Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Με μάτια βουρκωμένα -Του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη


Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Με μάτια βουρκωμένα
Μέσα από τις χαραμάδες των κλειστών παραθύρων διαπέρασε ένα μέρος του φωτός του προβολέα. Τρεμόπαιξε και έπειτα έμοιασε σαν να έπαιξε τρεμοσβήνοντας σε διάφορα μέρη του δωματίου. Κατάλαβα ότι ήταν το σύνθημα. Κατέβηκα από το δωμάτιο και ντύθηκα στο σαλόνι. Φόρεσα το αδιάβροχο, έβαλα την κουκούλα, φόρεσα τη μάσκα και τα γάντια. Οι γαλότσες με περίμεναν σε μια άκρη. Πήρα μια ανάσα και ξεκλείδωσα την εξώπορτα. Με το άνοιγμα της πόρτας ένα δυνατό φως έπεσε επάνω μου. Σήκωσα το χέρι γιατί νόμισα ότι θα τυφλωθώ! Χαμήλωσε λίγο το φως και είδα απέναντι στο δρόμο ένα περιπολικό. Αστυνομικοί ντυμένοι σαν αστακοί μου έκαναν νόημα να προχωρήσω. Ανέβηκα στο δρόμο και καθώς διάβαινα πρόσεξα ότι ήταν άδειος. Καπνοί και υγρασία παντού. Η ατμόσφαιρα ήταν θαμπή και δυσκολευόσουν να δεις στο βάθος αφού η ομίχλη είχε απλωθεί παντού. Δεξιά και αριστερά  άνθρωποι κείτονταν στους δρόμους. Μια περίεργη οσμή είχε αρχίσει να με ενοχλεί. Σκαμμένοι λάκκοι είχαν ανοιχτεί για να ρίξουν μέσα τους νεκρούς. Η επιδημία του κορωνοϊού κόντευε νααφανίσει το παραθαλάσσιο χωριό. Οι γηραιότεροι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει να πει τίποτε. Δεν υπήρχε λογική παρά μόνο τρέλα! Ήμουν ο νέος ιερέας αφού ο παλιός μας άφησε χρόνους. Με κάλεσαν να κάνω το καθήκον μου. Θα έλεγα από μια ευχή σε κάθε πεθαμένο. Έπειτα θα τον έθαβαν στο λάκκο που είχαν ανοίξει. Με ψέκασαν αρκετές φορές για να μην πάθω τίποτε. Από μέσα μου έτρεμα ολόκληρος. Ήξερα ότι ζω κατά λάθος αφού είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους που ισορροπούν ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Κοίταξα για λίγο ψηλά και σήκωσα τα χέρια στο Θεό. Ψιθύρισα κάτι και συνέχισα το δρόμο μου για να επιτελέσω το έργο μου.
Όλοι με έβλεπαν με μάτια βουρκωμένα και γεμάτοι από απελπισία και ο καθένας έκανε τη δουλειά του. Μετέφεραν τα πτώματα , έκλειναν τους τάφους και οι ευχές μου ήταν διαφορετικές για τον κάθε θνητό που είχε αφήσει τη ζωή του.
Κάποια στιγμή αντίκρισα ένα παιδί. Βούρκωσα και σταμάτησα για λίγο!Κάποιος με σκούντησε και μου φώναξε :
-Πάτερ , τελείωνε  κινδυνεύουμε..!
Είπα την ευχή μα τα πόδια μου λύγισαν . Δεν μπορούσα να βλέπω αυτή την εικόνα. Με σήκωσαν και με παρότρυναν  να συνεχίσω. Έπρεπε να συνεχίσω…
Η ομίχλη είχε εισχωρήσει παντού και μια ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει. Έβρεχε στο δρόμο, στις πλαγιές και στο βάθος της μαύρης θάλασσας. Έβρεχε και στην πονεμένη καρδιά μου!
Αστραπές και κεραυνοί έσχιζαν τον ουρανό στα δυο. Η βροχή τώρα είχε δυναμώσει. Είχαν ανοίξει οι κρουνοί του ουρανού! Ήταν αδύνατο να περπατήσουμε. Τα πόδια μας κολλούσαν στα νερά και τις λάσπες.
Μια φωνή μέσα από μια ντουντούκα φώναξε να πάμε στην άκρη και να περιμένουμε να σταματήσει η μπόρα.
Ούτε τα φυσικά φαινόμενα δεν ήταν μαζί μας. Μας είχαν εγκαταλείψει στη δίνη ενός επικίνδυνου ιού. Μας μαστίγωναν και δεν μπορούσαμε να αντέξουμε το βάρος μιας πανδημίας.
Η απόφαση είχε παρθεί. Το χωριό θα το αποδεκάτιζε ο κορωνοϊός.  Η τύχη μας είχε αφεθεί στο έλεος του Θεού!
Σηκώθηκα από το υπόστεγο που καθόμουνα. Πήγα στην άκρη του δρόμου και πλησίασα ένα νεκρό. Είπα μια ευχή και σήκωσα τα χέρια ψηλά.
Τότε φώναξα με όλη μου τη δύναμη.
-         Δεν θα μας αφήσει ο Θεός. Ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος και μας αγαπά!
Άρχισαν όλοι να μαζεύονται και να κάνουν πάλι το έργο τους. Η βραδιά έπρεπε να τελειώσει με το θάψιμο των νεκρών.
-Θάψτε τους νεκρούς, φώναξε μέσα στη νύχτα ο αστυνόμος. Να μην τους αφήσουμε  μέσα στην τρελή καταιγίδα.
Με σκυμμένο το κεφάλι ο καθένας έκανε αυτό που του είχε υποβάλλει η μοίρα. Να σεβαστεί τους νεκρούς και να αφήσει τη ζωή να συνεχίσει. Να αλλάξει τη σελίδα του άθλιου πεπρωμένου μας!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου