Δυστυχώς,
γιαγιάδες, παππούδες, και λοιποί συγγενείς του δέκατου ένατου αιώνα είχαν
προσλαμβάνουσες μόνο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφού είχαν γεννηθεί και
περάσει τα χρόνια της νιότης στην Ανατολική Θράκη. Μιλούσαν για τον «Χαμίτ»
-εννοούσαν τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ- για την αυστηρότητά του και για όσα του
καταμαρτυρούσαν οι τρισχειρότεροι κατά τον παππού μου «Ζεν τουρκέρ», οι
Νεότουρκοι.
Ο πατέρα του
πατέρα μου ήταν σιδηροδρομικός στην Γαλλική Εταιρεία Σιδηροδρόμων, που κατόπιν
έγινε Ελληνογαλλική, μιλούσε γαλλικά, τουρκικά και έβριζε ρωσικά. Ήταν άνθρωπος
ευφάνταστος και του άρεσε να ρίχνει
επιπλέον καρυκεύματα στις γλαφυρές διηγήσεις του. Καταγόταν απ’ την
Αδριανούπολη, η οποία μες στον χρόνο έγινε για μένα δραματικό σημείο αναφοράς
και που δεν παρέλειψα να τη συμπεριλάβω ως χώρο δράσης βασικότατο στον Τούρκο στον κήπο.
Απ’ τον καιρό που
την ανακάλυψα, την έζησα και την περπάτησα, λουτροκοπανημένος πλειστάκις στο
εξαίσιο χαμάμ του Σοκολού Πασά, έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα των Οθωμανών Μιμάρ
Σινάν (Μιμάρ στην τουρκική θα πει αρχιτέκτων) κατά τον δέκατο έκτο αιώνα, έγινε
μέρος της ζωής μου.
Μέρος διαφυγής
όταν, μπαϊλντισμένος από την κούραση της Αθήνας, ταξιδεύω ανατολικά προς την
Κωνσταντινούπολη με το τρένο ως την Ορεστιάδα και μετά οδικώς. Η Αδριανούπολη
διατηρεί ακόμη τις οθωμανικές της γεύσεις, η φύση με τα ποτάμια Μέριτς
(Μαρίτσα) και Τούντζα δεν άλλαξε κι ο δρόμος στρωμένος με καλντερίμι, που
οδηγεί απ’ την περιοχή του Κάραγατς στην Αδριανούπολη (Εντίρνε στα τουρκικά)
είναι ίδιος κι απαράλλακτος.
Οι δικοί μου
ήταν Καραγατσιανοί. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου και τα αδέρφια του, εκεί
έζησαν ως το 1922, που έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών. Έχω ακούσει τον πατέρα μου,
που σήμερα ζει μαζί μου στην Αθήνα, ενενήντα τεσσάρων χρονών πια, να διασχίζει
αυτή τη στρωμένη με καλντερίμι «Λοζάν τζαντεσί» (Λεωφόρος Λωζάνης) για να πάει
στην Αδριανούπολη. Τα αφηγείται σαν να τα είδε πρόσφατα στην τηλεόραση,
συναισθηματικά ουδέτερος, πλήρως αποστασιοποιημένος απ’ τους χρόνους καθώς
βιώνει ένα σχολαστικό ενεστώτα υπερήλικα με απόλυτη τάξη και γεροντική υστερία.
Αυτός λοιπόν ο
κοπιαστικός –εξωφρενικά μαζοχιστικό τον βρίσκουν οι περισσότεροι- περίπατος
προς ανατολάς πήρε διαστάσει προσκυνήματος για μένα. Σαν χρέος στην καλοφυλαγμένη
νοσταλγία των ξεριζωμένων προγόνων μου, οι οποίοι διακωμωδούσαν το παρελθόν,
μάλλον για να ξορκίσουν την απόγνωση του «ποτέ πια».
Δεν θυμάμαι να
κοίταξαν ποτέ πίσω. Έφταναν χάριν αναψυχής ως την Ορεστιάδα, όπου είχαν
γνωστούς απ’ την πατρίδα, αλλά ποτέ δεν θέλησαν να πάνε ως τις Καστανιές (Εκεί
είναι το τελωνείο που περνάς τα σύνορα για Τουρκία) και να δουν την
Αδριανούπολη, που φαίνεται πεντακάθαρα με τους επιβλητικούς μιναρέδες του
τεμένους του Σουλτάνου Σελήμ, του γιου του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.
Θυμάμαι γέλια,
αστεία, κρεατόπιτες, λάχανο τουρσί και
πυρακτωμένα μπουριά σόμπας τους χειμώνες. Θυμάμαι και την γαλαζωπή
γκρίζα λαδομπογιά που έφερνε ο παππούς μου απ’ τους φίλους σιδηροδρομικούς για
τα μερεμέτια του σπιτιού. Όλοι οι παλιοί σιδηροδρομικοί σταθμοί ήταν βαμμένοι
γκρι. Χρώμα ταξιδιού για μένα ασορτί με τους βόρειους ουρανούς.
Τρένα,
πλατάνια και τρανταχτά γέλια θυμάμαι απ’ τους ανθρώπους του δέκατου ένατου
αιώνα, που χάθηκαν όλοι τους ως τις αρχές του 1970. Και τι περίεργο. Ο
παππούς ο Δημητρός εξ Αδριανουπόλεως
πέθανε το 1953 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», μόλις δύο τετράγωνα απ’ το τωρινό
μου σπίτι. Στον «Ευαγγελισμό» ξεψύχησε και η μεγάλη του κόρη Ιωάννα στα ογδόντα
τέσσερά της, αυτή που τόσες φορές μου μιλούσε για το Κάραγατς και την
Αδριανούπολη της εφηβείας, όταν κοπελίτσα μάθαινε ζωγραφική και χειροτεχνήματα
στο γαλλικό σχολείο των Καλογραιών, αυτή που τα καλοκαιρινά βράδια διασκέδαζε
μ’ ένα άσπρο μαντολίνο τους φίλους και τους συγγενείς παίζοντας κομμάτια από
ελληνικές κι αρμένικες οπερέτες.
Πως βρεθήκαμε
όλοι σ’ αυτά τα μέρη, πως τα ’φερε έτσι η ζωή και τι θα φέρει ακόμη; Γι’ αυτό
λέω πως είμαι απ’ τους τελευταίους εκπροσώπους αυτών των αναμνήσεων και των
μυρωδιών των πένθιμων υφασμάτων, που φορούσε αργότερα η γιαγιά μου ως το τέλος.
Και τυχερός
που γνώρισα αυτή την τρελοπαρέα του δέκατου ένατου αιώνα, με την ευτράπελη
επιείκεια σε όσα τους έπαιξε η μοίρα. Καθισμένοι τα βράδια τους μεγάλους
χουζουρλίδικους καναπέδες, μιλούσαν με κώδικες για τα πάντα. Οι πόλεμοι και οι
θάνατοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμη και μ’ ένα φόρεμα «Τότε που είχα
ράψει τον μελιτζανή ταφτά ήρθαν οι Βούλγαροι». Κι ώσπου να παλιώσει είχαν
φύγει. Η χρονολογία δεν είχε καμιά σημασία. Αρκεί που «έφυγαν» κι ύστερα σε
κάποια εγκυμοσύνη είδαν μπροστά τους αγγλογάλλους! Για αρκετά χρόνια νόμιζα πως
υπάρχουν «αγγλογάλλοι», «ρωσοτούρκοι», «γερμανοβούλγαροι» κατά το
«φραγκολεβαντίνοι» και χώρες αντίστοιχες, όπως η «Αγγλογαλλία», «Ρωσοτουρκία»
και «Φραγκολεβαντινία».
Μόνο τώρα όμως
μπορώ να εκτιμήσω μεσ’ απ’ τα θραύσματα των αναμνήσεων την τρυφερότητα, τις
φοβίες, τις γραφικές δεισιδαίμονες διαθέσεις τους, αλλά και την απέραντη αγάπη
για μένα τον πολυλογά εγγονό, «που μακάρι Παναγιά μου να μη βγει ψευταράς κι
υποχόνδριος σαν τον παππού του». Λόγια της γιαγιάς μου.
«Τι εννοούσαν
με το … πώς το είπατε; Υποχόνδριος;» ρώτησαν τα παλικαράκια του «Ποιος πηδά τον
Θεολόγο».
Δεν ξέραν την
σημασία αυτής της παλιομοδίτικης λέξης που συνόδευε συχνά τους έχοντες τάλαντο
στην νευρασθένεια. Τους εξήγησα, αλλά το «υποχόνδριος» στην καραγατσιανή –
αδριανουπολίτικη ομήγυρη σήμαινε κι αυτός που κυνηγά «ως μερακλής» τις χοντρές
γυναίκες. Βγάλε άκρη. «Υπό» την χοντρή! …..
Να κι ένα
μικρό δέμα με χάρτες και φωτογραφίες, «πιο παλιές κι απ’ το Μεσολόγγι», όπως
έλεγε μια θεία μου, πιστεύοντας πως το Μεσολόγγι κρατά τα πρωτεία της παλαιότητας.
Ό,τι βρίσκεται εκεί αφορά τον ανατολικό μου προσανατολισμό. Τον
βορειοανατολικό, για την ακρίβεια. Είναι χάρτες της Ανατολικής Θράκης, απ’ όπου
κατάγονται οι γονείς μου, και κυρίως της Αδριανούπολης –Εντίρνε με το προάστιο
του Κάραγατς, όπου έδρασε ο παππούς μου ο Δημητρός ως σιδηροδρομικός με την
καμπανία του. Όπως εξήγησα σε άλλο κεφάλαιο, από εκεί ήρθαν λόγω της ανταλλαγής
πληθυσμών (συνθήκη της Λωζάνης) μετά το 1922, αφήνοντας πίσω τα φαντάσματα της
νιότης.
Ταξιδεύω
τακτικά στα μέρη αυτά και πάντα με συγκινεί ο τόπος, που σήμερα, δυστυχώς,
ελάχιστα θυμίζει αυτό που ήταν. Δηλαδή ένα κοσμικό γλεντζέδικο προάστιο με
μπιραρίες και καφέ σαντάν, αφού κατοικούσαν σχεδόν μόνο Ρωμιοί και
Φραγκολεβαντίνοι. Μόνο ένας δρόμος, ο δρόμος του θαυμάσιου σταθμού, που
στεγάζει την γραμματεία του Πανεπιστημίου Θράκης της Εντίρνε, θυμίζει το ένδοξο
ζωηρόν παρελθόν με τα ωραία σανιδωμένα σπίτια και η λεωφόρος Λωζάνης, που
συνδέει το Κάραγατς με την Αδριανούπολη. Τρία και κάτι χιλιόμετρα, με παλιό
καλντερίμι, ισκιωμένος από αιωνόβια πλατάνια και λεύκες (καβάκια). Την έχω
περπατήσει αρκετές φορές, σε διαφορετικές ώρες, τούτη την πανέμορφη λεωφόρο,
που ουσιαστικά σε μπάζει στην Ανατολική Θράκη, περπατημένη απ’ τους απόντες δικούς
μας, ποιος ξέρει πόσες και πόσες φορές.
Η οικογένεια της μητέρα, άρτι αφιχθείσα απ’ την Ανατολική Θράκη στην Δυτική. |
Η οικογένεια του πατέρα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στα βαγόνια της Γαλλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων. |
* * *
Αυτές οι φωτογραφίες με συγκινούσαν βαθιά.
Στην πρώτη φωτογραφία οι τρεις φίλοι (ο ένας ο πατέρας μου)
ως πρόσκοποι στην Αδριανούπολη του 1921.
Στην δεύτερη, οι ίδιοι, νέοι άνδρες πια το 1944 μετά την
Απελευθέρωση, στην Αλεξανδρούπολη, αφού επέζησαν της προσφυγιάς και του
πολέμου.
Το πιο δραματικό γεωγραφικό σημείο στις θρακιώτικες αναφορές
μου. Ο Γαλλικός Σταθμός Αλεξανδρουπόλεως. Από εδώ περνώ για Ορεστιάδα,
Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη… (φωτ. Μιχ. Μπολιάκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου