Τα μη εξυπηρετούμενα ληξιπρόθεσμα χρέη έχουν γίνει ένα βάρος που απειλεί την επιβίωση των νοικοκυριών -εργαζομένων, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και θέτουν σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ τα ληξιπρόθεσμα χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 847 εκατ. τον Οκτώβριο - το δε σύνολο των οφειλών προς το Δημόσιο ανέρχεται σε 107,596 δισ. και το οφείλουν 4,3 εκατ. Έλληνες.
Είναι φανερό ότι εάν δεν ληφθούν σύντομα ουσιαστικά μέτρα διευκόλυνσης των φορολογουμένων και των επιχειρήσεων με γενναίες «ενέσεις» ρευστότητας, τότε το μεγαλύτερο μέρος των οφειλετών - φυσικά και νομικά πρόσωπα, εάν δεν έχουν βάλει ήδη οριστικό «λουκέτο», θα βρεθούν αντιμέτωπα με τεράστιο όγκο χρεών που θα αδυνατούν να εξοφλήσουν.
Όσοι βρεθούν στο «στόχαστρο» των φορολογικών αρχών, ασφαλιστικών ταμείων και τραπεζών θα αντιμετωπίσουν άμεσα τον κίνδυνο των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 9 του ΚΕΔΕ, τα οποία είναι:
- κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη, είτε κινητών και απαιτήσεων γενικώς του οφειλέτη που βρίσκονται στα χέρια τρίτου,
- κατάσχεση ακινήτων.
Εκτός μάλιστα των ανωτέρω είναι δυνατή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η λήψη σε βάρος του οφειλέτη του Δημοσίου, διοικητικών, ασφαλιστικών, και δικαστικών μέτρων.
Ήδη εν μέσω Πανδημίας τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί κ.λπ.) που επιβλήθηκαν από την ΑΑΔΕ τον Νοέμβριο αφορούσαν 1.293.001 φορολογούμενους, από 1.291.968 φορολογούμενους τον Οκτώβριο, ενώ υπό τη δαμόκλειο σπάθη αυτών βρίσκονται ακόμη 1.798.701 υπόχρεοι.
Παρά τις αντιδράσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης, των παραγωγικών φορέων και των επιστημονικών συλλόγων, οι κυβερνητικές επιλογές εκτίναξαν τα χρέη των πολιτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εντός της πανδημίας.
Στο υφεσιακό οικονομικό περιβάλλον, η κυβέρνηση, με απύθμενο κυνισμό, κρέμασε πάνω από το σύνολο της κοινωνίας και την μικρομεσαία επιχειρηματικά την απειλή της πτώχευσης και της δήμευσης των περιουσιών.
Υπό το βάρος του υφεσιακού κλίματος που η ίδια έχει διαμορφώσει στην ελληνική αγορά, επιλέγει ως οδό διαφυγής την προσωρινή αναβολή εφαρμογής του καταστροφικού πτωχευτικού της νόμου, προσποιούμενη ότι δεν βλέπει τον ελέφαντά μέσα στο δωμάτιο.
Σε αυτό το περιβάλλον, η απειλή της πτώχευσης και της δήμευσης των περιουσιών, για τη συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων των πολιτών και των νοικοκυριών που είναι υπερχρεωμένα, δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται. Η λύση δεν βρίσκεται στη μετατόπιση τις ημερομηνίας εφαρμογής του νέου πτωχευτικού νόμου αλλά στην κατάργηση του.
Η οριστική κατάργηση του πτωχευτικού νόμου είναι αδήριτη κοινωνική ανάγκη και απαίτηση ιδιαίτερα στη κατάσταση που έχει περιέλθει η οικονομία από τις επιπτώσεις της πανδημίας και τις κυβερνητικές επιλογές.
Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, η μόνη διέξοδος είναι να υπάρξει μια συνολική στροφή στην οικονομική πολιτική, στην κατεύθυνση της στήριξης των δημοσίων δομών σε βασικά αγαθά (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση), της ενίσχυσης των μισθών και της προστασίας των σχέσεων εργασίας, της διευθέτησης του χρέους των επαγγελματιών, της στήριξης και ανανέωσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Για να αποφύγουμε ένα τσουνάμι χρεοκοπιών στην αγορά πρέπει να υπάρξει αλλαγή πολιτικής. Όχι μόνο για μία ακόμα ρύθμιση 120 δόσεων, όπως έχει προεξοφληθεί, αλλά συνολική ρύθμιση του Ιδιωτικού Χρέους. Όχι μόνο του χρέους που η πανδημία και η λαθεμένη πολιτική της κυβέρνησης δημιούργησαν, αλλά και αυτού που έμεινε αρρύθμιστο από τη χρεωκοπία της χώρας.
Το μέγεθος του Ιδιωτικού χρέους επιβάλλει αλλαγή πολιτικής ξεκινώντας από τις επιστρεπτέες προκαταβολές και τη μετατροπή τους σε μη επιστρεπτέες και διαγραφή σημαντικού μέρους των οφειλών που δημιουργήθηκαν μέσα στην πανδημία.
Μια τέτοια όμως αλλαγή συνδέεται άρρηκτα με τη συνολική πολιτική αλλαγή προς μια προοδευτική κατεύθυνση.
* Ο Μενέλαος Μαλτέζος είναι Μέλος της Κεντρικής Διοίκησης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και Εκπρόσωπος των Προοδευτικών Οικονομολόγων Ελλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου