Παρουσίαση:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Από την Μαρία Τολούδη
ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΣΤΙΑ – ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΒΟΡΕΑΣ
Θεσσαλονίκη – 26 Απριλίου 2009
Αξιότιμες κυρίες
Αξιότιμοι κύριοι
Θρακιώτες και μη Θρακιώτες Χριστός Ανέστη
Ευχαριστώ θερμά που ήρθατε να μας τιμήσετε. Αλλά κυρίως γιατί ήρθατε να τιμήσετε και να μνημονεύσουμε ένα ξεχωριστό παιδί της Θράκης, τον Γιώργο Ιωάννου και να πούμε μαζί του «Μνήσθητι, Κύριε, μνήσθητι και εμού του ταπεινού δούλου σου Ιωάννη του εκ Βησάνθης». Ο εξαιρετικός φίλος και συνεργάτης, ο Σταύρος Παπαθανάκης του περιοδικού «Βορέας», τον οποίο και ευχαριστώ δημόσια για την πρόσκληση – τιμή που μου έκανε να μιλήσω στην παρούσα εκδήλωση, εδώ και δυο χρόνια μαζί με τη Φωτεινή, τη σύζυγό του, ξεκίνησαν το θησαύρισμα Θρακών.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, που συνεχίζεται με επιτυχία, εκπλήξεις και αποκαλύψεις εντάσσεται και η σημερινή εκδήλωση. Να γνωρίσουμε έναν Θρακιώτη, έναν Θρακιώτη συγγραφέα που όπως γράφει ο Μένης Κουμανταρέας «Θρακιώτη συγγραφέα έχουμε να δούμε από τον Βιζυηνό…»
Γι’ αυτόν τον Θρακιώτη θα επιχειρήσω ένα οδοιπορικό γνωριμίας για όσους ατυχώς δεν τον συνάντησαν στη μέχρι τώρα ζωή τους και μνήμης για όσους τον γνώρισαν, τον λάτρεψαν, αλλά οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής άφησαν λίγη σκόνη πάνω στα βιβλία του και σ’ αυτά που όλοι βιώσαμε δια ζώσης ή μέσω της ανάγνωσης.
Οι άλλοι και οι άλλες, οι πιστοί και οπαδοί του δε μας έχουν ανάγκη, και κυρίως εμένα. Ιδίως εμένα γιατί αισθάνομαι τόσο μικρή και ασήμαντη μπροστά στο έργο του και σ’ αυτούς τους άλλους σοφούς και ειδικούς που έχουν καταπιαστεί και εντρυφήσει σ’ αυτό.
Είμαι μια αναγνώστριά του και με αυτή την ιδιότητα θα καταθέσω τις σκέψεις μου και το τι άλλοι είπαν. Ωσάν να ανάβω το καντήλι του, να αφήνω ένα μάτσο μενεξέδες από την εβρίτικη αυλή.
Δεν θα ξεχάσω επίσης σ’ αυτήν την παρουσίαση τον προβληματισμό του Μισέλ Φάις στο ΤΥΠΩΘΗΤΩ που αναρωτιέται «Αν τα βιβλία αυτοσυστήνονται, αν ο συγγραφέας είναι επαρκέστερος πληρεξούσιος ανάμεσα στο έργο και στον αναγνώστη; Πώς οι λέξεις και τα πράγματα του συγγραφέα συναντούν τις λέξεις και τα πράγματα του ήρωα ή του αφηγητή;»
Το 1984 εκδίδεται το βιβλίο «Η πρωτεύουσα των προσφύγων». Αναφέρει το οπισθόφυλλο:
«Κάτω από τον τίτλο «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» βρίσκεται ή πόλη και ή κοινωνία της σημερινής Θεσσαλονίκης. Ο τόμος αυτός είναι ό δεύτερος της σειράς, με πρώτον εκείνον πού φέρει τον τίτλο «Το δικό μας αίμα». Στον πρώτο τόμο γινόταν περισσότερο λόγος για την ίδια την πόλη - την πόλη των ημερών του Γιώργου Ιωάννου - ενώ σ' αυτόν τον δεύτερο γίνεται κυρίως λόγος για τούς σημερινούς ανθρώπους της, την κοινωνία της και τις συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών της, πού επέδρασαν έτσι ή αλλιώς. Θα ακολουθήσουν, αργότερα, και άλλοι τόμοι για τη Θεσσαλονίκη - όσοι θα γίνει δυνατό...
Ό συγγραφέας εδώ παρουσιάζεται πολύ πιο απερίφραστος απ' ό,τι στον προηγούμενο τόμο, γιατί το πάθος ανεβαίνει όταν μιλάς για τούς ανθρώπους της εποχής σου και της κοινωνίας σου. Η προσπάθεια για αυτογνωσία αφήνει συχνά, και στον συγγραφέα και στον αναγνώστη, μια πικρή γεύση.»
Εμείς δεν θα μιλήσουμε για τη Θεσσαλονίκη μόνο, γιατί όπως λέει ο Στέλιος Λουκάς «οι ιστορίες του αφορούν ολόκληρο τον κόσμο».
«Χαρακτήρισε τη Θεσσαλονίκη «πατρίδα των πατρίδων» γιατί ήταν η πόλη που «σκέπασε και προστάτεψε την προσφυγιά». Κι αυτός, με τα πεζογραφήματά του, αποτύπωσε ιστορίες, χαρακτήρες, συνήθειες και εικόνες μιας σκληρής εποχής με νηφαλιότητα, ύφος δωρικό, ασκητικό, αλήθεια και σεβασμό που παραπέμπει σε ευλάβεια μονάχου του Αγίου Όρους. Οι ιστορίες του ξεπήδησαν από τα δικά του βιώματα, από ρημαγμένες ζωές προσφύγων, από καθετί άσημο και ταπεινό της γειτονιάς του, της πόλης του. Το συγγραφικό του σύμπαν ήταν κλεισμένο σ' ένα φτωχό προσφυγικό σπίτι, σε μια αυλή, σε μια γειτονιά. Και, τι περίεργο, οι ιστορίες του, έτσι όπως είναι δοσμένες με τη δική του δουλεμένη γλώσσα, αφορούν ολόκληρο τον κόσμο.»
«Σκέφτομαι ότι αύριο αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα αναζητήσουν τα βιβλία του Ιωάννου. Να μάθουν ποιος ήταν αυτός που με τέτοιο πάθος διερμήνευσε την πονεμένη συνείδηση της προσφυγιάς. Που θεώρησε το σώμα της πόλης δικό του σώμα και φωτογράφισε με απίστευτη ευαισθησία και εξαιρετική σκηνοθετική ματιά τα παιχνίδια των ψυχών και συγκλονίστηκε απ' τον βαθύ πόνο του «άλλου».»
Η Μάρω Δούκα γράφει: «ο Γιώργος Ιωάννου είναι ίσως ο μόνος από τους σύγχρονους συγγραφείς που κατάφερε μέσα από τα μικρά πεζά του, τις αθόρυβες, στοχαστικές ιστορίες του να συνθέσει την τοιχογραφία του καιρού του…»
Είναι όμως έτσι. Ο ίδιος δηλώνει στην Πρωτεύουσα των προσφύγων (σελ. 255)
«Δεν περιορίζεσαι μέσα στα «κείμενα εποχής» μόνο στη μικρή ιστορία, αλλά γράφεις για ό,τι μπορείς, για ό,τι πιστεύεις ότι μπορείς να καταθέσεις με αυθεντικότητα. Το χρώμα και ο τόνος της εποχής, ο αντίκτυπος τους στις ψυχές των ανθρώπων, δεν δίνεται ούτε από τις δημοσιογραφικές περιγραφές, ούτε από τις ξερές επιστημονικές εκθέσεις. Χάνονται αυτά, κι όμως είναι ο παλμός ο ίδιος. Εσύ αυτό προσπαθείς να συγκρατήσεις μέσα στα κείμενα σου. Δεν ξέρεις, βέβαια, αν αποδίδεις πιστά ή όχι την ψυχική κατάσταση του μέσου ανθρώπου της εποχής, μα προσπαθείς να το συλλάβεις και να το αποδώσεις.»
«Είναι ένα έργο άρρηκτα δεμένο με τη συνείδηση αυτού του τόπου, κι όσο μάλιστα περνάει ο καιρός γίνεται προφητικό, άμεσο και συχνά σαρκαστικό και καταγγελτικό για όλα εκείνα που απειλούν ή δείχνουν να παραγκωνίζουν αξίες πάνω στις οποίες στηρίχτηκε στο διάβα των χρόνων ο ελληνισμός» λέει ο Στέλιος Λουκάς κι αναφέρει ένα απόσπασμα του Γ.Ι. Η Καθημερινή 18.11.1983
«Η πολιτική δεν είναι ούτε συναίσθημα ούτε κατανυκτική εξομολόγηση. Η πολιτική ασκείται μόνο με γνώμονα την πατρίδα και τα μεγάλα συμφέροντά της.»
Συνεχίζει ο Στέλιος Λουκάς «Η Θεσσαλονίκη τού οφείλει σημαντικό μέρος της μνήμης της. Τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου είναι ένα τεράστιο, αναντικατάστατο ψηφιδωτό μνήμης. Με εικόνες της πόλης που έχουν πια χαθεί και ζουν μόνο μέσα στα βιβλία του.
Διαβάζοντας τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, η παλιά Θεσσαλονίκη ανασαίνει μέσα σου κι ανεπαίσθητα κατρακυλάς στις σκάλες του χρόνου και χάνεσαι στην αλήθεια μιας άλλης εποχής. Θαυμαστικά, μαγικά κι ανεπανάληπτα.»
Ο Μένης Κουμανταρέας τον θεωρεί έναν αργοπορημένο Βυζαντινό στα χρόνια μας.
Τα δικά του λόγια το επιβεβαιώνουν.
Αν ξαναγυρίσω σ’ αυτή τη πόλη, θα ξαναγυρίσω για τις βυζαντινές της εκκλησίες – καταδυτικές συσκευές πρώτης τάξεως.
«Η Πόλη των Προσφύγων»
Σελ. 34
«Αν λείψουν οί βυζαντινές εκκλησίες θά πεθάνει ή Θεσσαλονίκη κι εσύ μαζί της. «Ας πεθάνω!».»
Σελ. 72
«Ή Θεσσαλονίκη υπήρξε ή πιό μεγάλη πολιτεία της Βαλκανικής — μέ εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη — επί πολλούς, έπί δεκάδες, αιώνες. Ή ιστορία της, οί καμπύλες τής ιστορίας της, ταυτίζονται μέ τούς δείκτες τής ιστορίας του Βυζαντίου ακριβώς — άπό τίς παραμονές του βυζαντινού κόσμου ώς την πτώση. Ποτέ της ή πολιτεία αύτη δέν είχε διαφορετική ιστορική μοίρα άπό τήν καρδιά του βυζαντινού κράτους — εκτός από σήμερα.
Ή Θεσσαλονίκη, οί άνθρωποι της, ή κοινωνία της, συνδημιούργησαν τόν βυζαντινό πολιτισμό καί τό βυζαντινό πνεύμα. Καί ή Θεσσαλονίκη αποτελεί γιά μας σήμερα τό πρώτο σκαλοπάτι γιά εκεί που, θέλουμε δέ θέλουμε, τείνει ή ψυχή τού Ελληνισμού ακατανίκητα- πρός τήν καρδιά τής μόνης κρατικής μορφής πού μας παραδόθηκε καί τήν έχουμε άπό τά χέρια μας χάσει. «Τό πρώτο σκαλοπάτι...». Αλλά ας αφήσω στή σκιαγραφία μόνον αύτη τά παλαιά κλέη.
Σελ. 97
«Ή Θεσσαλονίκη διανθίζεται στό κεντρικό καί δυτικό τμήμα της άπό βυζαντινά κυρίως μνημεία, γιά τά όποια μόνον ένας αδαής καί αναίσθητος μπορεί νά νομίζει ότι δέν επηρεάζουν μέ τήν ύπαρξη τους τους κατοίκους όλους καί όχι, κατ' ανάγκη, μόνο τούς πιστούς ή τους μορφωμένους.
Σελ. 105
«(…) η Ελλάδα σ' αυτόν τόν άξονα στηρίζεται, Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Καί όχι μόνο οικονομικά ή πληθυσμιακά, άλλά καί ιστορικά-πολιτιστικά. Ή Αθήνα αντιπροσωπεύει, ενσαρκώνει μάλλον, τήν αρχαιότητα στήν ιστορία μας, αλλά καί στή συνείδηση μας, καί ή Θεσσαλονίκη τό Βυζάντιο.»
Σελ. 110
«Καί ιδού νεφέλη λευκή…
Τήν εποχή του Ευαγγελισμού, καί εκεί γύρω από τό Πάσχα, παίρνουν νά ξεμυτίζουν στόν ορίζοντα οι λαμπρές λευκές νεφέλες, που προμηνούν τίς εκρήξεις του ηφαιστείου της φύσεως. Κυρίως εκεί στό διάσελο, ανάμεσα στόν Χορτιάτη ή Κισσό καί τους προβούνους του, όπου από πίσω βρίσκονται, καθώς λέν, οι λίμνες του Αγίου Βασιλείου καί τής Βόλβης, πατούν καί πυργώνονται τά λευκά πυκνά σύννεφα, πού τά νιώθεις τόσο πατικωμένα, ώστε αν μπορούσες νά τά ξάνεις σάν τό βαμπάκι, θά σκέπαζαν τόν ουρανό καί όχι μόνο τής πόλης τού Μυροβλήτη.
Κάθε μέρα τίς ίδιες ώρες πυργώνονται ολοένα καί υψηλότερα καί κάθε μέρα ξεφυτρώνουν καί άπό άλλες μεριές — από τό βοριά, απ' τό νοτιά, από τή δύση, πού πέφτει όμως μακρινή, καθώς τά βουνά στά όποια στηρίζεται είναι πολύ μακρινά καί θέλουν πολύ γέμισμα, γιά νά καλύψουν καί τόν δικό μας ουράνιο θόλο. Καί όμως όταν εκταθεί από πάνω μας αύτη, τότε γίνεται ό χαμός καί ό σάλος.
Στέκεσαι στό παράθυρο καί βυθίζεις τά βλέμματά σου στίς φωτεινές νεφέλες, πού σέ τυφλώνουν με τή λάμψη τους, καί πού σέ κάποια στιγμή παίρνουν νά μαυρίζουν, νά μπλαβίζουν καί νά συνενώνονται.
Τώρα περιμένεις τή φωνή του κεραυνού, πού είναι αρκετά γνώριμη στ' αυτιά σου, καθώς τούς θερμούς μήνες καί τίς θερμές ώρες τής ημέρας βογκάει αρκετά συχνά στά βάθη, μά καί τσεκουρώνει πάνω απ' τό κεφάλι σας. Όσο κι αν σού έχουν εξηγήσει, ή φωνή αυτή γιά σένα έρχεται από πολύ μακριά, θεόθεν...
Κοιτάζεις τίς νεφέλες καί ψιθυρίζεις: «Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, πού μέ αξίωσες νά αντικρίσω ακόμα μιάν άνοιξή σου, όσο κι αν είναι κάτι φοβερό». Καί σκέφτεσαι — άν είναι δυνατό νά σκέφτεσαι — τά δισεκατομμύρια αιώνες τής ανυπαρξίας πού σέ περιμένουν. Οί νεφέλες θά βρέχουν καί θά μπουμπουνίζουν κι έσύ θά είσαι — άν είσαι — μιά χούφτα χώμα στήν επιφάνεια τής πόλης αυτής, πού μιά ιδέα τού παλαιότερου βάθους της δίνει τό επίπεδο τών βυζαντινών ναών της.
Η Άννα Ζιμβόνε γράφει
«Ο συγγραφέας συχνά επανέρχεται νοερά σε ανέκδοτες ιστορίες της πατρίδας των προγόνων του, της Ανατολικής Θράκης· ιστορίες που άκουσε να διηγούνται αυτοί που έζησαν το δράμα της προσφυγιάς, oι οποίες άφησαν στην παιδική του καρδιά μια διαρκή αίσθηση ακαθόριστης γοητείας.
«Μες στην αναμονή, βγαίναν στην επιφάνεια ιστορίες παλιές, ψυχικά εφόδια καταχωνιασμένα, από κείνα που αναδύονται μόνο σε κρίσιμες περιστάσεις. Και όχι μονάχα ιστορίες για τους διωγμούς και τα νωπά σφαξίματα, που άλλωστε δεν είχαν ακόμη ιδιαίτερη αξία μια και οι πιο πολλοί τα είχαν δοκιμάσει, αλλά και παλαιότερες πολύ, βυζαντινές, αόριστες, αλλοεθνείς, μέσα από το αχνιστό καζάνι της Ασίας. [...] Μέσα στις κάμαρες αγρυπνούσαν εικόνες παμπάλαιες, κατάμαυρες από βρώμα και καπνιά, με γραψίματα και σημάδια στην πίσω μεριά τους, κεριά και βόστρυχους, ποιος, ξέρει ποιανών, κουβαλημένες με θυσίες φοβερές, εγκαταλείψεις πολύτιμων πραγμάτων, από τις πατρίδες. Έλεγαν ιστορίες και γι' αυτές φανερώματα, καμπανίσματα εσωτερικά, δαρσίματα, δραπετεύσεις πεισματικές, φώτα, φωνές και ψαλμωδίες. ("Εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον..."», Το δικό μας αίμα»)
«Τις ιστορίες αυτές ο συγγραφέας τις έμαθε από πρόσωπα από τα οποία δεν υπάρχει πια τίποτα. Το μόνο που απομένει είναι η εικόνα της Παναγίας στον ξεχασμένο νάρθηκα μιας μισοθαμμένης εκκλησίας:
Κατεβαίνω αρκετά συχνά και την κοιτάζω πικροχαμογελώντας για την κοινή κατάντια μας. Δε μοιάζει, βέβαια, με προσκύνημα αυτό που κάνω και το ξέρω καλά. Είναι πιο πολύ σαν επίσκεψη σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, όπου πάω για να χαϊδευτώ και να κλαυτώ, μια κι έχουν λείψει προπολλού εκείνες.»
«Διαβάζοντας Ιωάννου», λέει η Νένα Ι. Κοκκινάκη, «ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στους άλλους. Κι αυτοί οι άλλοι είναι οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, παιδιά που παίζουν μπάλα στις γειτονιές, εργάτες που σχολάνε από τη δουλειά, φαντάροι που συχνάζουν σε λαϊκά σινεμά, κάτοικοι των προσφυγικών συνοικισμών με τη «ζεστή προφορά» και τα καθαρά χαρακτηριστικά της ράτσας τους στο πρόσωπο τους, Καυκάσιοι, Κωνσταντινουπολίτες, Θρακιώτες, κι άλλοι, από την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Ραιδεστό, τη Ρωμυλία, όλοι εκείνοι που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των προσφύγων, από «στριμώγματα της μοίρας» και της έδωσαν τη δική της, «θαμπή γοητεία».
Όταν την πρώτη φορά μου είπε η θεία μου ότι πήγαινε με τα άλλα παιδιά να φωνάξει τον παππού μου, πατέρα της, από το καφενείο όπου έπαιζε χαρτιά είχα ντραπεί. Ήθελα να το ξεχάσω και το ξέχασα. Κουβέντες σε μετέπειτα συναντήσεις το επανέφεραν ως θέμα συζήτησης. Το ότι και άλλοι το έκαναν, δεν έσβηνε την ντροπή και ούτε με έπειθε.
Στον Γ.Ι. στο «Χρυσούν Απίδιον» το ξαναβρήκα, το αίσθημα ντροπής.
Αυτός το αποφόρτισε. Είχε τον τρόπο του. Ήταν συγγραφέας και μάλιστα από αυτούς που ελαφρύνουν την βαριά ατμόσφαιρα με χιουμοριστικούς συμβολισμούς όπως αναφέρει ο Γεράσιμος Δενδρινός.
«Πιο κάτω μιλά για τα παιδικά του χρόνια, κάνοντας λόγο για την ταβέρνα όπου συχνά πήγαινε για να φωνάξει τον πατέρα του για το βραδινό φαγητό. Παραδίπλα από το μαγαζί βρισκόταν και το φαρμακείο του Πεντζίκη, λογοτεχνικό κέντρο της εποχής, ενώ ακριβώς πάνω από την ταβέρνα το σπίτι του λογοτέχνη:
«Ένα βράδυ όμως που είχα πάει μ' ένα γειτονόπουλο να μαζέψουμε τους πατεράδες μας αποκεί, τα πράγματα τα βρήκαμε αγριεμένα. Είχαν ετοιμάσει τσιμπούσι μεγάλο και μόλις μας είδαν έγιναν έξω φρενών. Μας έστειλαν να πάμε να κοιμηθούμε αμέσως. [...] πήγαμε παρακάτω σ' ένα αρβανιτάδικο για να ζεσταθούμε και να φάμε κάτι. Ο γαλακτοπώλης μάς αράδιαζε με ταχύτητα τα γλυκά του: «γαλακτομπούρεκα, μπακλαβάδες, τουλούμπες, κουρκουμπίνια [...] πονηρά, χανούμ-μπουρέκ, μπαμπάδες, ριζόγαλα...» «Ένα μπαμπά», είπαμε κι οι δυο μ' ένα στόμα. Και τρώγοντας σε λίγο με βουλιμία τους γλυκούς μπαμπάδες σχεδόν δακρύσαμε από ευχαρίστηση.»
Έτσι τα παιδιά βρήκαν ένα γλυκό μπαμπά.
Σύμφωνα με την Νένα Ι. Κοκκινάκη «Η πεζογραφία του Ιωάννου προσδιορίζεται από τρεις «ενοποιητικούς παράγοντες»: τον αφηγηματικό χώρο, τον αφηγηματικό χρόνο και το πρόσωπο του αφηγητή. Και τον μεν χώρο του αποτελεί η πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ο συγγραφέας γεννήθηκε και μεγάλωσε, έτσι ώστε η πόλη αυτή, με τους προσφυγικούς συνοικισμούς, τα εβραίικα μνήματα και τα βυζαντινά κτίσματα, να μην «υποβάλλεται» ως αφηγηματικό σκηνικό, αλλά να «επιβάλλεται».
Την ίδια άποψη με την Κοκκινάκη, όπως καταθέτει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, έχει ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στην μελέτη του «Πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς».
«Εξετάζοντας εν συνόλω την πεζογραφία του Ιωάννου, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς παρατηρεί στη μελέτη του «Πεζογράφοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς» πως τρία είναι τα ενοποιητικά της στοιχεία: η εμπειρία του πολέμου, όπως αποτυπώνεται στη συνείδηση του συγγραφέα από το 1940 μέχρι το 1950, η παρουσία της Θεσσαλονίκης στα κείμενα του ως ζωτικού σκηνικού χώρου και, τέλος, το πρόσωπο του αφηγητή.»
Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου αναφερόμενος στα σκηνικά δείγματα της Θεσσαλονίκης στο «Για ένα φιλότιμο» λέει:
«όποια ερμηνευτική μέθοδο κι αν χρησιμοποιήσουμε, θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα: η πεζογραφία του Ιωάννου περνάει σύσσωμη από τις σελίδες του. Ας ξεκινήσουμε με τα κεντρικά θεματικά και σκηνικά του μοτίβα: την εμπειρία του πολέμου και τη Θεσσαλονίκη. Ως προς την εμπειρία του πολέμου, ο Ιωάννου δεν διστάζει να την αποδώσει με γυμνή φρίκη: άλλοτε ταυτίζοντας ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα με τους πραγματικούς ακρωτηριασμούς των ναζί («Στα καμένα»), άλλοτε περιγράφοντας ένα απελπισμένο ταξίδι με τραίνο, στο οποίο κυριαρχεί το φάσμα της στέρησης και της πείνας και πρωταγωνιστούν δύο Εβραίοι («Άδεντρο»), άλλοτε επανακάμπτοντας στο τοπίο των ομαδικών εκτελέσεων, σημαδεμένο από τον θρήνο και το ασήκωτο πένθος των αγαπημένων των νεκρών («=13-12-43») και άλλοτε απλώς ανατριχιάζοντας από μια γευστική μνήμη («Οι κότες»). Πολλά ωστόσο είναι και τα σκηνικά δείγματα της Θεσσαλονίκης: η Θεσσαλονίκη ως τόπος ερημίας και άγριας ερωτικής μοναξιάς («Τα εβραίικα μνήματα»), η Θεσσαλονίκη ως επίφοβος και απειλητικός περίγυρος, με τον Βαρδάρη να φυσάει μέσα στην ψυχή («Ο φόβος του ύψους»), η Θεσσαλονίκη ως χώρος αποθέωσης της λαϊκής λεβεντιάς («Οι σφάχτες»), η Θεσσαλονίκη ως σταυροδρόμι γλωσσών, φυλών και πολιτισμών («Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»).»
Το ερώτημα για τα πεζογραφήματά του εάν ήταν χρονογραφήματα ή μη το απάντησε ο ίδιος και μάλιστα πολλές φορές ενοχλημένος (Άννα Ζιμβόνε)
«[…] εγώ προσπαθώ να πιάσω το διαρκές μέσα στο πιο εφήμερο […] και να δημιουργήσω – κυρίως αυτό – να δημιουργήσω μύθο για όλα αυτά ή μάλλον συνεκτική ατμόσφαιρα μύθου […] (″Εν ταις ημέραις εκείναις″ Η πρωτεύουσα των προσφύγων).
Η Άννα Ζιμβόνε αναφέρει ότι ο Α. Ζήρας στο «Συνέχεια και ανανέωση της ηθογραφίας στο έργο του Γ.Ι. Γράμματα και Τέχνες 67, 1991, σχετικά με το χρόνο γράφει
«Ο κόσμος της νησιωτικής Σκιάθου [...] ο κόσμος της προσφυγικής και ανεξάντλητα ερωτικής Θεσσαλονίκης, είναι κόσμοι που αναδύονται ακέραιοι μέσα από τις προβολές της μνήμης-βιώματος, διατηρώντας τις μυστηριώδεις όψεις τους αλλά και το καταύγασμά τους. Είναι κόσμοι/μύθοι.»
Σε ότι αφορά το χώρο και την χωρική εμμονή του η Νένα Ι. Κοκκινάκη χρησιμοποιεί δυο αποσπάσματα από την ΛΕΞΗ τ.39 1984. Μια συνομιλία του Γ.Ι. με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο.
«Οι τόποι για μένα είναι δοχεία μνήμης, πιατέλες γεμάτες ορεκτικά. Είναι οι κοινοί χώροι όπου έχω συνευρεθεί με εκατομμύρια ανθρώπους και επομένως μπορώ να τους αναφέρω και να συνεννοούμαι χωρίς να καταφεύγω σε πολλές περιγραφές και επεξηγήσεις, πράγμα που απεχθάνομαι. Φυσικά, μιλώ για χώρους που γνωρίζω καλά και με τους οποίους είμαι δεμένος. Μου υποβάλλουν αυτομάτως και «καταστάσεις» και «ανθρώπινες σχέσεις» [...].
Στη «χωρική εμμονή» μου [λέει ο Ιωάννου] ενισχύομαι και από τους συγγραφείς που με έχουν διδάξει και που τους έχω ως κανόνα: Από τον Παπαδιαμάντη με τη Σκιάθο του, από τον Καβάφη με την Αλεξάνδρεια του, από τον Τζόυς με το Δουβλίνο του, από τον Μονταίνιο με τους πύργους του, από τον Πεντζίκη με τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη του, από τον Ίωνα Δραγούμη με τη Μακεδονία του και το πρώτο πρόσωπο του, το «εγώ» του, και αρκετούς άλλους.»
Αλλά ας κρατήσουμε τη δική της άποψη
«Ο Ιωάννου οδηγήθηκε επομένως σε μια σκιαγράφηση του πανοράματος του κοινωνικού χώρου που διαμόρφωσε την ιστορία μιας πόλης, της Θεσσαλονίκης, όπου οι ήρωες αρνούνται να αυτοπραγματωθούν και προσφεύγουν στον εαυτό τους κρίνοντας ανέφικτη τη μάχη με τους άλλους.»
Και του Λέοντος Α. Ναρ. «Ο χώρος εξάλλου στο λογοτεχνικό έργο δεν είναι ένα είδος νεκρής φύσης. Οι πόλεις ανήκουν σε αυτόν που μέσα στους χαμηλούς τόνους και στα αινίγματα της καθημερινότητας, μπορεί να σκέφτεται και να θυμάται.»
Θα κλείσω με αυτό που ο Κώστας Λαχάς θέλησε να επισημάνει και εξηγεί ως το ευεργέτημα των πεζογραφημάτων του Γ.Ι.
«Κατακτώντας ο Ιωάννου με χίλια ζόρια την ταυτότητα της γενέθλιας κοινωνικής προέλευσης του, ευεργετήθηκα και εγώ συνειδητοποιώντας την αξιοπρέπεια της προσφυγικής μου καταγωγής, ώστε, αγωνιστικά απελευθερωμένος από ένα σωρό έρπουσες κοινωνικές δουλείες του μετεμφυλιακού μας βίου, να αντιμετωπίσω ανάλογα το κυρίαρχο εκείνο πλέγμα των αυταρχικών, ανεξέλεγκτων και αλαζονικών συμπεριφορών — παλιοελλαδίτικης αντίληψης αναχρονιστικών εκδοχών — , που όμως όχι μόνο υπονόμευε διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά ναρκοθετούσε κιόλας, κυνικά, τον όποιο κοινωνικό ιστό, με τις ποικίλες εξουσιαστικές μεθοδεύσεις διά της πνιγηρής κρατικής αστυνόμευσης της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής μας.»
Και θα σας καλέσω να συμφωνήσετε με την Άννα Ζιμβόνε.
«Και, όταν συναντά κανείς κατά τύχη – όπως στην περίπτωση των πεζογραφημάτων του Γ. Ιωάννου – ένα νέο έργο, μοναδικής τέχνης πρέπει να το πει αμέσως και με δυνατή φωνή. Συμβαίνει τόσο σπάνια! »
Θα το ήθελε κι αυτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου