Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

KARL LEHMAN "ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ"



 
Η Σαμοθράκη έτσι έγινε ένα  απαράμιλλο κέντρο θρησκευτικής ζωής σε μια μεγάλη περιοχή, που απλώνεται από τη βόρεια Ελλάδα, με τη Μακεδονία και τη Θράκη, ως τη βορειοδυτική Μικρά Ασία.
Οι κτήσεις της στη Θρακική παραλία στην κατάλληλη στιγμή κηρύχτηκαν «ιερή γη».
Ο ιερός χαρακτήρας του νησιού συντέλεσε στη χρησιμοποίησή του σαν ασύλου πολιτικών φυγάδων.
Ένα αξιοσημείωτο οικονομικό κεφάλαιο αποτελούσαν οι μεγάλες  γιορτές, στις οποίες κάθε χρόνο έπαιρναν μέρος αντιπροσωπείες από πολλές ελληνικές πόλεις, της βόρειας Ελλάδας και κυρίως και της Μικράς Ασίας και γενικά η προσέλκυση προσκυνητών, που από τον Απρίλη, ως το Σεπτέμβρη ζητούσαν και πετύχαιναν τη μύησή τους.
Οι Ρωμαίοι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κέντρο αυτό της ελληνικής θρησκευτικής ζωής.
Στους μύστες συμπεριλαμβάνονταν άνδρες, όπως ο Ουάρρωνας και ο Πείσωνας, ο πεθερός του Καίσαρα, ρωμαίοι διοικητές και ανώτεροι υπάλληλοι του κράτους.
Το Ιερό συνέχισε να ακμάζει και η δημοτικότητά του συνεχίστηκε αμείωτη ως τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα. Η αρχαία θρησκεία συνέχισε να ασκείται στη χριστιανική περίοδο και τελικά διακόπηκε βίαια μόνο προς το τέλος του τέταρτου μ.Χ. αιώνα.
Ο δυτικός κόσμος είχε αναπτύξει βαθμιαίο ενδιαφέρον για το νησί. Ο θαυμασμός για την παράδοση των αρχαίων της μυστηρίων πλέκεται σε μεγάλη έκταση στα σοφά συγγράμματα των δυτικών πνευματικών ανδρών του δέκατου έβδομου, δέκατου όγδοου και των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα.


Η θρησκεία των Μεγάλων Θεών

Εκείνο που έφερε τη μεγαλύτερη δόξα στην αρχαία Σαμοθράκη και την έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις ήταν η λατρεία των Μεγάλων Θεών…Η λατρεία αυτή περιλάμβανε «μυστήρια» που πιστευόταν πως είχαν Θεία προέλευση και η μύηση σ’ αυτά δεν ήταν λιγότερο φημισμένη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρωμαίους από εκείνη των Ελευσινίων Μυστηρίων. Η συμμετοχή στα μυστήρια της Σαμοθράκης δεν ήταν αναγκαστική για όσους έρχονταν στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, πράγμα που συνέβαινε στην Ελευσίνα. Το Ιερό, όπως άλλωστε και άλλα δημόσια ιερά της Ελλάδας, ήταν ανοιχτό στον καθένα για τη λατρεία των Θεών σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις. Παρά τη γειτνίασή του με την πόλη, δεν ήταν το επίσημο Ιερό της ελληνικής πόλης-κράτους. Τούτο συμπεραίνεται από το ότι και η ίδια η πόλη αντιπροσωπευόταν στις ετήσιες γιορτές με πρεσβευτές, όπως ακριβώς και οι ξένες πόλεις. Όπως, ανάμεσα σ’ άλλα, το Ιερό των Δελφών και της Ολυμπίας, έτσι και το ιερό της Σαμοθράκης έχει διεθνή χαρακτήρα.

Στη μεγάλη ετήσια γιορτή οι πομπές μετακινούνταν πιθανώς από βωμό σε βωμό σε διαδοχικές μέρες. Στην πραγματικότητα όμως ξέρουμε πολύ λίγα για τη γιορτή αυτή. Ακόμα και η ημερομηνία της μας είναι άγνωστη. Καθαρή εικασία είναι η υπόθεση του γιορτασμού της στο τέλος του Ιουλίου. Αν είναι έτσι, η γιορτή μπορεί να επέζησε στο λαϊκό καλοκαιριάτικο πανηγύρι της 26ης Ιουλίου, που γιορτάζεται η μνήμη της Αγίας Παρασκευής στις πηγές ενός δάσους με πλατάνια στην Παλαιόπολη. Από τον τρίτο τουλάχιστο αι. π.Χ. και ύστερα, οι Σαμοθρακίτες έστελναν κάθε χρόνο προσκλήσεις για τις γιορτές αυτές σ’ όλη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, ενώ πρεσβευτές (θεωροί) από πολλές πόλεις καθώς και από οργανισμούς, όπως οι ηθοποιοί (διονυσιακοί τεχνίτες) της Τέω, συμμετείχαν στη γιορτή μαζί με τους πρεσβευτές, είχαν εξουσιοδοτηθεί και σαν Ιεροποιοί, για την προσφορά θυσιών στη Σαμοθράκη, που απέβλεπαν στην ευημερία των πόλεών τους.

Στη διάρκεια των γιορτών παιζόταν ένα ιερό δράμα, που παρουσίαζε έναν ιερό γάμο. Η παράσταση δινόταν ίσως στο Τέμενος, που χτίστηκε τον τέταρτο αιώνα π.Χ. στη θέση ενός παλιότερου χώρου θυσιών. Την εποχή αυτή πιστευόταν πως η αναζήτηση της χαμένης κόρης, που χωρίς αμφιβολία ακολουθιόταν από τη γιορτή της ένωσής με το Θεό του Κάτω Κόσμου, αντιπροσωπευόταν από το γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας. Έχει υποτεθεί πως η χαριτωμένη ζωφόρος από το Πρόπυλο του Τεμένους με την παράσταση κοριτσιών που χορεύουν, αναφέρεται σ’ αυτόν ακριβώς το γάμο.

Τα μυστήρια των Μεγάλων Θεών ήταν φημισμένα και σεβαστά στον ελληνικό κόσμο από τον πέμπτο κιόλας προχριστιανικό αιώνα. Μαζί με τα μυστήρια της Ελευσίνας, ξεχωρίζουν σαν τα κυριότερα δείγματα μιας θρησκευτικής εμπειρίας στην αρχαία Ελλάδα, που αργότερα θα ξαπλωνόταν σ’ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Μολονότι στην Ελλάδα δεν ήταν ασυνήθιστες οι κλειστές τελετουργίες, που τελούνταν μυστικά από ορισμένες κοινωνικές ομάδες, τα μυστήρια αυτά ξεχώριζαν από τις δημόσιες λατρείες όχι μόνο για τη μυστικότητα και τον περιορισμό τους σε ορισμένα μόνο άτομα, αλλά και χάρη σ’ ένα σύνολο άλλων χαρακτηριστικών.
Η συμμετοχή δεν εξαρτιόταν από τις διαφορές φύλου, ηλικίας ή κοινωνικής θέσης. Ήταν θέμα καθαρά ελεύθερης εκλογής του κάθε ατόμου. Ενώ όμως στην Ελευσίνα η συμμετοχή περιοριζόταν στους Έλληνες από εθνική άποψη και στους ελεύθερους από κοινωνική άποψη, αντίθετα στη Σαμοθράκη μπορούσαν να μυηθούν άνδρες, γυναίκες και παιδιά όλων των εθνικοτήτων, δούλοι και ελεύθεροι.

Αυτή η καθολική αποδοχή έκανε τα μυστήρια της Σαμοθράκης περισσότερο από κάθε άλλο φαινόμενο της ελληνικής θρησκείας κάτι ανάλογο με τη χριστιανική κοινωνία. Τα μυστήρια εξαίρονταν και από το γεγονός πως η μύηση ήταν ένα θέμα εντελώς ξεχωριστό από τις ετήσιες γιορτές και πως τα άτομα ή οι ομάδες μπορούσαν να την πετύχουν οποτεδήποτε παρουσιάζονταν στους Θεούς, όποια ημερομηνία κι αν διάλεγαν· αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν οι ενεπίγραφοι κατάλογοι (αυλή του μουσείου). Ενώ η μύηση γινόταν μόνο στη Σαμοθράκη, από τους ελληνιστικούς τουλάχιστον χρόνους και εξής οι ομάδες των μυστών οργανώνονταν σε θρησκευτικές λέσχες, σαν «Σαμοθρακισταί», και είχαν σε αρκετές πόλεις δικούς τους τόπους συγκεντρώσεων.

Ενώ οι τελετουργίες συμπεριλάμβαναν συνηθισμένες θρησκευτικές τελετές, όπως τη θυσία και την επίκληση, διέφεραν όμως απ’ αυτές στην αποκάλυψη μιας ιερής ιστορίας-όπως της αρπαγής της Περσεφόνης στην Ελευσίνα-και με την επίδειξη στον μύστη πολυσήμαντων συμβόλων. Παράλληλα με την επίδειξη των συμβόλων φαίνεται πως γινόταν και μια κάποια αναφορά και ερμηνεία του μύθου. Στη Σαμοθράκη, μας λέει ο Ηρόδοτος, οι μύστες μάθαιναν να κατανοούν τη βαθύτερη σημασία των ιθυφαλλικών παραστάσεων του Ερμή-Καδμίλου και μετά από αιώνες ένας άνδρας του πνευματικού αναστήματος του Ουάρρωνα ισχυρίζεται πως ορισμένα σύμβολα που επιδεικνύονταν στα μυστήρια της Σαμοθράκης συμβόλιζαν τον ουρανό και τη γη.

Με τέτοιες αποκαλύψεις και με κάποια επικοινωνία με τους Θεούς, πράξεις που παρέμεναν αυστηρά μυστικές, οι μύστες πετύχαιναν ορισμένα προνόμια. Γενικά ο μύστης έτρεφε την ελπίδα της καλής τύχης. Στη Σαμοθράκη, λέγεται, πως προστατευόταν ιδιαίτερα στη θάλασσα. Ένα πορφυρό μαντήλι, που τους προσφερόταν κατά τη μύηση και δενόταν γύρω από το υπογάστριο, ήταν το μαγικό φυλαχτό που προστάτευε τους ναυτικούς και τους ταξιδιώτες από τους κινδύνους. Είναι πιθανό πως τα σαμοθρακίτικα δαχτυλίδια, που ήταν εκτεθειμένα στη «Θεϊκή δύναμη» της μαγνητικής πέτρας, ήταν ένα άλλο προστατευτικό σύμβολο που δινόταν κατά τη  μύηση.

Πάντως σε μεταγενέστερους χρόνους υποστηριζόταν πως η συμμετοχή στα μυστήρια της Σαμοθράκης έκανε τους ανθρώπους ηθικά καλύτερους. Οι μύστες συχνά αυτοαποκαλούνταν «ευσεβείς».

¨Ένα κοινό χαρακτηριστικό στην Ελευσίνα  και τη Σαμοθράκη είναι η ύπαρξη των δυο βαθμών μύησης: η μύηση και η εποπτεία. Αλλά ενώ στην Ελευσίνα η απόκτηση των δυο βαθμών συνδεόταν με τις ετήσιες γιορτές και έπρεπε να χωρίζεται από ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστο ενός χρόνου, στη Σαμοθράκη ο ανώτερος βαθμός της εποπτείας μπορούσε να αποκτηθεί αμέσως μετά τη μύηση, ακόμα και την ίδια μέρα. Και πάλι, ενώ στην Ελευσίνα η εποπτεία φαίνεται πως ήταν απαραίτητη για τη συμπλήρωση των τελετουργιών, αντίθετα εδώ οι κατάλογοι των μυημένων δείχνουν πως η μύηση στον ανώτερο βαθμό η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας. Αυτό σημαίνει πως με την εποπτεία είχαν συνδεθεί διάφοροι όροι, που εμπόδιζαν πολλούς ανθρώπους από την απόκτησή της. Όπως δείχνει η κοινωνική κατάσταση των απλών μυστών και των μυστών που έγιναν επόπτες, οι όροι αυτοί δεν είχαν ούτε οικονομικό ούτε κοινωνικό χαρακτήρα. Είναι πιθανό πως συνδέονταν με ηθικές απαιτήσεις και πως, πριν από την εποπτεία, γινόταν ένα είδος εξομολόγησης του υποψήφιου επόπτη, που έπρεπε να ομολογήσει τα «αμαρτήματά» του, γεγονός μοναδικό για την ελληνική θρησκεία και βεβαιωμένο για τα μυστήρια της Σαμοθράκης. Όπως στην Ελευσίνα και αλλού οι τελετές μύησης γίνονταν προφανώς κατά τη διάρκεια της νύχτας με το φως των πυρσών και λυχναριών. Πυρσοί εμφανίζονται επανειλημμένα στα μνημεία της Σαμοθράκης. Υπάρχουν ακόμα και λίθοι με υποδοχές για τεράστιους πυρσούς που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του ανασκαμμένου χώρου. Επίσης μαρμάρινοι λύχνοι που χρονολογούνται από τον έβδομο ως τον τέταρτο π.Χ. αιώνα. Οι λύχνοι αυτοί είχαν κατασκευαστεί όχι για εξάρτηση αλλά για μεταφορά ή στήσιμο πάνω σε υποστήριγμα και προφανώς χρησιμοποιούνταν στις νυχτερινές τελετουργίες.

Αφθονία πήλινων λυχναριών ανακαλύφτηκαν πρόσφατα. Μερικά απ’ αυτά έχουν χαραγμένο αρχικό μαγικό γράμμα των Μεγάλων Θεών Θ, άλλα πάλι φέρουν το αποτυπωμένο μονόγραμμα Ε που είχε το ίδιο νόημα. Φαίνεται πως κατασκευάστηκαν για την αποκλειστική τους χρήση στη σαμοθρακίτικη θρησκεία και το πλήθος τους δείχνει πως σε κάποια δεδομένη στιγμή των τελετουργιών κάθε μύστης κρατούσε ένα λυχνάρι.

Οι ανασκαφές μας έχουν προσφέρει ένα πλήθος ενδεικτικών στοιχείων για συμπόσια στον Ιερό χώρο. Οι εκδηλώσεις αυτές μπορεί να μην είχαν «ιερό» χαρακτήρα και ίσως να μην αποτελούσαν μέρος μυστικών ιεροτελεστιών. Τα συμπόσια αυτά, όμως, και η κάθαρση μπορεί να προηγούνταν ή να ακολουθούσαν την πραγματική μυστική μύηση. Ίσως ήταν πράξεις ριζωμένες στις θυσίες, που περιλάμβαναν θυσίες ζώων και προσφορές υγρών, σπονδές δηλαδή, μετά τις οποίες οι συμμετέχοντες γλεντούσαν και έπιναν. Ενας αποθέτης , που περιείχε λεπτοκαμωμένα ελληνικά και ντόπια χειροποίητα αγγεία, χρονολογείται στον έβδομο αιώνα π.Χ. βρέθηκε κάτω από το Τέμενος μαζί με υπολείμματα γευμάτων και θυσιών και περιείχε και γιγαντιαίους κανθάρους. Έτσι η κατανάλωση κρασιού σε βαθμό μέθης φαίνεται πως ήταν μια πρωιμότατη συνήθεια στις ιεροτελεστίες της Σαμοθράκης. Και αργότερα το κυριότερο σχήμα αγγείου παραμένει ο κάνθαρος. Συχνά είναι κοσμημένοι με το εγχάρακτο μαγικό αρχικό γράμμα των Θεών. Χρησιμοποιήθηκαν όμως και κύλικες. Στην ελληνιστική περίοδο είναι συνηθισμένα τα απλά κωνικά κύπελλα με το Θ χαραγμένο στο κέντρο τους πριν από το ψήσιμο. Μικρότερα ρηχά κύπελλα και πιάτα καθώς και πινάκια χρησιμοποιήθηκαν προφανώς για περιορισμένες ποσότητες φαγητού. Κάθε μύστης τελικά φαίνεται πως ήταν εφοδιασμένος με μια κύλικα, ένα κύπελλο και ένα λυχνάρι. Από τον πέμπτο αιώνα ως την ελληνιστική εποχή βρίσκουμε πολλά κομματιασμένα κύπελλα και πιάτα με χαράξεις κυρίως απλών γραμμάτων, που μερικές φορές γίνονταν εκ των υστέρων. Αυτά τα γράμματα φαίνεται πως επισημοποιούν το χαρακτήρα των αγγείων, που χρησιμοποιούνταν από τους μυούμενους στα μυστήρια, σαν ιερή ιδιοκτησία των Θεών. Στα ρωμαϊκά χρόνια παρόμοια αγγεία συνήθως γίνονταν από γυαλί.
Όπως και στα άλλα μυστήρια, έτσι και εδώ είναι βέβαιο πως οι μυημένοι φορούσαν στεφάνια. Το κεφάλι ενός γυναικείου πήλινου ειφώλου της ελληνιστικής εποχής, που φορεί ένα βαρύ ανθοστέφανο κάτω από ένα πέπλο, μπορεί να θεωρηθεί σαν απεικόνιση μιας μυημένης.

Οι προετοιμασίες για τη μύηση γίνονταν ίσως σ’ ένα μικρό δωμάτιο, ένα είδος ιεροφυλακίου στα νότια του Ανακτόρου, που επίσημα ονομαζόταν ΙΕΡΗ ΟΙΚΙΑ. Εδώ φαίνεται πως υπήρχαν πάγκοι και ακόμα πως εδώ ο δόκιμος δεχόταν το λυχνάρι και ίσως ντυνόταν στα λευκά.

Είναι πιθανό πως οι μύστες μετά το Ανάκτορο επέστρεφαν στην Ιερή Οικία, όπου έπαιρναν κάποιου είδους έγγραφη διαβεβαίωση της μύησης. Πάνω στους τοίχους του κτηρίου αυτού, στα τελευταία τουλάχιστο χρόνια, ο μύστης μπορούσε να δει πολλές μαρμάρινες στήλες, ένθετες στους τοίχους, που μνημόνευαν προηγούμενες μυήσεις επώνυμα και χρονολογικά και, αν και ο ίδιος πλήρωνε, θα μπορούσε να παραγγείλει παρόμοια χάραξη του δικού του ονόματος.

Μόνο όταν μ’ αυτόν τον τρόπο γινόταν κανείς ευσεβής μύστης, όταν θα μπορούσε να προχωρήσει, αν το επιθυμούσε, στην απόκτηση του ανώτερου βαθμού μύησης, την εποπτεία, στο κτήριο που ονομαζόταν ΙΕΡΟΝ στο νότιο μέρος του Ιερού Χώρου. Η πρόσοψή του, που συμπληρώθηκε στην ύστερη ελληνιστική εποχή και έδινε την εντύπωση ναού, φωτιζόταν από τεράστιους πυρσούς. Κανένας άλλος εκτός από τους τέλεια μυημένους δεν μπορούσε να μπει σ’ αυτό. Ακόμα και ο υποψήφιος επόπτης φαίνεται πως έπρεπε να υποστεί μια προκαταρκτική τελετή στην εξωτερική πλευρά του Ιερού, κοντά στην είσοδό του. Εδώ δυο μαρμάρινα σκαλοπάτια, το καθένα αρκετά μεγάλο για να σταθεί ένα άτομο, πλαισίωναν ένα μεγάλο αναμμένο πυρσό. Είναι πιθανό πως ο υποψήφιος στεκόταν πάνω στο ένα σκαλοπάτι, ενώ ένας ιερέας, εξεταστής ή μάρτυρας, πατούσε πάνω στο άλλο και πως ο μελλοντικός επόπτης ήταν υποχρεωμένος να ομολογήσει τα κυριότερα αμαρτήματά του και να δεχτεί άφεση αμαρτιών, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό. Στο μεταξύ μέσα στο κτήριο είχαν συγκεντρωθεί θεατές, παλιότεροι φυσικά επόπτες, που κάθονταν πάνω σε πάγκους σ’ όλο το μήκος των πλευρικών. Ο μύστης φαίνεται πως οδηγιόταν στο εσωτερικό του κτηρίου από την κύρια πύλη. Ίσως κοντά στην είσοδο γίνονταν καθαρτήριες και εξαγνιστικές τελετές. Ακολουθούσε μια θυσία σε μια ιερή εστία στο κέντρο του σηκού.

Ο επόπτης φαίνεται πως καθόταν ύστερα στο πίσω μέρος του κτηρίου για να δει με τα ίδια του τα μάτια μια αποκάλυψη, όπως άλλωστε μαρτυρεί και η λέξη εποπτεία. Στο σημείο αυτό ιεροφάντης έμπαινε στην αψίδα και ανέβαινε πάνω σε μια ειδική πέτρα(βήμα). Έκανε μια λειτουργία και παρουσίαζε τα σύμβολα, ενώ κατά διαστήματα φαίνεται πως εκτελούσε αόρατες τελετουργίες, μαζί με τις προσφορές σπονδών στους Θεούς του Κάτω Κόσμου, πίσω από τα παραπετάσματα που χώριζαν την αψίδα από την αίθουσα, όπου κάθονταν οι θεατές.

Όταν ανακαινίστηκε το εσωτερικό του Ιερού, γύρω στα 200μ.Χ. , η κύρια είσοδος διαπλατύνθηκε και τελικά στην περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου το κατώφλι κόπηκε για να επιτρέψει την είσοδο στο κτήριο ζώων, που προορίζονταν για θυσία. Μαζί μ’ αυτές τις μετατροπές κτίστηκαν θωράκια για να προστατέψουν τους θεατές. Τότε στην αψίδα έγινε μια κρύπτη και ανοίχτηκε μια οπή στο βήμα, που συνήθως σκεπαζόταν μ’ ένα ξύλινο κάλυμμα· τώρα επέτρεπε να χυθεί στο βράχο κάτω από το βήμα η προσφορά της παραδοσιακής σπονδής. Οι αλλαγές αυτές, που προστέθηκαν στην εποπτεία στην ύστερη αρχαιότητα εξυπηρετούσαν τα Κριοβόλια και τα Ταυροβόλια της Μεγάλης Μητέρας, μιας θεότητας της Ανατολίας όχι ουσιαστικά διαφορετικής από την Αξίερο της Σαμοθράκης. Στις τελετουργίες αυτές ο μύστης ή ένας ιερέας στη θέση του κατέβαινε σ’ ένα λάκκο, που έφτανε το κατώτερο επίπεδο της αψίδας, και πάνω του δεχόταν το αίμα των θυσιαζόμενων ζώων σαν ένα είδος βαπτίσματος.

Τόσα μπορεί να πει κανείς τώρα σχετικά με τους Μεγάλους Θεούς της Σαμοθράκης, τις τελετουργίες και τα μυστήριά τους με βάση τις γραπτές μαρτυρίες και τις ανασκαφές. Το ουσιαστικό περιεχόμενο του μύθου, της πίστης του και της διδασκαλίας των μυστηρίων θα παραμείνουν για πάντα άγνωστα σ’ όλους εκείνους που δε μυήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά ο επισκέπτης των εντυπωσιακών ερειπίων του Ιερού Χώρου καθώς τα βλέπει με φόντο ένα άγριο και εντυπωσιακό ορεινό τοπίο, που παρά τις διαφορές του παραλληλίζεται μ’ εκείνο των Δελφών, μπορεί να συλλάβει το δέος των αθανάτων δυνάμεων της Φύσης, που κι εδώ, όπως και κει. Εξώθησαν τους ανθρώπους στη λατρεία των Θεών.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου