Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

Μισέρ ου μπλιόβμ τ γκιδ κουτού- καλώς ανταμωθήκαμε όλοι εδώ.Είμαι η Ελένη Θεοδωρακοπούλου, η θυγατέρα του Χρήστου Ρουσσόπουλου, που τόσα πολλά του οφείλουμε. Κατάγομαι από το Νέο Χειμώνιο και είμαι πολύ περήφανη για την αρβανίτικη καταγωγή μου.

Ορεστιάδα, 30 Ιουνίου
2023

Μισέρ ου μπλιόβμ τ γκιδ κουτού- καλώς ανταμωθήκαμε όλοι εδώ.


Τα θερμά μου συγχαρητήρια στο Δήμαρχο, στο δημοτικό Συμβούλιο, στην
επιτροπή για τα 100 χρόνια της Νέας Ορεστιάδας και στους διοργανωτές του
δωδέκατου ανταμώματος Θρακών στο Διδυμότειχο.
Ιδιαίτερα, όμως, θέλω να συγχαρώ την Πρόεδρο της Επιτροπής, τη Ζηνοβία
Ζάχαρη, την συγχωριανή μου. Μας εκπλήσσει καθημερινά με τις πολυποίκιλες
εκδηλώσεις η Επιτροπή, εκδηλώσεις ιστορικού, επιστημονικού, πολιτιστικού και
αθλητικού περιεχομένου.
Εκδηλώσεις, όμως, όπως η σημερινή είναι ξεχωριστές σε σπουδαιότητα,
ευαισθησία και συναισθήματα, αφού επεκτείνονται και σε όλους αυτούς που
συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πόλης και έζησαν αρμονικά με τους Καραγατσιανούς.
Οι Αρβανίτες, οι Γκαγκαβούζηδες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι αντιμετώπισαν και
αυτοί πολέμους, καταστροφές, λεηλασίες, ξεριζωμούς. Οι ζωές των ανθρώπων αυτών
με τη διαφορετική γλώσσα, με τη δική τους ιστορία, με τα δικά τους έθιμα, με τα δικά
τους τραγούδια, τη δική τους φορεσιά, είναι άρρηκτα δεμένες με την τοπική μας
Ιστορία. Όλοι μαζί είναι οι διαφορετικές ψηφίδες του μωσαϊκού που λέγεται ΈΒΡΟΣ.
ΤΩΡΑ, ΟΜΩΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΝΕΑ ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ.


Είμαι η Ελένη Θεοδωρακοπούλου, η θυγατέρα του Χρήστου Ρουσσόπουλου, που
τόσα πολλά του οφείλουμε. 

Δεν είμαι ερευνήτρια, ούτε συγγραφέας, αλλά αγαπώ
πολύ την παράδοση και ασχολούμαι μ’ αυτήν.


 Κατάγομαι από το Νέο Χειμώνιο και
είμαι πολύ περήφανη για την αρβανίτικη καταγωγή μου. 

Μιλώ την αρβανίτικη
γλώσσα, τραγουδώ και χορεύω τους χορούς και τα τραγούδια που μου έμαθε η γιαγιά
μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου οι αναδρομές στις αλησμόνητες πατρίδες
ήταν πάρα πολύ έντονες και συνεχείς. Είχα την τύχη να έχω έναν πατέρα που είχε
βαθιά ριζωμένη μέσα του μια πατρίδα που δεν πρόλαβε να ζήσει, ήταν 2 χρονών στον
ξεριζωμό, την έβαλε όμως στην καρδιά του και την αγάπησε πολύ μέσα από τη
νοσταλγία που ένιωθαν οι γονείς του και οι παππούδες του.

Αυτήν την Πατρίδα, το Μεγάλο Ζαλούφι, την άγνωστη και την τόσο γνωστή
συγχρόνως, αγάπησα κι εγώ. Σε αυτήν την Πατρίδα θα αναφερθώ και σήμερα.
Στα επίσημα βιβλία της Πολιτείας δεν υπάρχει ούτε μία παράγραφος για τους
Αρβανίτες. Μένει σ’ εμάς να διατηρήσουμε την αρβανίτικη γλώσσα και την πλούσια
παράδοσή μας και να την μεταδώσουμε στις επόμενες γενιές. Οι Αρβανίτες είναι
έξυπνοι, εργατικοί, ειλικρινείς και με σεβασμό στις πατροπαράδοτες αξίες. Η
ΜΠΕΣΑ είναι το κύριο γνώρισμά τους. Τους χαρακτηρίζει, όμως, το πείσμα και η
ισχυρογνωμοσύνη. Αυτό φυσικά το γνωρίζουν καλά όσες έχουν παντρευτεί αρβανίτη
άνδρα. Εξάλλου, είναι πασίγνωστη η φράση: «Αρβανίτικο κεφάλι έχεις, παιδί μου;».
Στην έρευνά της για την αρβανίτικη φορεσιά το 1979, η Πανεπιστημιακός κ.
Μελίδου- Κεφαλά γράφει:
«Παντρευόμασταν γιατί ταίριαζαν τα ρούχα μας. Η φορεσιά μας ταίριαζε, εδίναμε,
επαίρναμε. Τώρα άλλαξε η φορεσιά μας, τώρα παίρνουμι ό,τι βρούμι. Τώρα
ανακατώθκαμι».
Η ζωή των αρβανιτών περιοριζόταν στο χωράφι, στη στάνη, στη βρύση και στα
αλώνια. Όμως, ο χορός και το τραγούδι δεν έλειπαν από τις γιορτές, τα πανηγύρια και
τα νυχτέρια.
Η γειτνίαση με την πόλη της Νέας Ορεστιάδας άλλαξε τη ζωή στο χωριό. Δειλά
δειλά άρχισαν να φοιτούν στο Γυμνάσιο τη δεκαετία του ΄50 καταρχάς μόνο αγόρια,
που πηγαινοέρχονταν από το χωριό στην πόλη με τα πόδια. Αρκετοί από τους
κατοίκους άρχισαν να δραστηριοποιούνται σε διάφορα επαγγέλματα και πολλοί
δημιούργησαν μέσα στη Νέα Ορεστιάδα δικές τους επιχειρήσεις σημειώνοντας
μεγάλες επιτυχίες.
Στις 14-08-1924 το Χειμώνιο προσαρτάται στην κοινότητα Νέας Ορεστιάδας και
από 16-10-1940 γίνεται αυτόνομη κοινότητα. Διετέλεσαν δήμαρχοι οι αρβανίτες
Σιωπίδης Δημήτριος το 1924 από το Σάκκο και Σταματόπουλος Ιωάννης 1936-1937
από το Χειμώνιο.
Η καταγωγή μας είναι από το Κεφαλοχώρι της Μακράς Γέφυρας, το Μεγάλο
Ζαλούφι. Το 1883 οι κάτοικοι του Ζαλουφιού ανέρχονται σε 5000 περίπου. Στη
μεγάλη πλατεία του, σε διώροφη οικοδομή ήταν το κοινοτικό κατάστημα και το

τουρκικό Αστυνομικό Τμήμα. Στο χωριό υπήρχαν 25 καφενεία που ήταν και
παντοπωλεία συγχρόνως, φούρνοι και 2 νερόμυλοι στον Εργάνη ποταμό.
Η πρώτη εκκλησία ήταν κτισμένη μέσα στα μνήματα. Το 1880 χτίζουν νέα
μεγαλοπρεπή εκκλησία, καμάρι της περιοχής, αφιερωμένη στον Ιωάννη τον
Αποκεφαλιστή. Τριήμερη πανήγυρη γινόταν στο Ζαλούφι στις 29 Αυγούστου με
παλαίστρες στα αλώνια, αγώνες με τα άλογα και τρικούβερτους χορούς στην πλατεία.
Το Ζαλούφι διέθετε ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος και είχε μεγάλη παραγωγή σιτηρών.
Είχε, όμως, και τη φήμη για τα εξαιρετικής ποιότητας σταφύλια του, τα παμίτ και τα
παπάσκαρα. Είναι ξακουστά τα κρασιά και το μυρωδάτο τσίπουρο του Ζαλουφιού.
Στα γλέντια με την μπακίρα και σπανίως με την χλιάρα σερβίρονταν το κρασί, γράφει
ο Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης, Γεώργιος Τολίδης.
Δύο σπουδαία γεγονότα σημάδεψαν την ιστορία του Μεγάλου Ζαλουφιού. Η
μεγάλη πυρκαγιά και οι σφαγές στις 12 Ιουλίου 1913 και ο ξεριζωμός τον Σεπτέμβριο
του 1922.
Φωτιά, καπνός, αντάρα Ποτάμι μες στους δρόμους
σ’ όλο το χωριό τα ξακουστά κρασιά
σκοτώσαν τετρακόσιους που σμίγουν με το αίμα
και ζώα εκατό. απ’τα αθώα τα παιδιά,
γράφει στο ποίημά του ο Χρήστος Ρουσσόπουλος.
Πολλοί ήταν οι Ζαλουφιώτες που σφαγιάστηκαν από τους Νεότουρκους. Επί
τριήμερα έκαιγαν, λεηλατούσαν και έσφαζαν χωρίς να κάνουν διάκριση σε
ανθρώπους και ζώα. Μετά την καταστροφή, όσες οικογένειες έμειναν στο Ζαλούφι,
έζησαν τα μελανότερα χρόνια της ζωής τους. Με πολλά μέλη της οικογένειας απόντα,
λόγω του ότι είχαν σφαγιαστεί, χωρίς πρόβατα, χωρίς γελάδες για το ζυγό, με
ελάχιστη γη για καλλιέργεια, με τη φοβέρα των Τούρκων ζουν ένα δράμα. Η πείνα με
τη βοήθεια του ψύχους θερίζει νέους και γέρους.
Μετά τις νίκες του Ελληνικού στρατού το 1920, το χωριό ξαναβρήκε την παλιά
καλή ζωή του. Τα χωράφια άρχισαν να καλλιεργούνται, τα αμπέλια φορτώθηκαν
σταφύλια και γέμισαν τα βαρέλια κρασί και τσίπουρο. Για τελευταία χρονιά τον
Αύγουστο του 1922 το πανηγύρι του Αη Γιαννιού γιορτάστηκε με όλη του τη

μεγαλοπρέπεια. Γλέντια στα καφενεία, τρικούβερτος χορός στην πλατεία και πάλη
στα αλώνια.
Το μεσημέρι και ενώ το γλέντι είναι στην κορύφωσή του, φθάνουν στο χωριό οι
δύο πρώτοι στρατιώτες του μετώπου της Μικράς Ασίας. Είναι ο Δημήτρης
Κωστόπουλος και ο Χαράλαμπος Σταματόπουλος, και κάνουν γνωστό σε όλους ότι το
μέτωπο της Μικράς Ασίας έσπασε. Το πανηγύρι δεν διαλύθηκε αλλά χάθηκε κάθε
διάθεση για γλέντι και χορό.
Οι επόμενες μέρες περνούν με μεγάλη απελπισία και αγωνία για το τι θα
ακολουθήσει. Η ανακωχή των Μουδανιών αναγκάζει τον ελληνικό πληθυσμό να
εγκαταλείψει τα εδάφη του εντός 15 ημερών. Οι Ζαλουφιώτες βλέπουν τους
γειτόνους από τα γύρω χωριά να φεύγουν με φορτωμένα τα βοϊδάμαξά τους και δεν
θέλουν να πιστέψουν ότι και οι ίδιοι θα πρέπει να εγκαταλείψουν το χωριό τους.
Ασχολούνται ακόμη με τις γεωργικές τους εργασίες, αλλά τις κάνουν με μισή καρδιά.
- Για άκουσε κι εμένα μπρε άνδρα μ’! Χτε ήρτι η κυράτσα μ’, η Στόινω και
μ’είπε ότι άρχισαν να μαζώνουν τα πράματα τσ’, και θα φύγουν. Εμείς τι
περιμένουμε;
- Για πρόσεξε πώς μιλάς σ’εμένα, γυναίκα. Δεν θέλω μυαλό από σένα. Θα βγω
μέχρι τον καφενέ, μήπως και μάθω κάνα νέο, και μετά θα δω τι θα κάνουμε κι
εμείς.
Στρίβει το μουστάκι του ο Ζαλουφιώτης και φεύγει για το καφενείο
προβληματισμένος.
Τέτοιες σκηνές γίνονται σε όλα τα σπίτια. Με παγωμένες τις καρδιές τους, οι
Ζαλουφιώτες άρχιζαν να ετοιμάζονται για το μεγάλο ξεριζωμό. Δεν ξέρουν τι να
πάρουν μαζί τους, πώς θα τα κουβαλήσουν και, κυρίως, τους απασχολεί πού θα
εγκατασταθούν. Έχουν φορτώσει τα βοϊδάμαξα αλλά δεν ξεκινούν. Πάντα ελπίζουν
σε μια καλή είδηση από τον τελάλη ή τους χαρμόσυνους ήχους της καμπάνας.
Τα μικρά παιδιά που δεν καταλαβαίνουν τον λόγο της φυγής, βρίσκονται επάνω
στα κάρα και κουκουλώνονται με τα κιλίμια μαζί με τους παππούδες. Οι γονείς, όμως,
κλειδώνουν καλά τις πόρτες μην μπει κλέφτης, μη φυσήξει δυνατός αέρας και τις
ανοίξει. Θα ξαναγυρίσουν γρήγορα και έπρεπε να είναι όλα άθικτα και όρθια και να
τους περιμένουν. Κοιτάζουν δακρυσμένοι το φτωχικό τους. Είναι το πατρικό τους,

εδώ μεγάλωσαν, εδώ έγιναν οι γάμοι τους, οι βαπτίσεις των παιδιών τους, οι κηδείες
των γονιών τους.
Φεύγοντας από το σπίτι, περνούν από την εκκλησία, ανάβουν ένα κεράκι. Περνούν
από τη μεγάλη βρύση, τη πασίγνωστη ΤΣΕΣΜΕ-ΓΚΙΟΚΣ. Βρέχουν τα πρόσωπά τους
και γεμίζουν τις λαήνες τους για να έχουν νερό για τα παιδιά. Σε λίγο συναντούν τα
τσαΐρια τους, όπως βοσκούσαν παίζοντας το γκαβάλι τα πρόβατα, τα γελάδια, τα
βουβάλια. Περνούν από τα χωράφια τους με τα μεγάλα δέντρα να τους περιμένουν
στον παχύ ίσκιο για το μεσημεριανό σερμπέτι και τη σκορδαλιά.
Έχουν κάνει πορεία πάνω από 10 ώρες μέσα στη βροχή και στις λάσπες και
φθάνουν στην αμαξωτή γέφυρα του Πυθίου. Αναρίθμητα κάρα φορτωμένα
περιμένουν να περάσουν. Παιδιά κλαίνε από την πείνα και δίψα, φωνές και καυγάδες
ακούγονται από παντού. Όλων τα μάτια είναι καρφωμένα στην απέναντι όχθη του
Έβρου.
Γιατί; Γιατί; Γιατί να γίνονται ξεριζωμοί;!!
Η αμαξωτή γέφυρα του Πυθίου είναι στενή και δεν χωράνε τα βοϊδάμαξα, που
άλλα πηγαίνουν και άλλα έρχονται, καθόσον πολλοί πρόσφυγες επιστρέφουν στα
σπίτια τους για να ξαναφορτώσουν και άλλα πολύτιμα σκεύη.
Περνώντας τη γέφυρα οι Ζαλουφιώτες σκορπίζουν σε πολλά χωριά της Θράκης και
της Μακεδονίας. Οι περισσότεροι ρίζωσαν κοντά στο ποτάμι με την ελπίδα της
γρήγορης επιστροφής στο Ζαλούφι, στο Ομούρ-Μπέη, στο Σαράκιο, στο Καράσακλι,
λίγοι στην Κλεισσώ, στην Καβύλη, στο Θούριο, στο Σοφικό, στο Πύθιο, στα Δίκαια.
Τρεις Ζαλουφιώτες, ο Μπιμπισίδης Πέτρος, ο Χριστοφορίδης Στέργιος και ο
Μενεξόπουλος Δημήτριος, με κίνδυνο της ζωής τους επιστρέφουν με μια βοϊδάμαξα
στο Ζαλούφι, ξηλώνουν όσες εικόνες μπορούν από την εκκλησία, παίρνουν το
δισκοπότηρο, το Ευαγγέλιο, διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία και τη μεγάλη καμπάνα.
Αντιμετωπίζουν με πολύ θάρρος του Τούρκους που τους εμποδίζουν στο έργο τους.
Άλλους δωροδοκούν με λίρες που έχουν μαζί τους, άλλους απειλούν αλλά
κατορθώνουν να επιστρέψουν στο χωριό. Όλα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στην
εκκλησία του χωριού μας.
Ο Οκτώβριος του 1922 ήταν πολύ βροχερός και τη νύχτα η θερμοκρασία ήταν
χαμηλή με πυκνή ομίχλη σαν χιόνι. Οι Ζαλουφιώτες από τις πρώτες μέρες κόβουν

ιτιές, τις επεξεργάζονται με σφήνες και τσεκούρια, πλέκουν τσίτια με τα κλαδιά και
φτιάχνουν πρόχειρα καταλύματα για να στεγάσουν τις οικογένειές τους. Πολλοί
φιλοξενούνται σε στάβλους και αχυρώνες από τις δέκα οικογένειες Αρβανιτών και τις
50 οικογένειες Τούρκων που ζουν στο Ομούρ-Μπέη.
Κάθε πρωί, πρώτη τους κίνηση είναι να γυρίσουν το βλέμμα τους προς το Ζαλούφι
και να κάνουν πάντα την ίδια ευχή: να ξαναγυρίσουν το γρηγορότερο στο Ζαλούφι.
Οι Ζαλουφιώτες έσφιξαν την καρδιά τους, έπνιξαν την πίκρα της προσφυγιάς, της
ταλαιπώριας, της απώλειας των περιουσιών τους και αγωνίστηκαν, ίδρωσαν,
κόπιασαν αλλά διακρίθηκαν στην κτηνοτροφία και τη γεωργία με τα
γουρουνοτσάρουχα, το αλέτρι και τον κασμά, κάνοντας με πολύ σκληρή δουλειά τη
γη να καρπίσει. Ο προσφυγικός ιδρώτας πότισε την άγνωστη και φιλόξενη
ταυτόχρονα γη που καρποφόρησε με τρόπο θαυματουργικό.
Το 1923 το Ομούρ-Μπέη μετονομάστηκε σε Νέο Χειμώνιο ενώ έπρεπε να
ονομαστεί Νέο Ζαλούφι. Δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο δεν έγινε αυτό και
λυπούμαστε πάρα πολύ γι’ αυτήν την εξέλιξη. Πολλοί από τους ξεριζωμένους
έκλεισαν τα μάτια τους χωρίς να ξαναδούν την ΠΑΤΡΙΔΑ τους. Πολλές ψυχές έφυγαν
στους ουρανούς με την ελπίδα της επιστροφής για καθημερινή τους συντροφιά.
Οφείλουμε να διδάξουμε στους νεότερους το αρβανίτικο προσφυγικό μεγαλείο
που, από το μηδέν, δημιούργησε σπίτια, νοικοκυριά, οικογένειες, κουλτούρα και,
κυρίως, ιδανικά. Το οφείλουμε στους αρβανίτες προγόνους μας, το χρωστάμε στους
εαυτούς μας, το ΑΞΙΖΕΙ η νεολαία μας. Σε κάθε μας βήμα ας έχουμε υπόψη μας τους
στίχους του τραγουδιού:
Σ’ αυτόν τον κόσμο που’ μαστε
Άλλοι τον είχαν πρώτα
Σ’ εμάς τον παραδώσανε
Κι άλλοι τον καρτερούνε.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου