Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

1942-2012:ΠΡΙΝ 70 ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΕΦΤΑΝ ΝΕΚΡΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ



Μια ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης στον Έβρο

ΗΛΙΑΣ ΦΑΡΦΑΡΑΣ

12 Δεκεμβρίου 1942:
Τρεις αντάρτες, ο Φαρφάρας Ηλίας απ’ τη Θυρέα, ο Αθανασιάδης Γιάννης απ’ τον Πύργο και ο Σταυρακάκης Χριστοφίλης (Τζαβέλας) απ’ τη Σιταριά, τρία απ’ τα πρώτα στελέχη της Εθνικής Αντίστασης στον Έβρο, ήταν και πρώτοι ηρωικοί νεκροί της.
Ξημερώματα της 12ης Δεκέμβρη 1942 στον Πύργο, όπου διανυκτέρευσαν, κυκλώθηκαν από απόσπασμα Γερμανών, μετά από προδοσία. Έπειτα από άγρια συμπλοκή, τα τρία αυτά ηρωικά παιδιά του λαού μας, έπεφταν από τις σφαίρες του κατακτητή.
Μαζί τους και η Γιαννακίδου Γιαννούλα του Μαυρουδή, που τους φιλοξένησε στο σπίτι της.
Για να πτοήσουν το ηθικό του εξερμένου λαού, οι καταχτητές και οι συνεργάτες τους, μετέφεραν τα πτώματά τους στο Διδυμότειχο, έκοψαν τα κεφάλια τους και τα τοποθέτησαν πάνω σε πασάλους, προς δημόσια θέα.
Αυτό ήταν το τραγικό τέλος των τριών παλικαριών.
Για τον Ηλία Φαρφάρα κάναμε κουβέντα με τα δύο απ’ τα πέντε παιδιά του που κατοικούν στη Θυρέα, στο ίδιο ακριβώς σπίτι που γεννήθηκε και έζησε ο ίδιος.
Το ένα του παιδί, που πήρε και το όνομά του, λέγεται Ηλίας και ήταν μόλις δύο μηνών τη μέρα που σκοτώθηκε ο πατέρας του. Το άλλο, Σταύρος, κι ήταν 8 περίπου χρονών όταν τον στερήθηκε για πάντα.

Τα δώσανε όλα για τον αγώνα

Ο Ηλίας Φαρφάρας, γεννήθηκε τον Απρίλη του 1913. Ήταν ο μικρότερος απ’ τα τρία αδέρφια του, τον Βασίλη και τον Παναγιώτη (Πάνο), που κι αυτά ήταν ιδρυτικά στελέχη της Αντίστασης κι απ’ τους πρώτους αντάρτες που βγήκαν στο βουνό. (Για τα δυο αδέλφια θ’ ακολουθήσει ξεχωριστό αφιέρωμα)
Ο Παναγιώτης ήταν ο μεγαλύτερος. Γεννήθηκε το 1902, Μάιο μήνα. Χάθηκε στον εμφύλιο, κάπου στα 1948.
Ο Βασίλης, γεννήθηκε το 1908, τον Απρίλη. Την προσφορά του στην εθνική αυτή υπόθεση την πλήρωσε με αναγκαστική προσφυγιά. Επαναπατρίστηκε στα γεράματά του και πέθανε σχεδόν δύο χρόνια μετά, στη Θυρέα.
Παιδιά ευκατάστατης οικογένειας και περίφημοι χτιστάδες οι ίδιοι, ήταν απ’ τα πιο πλούσια τζάκια της περιοχής.
Για τ’ αδέρφια του πατέρα του ο Ηλίας Φαρφάρας μας είπε: «Τα χέρια τους ήταν χρυσά. Είχανε όλα τα καλά. Όταν αυτοί αλέθανε και τρώγανε σταρένιο ψωμί, οι άλλοι δεν είχαν ούτε μπομπότα να φάνε. Σε τέτοια κατάσταση ήταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια δεν κοίταζαν τη ζωή τους την καλή. Κοίταζαν να προσφέρουν στον αγώνα. Κοίταζαν την ισότητα.
Ο θείος μου ο Βασίλης, έκρυψε τη γυναίκα του για οχτώ μήνες, σ’ ένα φίλο του, στους Μεταξάδες. Σ’ ένα δημοκρατικό σπίτι. Πολύ καλοί ανθρώποι, ήτανε δεξιοί, όμως, καλοί φίλοι. Μετά πέρασε και την πήρε.
Το παιδί του, 14 χρονώ, το πήρε μαζί του στο βουνό, όπου και σκοτώθηκε. Πέρασαν πολλά…»
Και συνέχισε, μιλώντας για τον πατέρα του:
«Το ξεκίνημα για την παρανομία (σ.σ. ένταξη στο ΚΚΕ) έγινε απ’ το 1939. Όταν ήρθε ο χιτλερικός στρατός, αναγκαστήκανε και τα παρατήσανε όλα για να πολεμήσουν τον καταχτητή, αλλά η προδοσία δεν τους άφησε.»
Ο δε Σταύρος, πρόσθεσε:
«Ήταν κομμουνιστής ο πατέρας μου, πατριώτης. Δεν ήθελε να ξέρει ξένα συμφέροντα. Ξεκίνησε τον αγώνα για τα εθνικά συμφέροντα.
Το Σεπτέμβρη του 1942, ήρθε κάποιος σύντροφος στο σπίτι, ο Άρης (σ.σ. ο Γιάννης Δαλκανάρης) τους έβγαλε στο βουνό, τους έκανε συνεδρίαση και τους είπε:
«Θα βγούμε όλοι έξω και θα βάλουμε μια πετρούλα, για να περικυκλώσουμε τον καταχτητή, ώστε να μην μπορέσει να εξοντώσει τη Σοβιετική Ένωση. Θα χαθούμε κι εμείς μαζί τους. Πρέπει να βγούμε. Δε γίνεται αλλιώς.»
Γι’ αυτό αποφάσισαν και βγήκαν. Καταλάβατε; Όπως λέει κι ένα τραγούδι ″Γι’ αυτό τ’αποφασίσανε…″.»
Ο Ηλίας Φαρφάρας πήρε στη συνέχεια μέρος στη σύσκεψη της Βούβας, τέλος Οκτώβρη 1942, μαζί μ’ άλλους 18 αντάρτες, κι αποφάσισαν τη δημιουργία αντάρτικων στον Έβρο.

Η απόδραση

Νωρίτερα, στις αρχές του ίδιου μήνα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σταύρου «…ήρθαν και τον συνέλαβαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας μου, όμως, έφυγε απ’ τα χέρια τους, απ’ τα χέρια των Γερμανών. Αλλά αυτοί δεν ήτανε Γερμανοί, ήταν γερμανόφιλοι, ήταν γερμανοτσολιάδες, χαφιέδες…»
Πράγματι ένα βράδυ στις αρχές του Οκτώβρη, δυο γερμανοντυμένοι, συνέλαβαν τον Ηλία μέσα στο σπίτι του, στη Θυρέα. Με τις κάνες των οπλών προσπάθησαν να τον πάνε στο Διδυμότειχο, για να τον παραδώσουν στη γερμανική φρουρά. Ο Ηλίας, δυνατό παλικάρι, δραπέτευσε…
Να πως περιγράφει τη διαφυγή του, ο γιος του Ηλίας.
«Εδώ ακριβώς από κάτω (σ.σ. απ’ το σπίτι) έχει ένα μονοπάτι, μια πατέκα, που καταλήγει στο ρέμα.
Μόλις έφτασαν στο ποτάμι, ο μπαμπάς μου ζήτησε να τον αφήσουν να πάει μέχρι το μαντρί. Είχαμε τότε ζώα. Αλλά οι άλλοι, οι γερμανοπράκτορες, ήξεραν ότι ο πατέρας μου δεν το έβαζε κάτω. Του λένε, δε θα πας πουθενά και τον έσπρωξαν. Πρώτη δουλειά του μπαμπά μ’, ήτανε να τους ρίξει στο ποτάμι. Τους έδωσε μια σπρωξιά και τους έριξε μέσα στο νερό. Εκείνη τη μέρα είχε πολλή ομίχλη. Δε μπορούσες να δεις ούτε δέκα μέτρα μακριά.
Ώσπου να σηκωθούν αυτοί κι ώσπου να βγουν από το ποτάμι, ο πατέρας μου έφυγε. ΟΙ γερμανοντυμένοι, βέβαια, πρόλαβαν και πυροβόλησαν. Κι όπως ακούστηκε τότε, μια σφαίρα τον πήρε στ’ αυτί. Τη γλίτωσε, όμως, κι έφυγε και πήγε στην αδερφή του στο Θούριο. Έμεινε ένα βράδυ κι από κει τράβηξε για τη Βούβα και στη συνέχεια για τον Πύργο.»

Η προδοσία και ο θάνατος

«Εκεί βρέθηκαν με τον Τζαβέλα και τον Γιάννη. Τους πρόδωσαν, όμως, και τους σκότωσαν.
Τον μπαμπά μ’ σκοτωμένο τον ήφεραν με το κάρο στο Διδυμότειχο, τον έβαλαν στην πλατεία, τους έβαλαν τα κεφάλια πάνω…(ξεσπάει σε λυγμούς).
Θυμάμαι – συνέχισε μετά από λίγο – καμιά φορά τη μάνα μ’ που έλεγε, ότι κατέβηκε στο Διδυμότειχο, να μάθει τι έγινε. Δεν ήξεραν τίποτε στο χωριό, άκουγαν από δω κι από εκεί. Πώς να πάει, όμως; Όταν, τέλος, κατάφερε και πήγε στο Διδυμότειχο, την αντάμωσε ο Γκιουγκής και της είπε να μην πάει στην πλατεία. Δεν την είπε, όμως, για ποιο λόγο, ότι δηλαδή είχανε τον μπαμπά μ’ εκεί…
Εκείνη δεν το ‘βαλε κάτω. Πήγε και τον είδε …(μικρή διακοπή)
Ύστερα ήρθε και μετέφερε τα νέα στον πεθερό και στην πεθερά της.»
Ο Σταύρος για ν’ αποφορτίσει τη συγκίνηση της στιγμής μας είπε: «Αν έχετε την ευκαιρία να σας πω ένα τραγουδάκι της Εθνικής Αντίστασης. Μήπως το ξέρετε κιόλας; Ήταν για τους φυλακωμένους, λαϊκό τραγούδι:

Άνοιξε δεσμοφύλακα
στα σπίτια μας να πάμε,
σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά
βρ’ αμάν, αμάν
τίποτες δε χρωστάμε.

Ούτε φονιάδες είμαστε,
ούτε κατεργαραίοι,
στη φυλακή μας ρίξανε
βρ’ αμάν, αμάν,
γιατί ‘μαστε σπουδαίοι.

Ένα πρωί τους τσάκωσα
τα όπλα να ‘τοιμάζουν,
στη φυλακή να έρχονται
που μέσα να με βγάλουν.

Στα μνήματα με πήγαιναν
εκεί να με δικάσουν
να και τ’ αδέρφια πρόφτασαν
βρ’ αμάν, αμάν,
ήρθαν να με γλιτώσουν.

Μένα μου πρέπει μια σπηλιά
κι αραχνιασμένο χώμα,
εκεί ν’ αφήσω κόκκαλα
βρ’ αμάν, αμάν,
ζωή, ψυχή και σώμα.

Μα και φωτογραφία μου
βρ’ αμάν, αμάν,
να σώζεται ακόμα.

Αυτά τα τραγουδάκια από δέκα χρονών τα έμαθα. Φανταστείτε τι λέει ο καημός. Από δέκα χρονών παιδί τα έμαθα και μέχρι σήμερα τα τραγουδάω,,,»
Τον ρωτήσαμε αν ξέρει κι άλλα τραγούδια. Αντί άλλης απάντησης συνέχισε να τραγουδάει…

Απ’ τον καιρό που πάτησε
ο φασισμός στη χώρα
γλυκιά ζωή δε ζήσαμε
αδέρφια, μία ώρα.

Γι’ αυτό τ’ αποφασίσανε
δίχως να λυπηθούνε
μάνα, γυναίκα και παιδιά
και στο βουνό να βγούνε.

Και στο βουνό που βγήκανε
θα τους εκδικηθούνε
και όταν θα τους πιάσουνε
καθάρια θα τους πούνε.

Ξένοι, προδότες, άνθρωποι
δεν πρέπει για να ζούνε
με…την ελπίδα τους
θέλουν να μας λυγίσουν.
Κι όμως λεβέντες είμαστε
κι ούτε εμείς δε λυγάμε.

Μ’ όλα ταύτα, λυγίσαμε και πάει. Τι να κάνουμε;
Αυτά είναι πλέον. Όσοι σύντροφοι ήρθαν απ’ τ’ αντάρτικο και σ’ όσους το είπα, με ρώτησαν.
- Πού τα βρήκες, πού τα ξέρεις;
Αυτό το τραγούδι το έγραψε μια μικρή οργάνωση. Τα παιδιά που βρισκόμασταν, τ’ αετόπουλα, όπως το λέγανε. Ο Μπουντουρίδης ο Θανασάκης, ο Ρέμπουλης ο Χρήστος, η Μάλτου, η Ευαγγελία η Καπετανίδου.
Το 1948, κάθισαν και το ταίριασαν. Κι ήρθαν και με βρήκαν και το τραγουδήσαμε.
Όταν ήρθε ο θείος μου ο Βασίλης (σ.σ. ο Φαρφάρας) και τ’ άκουσε με είπε:
«…που να σε πάρω απ’ το χέρι, να πααίνουμι, να πααίνουμι, να το λέμε, να το λέμε, δεν υπάρχει τέτοιο τραγούδι…πού το βρήκες;»
- Αμ’ του είπα. Κι όμως…είδες λοιπόν τι αφήσατε και τι βρήκατε;»

Άπλωσα την καρδιά μου

Τελευταίο άφησε το τραγούδι για τον πατέρα του τον Ηλία.

Βρε Ηλία μου δε σου ‘λεγα
στον Πύργο μην πααίνεις,
δε σου’ λεγα βρε Ηλία μου
στον Πύργο μην πααίνεις,
γιατί ‘ναι οι εχθροί πολλοί
και θα σας καταλάβουν.

Κι αν πρόφτασαν οι Γερμανοί
κι αρχίσανε να ρίχνουν,
πέφτουν τα βόλια σαν βροχή
κι οι σφαίρες σα χαλάζι.

Η πρώτη πέφτει στο Γιάννη μας,
δεύτερη στον Τζαβέλα,
η τρίτη η φαρμακερή
χτυπάει τον Φαρφάρα.

Μη κλαίς, μη κλαις μανούλα μου
και μη παραβροχιώσει
σ’ αφήνω κι άλλα δυο παιδιά
τον Πάνο, τον Βασίλη,
κι εκείνοι αν θα σκοτωθούν
πέντε παιδιά σ’ αφήνω.

«Αυτό το βγάλανε συναγωνιστές», μας είπε. «Ακριβώς σαν κι εμάς, μέσα στα δωμάτια. Δεν ήταν από ποιητές, ούτε από εγγράμματους, ούτε από τίποτα. Ένα  δηλαδή, ένα ταίριασμα…»
Ζητήσαμε να μας πει ποιος συγκεκριμένα το έγραψε. «Νομίζω συντρόφισσες, κάποιες συναγωνίστριες από την Σιταριά. Αυτό το τραγούδι, μέχρι τώρα με συγκινάει ακόμη. Φανταστείτε, ήμαν οκτώμισι χρονών παιδί. Καταλάβατε; Το 1942, Δεκέμβριο μήνα. Φανταστείτε, 64 χρόνια γίνονται και μέχρι τώρα, που το λέω, και τώρα που το είπα, όπως λέει μια παροιμία «άπλωσα την καρδιά μου…»
Με συγκινάει τόσο πολύ, που μπορεί να το μπερδέψω. Ακόμα και μέχρι τώρα. Φαντασθείτε, τι είναι δηλαδή, οι κάψες του φασισμού.»

Ήθελαν να λευτερώσουν τη φτώχια

«Ο Αγώνας, είπαμε, ήτανε αγώνας. Καλός, καλότατος, αλλά πέρασε κι από σφάλματα. Αν δεν περνούσε από σφάλματα δε θα γινόταν αυτά τα πράγματα. Σήμερα θα ήμασταν μια σοσιαλιστική δημοκρατία.
Κοιτάξτε, ο πατέρας μ’ και τ’ αδέρφια του πίστεψαν στο πρόγραμμα της Σοβιετικής Ενώσεως κι έμειναν  στα βουνά. Να καταργήσουν τους πλουσίους, να λευτερώσουνε τη φτώχια.»
Παρεμβαίνει στην κουβέντα ο Ηλίας.
«…αυτό που έλεγαν για παράδειγμα, εμείς κι αν θα χαθούμε, θα έρθουν οι καιροί και η μέρα που θα είστε με μηχανήματα και με τρακτέρια. Όπως έδειξαν τα πράγματα, ήρθαν αυτά.»
«Ήρθαν, μα δεν ήρθαν με κείνο τον τρόπο», διέκοψε ο Σταύρος.
«Πάλι, όμως,» - συνέχισε ο Ηλίας – «βοήθησε εκείνη η κατάσταση για να έρθουν αυτά. Από εκείνο το κίνημα φύτρωσαν. Αν δεν ήταν το αντάρτικο στην Ελλάδα, με τον κατακτητή, με τους Γερμανούς, έστω κι αυτό το εμπόδιο, αυτή η καθυστέρηση, όλα αυτά ήταν ένα λιθαράκι, μεγάλη προσφορά. Τους έπιασε ο βαρύς χειμώνας στη Ρωσία…»
Έτσι έκλεισε η κουβέντα μας, με τον Ηλία και τον Σταύρο Φαρφάρα. Στο δρόμο της επιστροφής, ένας κόμπος ανεβοκατέβαινε έτοιμος να ξεσπάσει. Για όσα έγιναν και για όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν…

Μαρτυρία – Αφήγηση:
Φαρφάρας Ηλίας
Φαρφάρας Σταύρος

Επιμέλεια:
Μερτζιάνης Σαράντης
(Πρόεδρος Παραρτήματος Εθνικής Αντίστασης Διδυμοτείχου)
Φακριάδης Γιώργος) 




1 σχόλιο:

  1. Πολύ καλή η ιστορική τοποθέτηση και αφήγησή σας...
    Όπως φυσικά και οι υπόλοιπες αναρτήσεις σας,συγχαρητήρια για τα τόσα που μαθαίνουμε!
    Λουλουδάκης Δημήτριος
    www.louloudakis.blogspot.com
    loudi737@hotmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή