ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ταξείδι στην
Αλεξανδρούπολη
ΠΟΤΑΜΟΣ
Τις ροές των υδάτων και τις ροές των ποταμών ακολουθείς, τα πράγματα και τις κατευθύνσεις τους, δίχως να γνωρίζεις που ανήκουν. Ένα θησαυροφυλάκιο που για να ανοιχτεί χρειάζονται συνδυασμοί κλειδιών, όπως για να εισέλθεις σε αίθουσα κειμηλίων παλιού μοναστηριού πρέπει να συμφωνήσουν τρεις, και να φέρει ο καθένας το κλειδί του για να ανοιχτεί η πόρτα. Κι όταν ανοιχτεί, ένας θησαυρός από εικόνες εκτινάσσεται και παραστάσεις, γεμάτες χρόνο και μνήμη, όπου η αιτιότητα και ο χρόνος δεν έχουν ισχύ.
Κι αισθάνεσαι την ανάγκη να ανατρέξεις σ’ αυτά, απορώντας πως ένα υλικό ασυνεχές και άναρχο υπακούει σε μυστικούς ρυθμούς, ρεύματα που εκβάλλουν στη θάλασσα, σε μια αγκάλη, ή διαμέσου στοών και διαδρόμων καταλήγουν στην αυλή της Ιεράς Μονής Ιβήρων, μπροστά στο καθολικό με την εικόνα της Πορταίτισσας, θύρας ανοικτής προς τον ουρανό. Χείλη πηλώδη, πόσοι θνητοί δεν την προσκύνησαν, έλεος, πένθος, ύδατος πηγή, ρείθρα χάριτος, παρουσία σωματική.
Είναι ο κήπος που κατεβαίνεις να καλλιεργήσεις. Προσέχεις τους ήχους, ξεριζώνεις ζιζάνια, ίσως και να περιμένεις την επομένη, να ρίξεις μια ματιά πριν βεβαιωθείς πως όλα πήραν τη θέση τους, τη θέση τους την προκαθορισμένη, που θαρρείς την είχαν πριν φανερωθούν, πριν καν γνωρίσεις την ύπαρξή τους βρίσκονταν εκεί και περίμεναν, περίμεναν να γίνει η βουβαμάρα λόγος. Και σκέφτεσαι πως όλες αυτές οι κινήσεις, οι διαδικασίες, που συντελούνται ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει γύρω σου, μπορεί να αξίζουν περισσότερο από αυτά που είναι να έρθουν στο φως, διεργασίες που δύσκολα θα διακόψουν απρόοπτα περιστατικά, όπως το «καλημέρα σας», του γείτονα ή η βουή του δρόμου.
Έρχεσαι από μακριά, μέσα από άγνωστα προάστια, συνοικίες και χωριά, επιδιώκοντας να φτάσεις στον προορισμό σου όσο γίνεται πιο καθυστερημένα. Ξεκινάς πολύ νωρίς για το σταθμό έχοντας επιλέξει την αμαξοστοιχία που ο χρόνος αφίξεώς της είναι άδηλος, και φτάνοντας στην Αλεξανδρούπολη νιώθεις ότι έκανες σπουδαίο κατόρθωμα, ότι έζησες συγκλονιστικές εμπειρίες, αλλά δεν ήταν παρά ο χρόνος που μέσα στην κίνηση του τραίνου έμοιαζε στάσιμος, σαν όλα όσα είχες συναντήσει και είχαν συμβεί να ήταν παρόντα, ταυτόχρονα, όμως, ήσουν διαφορετικός, σε σημείο να πιστεύεις ότι και ο πιο στενός φίλος δύσκολα θα σε αναγνώριζε, όμοια με τους επτά παίδες τους εν Εφέσω που κατά τους διωγμούς του Δεκίου κρύφτηκαν σ’ ένα σπήλαιο, κι εκεί αποκοιμήθηκαν και ξύπνησαν μετά διακόσια χρόνια, και κατεβαίνοντας στην πόλη τα είδαν όλα αλλαγμένα, και μην έχοντας παρά ένα δηνάριο της εποχής του πήγαν στο φούρναρη, κι εκείνος τους κοίταζε κατάπληκτος, καθώς έρχονταν από άλλον κόσμο.
Και εξερχόμενος του ξενοδοχείου «Ήρα», στην Αλεξανδρούπολη, στο καλντερίμι, αντικρίζεις το φαρμακείο στη γωνία της Λεωφόρου Δημοκρατίας, με την φωτεινή επιγραφή, όπου και η εύοσμη λέξη «Μυρωπολείον». Αριστερά, στην πλατεία, το λαϊκό και, κατά την έμμονη ιδέα σου, ύποπτο ξενοδοχείο «Ματζέστικ», το οπωροπωλείον Δολαπσή, το σαρωθροποιείον και ο φούρνος που παράγει καθημερινά παξιμαδάκια μνημοσύνων. Στο βάθος οι ωχρές αποθήκες του τελωνείου, πλοία εμπορικά που φορτώνουν, ακίνητα, και δίπλα τους ο σιδηροδρομικός σταθμός, χαρακτηριστικά της πόλης απ’ όπου φαίνεται να πηγάζει η μελαγχολία της. Ουδείς έχει εξηγήσει το παράπονό της που θυμίζει έντονα εικόνα από τα παιδικά χρόνια του αισθαντικού επισκέπτη της, ο αυστηρός πατήρ του οποίου, βλέποντας τον υιό του να εξελίσσεται σε άτομο μονήρες και αντικοινωνικό, αναρωτιόταν άπελπις, και συχνά παρουσία τρίτων, «Τι έχει το παιδί;». και όταν ο υιός μεγάλωσε, συνέδεσε αυτή τη σκηνή με το στίχο του δωδεκανησιακού τραγουδιού, «γιατροί μπαίνουν, γιατροί βγαίνουν, δεν βρίσκουν την αιτία», στίχος ο οποίος επανέρχεται στη μνήμη του όταν αντικρίζει ή όταν θυμάται αυτή την πόλη.
Αγαπούσε την Αλεξανδρούπολη πριν ακόμα την γνωρίσει, παρότι στον Μπλε οδηγό είχε διαβάσει:
Αλεξανδρούπολη
Χάρτης –δρομολόγιο 10
Κωνσταντινούπολη 295 χλμ. – Καβάλα 175 χλμ.
-Κοματηνή 66 χλμ. –Θεσσαλονίκη 341 χλμ.
Κάτοικοι 20.897. Πρωτεύουσα νομού Έβρου.
Η πόλη αυτή, που σύμφωνα με τον Πλούταρχο ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 340 π.Χ., δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μήπως ήταν ο φάρος της, στο κέντρο της προκυμαίας, πάνω από το Λούνα Πάρκ «La Luna»; Μικρά πλεούμενα στο βάθος φέρναν στο νου το τραγούδι, «τρία καράβια πάνε Σμύρνη και Κορδελιό».
«Να φύγω μακριά», έλεγε, έχοντας στο νου του τον Μάριο, τον ήρωα του Σκαρίμπα, που ήθελε να χαθεί στο βορρά. Τραγούδια τριγυρνούσαν στο μυαλό του, «Να πάω να φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, να πάω να ζήσω σ’ ένα βουνό», «Να ’μαν πουλί να πέταγα», «Παλικάρια μου δερβενιώτικα τι με βλέπετε και μαραίνεστε», «Άχι, βάχι, καημό πο ’χει η αγάπη, άχι, βάχι, μέρα νύχτα μ’ έφαγε ο καημός κι η πίκρα, άχι τα μαλλιά σου τέλι-τέλι κι η καρδούλα μ’ σένα θέλει.»
Ήταν η πόλη που μάζευε τους ανεπιθύμητους, τους αποδιωγμένους, τους υπό δυσμένεια, «θα πάρεις φύσημα έλεγαν», υπονοώντας την Αλεξανδρούπολη, εξορία που δεχόταν μόνο απελπισμένους.
Και το τραίνο πήγαινε τόσο αργά, ώστε να μπορεί να σηκώσει όλες τις μνήμες, δημιουργώντας την ελπίδα ότι μπορεί και να μην έφτανες ποτέ.
...........................................................................................................................................................
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου "Ταξίδι στην Αλεξανδρούπολη", από τις εκδόσεις, "ΚΕΔΡΟΣ", στο πλαίσιο του αφιερώματος "Η Αλεξανδρούπολη στη λογοτεχνία" στον "Βορέα"(τεύχος 8) τον Ιανουάριο 2006. πριν 15 χρόνια.
Σταύρος Παπαθανάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου