Η θεια-Ιλσάβ΄ η Μουρουκούδα, δηλαδή η θεια Ελισάβετ η θυγατέρα του Μουρούκη, όπως λένε τ’ ανύπαντρα κορίτσια στη Θράκη, η Μουρουκοπούλα θα ’λεγαν στο Μοριά, ήταν, όταν εγώ την πρωτογνώρισα, ίσαμ’ εβδομήντα χρονώ. Το πρόσωπό της ήταν λίγο αδρό, μ’ έντονα και χοντρά χαρακτηριστικά. Τα μάτια της μεγάλα, μαύρα και ζωηρά, η μύτη της λίγο χοντρή με μια μαύρη τριχωτή ελιά στην κόχη του δεξιού πτερυγίου της, τα χείλια της μαυριδερά και πυκνά, φορούσε γυαλιά, και μαύρη μαντήλα το καλοκαίρι, κι ένα μαύρο πλεχτό κροσσωτό σάλι το χειμώνα. Η φορεσιά της απλά, σκούρα, τα παπούτσια της βαριά. Κείνο όμως, που μου ’χε κάνει εντύπωση κι αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, ήταν η βροντερή κοντράλτα της φωνή. Χοντρή φωνή μπάσου, μεταλλική, όμως γλυκιά, τραγουδιστή, ελκυστική. Ήξερε να τη μεταχειρίζεται σαν όργανο μουσικό, με νότες καλοσύνης κι ευγένειας . ήταν από καλό σπίτι, μ’ αρχοντικιάν ανατροφή και χαρακτήρα, κι είχε αρκετή μόρφωση για την εποχή της. Τα λόγια της ήταν πάντα μετρημένα, ζυγισμένα, ευγενικά, γεμάτα καλοσύνη και σοφία.
Η θεια-Ιλσάβ’ η Μουρουκούδα δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ όμορφη. Πιστεύω, πως όταν θα ’ταν μικρό κοριτσόπουλο, με τη δροσιά της νιότης, με την ευγένεια, τη φρονιμάδα, και τη γλυκιά κοντράλτα φωνή της, κάποιους νέους της εποχής της θα ’πρεπε να ’χε συγκινήσει. Ποιος ξέρει όμως από ποιες αιτίες, ίσως γιατί δε βρήκε τον άνθρωπό της, ίσως γιατί είχε υποχρεώσεις σε γονιούς κι αδέρφια, ίσως … ίσως … με το σήμερα με το αύριο, τα χρόνια δεν καρτερούν, γέρασε χωρίς να το καλοκαταλάβει, κι απόμεινε μονάχη έρημη, σαν κούτσουρο, μ’ ένα παλιό ξυλόχτιστο δίπατο αρχοντικό στην κατοχή της. Μπαίνοντας απ’ την εξώπορτα, κι αφού περνούσες ένα μακρύ διάδρομο, έφτανες σε μια τεράστια πλακόστρωτην αυλή, πάντα πεντακάθαρη, με τις καϊσιές, τις γιρικιές, και τις τριανταφυλλιές της, με τους βασιλικούς, τις σαρδέλλες (γεράνια) στις γλάστρες, και με τα ζουμπούλια, τα πάτια, τους λαλέδες, τα σιμπόια, τους κρόκους και τα ζαμπάκια στα καλοσκαμμένα παρτέρια του μπαχτσέ. Η θεια Ιλσάβ’ αποζούσε από δυο μικρά νοίκια του σπιτιού της…
*
Ήταν καλοκαίρι, μήνας Αλωνάρης. Ήμουνα οχτώ χρονώ στοχαστικό αγόρι. Είχα τελειώσει την Τρίτη δημοτικού και πήγαινα για την Τετάρτη. Η δασκάλα μου, η κυρία Χαρίκλεια, που ήταν φιλενάδα της μητέρας μου, τη βούλεψε να με στείλει το καλοκαίρι με τις διακοπές, να κάνω μερικά μαθήματα αριθμητικής, δεκαδικά κυρίως, στο δάσκαλο τον κύριο Ζούζη, που ’ταν νοικάρης της θειάς-Ιλσάβ’ς, γιατί ήμουν λίγο αδύνατος στα μαθηματικά.
Ο κύριος Ζούζης ήταν ένας νέος και δραστήριος δάσκαλος, καμιά εικοσπενταριά χρονώ. Ψηλός, λιγνός, με σγουρά ξανθά μαλλιά και γλυκά γαλανά μάτια. Ήταν ο καλός άγγελος των παιδιών. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, είχε υπομονή και καλοσύνη. Λες κι άνοιγε τα κεφάλια τους και τους έβαζε τα γράμματα με την κουτάλα. Θυμάμαι καλά, πως, όταν πήρε μετάθεση για την πατρίδα του (ήτανε παλιολαδίτης), έκλαιγαν όλα τα παιδιά του τρίτου δημοτικού με τα δάκρυα, αγόρια και κορίτσια.
Η θειά-Ιλσάβ’ αποζούσε απ’ το νοίκι του κυρίου Ζούζη, κι ενός άλλου δημόσιου υπάλληλου, που κρατούσαν μια κάμαρη ο καθένας τους, όπως είπα και παραπάνω. Τους έπλενε, τους έραβε, τους σκούπιζε, τους συγύριζε, τους σιδέρωνε και τους περιποιόνταν, σα να ’τανε δικά της παιδιά. Και δεν περιποιόταν μονάχα αυτούς, αλλά και μας όλους, αγόρια και κορίτσια, που πηγαίναμε καθημερινά στο σπίτι της. Ήμασταν μαθητές της τρίτης και της τετάρτης. Θυμάμαι, σα σήμερα, πως το αναγνωστικό της τετάρτης ήτανε «Ο φάρος του χωριού», με κεντρικό ήρωα κάποιο φωτισμένο δάσκαλο, τον Πέτρον Ανέζη, που στη φαντασία μας έπαιρνε τη μορφή του κυρίου Ζούζη, που είχε εκπολιτίσει, κάνοντας αγνώριστο, ένα βρώμικο και απολίτιστο χωριό, το «Κακορίζικο».
Η θειά-Ιλσάβ’ η Μουρουκούδα, μόλις φτάναμε στο σπίτι της, μας ζύγωνε χαμογελαστή και καλοσυνάτη, μας χάιδευε στα μαλλιά, κι αφού μας ρωτούσε για την υγεία των δικών μας, έμπαινε στο σπίτι της, και γυρνώντας γλήγορα και πάλι στην αυλή, με γεμάτη την ποδιά της από φρούτα και μύγδαλα, μας τα μοίραζε λέγοντας:
-Πάρτι πιδιά μ’ λίγα μπαντιμούδια κι λίγα γιρικούδια, να δυναμώστι κουμάτ’ κι να τα μαθαίνιτι πιο κουλάι τα γράμματα, γιατί «ο ξένους, μαθές, λαθών’ στου δρόμου, κι ου αγράμματους στ’ ζουή», κι «άνθραπους αγράμματους, ξύλου απιλέκιτου».
*
Στη μεγάλη σάλα του δεύτερου πατώματος, όπου ανεβαίναμε από μια γυριστή ξύλινη σκάλα, που έτριζε απ’ την πολυκαιρία, η θειά-Ιλσάβ’ είχε στρωμένο ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, με κάτασπρο κεντημένο τραπεζομάντηλο κι ένα γυάλινο ανθοδοχείο με καθαρό νερό και φρέσκα λουλούδια κι έξι ψάθινες καρέκλες γύρω-γύρω, μια για το δάσκαλο και πέντε για μας.
Το μάθημα γινόταν το πρωί, προτού να πέσει η βαριά κι ανυπόφορη ζέστη του θρακιώτικου κάμπου. Απ’ το μεγάλο ανοιχτό παράθυρο της σάλας, που κοίταζε κατά το βοριά, έμπαινε μέσα το πρωινό δροσερό αγιάζι, ανάμιχτο με τις ευωδιές των λουλουδιών. Μακριά στον ορίζοντα, ο καταγάλανος ουρανός του Αλωνάρη, γεμάτος γλύκα και φως, αγκάλιαζε τις χρυσές θημωνιές του σταριού και τα κατακίτρινα αλώνια, ενώ ο χαρακτηριστικός ξερός θόρυβος μιας κατακόκκινης αλωνιστικής μηχανής, που ξεχώριζε στο βάθος, γέμιζε τ’ αυτιά μας με μιαν απόμακρη, μονότονη μουσική.
Σε λίγο άνοιγε η πόρτα της κάμαρης κι έμπαινε ο δάσκαλος στη σάλα σα θεός. Το μάθημα άρχιζε μ’ ευλαβική προσοχή. όταν τελείωνε το μάθημα η θειά-Ιλσάβ’ μας ξεπροβοδούσε, λέγοντας:
-Στου καλό πιδιά μ’. Τ’ Θιού τ’ν ιφκή να ’χτι. Χιριτίσματα πουλλά στ’ς μαμάδις σας ’π’ τα’ θεια τ’ν Ιλσάβ΄ τ’ Μουρουκούδα!...
*
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότες. Τρανέψαμε, τελειώσαμε το δημοτικό, το γυμνάσιο, περάσαμε κατοχές, πολέμους, βάσανα, και ξαναγυρίσαμε στο Κάστρο μας, στην πατρίδα μας, δίπλα στης Μαρίτσας τα θολά και στροβιλαφρισμένα νερά.
Η θειά-Ιλσάβ’ η Μουρουκούδα, σαν πλατανιά γερόκορμη και ριζωμένη βαθιά, αντιμετώπισε με θάρρος κι αποφασιστικότητα όλα τα βάσανα και τις φουρτούνες των καιρών. Είχε γεράσει πια. Έπρεπε να ’ταν τώρα γύρω στα ενενήντα. Είχε σκεβρώσει κομμάτι, κρατούσε μπαστούνι στο ροζιασμένο χέρι της, τα μαλλιά της ήταν γκρίζα. Η φωνή της ωστόσο πάντα βροντερή και μεταλλική, μόνο που αντηχούσε πια σαν ένα παλιό ραγισμένο βιολί.
Μια μέρα, καθώς διάβαινα όξω απ’ το σπίτι της, ξάνοιξα από μακριά τη θειά-Ιλσάβ’ να βγαίνει με το μπαστουνάκι της στο δρόμο, απ’ την πορταρίκα τη μεγάλη, σέρνοντας τα χοντρά κουντούρια της πάνω στο καλντερίμι. Ξαφνικά, φαίνεται πως ζαλίστηκε, κλονίστηκε το βήμα της, έχασε την ισορροπία της κι έπεσε κάτω μαλακά-μαλακά, χωρίς να χτυπήσει. Ήταν πολύ γριά πια, φαίνεται πως είχε γεράσει κι η καρδιά της. Την κοντοζύγωσα γρήγορα, έσκυψα και προσπάθησα να την ανασηκώσω. Μόλις το κατάλαβε, μ’ έσπρωξε δυνατά, λέγοντας:
-Αφ’ σι μι πιδί μ’, σι παρακαλώ!... Σ’ ιφχαριστώ, πουλύ, αμά αφ’ σι μι!... Βαστούν τα κότσια μ’ ’κόμα!!...
Έμεινα κατάπληχτος με το κουράγιο της γριάς. Την άφησα!... Μα, καθώς απομακρυνόμουνα από κοντά της, γύρισα το κεφάλι μου πίσω, και την είδα να σηκώνεται σιγά –σιγά, να παίρνει το μπαστουνάκι της στο χέρι, να τινάζει τη σκόνη απ’ το φόρεμά της, και να συνεχίζει το δρόμο της, στητή και περίφανη, με θάρρος κι αποφασιστικότητα, σχεδόν με πείσμα…


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου