’ αυξήσουν τις καλλιέργειές τους για να ικανοποιήσουν τις άμεσες ανάγκες τους, κατάφεραν να παραγάγουν αγροτικό πλεόνασμα το οποίο μπορούσαν να εμπορεύονται και ως εκ τούτου ν’ αποκτούν πρόσθετο εισόδημα. Το γεγονός αυτό τους βοήθησε να οικοδομήσουν τους πρώτους πολιτισμούς, να αναπτύξουν τις τέχνες και να δημιουργήσουν ολοένα και πιο ισχυρές πολιτειακές διοικήσεις: πόλεις, πόλεις –κράτη και τελικά αυτοκρατορίες. Στην αγροτική κοινωνία, η ισχύς δεν συνόδευε πλέον αποκλειστικά τον τοπικό βασιλιά ή ιερέα· η εστία της μετατοπίστηκε, τουλάχιστον μερικώς, στην αγορά, στην πηγή του πλούτου κάθε πολιτισμού. Μέσα σε τέτοιες μεταβαλλόμενες καταστάσεις, οι άνθρωποι τελικά άρχισαν ν’ ανακαλύπτουν ότι η παλιά παγανιστική θρησκεία, που είχε υπηρετήσει πολύ τους προγόνους τους δεν ανταποκρινόταν πια καθόλου στις δικές του ανάγκες.
Στις πόλεις και τις αυτοκρατορίες της «Αξονικής Εποχής», οι πολίτες απέκτησαν ευρείες προοπτικές και ανοιχτούς ορίζοντες, που έκαναν τις παλιές τοπικές λατρείες να φαίνονται περιορισμένες και παρωχημένες. Αντί να διακρίνουν το Θείο ενσαρκωμένο σ’ έναν αριθμό από διαφορετικές θεότητες, οι άνθρωποι άρχισαν ολοένα και περισσότερο να λατρεύουν ένα μοναδικό, παγκόσμιο, υπερβατικό ον, που ήταν πηγή της ιερότητας. Είχαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και έτσι κατάφεραν να αναπτύξουν μια πλουσιότερη πνευματική ζωή· συνεπώς, επιθυμούσαν μια θρησκευτικότητα, η οποία δεν εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από τις εξωτερικές μορφές. Οι πιο ευαίσθητοι ενοχλούνταν από την κοινωνική αδικία που επικρατούσε στην αγροτική κοινωνία, που βασιζόταν πάνω στον μόχθο των αγροτών, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού. Συνακόλουθα, εμφανίστηκαν προφήτες και μεταρρυθμιστές, που επέμεναν ότι η αρετή της συμπόνιας ήταν κυρίαρχη για την πνευματική ζωή: η ικανότητα να διακρίνει κανείς την ιερότητα μέσα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη καθώς και η επιθυμία να εκδηλώνει έμπρακτο ενδιαφέρον για τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας έγιναν το κριτήριο της αυθεντικής ευσέβειας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατά τη διάρκεια της «Αξονικής Εποχής», οι μεγάλες ομολογιακές πίστεις έκαναν την εμφάνισή τους στον πολιτισμένο κόσμο: ο Βουδισμός και ο Ινδουισμός στην Ινδία, ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός στην Άπω Ανατολή, ο μονοθεϊσμός στη Μέση Ανατολή και ο ορθολογισμός στην Ευρώπη. Παρά τις μεγάλες διαφορές τους, αυτές οι θρησκείες της «Αξονικής Εποχής» είχαν πολλά κοινά: όλες οικοδομήθηκαν πάνω σε παλιότερες παραδόσεις για ν’ αναπτύξουν την ιδέα του ενός, παγκόσμιου υπερβατικού όντος· καλλιέργησαν μια εσωτεριστική πνευματικότητα και τόνισαν τη σπουδαιότητα της έμπρακτης ευσπλαχνίας.
Οι ρίζες αυτής της μετάβασης φτάνουν έως τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο μ.Χ., όταν οι άνθρωποι της Δυτικής Ευρώπης ξεκίνησαν ν’ αναπτύσσουν έναν διαφορετικό τύπο κοινωνία, που βασιζόταν όχι στο αγροτικό πλεόνασμα αλλά σε μια τεχνολογία, που τους έδινε τη δυνατότητα να αναπαραγάγουν τους πόρους τους επ’ επάπειρον … Σ’ όλον τον κόσμο, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι στις δραματικά μεταβαλλόμενες καταστάσεις της ζωής τους, οι παλιοί τύποι πίστεως δεν τους καλύπτουν πια : δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τον φωτισμό και την παρηγοριά, που χρειάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Ως αποτέλεσμα, άνδρες και γυναίκες προσπαθούν να βρουν νέες μορφές θρησκευτικότητας όπως έγινε με τους μεταρρυθμιστές και τους προφήτες της «Αξονικής Εποχής», επιχειρούν να οικοδομήσουν πάνω στις αντιλήψεις του παρελθόντος κατά τρόπο που να μπορούν να πορεύονται μέσα στον καινούργιο κόσμο, που οι ίδιοι δημιούργησαν. Ένα τέτοιο μοντέρνο πείραμα –όσο παράξενο κι αν ακούγεται- είναι ο φονταμενταλισμός.
Οι άνθρωποι του παρελθόντος ανέπτυξαν δυο τρόπους σκέψης, ομιλίας και απόκτησης γνώσης, τους οποίους οι ερευνητές ονομάζουν μύθο και λόγο. Και οι δύο ήταν ουσιώδεις· θεωρούνταν ως συμπληρωματικοί τρόποι εύρεσης της αλήθειας και καθένας είχε τις ειδικές σφαίρες επιρροής του. Ο μύθος θεωρείτο πρωταρχικής σημασίας· αφορούσε ό,τι ήταν άχρονο και σταθερό μέσα στην ύπαρξή μας. Ανακαλούσε στη μνήμη της απαρχές της ζωής, τα θεμέλια του πολιτισμού και τα βαθύτερα επίπεδα του ανθρώπινου πνεύματος. Δεν ενδιαφερόταν για πρακτικά ζητήματα, αλλά για νοήματα. Εάν δεν βρούμε κάποια σημασία στη ζωή μας,  εμείς, οι θνητοί, πέφτουμε πολύ εύκολα στην απελπισία. Ο μύθος κάθε κοινωνίας παρείχε στους ανθρώπους το γενικό πλαίσιο, που έδινε νόημα στην καθημερινή τους ζωή· κατηύθυνε την προσοχή τους προς τη σφαίρα του αιώνιου και του πανανθρώπινου. Επιπλέον, είχε τις ρίζες του σ’ αυτό που αποκαλούμε ασυνείδητο. Οι ποικίλες μυθολογικές αφηγήσεις, ήταν μια αρχαία μορφή ψυχολογίας. Όταν οι άνθρωποι διηγούνταν ιστορίες σχετικές με ήρωες που κατέβαιναν στον κάτω κόσμο, αγωνίζονταν μέσα από λαβύρινθους ή πάλευαν με τέρατα, έφερναν στο φως τις σκοτεινές περιοχές του υποσυνείδητου, το οποίο αν και δεν είναι προσιτό στην καθαρά λογική διερεύνηση, όμως ασκεί βαθιά επιρροή πάνω στην εμπειρία και στη συμπεριφορά μας. Εξ αιτίας της έλλειψης του μύθου από τη σύγχρονη κοινωνία μας, έπρεπε να αναπτύξουμε την επιστήμη της ψυχανάλυσης, για να μας βοηθήσει να διαλεχθούμε με τον εσωτερικό μας κόσμο.
Ο μύθος δεν θεμελιώνεται πάνω σε λογικές αποδείξεις· οι ιδέες του είναι περισσότερο διαισθητικές, παρόμοιες με εκείνες της τέχνης, της μουσικής, της ποίησης ή της γλυπτικής. Γινόταν πραγματικότητα μόνο όταν ενσαρκωνόταν στη λατρεία, στις ιεροτελεστίες και στις τελετουργίες, οι οποίες χάριζαν στους πιστούς την αίσθηση του ιερού νοήματος και τους έδιναν την ικανότητα ν’ αντιλαμβάνονται τον βαθύτερο σκοπό της ύπαρξης. Ο μύθος και η λατρεία είναι τόσο αδιαχώριστα, που είναι θέμα επιστημονικής συζήτησης ποιο από τα δυο προηγείται: η μυθολογική αφήγηση ή οι ιεροτελεστίες που αποδίδονται σ’ αυτήν; Ο μύθος ήταν επίσης συνδεδεμένος με τον μυστικισμό, την κάθοδο στα βάθη της ψυχής μέσω αυστηρών μεθόδων εστιασμού και αυτοσυγκέντρωσης, πρακτικών που αναπτύχθηκαν σε όλους τους πολιτισμούς ως μέσα προς απόκτηση της ενορατικής γνώσης. Δίχως λατρεία ή μυστικό βίωμα, οι θρησκευτικοί μύθοι δεν θα είχαν καμία σημασία. Θα παρέμεναν αφηρημένοι και ακατανόητοι, πιθανόν κατά τον ίδιο τρόπο που μια μουσική παρτιτούρα παραμένει ακατανόητη στους περισσότερους από εμάς και χρειάζεται να ερμηνευθεί ενόργανα, για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την ομορφιά της.
Στον παραδοσιακό κόσμο, οι άνθρωποι είχαν μια διαφορετική εικόνα της ιστορίας. Ενδιαφέρονταν λιγότερο απ’ όσο εμείς για το τι συνέβη πραγματικά και νοιάζονταν περισσότερο για τη σημασία του γεγονότος. Τα ιστορικά συμβάντα δεν αντιμετωπίζονταν ως μοναδικά, τοποθετημένα σ’ έναν απόμακρο χρόνο αλλά λογίζονταν ως εξωτερικές εκδηλώσεις των σταθερών, άχρονων πραγματικοτήτων. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ιστορία είχε την τάση να επαναλαμβάνεται, διότι δεν υπήρχε τίποτα καινούργιο «υπό τον ήλιον». Οι ιστορικές αφηγήσεις προσπαθούσαν να φανερώσουν αυτήν την αιώνια διάσταση. Έτσι, δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά συνέβη όταν οι αρχαίοι Ισραηλίτες έφυγαν από την Αίγυπτο και διέσχισαν την Ερυθρά Θάλασσα. Η ιστορία παραδόθηκε γραπτά ως μύθος και συνδέθηκε με άλλες ιστορίες σχετικές με «τελετές διάβασης» και Θεούς που άνοιγαν τη θάλασσα στα δυο, για να δημιουργήσουν μια νέα πραγματικότητα. Οι Εβραίοι αναβιώνουν αυτόν τον μύθο κάθε χρονιά στις ιεροτελεστίες του Πάσχα, οι οποίες αισθητο ποιούν αυτήν την παράξενη ιστορία και τους βοηθούν να τη νιώσουν ως προσωπική τους ιστορία. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αν ένα ιστορικό γεγονός δεν μυθοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και δεν απελευθερωθεί από το παρελθόν μέσω μιας λατρείας που εμπνέει, τότε δεν μπορεί να είναι θρησκευτικό. Το να ρωτάμε αν η έξοδος από την Αίγυπτο συνέβη όπως ακριβώς εξιστορείται στη Βίβλο ή το ν’ απαιτούμε οι ιστορικές και επιστημονικές μαρτυρίες να επικυρώνουν την αλήθεια της, σημαίνει ότι συγχέουμε το μύθο με το λόγο.
Ο λόγος ήταν εξίσου σημαντικός. Ήταν η ορθολογική, πραγματιστική και επιστημονική σκέψη, που επέτρεπε στους άνδρες και στις γυναίκες να λειτουργούν συγκροτημένα εντός του κόσμου. Μπορεί σήμερα στη Δύση να έχουμε απολέσει την αίσθηση του μύθου, αλλά είμαστε πολύ εξοικειωμένοι με τον λόγο, τη βάση της κοινωνίας μας. Αντίθετα με τον μύθο, ο λόγος πρέπει να σχετίζεται άμεσα με γεγονότα και ν’ αντιστοιχεί με ιστορικές πραγματικότητες, αν θέλει να είναι αποτελεσματικός. Οφείλει να λειτουργεί αποδοτικά στο εγκόσμιο πεδίο. Χρησιμοποιούμε τον λογικό συλλογισμό, όταν πρέπει να φέρουμε κάτι εις πέρας, να υλοποιήσουμε κάτι ή να πείσουμε άλλους ανθρώπους να υιοθετήσουν μία συγκεκριμένη πορεία δράσης. Ο λόγος είναι πρακτικός. Αντίθετα με τον μύθο, που επιστρέφει στις απαρχές και στα θεμελιώδη, ο λόγος προχωρά σταθερά εμπρός και προσπαθεί να βρει κάτι νέο: να επεξεργαστεί τις παλιές αντιλήψεις, να ελέγξει καλύτερα το περιβάλλον, να ανακαλύψει κάτι ενδιαφέρον και να εφεύρει κάτι καινούργιο.
Στον παραδοσιακό κόσμο, ο μύθος και ο λόγος θεωρούνταν αχώριστοι. Ο ένας θα αποδυναμωνόταν δίχως τον άλλο. Ωστόσο, διακρίνονταν μεταξύ τους, ενώ κάθε σύγχυση του μυθικού με το ορθολογικό ήταν επικίνδυνη. Έκαστος είχε διαφορετικό καθήκον να επιτελέσει. Ο μύθος δεν ήταν ορθολογικός· οι αφηγήσεις του δεν αποδεικνύονταν εμπειρικά. Εξασφάλιζε τα συμφραζόμενα των εννοιών, τα οποία δικαιολογούσαν τις πρακτικές δραστηριότητες. Ο μύθος δεν έπρεπε να γίνει η βάση της πραγματιστικής πολιτικής. Αν γινόταν, τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά, διότι ό,τι λειτουργούσε καλά στον εξωτερικό χώρο της ψυχής δεν ήταν αυτομάτως κατάλληλο για τις υποθέσει του εξωτερικού κόσμου. Όταν, για παράδειγμα, ο Πάπας Ουρανός Β΄ οργάνωσε την Πρώτη Σταυροφορία το 1095, η ενέργειά του ανήκε στο βασίλειο του λόγου. Επιθυμούσε οι ιππότες της Ευρώπης να πάψουν να μάχονται μεταξύ τους, θρυμματίζοντας τον κοινωνικό ιστό της δυτικής Χριστιανοσύνης· ήθελε να στρέψουν την ενέργειά σου σ’ έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή, έτσι ώστε να επεκτείνουν τη δύναμη της Εκκλησίας του. Όταν, όμως, αυτή η στρατιωτική εκστρατεία διαπλέχθηκε με τη λαϊκή μυθολογία, τις βιβλικές λαϊκές παραδόσεις και τις αποκαλυπτικές φαντασιώσεις, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, σε πρακτικό, στρατιωτικό και ηθικό επίπεδο. Ολόκληρο το μακροπρόθεσμο σχέδιο των σταυροφοριών διατηρήθηκε ζωντανό, με αποτέλεσμα κάθε φορά που ο λόγος υπερείχε, οι Σταυροφόροι να επιτυγχάνουν. Στάθηκαν επάξια στο πεδίο της μάχης, δημιούργησαν βιώσιμες αποικίες στη Μέση Ανατολή κι έμαθαν να σχετίζονται πιο θετικά με τον γηγενή πληθυσμό. Όταν, όμως, οι σταυροφόροι άρχιζαν να θεωρούν τα μυθολογικά ή μυστικιστικά οράματα ως βάση της πολιτικής τους, τότε συνήθως γνώριζαν την ήττα και διέπρατταν φοβερές ωμότητες.
Ο λόγος έχει κι αυτός τα όριά του. Δεν μπορεί να καταπραΰνει τον ανθρώπινο πόνο η τη θλίψη. Τα ορθολογικά επιχειρήματα δεν έχουν κανένα νόημα μπροστά στην ανθρώπινη τραγωδία. Ο λόγος δεν είναι δυνατόν να δώσει απάντηση σε ερωτήματα σχετικά με τις ύψιστες αξίες της ανθρώπινης ζωής. Ένας επιστήμονας μπορεί να προσφέρει αποτελεσματικότητα και ν’ ανακαλύψει νέα δεδομένα για το φυσικό σύμπαν, αλλά δεν μπορεί ποτέ να εξηγήσει το νόημα της ζωής. Το τελευταίο ανήκει στα όρια ευθύνης του μύθου και της λατρείας.
Εντούτοις, τον δέκατο όγδοο αιώνα, οι άνθρωποι στην Ευρώπη και στην Αμερική κατάφεραν τέτοιες εκπληκτικές επιτυχίες στην επιστήμη και στην τεχνολογία, που άρχισαν να θεωρούν ότι ο λόγος ήταν το μοναδικό μέσο για την ανακάλυψη της αλήθειας, απορρίπτοντας τον μύθο ως ψεύτικο και δεισιδαιμονικό. Ο νέος κόσμος που δημιούργησαν αντέστρεψε τη δυναμική της παλιάς μυθικής πνευματικότητας. Επιπλέον, η ίδια η μορφή της θρησκευτικότητας μεταβλήθηκε στον σύγχρονο κόσμο λόγω του ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι δέχονταν μονάχα τον επιστημονικό ορθολογισμό ως αλήθεια· έγινε προσπάθεια να μετατραπεί το μυθικό στοιχείο της πίστης σε λόγο. Οι φονταμενταλιστές σ’ αυτά ακριβώς αποσκοπούσαν. Όμως τούτη η σύγχυση, δημιούργησε περισσότερα προβλήματα.
Είναι ανάγκη να καταλάβουμε πως ο κόσμος μας έχει αλλάξει. Έτσι, το πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου θα ανατρέξει στα τέλη του δέκατου πέμπτου και στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, όταν οι άνθρωποι της δυτικής Ευρώπης άρχισαν ν’ αναπτύσσουν μια καινούργια τους επιστήμη, που θα εξέταζε τη μυθολογική ευσέβεια του παραδοσιακού αγροτικού κόσμου, για να δούμε πως λειτουργούσαν οι παλιές μορφές της πίστεως. Η συμβατική θρησκευτικότητα γίνεται πολύ δύσκολη μέσα σ’ έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Η νεωτερικότητα υπήρξε πάντοτε μια οδυνηρή διαδικασία. Οι άνθρωποι αισθάνονται αποξενωμένοι και χωρίς συνοχή κάθε φορά που θεμελιώδεις αλλαγές στην κοινωνία κάνουν τον κόσμο παράξενο και αγνώριστο. Θα ψηλαφίσουμε τον αντίκτυπο που είχε η νεωτερικότητα στους Χριστιανούς της Ευρώπης και της Αμερικής, στους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και του Ιράν. Έτσι θα είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τι προσπάθησαν να κάνουν οι φονταμενταλιστές όταν δημιούργησαν αυτόν τον νέο τύπο πίστεως στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα.
Οι φονταμενταλιστές αισθάνονται ότι μάχονται ενάντια σε δυνάμεις, οι οποίες απειλούν τις πιο ιερές αξίες τους. Κατά τη διάρκεια ενός πολέμου είναι πολύ δύσκολο για τους αντιμαχόμενους να εκτιμήσουν ο ένας τη θέση του άλλου. Η νεωτερικότητα πόλωσε την κοινωνία. Αλλά κάποιες φορές, για ν’ αποτρέψουμε την κλιμάκωσή της, πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον πόνο και τις ιδέες της άλλης πλευράς. Όλοι εμείς, που απολαμβάνουμε τις ελευθερίες και τα επιτεύγματα της νεωτερικότητας, δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την αγωνία αυτών που γίνονται φονταμενταλιστές. Κι όμως, η νεωτερικότητα συχνά βιώνεται όχι ως απελευθέρωση, αλλά ως επιθετική επιβολή.
.......................................................................................................................................................
Η παρουσίαση του βιβλίου της Κάρεν Άρμστρονγκ "Ο εμπόλεμος Θεός-Το χρονικό του φονταμενταλισμού στις μονοθεϊστικές θρησκείες(Ιουδαϊσμός-Χριστιανισμός-Ισλάμ)", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Φιλίστωρ", 'εγινε στον "Βορέα"(τεύχος 55) τον Ιανουάριο του 2010, πριν δέκα χρόνια.




 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου