Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

Ο Σολωμός και η μεγάλη μας επέτειος-Από την Σχολική Σύμβουλο Π.Ε. και Δρ Παιδαγωγικών Ευαγγελία Σεραφείμ

Η Σχολική Σύμβουλος Π.Ε. κ. Σεραφείμ Ευαγγελία διδάκτωρ Παιδαγωγικών ανέπτυξε το θέμα :

 

Ο Σολωμός και η μεγάλη μας επέτειος

 

Αξιότιμοι δημοτικοί άρχοντες, αξιότιμα μέλη του Φιλεκπαιδευτικού Ομίλου Αλεξανδρούπολης, σας συγχαίρω για την πρωτοβουλία και συγχρόνως ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας και την ανεπανάληπτη ευκαιρία, να σκύψω ξανά και ξανά, ως όφειλα ως Ελληνίδα, στα λόγια του Σολωμού.

Η επέτειος που μας συγκέντρωσε εδώ είναι η επέτειος της απαρχής της ελεύθερης Ελλάδας. Κάθε χρόνο μαζευόμαστε και προσπαθούμε να φέρουμε στο νου τα γεγονότα που έδωσαν στην Ελλάδα, που η ζωή της αρχίζει πριν το 2.500 π.Χ., μια θέση στο χάρτη, της έδωσαν κρατική οντότητα. Κατανοούμε ότι τα γεγονότα αυτά υπήρξαν σημαντικά και ασύλληπτα στη λογική μας, ήταν υπέρλογα πραγματικά, όμως ο χρόνος αντιμάχεται τη μνήμη και τη δύναμη των συναισθημάτων. Ευτυχώς για μας, οι μορφές που η ζωή τους άρρηκτα συνδέθηκε με την εξέγερση του ’21, αντιπαλεύουν τη λήθη, τρυπώνουν στη σκέψη μας και μας καλούν να τις φέρουμε κοντά ή να πάμε εμείς κοντά τους και δι’ αυτών να βρούμε τον εαυτό μας, να ψηλαφίσουμε το παρελθόν μας, τα στοιχεία της ταυτότητάς μας την μοναδικότητα της πορείας του Έθνους μας.

Ο Σολωμός είναι μια από αυτές τις μορφές. Το έργο του μελετήθηκε από Έλληνες και ξένους και έχει βρει τη θέση που του αξίζει, όσον αφορά το καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό μέρος. Όμως, εμείς είμαστε ο λαός, ή αλλιώς η μούσα του ποιητή, διότι για το λαό έγραφε, από τον αγώνα του λαού εμπνεόταν, με το λαό του ταυτίστηκε. Είμαστε τα παιδιά του, κυριολεκτικά –ως απόγονοι εκείνης της γενιάς- αλλά και από πνευματική άποψη, καθώς μεγαλώσαμε με τα ποιήματά του και βλέπουμε τον αγώνα της εθνικής παλλιγενεσίας μέσα από τους στίχους του. είναι δάσκαλός μας. όμως, πόσο συχνά τον διαβάζουμε από προσωπική επιλογή; Σε πόσες γραμμές θα χωρούσαν όσα θα είχαμε να πούμε γι’  αυτόν αν μας ρωτούσαν; Το όνομά του τι φέρνει στο νου μας, πέρα από εκείνη την αυστηρή αυθεντική φωτογραφία του, που όμορφα κοσμεί και την αφίσα της εκδήλωσης αυτής; Τι μας λέει αυτή η φωτογραφία, τι συναισθήματα μας προκαλεί;

Ας κάνουμε σήμερα ένα βήμα, κι ας ξαναθυμηθούμε ποιος ήταν ο εθνικός μας ποιητής.

Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν αριστοκράτης σε καταγωγή και ζωή, καθώς έχει γραφεί γι’ αυτόν ότι «δεν έγραφε, έκανε ποιητική ζωή» (Π.Χάρης 1978).  Έζησε στην Ζάκυνθο, σπούδασε στην Ιταλία, κατόπιν μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα. Δεν βρέθηκε δηλαδή κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Όμως ούτε η καταγωγή, ούτε η μόρφωση, ούτε η καλλιέργεια της γλώσσας, που την αντιμετωπίζει ως λογοτεχνικό όργανο και πασχίζει για την τέλια φόρμα της και την αξιοπρεπή σοβαρότητα, τη συγκεντρωτική δύναμη  με λιτότητα σ’ αυτήν (Κριαράς σ7), δεν απομακρύνουν τον ποιητή από το λαό του.  Γεννημένος το 1798, αρχίζει από τα 20 χρόνια τη διαρκή μετέπειτα παρουσία του στα γράμματα, γράφει στα 25 του τον Ύμνο στην Ελευθερία, το πρώτο μεγάλο του ποίημα, με στοιχεία από το ρομαντισμό και το κλασικισμό, γραμμένος ε γλώσσα ελληνική, δημοτική ως γνήσια εθνική, ποίημα που αποτελεί «κραυγή ενός ελεύθερου ανθρώπου» (Π. Χάρης σ49) και που για το έθνος αποτελεί και το πρώτο βήμα στην πνευματική πορεία του, είναι τα εγκαίνια της πνευματικής μας ζωή ως ελεύθερο ελληνικό  κράτος (οπ.π.σ49), που αποδεικνύει τη θέση του ποιητή ότι: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβη ο νους κ’ έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε» (Σολωμός στη συνάντηση με τον Montl, Κριαράς, σ5)

Ο Ύμνος γράφτηκε μέσα σε ένα μήνα (Καρυπίδου http://www.neolaia.de), το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο, στο λόφο του επιστήθιου φίλου του Σολωμού, του Λουδοβίκου Στράνη και μελοποιήθηκε το 1828 από το Νικόλαο Μάντζαρο, για να καθιερωθεί το 1864 μετά την Ένωση της Επτανήσου, ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας. Αποτελεί δε το μοναδικό Εθνικό Ύμνο που εξυμνεί την ελευθερία. Άλλοι εθνικοί ύμνοι μιλούν για τους πατριώτες που αγωνίστηκαν (Ισπανία), για τη γη την ευλογημένη (Λουξεμβούργο), για το μεγαλείο του Έθνους (Γερμανία).

Προς την Ελευθερία απευθύνεται μόνο ο λαός μας.

Η Ελευθερία περιγράφεται στο ποίημα πικραμένη, γιατί διώχτηκε από το μόνιμο τόπο κατοικίας της, την Ελλάδα.

2                                                                      3

Απ’ τα κοκάλα βγαλμένη                                Εκεί μέσα εκατοικούσες

των Ελλήνων τα ιερά,                                     πικραμένη, εντροπαλή,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,                          κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!                             "έλα πάλι", να σου πει!.

 

Όμως, παρόλο που δεν “άκουγε” να γίνεται λόγος γύρω από το όνομά της, και κανείς –εκτός από το λαό- δεν φώναζε το «έλα πάλι» εκείνη υπομένει και ταυτόχρονα ελπίζει. Οι υποσχέσεις είναι ψευδείς (στρ. 11), 11.

Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,

αλλ’ ανάσαση καμιά·

άλλος σου έταξε βοήθεια

και σε γέλασε φρικτά.

Το όλο κλίμα καταλήγει σε ειρωνεία προς αυτήν (στρ. 12)

 

12

Άλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου

οπού εχαίροντο πολύ,

"σύρε να ‘βρεις τα παιδιά σου,

σύρε", έλεγαν οι σκληροί.

 

Αυτό την κάνει να επανέρχεται από τον τάφο και να σωριάζεται από τη λύπη της (στρ. 13,14).

13                                                                                14

Φεύγει οπίσω το ποδάρι                                 Ταπεινότατη σου γέρνει

και ολογλήγορο πατεί                                     η τρισάθλια κεφαλή,

ή την πέτρα ή το χορτάρι                                 σαν πτωχού που θυροδέρνει

που τη δόξα σου ενθυμεί.                               Κι είναι βάρος του η ζωή.

 

Όμως και οι Έλληνες δεν αισθάνονται καλύτερα και γι’ αυτό θέτουν το δίλημμα ″Ελευθερία ή Θάνατος″, αφού αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.

 

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει                           Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

κάθε τέκνο σου με ορμή,                                των Ελλήνων τα ιερά,

που ακατάπαυστα γυρεύει                               και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

ή τη νίκη ή τη θανή.                                         χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εν συνεχεία, στις στροφές 17-34 το κλίμα αρχίζει να διαφοροποιείται : Ήρθε η ώρα των Ελλήνων να ελευθερώσουν την πατρίδα τους γιατί στα τόσα χρόνια υποδούλωσής τους κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, ένα πράγμα κατάλαβαν πού έντονα : η τυραννία είναι φρικτή και πλέον δεν μπορούν να την υφίστανται.

Γι’ αυτό μέσα στη γαλήνη που απλώνονταν ξαφνικά γίνεται το ξέσπασμα (στρ. 18)

 

17                                                                    18

Μόλις είδε την ορμή σου                                εγαλήνεψε· και εχύθει

ο ουρανός που για τσ’ εχθρούς                       καταχθόνια μια βοή,

εις τη γη τη μητρική σου                                 και του Ρήγα σου απεκρίθη

έτρεφ’ άνθια και καρπούς.                              πολεμόκραχτη η φωνή.

 

Η συγκίνησή τους είναι μεγάλη και θεωρούν υποχρέωσή τους να μεταφέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα στην Ελευθερία όλα τα κομμάτια της ελληνικής γης (Στρ. 19-20).

 

19                                                                    20

Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν                         Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια

χαιρετώντας σε θερμά,                                    του Ιονίου και τα νησιά,

και τα στόματα εφωνάξαν                               κι εσηκώσανε τα χέρια

όσα αισθάνετο η καρδιά                                  για να δείξουνε χαρά,

 

Η Αγγλία ξαφνιάζεται από την απότομη τροπή των γεγονότων και έχει υποψίες, ενώ ο καγκελάριος Μέτερνιχ παρομοιάζεται με αετό. Οι Τούρκοι συμπεριφέρονται σαν άγρια θηρία, κατασπαράζοντας τα πάντα στο διάβα τους, νομίζοντας πως θα έχουν καλύτερα αποτελέσματα (η στροφή, 26 διασώζει αυτές τις ιστορικές αλήθειες),

 

26

Σε ξανοίγει από τα νέφη

και το μάτι του Αετού,

που φτερά και νύχια θρέφει

με τα σπλάχνα του Ιταλού·

 

ωστόσο η Ελλάδα παραμένει ακλόνητη και η Ελευθερία επεκτείνεται σε αυτήν (Στρ.28).

 

28                                                                   

Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι

πάρεξ που θα πρωτοπας·

δεν μιλείς και κουνιέσαι

στες βρισιές οπού αγρικάς

Οι ″γενναίες″ πόλεις τρόμαζαν τον εχθρό, που συνεχίζει να σκορπά την καταστροφή, όμως οι Έλληνες που ενθαρρύνονται (στρ. 34) δεν παραδίδουν τα όπλα.

 

Στο τέλος του Ύμνου, στις στροφές 137-158, η Ελευθερία καλείται να επιστρέψει στην Ελλάδα γιατί ηττήθηκε η ΔΙΧΟΝΟΙΑ και όλοι είναι έτοιμοι να την υποδεχτούν και να την τιμήσουν όπως πρώτα.

 

137                                                                  138

Η κατάρα που είχε αφήσει,                             Την ακούω, βροντάει, δεν παύει

λίγο πριν να αδικηθεί,                                     εις το πέλαγο, εις τη γη,

εις οποίον δεν πολεμήσει                                και μουγκρίζοντας ανάβει

και ημπορεί να πολεμεί.                                  την αιώνιαν αστραπή.

 

Και παρακάτω…

149

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε

για πατρίδα, για θρησκεία,

σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε

σαν αδέλφια γκαρδιακά.

 

Ο Σολωμός αποδεικνύεται «όχι μόνο ένας οραματιστής ποιητής, αλλά και ένας οξύτατος παρατηρητής της γύρω του πραγματικότητας»(Ανδρέας Καραντώνης 1963) και προτάσει την ηθική ελευθερία εναντίον της υλικής βίας και στον Ύμνο και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και το νόημα της τέχνης, το νόημα της ποίησης στην προκειμένη περίπτωση, είναι η «απολύτρωση του ανθρώπου από τα πάθη… Θέλει να νικά ο Λόγος το κράτος των αισθήσεων και το Πνεύμα να κυριεύει όλα τα εξωτερικά ενάντια… η ιδέα να εξαϋλώνει τα πάθη και να ταιριάζει τα μερικά προς τα καθολικά και τα ατομικά προς τα παγκόσμια, Η Τέχνη στο Σολωμό –όπως γράφει ο Παλαμάς (1901)- έχει επαναστατική δύναμη και η Ελευθερία- όπως λέει ο ίδιος ο Σολωμός- δεν είναι μόνο δικαίωμα, είναι και χρέος.

Μετά από τόσα χρόνια ο Σολωμός εξακολουθεί να απευθύνεται σε μας και μας δίνει κανόνα ζωής να «μάθουμε να δεχόμαστε ως εθνικό ό,τι είναι Αληθές» και αν ανατρέχαμε συχνά σε αυτόν και τον ακούγαμε θα οικοδομούσαμε ίσως μια άλλη Ελλάδα.

Στο άλλο του έργο, το «Διάλογο», διαλέγεται με τον κάθε «Σοφολογιότατο», τον κάθε άνθρωπο που νομίζει ό,τι τα ξέρει όλα και με το αντίστοιχο ύφος δηλώνει τι θεωρεί σωστό ή λάθος για το Έθνος και φυσικά λανθάνει, όντας μακριά από το Έθνος. Ο εγωισμός και υπέρμετρος υποκειμενισμός, τον κάνει να χάνει το στόχο, τον ευδιάκριτο στο ευαίσθητο, καθαρό μάτι του ποιητή. Ο λαός μας αγωνίζεται και οι «Σοφολογιότατοι» κάθε εποχής εφευρίσκουν μια «καθαρεύουσα» για να θεωρούν ως μείζον θέμα, ενώ ο ποιητής δηλώνει ξεκάθαρα ότι «δυσκολεύει την εξάπλωση της σοφίας, δεν ομιλιέται, μήτε ομιλήθηκε, μήτε θέλει να ομιληθεί» και ο ίδιος με έργο και ζωή «ανυψώνει την καθημερινότητα δεν υποδουλώνεται στην πραγματικότητα και δεν παύει να λαχταρά «τον πλεονεκτικότερο προορισμό και την καλλίτερη προκοπή όλων και κυρίως της ελληνικής νεότητας». «Δεν κάνει ποίηση προσγειωμένη, όπως γίνεται σήμερα και αν ήταν παρών δεν θα παρακολουθούσε τον ωμό ρεαλισμό, την τραχύτητα, την βαναυσότητα, την προχειρολογία, τον αγοραίο λόγο. Θα ήταν αυστηρός και αδυσώπητος, καθώς είχε τέλεια αναπτυγμένη την αίσθηση του καλού και πληρέστατη εκλεκτικότητα (Θεόδωρος Ξύδης, 1978).

Μας λέει δε «Μόνον όταν οι αφορμές τη διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε να έχουμε μιαν άθικτη αναγέννηση… μέλλον μεγάλο, όταν όλα στηριχθούν στην ηθική, όταν θριαμβεύση η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν όχι για μάταιη επίδειξη παρά για το όφελος του λαού, που έχει ανάγκη από παιδεία και από μόρφωση όχι σχολακιστική. Τότε θα έχουμε –ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας- μια ηθική αναγέννηση και το μέλλον θα είναι μεγάλο». Έτσι βλέπει την ποίηση, ως πνευματική πράξη, με διδακτική παρουσία σε ό,τι περνά το Έθνος (σ133) στον διαρκή αγώνα του για ελευθερία, αγώνα που απλώς αλλάζει μορφές ανάλογα με την ιστορική περίοδο.

Έχει γραφεί για το Σολωμό ότι «πρώτος συνέλαβε τη μεγάλη αλήθεια : το Έθνος, αν και σκλαβωμένο, ήταν στο εσωτερικό του ελεύθερο. Ρόλο δεν παίζει το να είσαι ελεύθερος. Αν το νιώθεις δεν δουλώνεσαι, ακόμα κι αν δουλωθείς. Δουλώνεσαι αν νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος. Τότε αφομοιώνεσαι από ένα κάτι άλλο. Κι αυτό συνέβει με την Ελλάδα: ο λαός της (όμαιμος, ομόγλωσσος, ομότροπος στην πίστη, στα ήθη και στα έθιμα, έμεινε ελεύθερος. Γι’ αυτό και έζησε. Δεν υπάρχει εσωτερική στέρηση ελευθερίας –έπασχε από εξωτερική στέρηση ελευθερίας (σ94).

Όμως εδώ έχει τη θέση του το τραγικό στοιχείο, στο ότι εμείς αισθανόμασταν ως Έλληνες ελεύθεροι, είμασταν όμως πολιορκημένοι… Στο κορυφαίο αυτό ποίημα, η φύση οργιάζει από ομορφιά και ζωή, και ενώ η φύση δημιουργεί τον αληθινό ποιητή ο Σολωμός επέκεινα αυτής της αλήθειας, (Σ93) προχωρά στη «εκ των έξω κατανόηση των έσω σε μια σύζευξη με την ουσία των πραγμάτων, καθώς στο συγκεκριμένο ποίημα, η ομορφιά της φύσης, οδηγείς σε τραγικό λυρικό στοιχείο, αφού στο μυαλό των Ελλήνων ήταν καρφωμένος ο αγώνας για την ελευθερία, που σήμαινε θυσία, πείνα, ολοκαύτωμα… καθώς λέει ο ποιητής στο σχεδίασμα Β΄.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:

«Όποιος πεθάνεις σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

 

ΙΙΙ

«Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με <τη> βία,

γυναικός, γέροντος, παιδιού, μην κόψουν την αντρεία».

 

Χαμένη, αλίμονο, κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·

αλλά πως φθάνεις τον εχθρό και καθ’ ηχώ ξυπνάει;

Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,

κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·

και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,

τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,

βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,

τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα 

 

τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,

τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο./

 

Όλοι κατανοούμε ότι οι παραπάνω «στίχοι δεν είναι καθώς νομίζουν οι άνθρωποι, αισθήματα… είναι εμπειρίες. Για ένα στίχο πρέπει να δη κανείς πολλές πόλεις, ανθρώπους και πράγματα, πρέπει να γνωρίζει τα ζώα, να αισθάνεται πως πετάνε τα πουλιά και να ξέρει την κίνηση με την οποία ανοίγουν τα μικρά λουλούδια το πρωί Rainer Maria Rilke (1965) είναι «η σύνθεση όλων των αισθητικών δυνατοτήτων του πνεύματος, ακόμη και των μουσικών και των εικαστικών, στο μόνο σημείο όπου αυτή η σύνθεση μπορεί να συντελεσθεί, στο λόγο» (Κ. Τσάτσος 1960)

Ο Σολωμός έγραφε το 1842 στον Γ. Τερτσέτη:

«Πάνε είκοσι χρόνια που σαν σήμερα η Ελλάδα έσπασε τις αλυσίδες. Η ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού είναι μέρα για χαρά και δάκρυα. Χαρά για τα μελλούμενα, δάκρυα για τη σκλαβιά την περασμένη. Και για σήμερα τι να ειπώ; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει τόσο βαθιές τις ρίζες, που σε κάνει να σαστίζεις. Μόνον όταν οι αφορμές της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε να έχουμε…. ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας ηθική αναγέννηση».  Στον πάντα επίκαιρο λόγο του ποιητή, βλέπουμε την μετάδοση της ουσίας (Κ. Τσάτσος 1960). Όμως έχουν οι νεοέλληνες ουσία; Μήπως και σήμερα ο ποιητής δεν θα μπορούσε να πει τα ίδια λόγια; Όμως για να κρίνει κανείς το ρώτα πρέπει να γνωρίζει το πριν.

Γνωρίζουμε επαρκώς το πριν;

Μήπως δεν θα μπορούσε να φωνάξει προς εμάς ο ιερέας της Σάιδας όπως κάποτε προς τον Σόλωνα:

«-Ω Σόλων, Σόλων, Έλληνες αεί παίδες εστε, γέρων δε Έλλην ουκ έστιν!» (ΠΛΑΤΩΝΑ, Τίμαιος, 22Β). δηλαδή εν άλλοις λόγοις όπως είπε ο Βικέλας στα 1863, άρτι αφηχθείς από το Λονδίνο: «Το δυστύχημα του έθνους μας είναι ότι δεν έχομεν ανθρώπους –οδηγούς» και αυτό είναι άλλο ένα τραγικό στοιχείο όπως εκείνο της εσωτερικής ελευθερίας και της εξωτερικής δουλείας … καθώς ο Βικέλας συνεχίζει λέγοντας : ο λαός μας ως λαός είναι ο καλλίτερος της Ευρώπης, αλλ’ η κλάσις των ανθρώπων, οι οποίοι μας διοικούν, είναι χωρίς ανατροφήν και χωρίς ανεξαρτησία χαρακτήρος».  Και εδώ έχουμε πάλι τραγικό στοιχείο, διότι σύμφωνα με τους εγκυρότερους κριτικούς και αισθητικούς της λογοτεχνίας, το «τραγικό» συνεπάγεται μιαν αδήριτη σύγκρουση αντιθέτων δυνάμεων, που η μια ενσαρκώνει την τυφλή νομοτέλεια και η άλλη την ανθρώπινη θέληση και πίστη στην εσωτερική αυτονομία.

Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, για να γυρίσουμε στο Σολωμό, το τραγικό στοιχείο είναι πιο ανάγλυφο από οπουδήποτε αλλού. Είναι ο αγώνας εναντίον του μοιραίου (Ch. Lalo, 1925) είναι η πάλη του ανθρώπου που θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο απέναντι σε μια εξωτερική και ακατανόητη αναγκαιότητα, όπου αιωρείται η πίστη σε μιαν αρμονία του κόσμου, που αδυνατούμε να γνωρίσουμε (όπως διαβάζουμε στα προλεγόμενα του Πολυλά στην έκδοση των Απάντων του Σολωμού). Πέρα όμως από τους παραλληλισμούς με το γενικό και με το σήμερα, στο ποίημα είναι πασιφανές η τραγική σύγκρουση μεταξύ ηθικού χρέους (που είναι η ενσάρκωση της ανώτερης έξαρσης ψυχοπνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, που είναι αποφασισμένος και να πεθάνει για την πραγμάτωση των ιδανικών του) και της αδήριτης αναγκαιότητας (που είναι οι συνασπισμένες εχθρικές δυνάμεις, που γίνονται εσωτερικός και εξωτερικός πειρασμός), (Μαρκαντωνάτος 1978) έτσι που να μην αξιώνει ο Θεός άνθρωπο να το νιώσει:

 

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

 

Τους μαχητές περιζώνουν βάρβαροι, το αδυσώπητο φάσμα της αρρώστιας και της πείνας, η φύση με τη σαγήνη της, ο πειρασμός της ζωής και των γήινων απολαύσεων, αλλά δεν καταλύουν την υπέρτατη ηθική δύναμη του χρέους των πολιορκημένων. Και χάνονται πάνω από 5000 στην μάχη κατά την έξοδο, κι ανάμεσά τους βρέθηκαν και πολλές γυναίκες ντυμένες αντρικά και ζωσμένες τ’ άρματα και πάνω από 6000 ψυχές στάλθηκαν σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι «μη μετά νόμων το πλέον ή τρόπων ανδρείας ηθέλησαν κινδυνεύειν» κατά τον Θουκυδίδη (ΙΙ 39,19-20) είναι το επικό μεγαλείο των αγωνιστών, δοσμένο με το ποιητικό μεγαλείο ενός ποιητή που κατά γενική ομολογία υπήρξε μέγας, ανάθεμα στη σύγχρονη Ελλάδα και ανεπανάληπτο σύμβολο νίκης των πνευματικών και ηθικών δυνάμεων του ανθρώπου, εναντίον της αναπόδραστης νομοτέλειας.

Κορυφαίο επεισόδιο αυτό της ορφανής του 8ου κεφαλαίου που ο άγγελος της δίνει φτερά για να πετάξει, αλλά αυτή δηλώνει ότι τα θέλει να τα φορέσει, αλλά θα τα κρατήσει κλειστά για να πεθάνει με τις άλλες γυναίκες, όταν έρθει η ώρα, σε μια αίσθηση υπέρτατου χρέους:

«Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;

Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τα ’πλασε, τ’ αγγειό  τσ’ ερμιάς τα θέλει.

Ιδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,

χωρίς φιλί, χαιρετιμό, ματιά, βασίλισσές μου!

Τα θέλω γω, να τα ’χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,

εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες».

 

Σεβαστό ακροατήριο, προσπάθησα να ακούσω και να προσεγγίσω τη σκέψη και την ψυχή του μεγάλου μας Εθνικού ποιητή, να τον φέρω κοντά μας σήμερα. Σήμερα, μέρα γιορτής για τον Ελληνισμό σε όλα τα πέρατα που είναι σκορπισμένος, αποτελεί ιδανική ευκαιρία για να σκύψουμε στα λεγόμενά του.

Μορφές σαν τον Σολωμό που είναι οι δάσκαλοι μας, οι πνευματικοί άνθρωποι που ήρθαν και πέρασαν κι αγάπησαν πολύ την πατρίδα μας και με το τάλαντο, το φως τους, είδαν βαθιά, καθαρά διεισδυτικά, πρέπει νάνει όψι μόνο κατά τις επαιτείους, αλλά διαρκώς οι πηγές μας.

Ας ακολουθήσουμε τις φωνές τους και τη φωνή του ίδιου του ποιητή «με λογισμό και μ’ όνειρο» και «Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου!

 

Πέλαγο μέγ’, αλίμονο,

Ας μην αφήσουμε ξανά να βαρεί το καλυβάκι· την πατρίδα μας!  Σας ευχαριστώ

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΚΕΛΑΣ Δ. : Η ζωή μου, Παιδικαί αναμνήσεις –Νεανικοί χρόνοι, Εκδ. Σιδέρη, Αθήναι, σς 392-393.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΙΙ 39, 19-20.

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ : (1963) Από το Σολωμό στον Μυριβήλη, Αθήνα, σ29.

ΚΡΙΑΡΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : (1978) Η ζωή και το έργο του Σολωμού, εισαγωγή στο περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Τχ. 1235.

LALO CH. (1925) : Notions dEstehetique, Paris

ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Γ. (1978) : Τραγικό στοιχείο στους «Ελεύθερους πολιορκημένους», περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Τχ. 1235, σ126.

ΞΥΔΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ : (1978) Ο κύκλος των στοχασμών του Σολωμού, περιοδ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Τχ. 1235, σ69

ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ :Μελέτημα, Άπαντα του Σολωμού, εκδ. Μαρασλή.

ΠΛΑΤΩΝΑ, Τίμαιος, 22Β

Maria Rilke  (1965) Σημειώσεις του Μάλε Λάουριτς Μπριγκε, Μτφρ. Δ.Κ. Μπέσκου, εκδ. Γαλαξίας, σς 18-19.

ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ : (1960) Δοκίμια Αισθητικής και Παιδείας, εκδ. Δίδρος, Αθήνα, σ103.

ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ :Ομιλίας την έκτακτη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Ακαδημίας Αθηνών της 5ης Δεκεμβρίου 1978

Ιστοσελίδα

http://www.neolaia.de

.............................................................................................................................................................

Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 40Ο τον Οκτώβριο 2008,πριν 15 χρόνια!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου