Το όρος Πάρνωνας ή Μαλεβός, με υψηλότερη κορυφή τη Μεγάλη
Τούρλα, η οποία φθάνει σε υψόμετρο 1936 μέτρα, καλυπτόμενος
από πυκνά δάση πεύκης και ελάτης, αποτελεί την ανατολική
πλευρά της Αρκαδίας και εκτείνεται στην Κυνουρία και τη Λακωνία
ως τον κάβο Μαλιά. Η ζωή στον Πάρνωνα ξεκινά από την
Παλαιολιθική εποχή και στην πορεία του χρόνου, φθάνουν σ’
αυτόν τα προελληνικά φύλα, ενώ από το 1900 π. Χ. εγκαθίστανται
στην οροσειρά του οι Κυνούριοι και η συνεχής παρουσία των
ανθρώπων σ’ αυτόν, μαρτυρείται από το πλήθος των αρχαίων και
βυζαντινών μνημείων σε ολόκληρη την έκτασή του. Οι κάτοικοι του
Πάρνωνα, σε κάθε ιστορική περίοδο, αποκτούν φυσικά και
αβίαστα, όλες τις αρετές των ορεσίβειων Αρκαδολακώνων, που
είναι το Ήθος, η Φιλοτιμία, η Γενναιοδωρία, η Φιλοπονία, η
ολιγάρκεια, η αγωνιστικότητα και κυρίως η αγάπη για την πατρίδα
και την Ελευθερία. Όλα αυτά τα στοιχεία, συνθέτουν το
ανυπότακτο, το οποίο προβάλλουν δυναμικά σε κάθε μορφή
καταπίεσης και ανελευθερίας. Λαμπρό παράδειγμα αντίστασης
στον Πάρνωνα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν οι
Κλέφτες που αποτελούσαν το ασκέρι του θρυλικού
Μεγαλοκαπετάνιου Ζαχαριά του Μπαρμπιτσιώτη (1759 – 1804) και
δρούσαν ανενόχλητοι, μέχρι την εποχή που αναχώρησαν οριστικά
για τη Μάνη, όχι μόνον εδώ στη γενέτειρα του Ζαχαριά τη
Μπαρμπίτσα, αλλά σε ολόκληρη την περιοχή του Οινούντα και
ακόμα μακρύτερα. Το φυσικό περιβάλλον του Πάρνωνα, πληρούσε
κατά την παλαιά εποχή, όλες τις προϋποθέσεις, επιβίωσης
παράνομων ένοπλων ομάδων αφού: το σύμπλεγμα των δασών,
εξασφάλιζε την απόκρυψη και το αθέατο των διάφορων λημεριών,
που χρησιμοποιούνταν ανά περίσταση και εποχή. Η ύπαρξη
ορεινών οικισμών και πολλών κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων
στην ύπαιθρο χώρα, εξυπηρετούσε τον τακτικό ή έκτακτο
ανεφοδιασμό σε τρόφιμα, ενδύματα και άλλα αναγκαία είδη όπως
τα πολεμοφόδια. Η καθημερινή παρουσία ανθρώπων για διάφορες
ασχολίες τους εκτός των οικισμών, ικανοποιούσε την ανάγκη
ύπαρξης συνδέσμων των ομάδων, τη λήψη και αποστολή
μηνυμάτων και πληροφοριών, προς φίλους και εχθρούς. Η
απόσταση που μεσολαβούσε ανάμεσα στα λημέρια του Πάρνωνα
και το Οθωμανικό Διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του Μυστρά,
παρείχε την απαιτούμενη ασφάλεια από αιφνίδιες επιδρομές των
Τούρκων εναντίον των ανυπότακτων και επικίνδυνων για τη
δημόσια ασφάλεια Κλεφτών. Ενάμισι αιώνα, μετά τον χαλασμό της
Κλεφτουριάς το 1805, ο Πάρνωνας, γίνεται η εστία και το λημέρι
των Ανταρτών της Γερμανοϊταλικής Κατοχής, οι οποίοι σ’ αυτήν
εδώ την περιοχή έδωσαν το πρώτο ένοπλο χτύπημα, κατά των
2
κατακτητών, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα, την έναρξη του
Αντιστασιακού Αγώνα στη Λακωνία. Στις 18 Δεκεμβρίου 1942, οι
κατακτητές, έρχονται για άλλη μια φορά από τη Σπάρτη στη
γειτονική Αράχωβα, με σκοπό να φορτώσουν στα αμάξια τους
πατάτες για τις ανάγκες του στρατού τους. Οι κάτοικοι του χωριού,
έβλεπαν κάθε τόσο να καταληστεύεται κατά χιλιάδες οκάδες, το
μοναδικό εισόδημά τους, οι πατάτες και οι ίδιοι να έρχονται πλέον
αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας, αφού με την παραγωγή τους
αυτή, εξασφάλιζαν τα βασικά διατροφικά αγαθά, όπως το λάδι και
το ψωμί ή ακόμα και τα αναγκαία είδη ένδυσης και εργασίας. Είναι
δε αξιοσημείωτο ότι τις πατάτες που έπαιρναν οι κατακτητές τις
πλήρωναν πότε με 50 δραχμές την οκά, πότε με 100, ενώ έξω
πωλούνταν 3.000 δραχμές η οκά. Το ένοπλο αυτό χτύπημα,
οργανώθηκε από τον Γραμματέα του ΕΑΜ Αράχωβας και Έφεδρο
Ανθυπολοχαγό Ιππικού, που είχε πολεμήσει τους Ιταλούς στο
Αλβανικό Μέτωπο, Παρασκευά Λεβεντάκη. Σύμφωνα με γραπτή
μαρτυρία του Λεβεντάκη, γραμμένη το 1945, κατά την άφιξη των
Γερμανών στο χωριό εκείνη την ημέρα, με ένα αυτοκίνητο, οι
κάτοικοι καθοδηγημένοι, αρνήθηκαν να τους δώσουν πατάτες και
τότε οι Γερμανοί άρχισαν να σπάζουν τις πόρτες και να παίρνουν
μονάχοι τους τις λιγοστές πατάτες που είχαν απομείνει στις
αποθήκες και προορίζονταν να σώσουν τη κάθε φαμελιά από την
πείνα. Όταν οι Γερμανοί ολοκλήρωσαν την αποστολή τους και
ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν, η μαχητική ομάδα του χωριού, με
επικεφαλής τον Λεβεντάκη και οπλισμένη με πιστόλια τους
χτύπησε, τραυματίζοντας έναν Γερμανό και σκοτώνοντας έναν
Έλληνα ρουφιάνο, από τους δύο που είχαν μαζί τους οι Γερμανοί,
προφανώς για διερμηνείς και απόσπαση κάθε χρήσιμης γι’ αυτούς
πληροφορίας από τους κατοίκους. Το αποτέλεσμα της επίθεσης,
είχε μικρή επιτυχία, καθότι τα πιστόλια των μελών της ομάδας
Λεβεντάκη, λόγω παλαιότητας δεν εκπυρσοκρότησαν. Οι Γερμανοί
καθώς δεν ήταν προετοιμασμένοι για μάχη, έφυγαν εσπευσμένα
από το χωριό προς τη Σπάρτη, το ίδιο όμως έκανε και η ομάδα
των ένοπλων Αραχωβιτών, που είχε προβεί σ’ αυτό το παράτολμο
εγχείρημα, φεύγοντας προς το δάσος του Πάρνωνα. Την επομένη,
19 Δεκεμβρίου, όπως ήταν φυσικό, οργανώθηκε από τους
κατακτητές και τους Έλληνες συνεργάτες τους, επιδρομή στον
Πάρνωνα και ειδικότερα στην Αράχωβα. Εκεί κατέφθασε με
διαταγή των Γερμανών, μια τεράστια στρατιωτική δύναμη,
αποτελούμενη από Ιταλικό στρατό, πεζούς, μηχανοκίνητα και
πυροβολικό, που συνολικά ξεπερνούσαν τους χίλιους άντρες. Μαζί
τους ήταν και 25 χωροφύλακες, αξιωματικοί και ο διοικητής
χωροφυλακής Λακωνίας, με τον Νομάρχη και τον Εισαγγελέα
3
Σπάρτης. Η δύναμη αυτή, έμεινε τρεις ημέρες στο χωριό και έκανε
με κάθε δυνατή προσπάθεια (απειλές, ανακρίσεις, συλλήψεις των
κατοίκων) και με αποστολή αποσπασμάτων γύρω από την
Αράχωβα), να βρουν τους ενόχους και τους συνενόχους. Οι
προσπάθειές τους όμως απέβησαν άκαρπες, αφού ούτε οι
κάτοικοι μαρτύρησαν κάτι σχετικό, ούτε η ομάδα Λεβεντάκη,
εντοπίστηκε στη δασώδη περιοχή, πέριξ του χωριού. Ύστερα από
αυτό, οι Αρχές του τόπου και οι Ιταλοί, για την «εγκληματική αυτή
ενέργεια», όπως την χαρακτήρισαν, συνέλαβαν 15 συγγενείς των
Ανταρτών ως ομήρους, τους οποίους έστειλαν στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης Καλαβρύτων και ακολούθως έκαψαν την Αράχωβα.
Από την άλλη πλευρά, αμέσως μετά το κτύπημα, επικράτησε
ενθουσιασμός στο χωριό για την επιτυχία της Ομάδας Λεβεντάκη
και την ίδια ημέρα πάνω από την Αράχωβα, στο Καλύβι του
Κονταλώνη, στο οποίο κατέφυγαν οι συμμετέχοντες στο κτύπημα,
συγκεντρώθηκε κόσμος, προς τον οποίο μίλησε επίκαιρα, δηλαδή
περί των παλαιών Αγώνων των προγόνων για τη Λευτεριά, ο
Παρασκευάς Λεβεντάκης, καλώντας τους όλους να λάβουν μέρος
και να αφιερώσουν τη ζωή τους στον Αγώνα κατά των νέων
κατακτητών της Πατρίδας. Εδώ, πρέπει να αναφερθεί το γεγονός
ότι μέχρι το τέλος του 1942, το αντιστασιακό κίνημα είχε πάρει
πολύ μεγάλες διαστάσεις στη Λακωνία, με τη σύσταση Εαμικών
οργανώσεων, σε πόλεις και χωριά. Στους κόλπους των πολιτικών
αυτών οργανώσεων είχαν αρχίσει οι διεργασίες για δημιουργία
ένοπλων ομάδων, οι οποίες με αρχηγούς Αξιωματικούς Μόνιμους
ή Έφεδρους του Ελληνικού Στρατού, θα σχημάτιζαν ένα σταθερό
αντάρτικο στη Λακωνία. Η προσπάθεια αυτή, δεν είχε όμως
ευοδωθεί, μέχρι το κτύπημα στην Αράχωβα, το οποίο, παρά το
μικρό αποτέλεσμά του, είχε τεράστιο αντίκτυπο, αφού
σηματοδότησε την έναρξη του ένοπλου Αντιστασιακού Αγώνα στη
Λακωνία. Ο Λεβεντάκης, ως μυημένος στις θέσεις και τους
σκοπούς του ΕΑΜ, είχε τώρα σοβαρές προϋποθέσεις να
υλοποιήσει το σχέδιο περί οργάνωσης Αντάρτικου στην περιοχή
του, σύμφωνα πάντοτε με τις πραγματικές δυνατότητές του, οι
οποίες αρχικά δεν ξεπερνούσαν τα όρια του χωριού του. Μετά την
ενθουσιώδη ατμόσφαιρα στο Καλύβι του Κονταλώνη, το τραγούδι
και τον χορό που ακολούθησε για τον φόβο των Ιταλών που ήταν
βέβαιο ότι θα έρθουν, η ενισχυμένη ομάδα Λεβεντάκη, με 25
περίπου Αραχωβίτες, έφυγαν προς το βουνό και προσπερνώντας
τα ξημερώματα της 19 ης Δεκεμβρίου τις Μάντρες, λημέριασαν στη
θέση Φουρτσάτα. Στη συνέχεια ο αρχηγός Λεβεντάκης, πηγαίνει
νύχτα στη Βαμβακού και το πρωί με τον Βαμβακίτη σύνδεσμο Γ.
Σταυρόπουλο, ανεβαίνει ξανά στα Φουρτσάτα. Λόγω παντελούς
4
έλλειψης τροφίμων, κάποια μέλη της ομάδας, στέλνονται πάλι στην
Αράχωβα και στο βουνό μένουν μόνο 15 άνδρες. Ο Λεβεντάκης
ξαναφεύγει από το λημέρι των Φουρτσάτων και φτάνει στη θέση
Μάρμαρα, πάνω από τα Βέροια και από εκεί στέλνει σύνδεσμο
στον Βασαρά, καλώντας στα Μάρμαρα τον Γραμματέα του ΕΑΜ
Βασαρά, Πάνο Ροντήρη, γιατί σύμφωνα με πληροφορίες του, στον
Βασαρά υπήρχε έτοιμη ομάδα για να τους βοηθήσει. Ο Ροντήρης
πήγε στα Μάρμαρα και όπως μας είχε διηγηθεί ο ίδιος το καλοκαίρι
του 2000 στα Βέροια: «Πήγα και συναντήθηκα με τον Λεβεντάκη
στα Μάρμαρα. Τον συγχάρηκα για το κατόρθωμά του και αυτός
μου έδωσε ένα χαρτί στο οποίο είχε γράψει έναν κατάλογο με
διάφορα είδη, που έπρεπε να του στείλουμε από τον Βασαρά,
όπως: καζάνια και τεντζέρια για μαγείρεμα, άρβυλα και πρόκες για
την επιδιόρθωσή τους, ρούχα, τρόφιμα και άλλα αναγκαία εφόδια
για την επιβίωση της ομάδας του στο βουνό. Εγώ του απάντησα
ότι δυστυχώς στον Βασαρά δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί
Οργάνωση και τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Συζητήσαμε
διάφορα άλλα και έφυγα για τον Βασαρά». Μετά από αυτή την
άκαρπη συνάντηση, ο Λεβεντάκης επιστρέφει ολονυχτίς στα
Φουρτσάτα, όπου βρήκε μόνον τρεις Αντάρτες, αφού οι υπόλοιποι
είχαν διασκορπιστεί έπειτα από παρεξήγηση από κάποιους
πυροβολισμούς που είχαν ακουστεί στην περιοχή. Παίρνει τους
τρεις Αντάρτες και τα ξημερώματα έρχεται πάλι στα Μάρμαρα, που
θεωρούνταν ασφαλής περιοχή. Το βράδυ έρχεται στο σημείο ο
Λευτέρης (Φώτης Μπαξεβανάκης), που ήταν τότε αντιπρόσωπος
του ΕΑΜ Λακωνίαςκαι σκοτώθηκε στο Άργος το 1943. Στις 23
Δεκεμβρίου, έρχονται στα Μάρμαρα και άλλα μέλη της μαχητικής
Ομάδας Αράχωβας, τους μίλησε ο Λευτέρης, διάβασαν τον τύπο
που τους είχε φέρει και εκεί έδωσαν τον όρκο του Αντάρτη. Τον
όρκο τον διάβαζε ο Λευτέρης και τον επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι
με συνοδεία το βούισμα του δάσους όπως περιγράφει την ιερή και
συγκινητική αυτή στιγμή, ο ίδιος ο Λεβεντάκης, αναφέροντας
χαρακτηριστικά: «Ορκιζόμασταν ν’ αγωνιστούμε για το διώξιμο των
κατακτητών. Ορκιζόμασταν να παλέψουμε για τη μεταπολεμική
λευτεριά κι ευτυχία. Σε κάθε λέξη του όρκου ζωντάνευαν μπροστά
μας παλιοί δοξασμένοι αγώνες για τη λευτεριά και η σκέψη μας
χάραζε τις καινούργιες θυσίες, που μας πρόσμεναν. Τα μάτια
δάκρυζαν και τα στήθη φούσκωναν από συγκίνηση. Τελειώνοντας
αγκαλιασθήκαμε όλοι και φιληθήκαμε. Στερνά το στήσαμε στο
τραγούδι και στο χορό. Είμασταν πια Αντάρτες, μαχητές της
λευτεριάς και των δικαιωμάτων του λαού. Είμασταν εκεί δώδεκα…
είχαμε 3 πολεμικά όπλα, 2 γκράδες, 1 τούρκικο, 5 πιστόλια και
ορισμένα δίκανα. Με αυτά ξεκινήσαμε να λευτερώσουμε τον τόπο
5
και να νικήσουμε τρεις κατακτητές». Οι Αντάρτες πια του
Λεβεντάκη, έμειναν στα Μάρμαρα όλη την ημέρα, κατέβηκαν στα
Βέροια και από εκεί έφτασαν στις Μάντρες, αποκαμωμένοι από
την πορεία και εξαντλημένοι από την πείνα. Η κύρια προσπάθεια
ήταν η εξεύρεση τροφίμων και για τον λόγο αυτό, ο Λεβεντάκης,
πήρε μαζί του τον Καρύγιαννη και τον Διαμαντούρο και πήγε για
τρόφιμα στο μοναστήρι της Μαλεβής, αλλά ο Ηγούμενος, ονόματι
Αγάπιος, γνωστός ως «παπα – Καμπούρης» από τον Βασαρά δεν
τους άνοιξε ούτε την πόρτα. Σερνάμενοι από την πείνα, κατά την
έκφραση του Λεβεντάκη, επέστρεψαν στο λημέρι κάτω από τις
Μάντρες, όταν κόντευε να ξημερώσει Χριστούγεννα. Την ίδια
ημέρα, ο Ν. Πανούσης με τον Γ. Κονταλώνη, αποφασίζουν και
μπαίνουν μέσα στον Άγιο Πέτρο και καταφέρνουν να πάρουν
τρόφιμα, αν και στο χωριό έδρευε δύναμη Ιταλών και Απόσπασμα
χωροφυλακής. Οι κάτοικοι της Αράχωβας, πιέζονταν πανταχόθεν
να φροντίσουν να μάθουν πού κρύβονται οι Αντάρτες και να τους
καταδώσουν και οι Ιταλοί με Έλληνες χαφιέδες, αλώνιζαν τα χωριά
του Πάρνωνα, απειλώντας και απαγορεύοντας στους κατοίκους να
εξέρχονται των οικισμών, ακόμα και για αγροτικές εργασίες,
φοβούμενοι ότι θα έρχονται σε επαφή με τους Αντάρτες και θα
τους τροφοδοτούν κρυφά. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και όπως λέει ο
Λεβεντάκης : « Ήμουν αναγκασμένος και εγώ και τ’ άλλα παιδιά να
μένουμε διαρκώς πάνω στα χιόνια. Για φαΐ σκάβαμε τα χωράφια,
για να βρούμε καμιά μισοσάπια πατάτα. Κι ήμασταν
ευχαριστημένοι, όταν μπορούσαμε ο καθένας να τρώμε μια πατάτα
την ημέρα».
Από την άνοιξη του ‘43 η κατάσταση τουλάχιστον για τον
Λεβεντάκη, βελτιώνεται σημαντικά αφού αυτός φιλοξενείται για
μεγάλο χρονικό διάστημα, στη λιθόχτιστη καλύβα του Βεροιώτη
κτηνοτρόφου Δημήτρη Μελέτη, στη θέση Φτέρη, βόρεια του
οικισμού των Βεροίων. Η Καλύβα, που σώζεται ακόμα,
περιβαλλόταν από κήπο, εντός του οποίου υπήρχε βρύση και ο
Μελέτης, μαγείρευε εκεί καθημερινά, νοστιμότατα φαγητά κατά τη
μαρτυρία των συγκαιρινών του. Στο ασφαλές αυτό καταφύγιο, ο
Λεβεντάκης, με σύνδεσμο τον Μελέτη, συναντούσε σημαντικούς
ανθρώπους που ανήκαν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, όπως τον δάσκαλο
Γεώργιο Ψαλλίδα από τον Βασσαρά και άλλους, που οργάνωναν
σιγά – σιγά το αντιστασιακό κίνημα του Πάρνωνα. Στην ομάδα
Λεβεντάκη, θα βρει καταφύγιο και ασφάλεια η πρώτη Αγγλική
αποστολή, που θα πέσει στον Πάρνωνα με αλεξίπτωτα με
επικεφαλής τον Άγγλο Ταγματάρχη Χάριν Χάρικτον, όπως και η
Ελληνική αποστολή με αρχηγό τον Υπολοχαγό Γεώργιο
Ταβερναράκη, από τη Μέση Ανατολή, στις αρχές Απρίλη του ’43.
6
Σύμφωνα με τη συνέντευξη στον ομιλούντα του Παρασκευά
Μιχαήλ από τον Βασαρά, ο οποίος κατατάχθηκε 20 ετών, τον
Αύγουστο του ΄43 ως απλός Αντάρτης στον 1 ο Λόχο Κονταλώνη,
αλλά στη συνέχεια φοίτησε στη Σχολή Αξιωματικών του ΕΛΑΣ στη
Θεσσαλία και έγινε Αξιωματικός του 3 ου Τάγματος του 8 ου
Συντάγματος του ΕΛΑΣ Λακωνίας, «Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο
του ’43, όταν ο ΕΛΑΣ άρχισε να παίρνει καθαρά στρατιωτική
μορφή, τα Βέροια έγιναν η έδρα του 8 ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ
Λακωνίας και άρχισαν και τα έμπεδα. Θυμάμαι, λέει ο Μιχαήλ, την
ημέρα των Ταξιαρχών του ‘43 στα Βέροια, έγινε μια μεγάλη
αντάρτικη συγκέντρωση. Έγινε μια παρέλαση μπροστά από την
εκκλησία κατά την οποία ορκίστηκαν πενήντα νέοι Αντάρτες.
Ακολούθησε μεγάλο γλέντι και νιώσαμε ελεύθεροι γιατί ήμασταν
πραγματικά σε ελεύ
θερη περιοχή». Με τα λόγια αυτά του
αείμνηστου Παρασκευά Μιχαήλ, ολοκληρώνεται και η εισήγησή
μας στην παρούσα εκδήλωση, την αφιερωμένη στους Κλέφτες και
τους Αντάρτες του Πάρνωνα.








Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου