Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ




Του Γιάννη Κορδάτου


Αρχές του Μάρτη του 1910. Ακόμα ο Θεσσαλικός κάμπος δεν είχε στεγνώσει από τα νερά. Τα σπαρτά ωστόσο είχαν ξεπεταχτεί και σαν ατελείωτο πράσινο ταπέτο θύμιζαν πως η Θεσσαλία είναι η ψωμοθέφτρα γης. Οι αμυγδαλιές εδώ κι εκεί με τα λουλούδια τους προαναγγέλλανε την άνοιξη και κολλιγάδες από χαράματα βολόδερναν στα χωράφια για να βοηθήσουν τη γης να φέρει τον πλούσιο καρπό της Δήμητρας.
Η ατμόσφαιρα όμως ήταν ανήσυχη. Οι αγρότες ήταν αποφασισμένοι να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Όχι παρακάλια και διαμαρτυρίες, αλλά ομαδική δράση. Είχαν αποκτήσει συνείδηση γι’ αυτό και συνεννοήθηκαν να δράσουν όλοι μαζί. Να σηκωθεί ο Θεσσαλικός κάμπος από τη μια άκρη στην άλλη.
Το πρώτο μήνυμα της μπόρας που έρχονταν το ’δωσαν οι αγρότες των Ορφανών την 1η του Μάρτη του 1910. Τετρακόσιοι κολλιγάδες οπλισμένοι με γκράδες κατέβηκαν και σταμάτησαν το τρένο του Λαρισαϊκού μισή ώρα πέρα από το σταθμό δηλώνοντας πως αν δεν γίνει απαλλοτρίωση θα χαλάσουν τη γραμμή …
Στα χωριά πάλι Τσαχμάτ, Κόντου και Κρύα Βρύση Φαρσάλων οι κολλίγοι έδωκαν φωτιάς τις αχυραποθήκες των τσιφλικάδων. Η μάχη άρχισε …
Στην Αθήνα άρχισαν να μιλούν πολιτευτές και δημοσιογράφοι για τα «κρούσματα της αναρχίας» που εκδηλώθηκαν στο Θεσσαλικό κάμπο. Και οι εφημερίδες χρωμάτιζαν τα συμβάντα σύμφωνα με τα κομματικά τους συμφέροντα. Καμμιά όμως από τις Αθηναϊκές εφημερίδες δεν πήρε το μέρος της αγροτιάς. Μόνο η «Πανθεσσαλική» του Βόλου στάθηκε ο υπερασπιστής τους.
Μα καις την άλλη Ελλάδα άρχισε να γίνεται λόγος για τη Θεσσαλική εξέγερση. Πιο πολύ ξαφνιάστηκαν οι αστικοτσιφλικάδες. Έγιναν πολλά συμβούλια και διαβούλια και το Παλάτι ζητούσε πληροφορίες. Ο βασιλιάς Γεώργιος μάλιστα παραπονευότανε στον Άγγλο πρεσβευτή γιατί ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» με το πραξικόπημά του δημιούργησε κατάσταση αναρχίας στην ύπαιθρο. Ο Άγγλος πρεσβευτής έκανε έμμεσα ανάλογα διαβήματα και έβαλε τον Τούρκο συνάδελφό του να υποδείξει στην Ελληνική κυβέρνηση πως η Τουρκία δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει «δια ενδεχόμενην αναρχίαν εν Θεσσαλία εφόσον υπάρχουν Τούρκοι γαιοκτήμονες». Τούρκοι, Άγγλοι και Έλληνες τσιφλικάδες ήταν σύμφωνοι να μη διαταραχτεί το καθεστώς της σκλαβιάς στη Θεσσαλία.
Τις σκέψεις και αντιλήψεις αυτές τις εξωτερίκευαν με λύσσα η «Εστία» και αι «Αθήναι». Αυτές λύσσαξαν για το σηκωμό της αγροτιάς και άρχισαν να ξερνούν τα λυσσακά τους.
Ο Άδωνις Κύρου έβρισε, αγρίεψε, συκοφάντισε …
«Κινδυνεύομε με όσα γίνονται εν Θεσσαλία να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν, είναι καιρός να συνέλθωμεν και ν’ αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διαπειραματισμούς» έγραφεν η «Εστία» και το τότε πρωινό όργανο της πιο μαύρης αντίδρασης, αι «Αθήναι» στο φύλλο της 3 του Μάρτη 1910 τόνιζε:
«Η εν Θεσσαλία εξέγερσις, η παράλογος αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία … Ατυχώς όμως οι εξεγειρόμενοι πληθυσμοί αμαθών χωρικών όταν ευρίσκουσιν ελευθερίαν εκνόμου ενεργείας αποθρασύνονται και φυσικώς αι ελπίδες των στηρίζονται εις την δημιουργίαν ταραχών. Πάντως οφείλει η Κυβέρνησις να αποστείλη … Διότι από ημερών ήδη τα εν Θεσσαλία διαδραματιζόμενα εξαίρονται ως η έναρξις κοινωνικής επαναστάσεως, ο δ’ αντίκτυπος ομοίων φαινομένων θ’ αναφανή εντελέστερον αλλού ένθα και οι χωρικοί πληθυσμοί είνε από φύσεως θεληματικώτεροι και μάλλον προς κοινήν τινα ενέργειαν».
Οι αγρότες όμως του Θεσσαλικού κάμπου δεν έδιναν καμμιά σημασία στις απειλές αυτές. Όσο κι αν οι πράχτορες των τσιφλικάδων προσπαθούσαν να σπείρουν ζιζάνια και να δημιουργήσουν συγχύσεις και διαιρέσεις, δεν κατάφεραν τίποτα. Οι κολλίγοι ήταν ενωμένοι. Υπήρχαν ανάμεσά τους πρωτοπόροι που αποστόμωναν τους εχτρούς και συκοφάντες της αγροτιάς. Μόνο οι δικηγόροι και οι άλλοι «αγροτιστές» που είχαν πλευρίσει τους κολλίγους άρχισαν να προπαγανδίζουν την ιδέα να μη γίνουν συλλαλητήρια, «δια να μη δημιουργηθούν εθνικαί περιπλοκαί». Στο βάθος όμως ήταν ο φόβος που τους έκανε να κρατήσουν τέτοια στάση, γιατί δεν πίστευαν στον αγώνα. Ήταν καιροσκόποι και τίποτ’ άλλο. Οι αγρότες όμως δε σταμάτησαν στη μέση του δρόμου. Προχώρησαν και μια που είχαν πάρει απόφαση να οργανώσουν παναγροτικά συλλαλητήρια ήταν αποφασισμένοι ν’ αγωνιστούν.
Κανονίστηκε λοιπόν για τις 6 Μάρτη (1910) να γίνει στη Λάρισα παναγροτική συγκέντρωση της περιοχής του λαρισινού κάμπου και στις 8 του Μάρτη παναγροτικά συλλαλητήρια στην Καρδίτσα, Φάρσαλα και Τρίκαλα. Στην αρχή ρίχτηκε η ιδέα να κατέβουν όλοι οι αγρότες οπλισμένοι μα οι δήμαρχοι των χωριών μπήκαν στη μέση και φώναζαν:
«Προς Θεού παιδιά. Όχι με γκράδες. Θα γίνει αιματοχυσία και το κακό θα ξεσπάσει στη ράχη μας. Θα πάρετε τα παιδιά και τα’ αδέρφια σας στο λαιμό σας. Για όνομα του Θεού … Αν δεν ακουστούμε, τότε, το απάνω Σάββατο, κατεβαίνουμε με τους γκράδες …».
Και το «ειρηνιστικό» αυτό κήρυγμα έπιασε. Οι δήμαρχοι ήταν μεγαλονοικοκυραίοι που είχαν τον τρόπο τους και φυσικά δεν είχαν επαναστατική ψυχολογία. Ήταν οι ασυνείδητοι πράχτορες των αστοτσιφλικάδων.
Ήρθε λοιπόν η 6 του Μάρτη. Ήταν μέρα Σάββατο. Πριν ακόμα καλά καλά ξημερώσει η αγροτιά ξεκινούσε για τα σημεία συγκέντρωσης.
Πρώτοι βρέθηκαν στις θέσεις τους οι κολλιγάδες του δήμου Κρανώνα. Κρατούσαν μαύρες και κόκκινες σημαίες. Αυτοί πρωτομπήκαν στη Λάρισα. Μέραρχος ήταν ο Ψαρροδήμος. Νομάρχης ο Πεπές Αργυρόπουλος. Ο Μέραρχος και ο Νομάρχης κάνανε από την παραμονή συμβούλιο και αποφάσισαν να ’ρθει στρατός από το Βόλο και να είναι η φρουρά σε επιφυλακή όλη τη μέρα.
Μερικοί επίσημοι πήγαν να ιδούν τον Νομάρχη πρωί πρωί, ήταν εκεί ο αστυνόμος και ο εισαγγελέας.
-Μα τι τέλουν αυτοί κοϊγάδες; ρωτούσε ο Πεπές ο Αργυρόπουλος ο Νομάρχης που η γενιά του βαστούσε από τη φάρα των Φαναριώτηδων και τα ελληνικά του ήταν γαλλορωμέικα.
-Είναι αλήθεια πως πεινούν κύριε Νομάρχα, είπε ο εισαγγελέας και ζώσιν ωσάν κτήνη. Έργον φιλανθρωπίας θα ήτο να ελαμβάνετο μικράτις πρόνοια. Ζώσιν εις τρώγλας και τρέφονται με μπομπόταν.
-Μα τι θέγουν παντεσπάνι να φάνε; Αυτοί δεν είνε αφεντικά, μα σκλάβοι … Αι κοινωνίγαι γεν μπογούν να πγοοδέψουν όταν ο όκλος απατγαχύνεται. Πγέπει να πγολάβωμεν τας αναργικάς εγδηλώσεις …
Κι ενώ ο νομάρχης δικαιολογούσε με τη γαλλομάθειά του και τη φαναριώτικη νοοτροπία του τους φεουδαρχικούς θεσμούς, η Λάρισα γέμιζε από την αγροτιά που έρχονταν ομάδες ομάδες από τα γύρω χωριά, των δήμων Συκουρίου και Ογχήστου. Ωστόσο ήταν ησυχία ακόμα. Μόνο οι περιπολίες του στρατού έδειχναν πως κάτι μαγειρευόταν. Το ιππικό μάλιστα που πηγαινοερχόταν από μια άκρη στην άλλη θύμιζε μεγάλα γυμνάσια… Στο μεταξύ όλο και η αγροτιά πλήθαινε. Κατέβαιναν από όλα τα χωριά. Και δόστου περιπολίες και δόστου καβαλλαρέοι και χωροφύλακοι να τρέχουν δεξιά και αριστερά στον κάμπο.
Αυτά γίνονται στη Λάρισα, μα σ’ ένα χωριουδάκι στο Κιλελέρ (Κυψέλη) που ήταν σημείο συγκέντρωση, οι κολλίγοι κατέβηκαν τραγουδώντας και ζητωκραυγάζοντας. Δεν έδειχνε τίποτα όμως πως απ’ εκεί θ’ άρχιζε το αιματοκύλισμα. Ούτε όπλα κρατούσαν, ούτε προκαλούσαν. Μόνο όταν έφτασε το τραίνο από το Βόλο οι κολλίγοι θέλησαν ν’ ανέβουν για να πάνε στη Λάρισα όπου θα γινόταν η μεγάλη συγκέντρωση. Δεν έβγαλαν όμως εισιτήριο. «Τόσον καιρό μας εκμεταλλεύεται και μας γδύνει η Εταιρεία, φώναξαν, αυτή τη φορά όμως απαιτούμε να μας πάει δωρεάν στη Λάρισα».
Στο τραίνο μέσα έτυχε να ταξιδεύει και ο διευθυντής των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων ως Πολίτης, συντροφεύοντας το Γερμανό δημοσιογράφο Φίσερ. Άμα άκουσε πως οι κολλίγοι δεν θέλουν να πληρώσουν εισιτήριο, διέταξε τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους να κατεβάσουν κάτω «αυτό το σκυλολόι, αυτά τα κτήνη». Οι κολλιγάδες δίχως να φέρουν αντίσταση κατέβηκαν γιατί είδαν πως μέσα στο τραίνο υπήρχε στρατός. Μα άμα κατέβηκαν κατάλαβαν πως δεν έκαναν καλά. Πειράχτηκαν από τις βρισιές του Πολίτη και με το ένστιχτο της ομαδικής δύναμης και ψυχολογίας άρχισαν να πετροβολούν το τραίνο μόλις ξεκίνησε και να γιουχαΐζουν τον Πολίτη. Μερικές πέτρες μάλιστα σπάσανε πολλά τζάμια της αμαξοστοιχίας.
Το τραίνο είχε και δεν είχε κάνει δρόμο ενός χιλιομέτρου και μιαν άλλη ομάδα κολλίγων από καμμιά οχτακοσαριά, με κόκκινες σημαίες φώναζε: Θέλουμε απαλλοτρίωση και έκαμαν νεύματα να σταματήσει το τραίνο, πράμα που έγινε. Οι αγρότες τότες ζήτησαν να ανέβουν χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο Πολίτης αρχίζει πάλι να βρίζει: «Χτήνη, ζώα, παλιανθρώποι…». Μα οι κολλίγοι αγριεύουν, βρίζουν κι αυτοί και μερικοί από δαύτους σκαρφαλώνουν στο τραίνο.
Τότε ο Πολίτης καλεί τον αξιωματικό που ήταν επικεφαλής του στρατού που από το Βόλο μεταφερόταν στη Λάρισα και του λέει:
-«Έχετε υποχρέωση να προστατεύσετε την τάξιν. Άλλωστε μεταβαίνετε στη Λάρισα εξαιτίας του αγροτικού συλλαλητηρίου. Ο σιδηροδρομικός συρμός κινδυνεύει από τας αναρχικές επιθέσεις αυτών των κτηνών», δείχνοντας μάλιστα με το δάχτυλό του το μανιασμένο πλήθος. Ο καραβανάς που ήταν επικεφαλής, χωρίς να σκεφτεί, χωρίς να λογαριάσει πως οι αγρότες ήταν αδέρφια του, στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε τον Πολίτη σαν να είχε μπροστά του κανένα συνταγματάρχη και διατάσσει τους ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν.
Η αγροτιά όμως αυτή τη φορά δεν τα έχασε. Δεν τρομοκρατήθηκε. Τώρα ήταν παραπάνω από χίλιοι νοματαίοι. Πέρναν πέτρες μια που δεν είχαν όπλα και τις ρίχναν επάνω στο τραίνο. Μερικοί τσολιάδες –ίσως αγροτόπαιδα- σημαδεύουν στο κρέας και δυο αγρότες ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας ξαπλώνονται χάμω. Ήταν νεκροί. Ενώ ένας άλλος παραπέρα πληγώνεται βαρειά. Το τραίνο αγκομαχώντας, γκαφ-γκουφ, γκαφ-γκουφ φεύγει και οι σφαίρες εξακολουθούν να σφυρίζουν μέσα στον κάμπο, περνώντας ανάμεσα από τα κορμιά της αγροτιάς.
Το αίμα πια είχε χυθεί και ποτίσει τον κάμπο. Ο αγροτισμός έγραφε μια μεγάλη σελίδα. Και το σύνθημα του αγώνα, της πάλης είχε δοθεί, με το αίμα και τα κορμιά που έπεσαν. Όσο κι αν ο κολλίγας ήταν ακόμα σε χαμηλό διανοητικό επίπεδο καταλάβαινε πως κάτι των χώριζε από το κράτος, από την κυβέρνηση, από τα όργανα της εξουσίας. Τίποτα δεν ήταν δικό του και όλα και όλοι ήταν εχθροί του και τύραννοί του.
Το τραίνο μισοκαταστραμμένο προχωρεί μέσα σε βροχή από πετροπόλεμο ενώ το αίμα των σκοτωμένων και πληγωμένων αχνίζει ακόμα.
Μα προχωρεί γιατί το προστατεύουν οι τσολιάδες με τα μάλιγχερ… Φτάνει καμιά φορά στο σταθμό Τσουλάρ. Κ’ εκεί είναι μαζεμένοι πολλοί κολλίγοι. Ο κάμπος γύρω στο σταθμό μαύριζε και αντιλαλούσε από τα ζήτω:
-Ζήτω η Λευτεριά μας!
-Κάτω οι τσιφλικάδες!
Να σταματήσει το τραίνο φωνάζουν. Μα το τραίνο δεν σταματάει. Σφυρίζει και φεύγει. Οι τσολιάδες γουρλώνουν τα μάτια τους και βγάζουν από τα παράθυρα τα μάλιγχερ με τις ξιφολόγχες που γυάλιζαν.
Νέος πετροπόλεμος, γιουχαϊτά, κακό μεγάλο.
Μπαμ-μπουμ. Οι τσολιάδες ρίχνουν. Και ρίχνουν στο κρέας. Δυο αγρότες ξαπλώνονται πάλι. Ήταν ο Στεφ. Ακριβούσης που έμεινε στον τόπο και ο Μπατάλας βαρειά λαβωμένος.
Άλλοι όμως δεκαπέντε πληγωμένοι, άλλος πιο βαρειά και άλλος λαφρύτερα.
Νέο λοιπόν αίμα αγροτικό χύθηκε και νέοι μάρτυρες του αγροτισμού πέφτουν.
Οι σκλάβοι της γης που αιώνες τώρα πότιζαν με τον ιδρώτα τους τη γης, την επότισαν με το αίμα τους. Ήταν η απαραίτητη θυσία. Οι αγώνες χωρίς θυσίες δε γίνονται. Μόνο που αυτή τη φορά η αγροτιά μπαμπέσικα και άνανδρα δολοφονιόταν από τα ευζωνάκια και φανταράκια που ήταν αγροτόπαιδα…
Στη Λάρισα όταν μαθεύτηκε η δολοφονική επίθεση οι συγκεντρωμένοι από τα γύρω χωριά αγρότες αρχίζουν αν διαμαρτύρονται, ενώ οι περιπολίες με εφ’ όπλου λόγχη φώναζαν : Διαλυθείτε.
Οι κολλίγοι όμως δεν τρομοκρατούνται και δε διαλύονται. Κύματα –κύματα λαού περνούν από το φρούριο προς τον κάτω δρόμο που πάει στην πλατεία.
-«Παιδιά κουράγιο. –Μας εμποδίζουν να ζητήσουμε το δίκιο μας. Ν’ αντισταθούμε. Δεν είμαστε γυναίκες …»
-«Ζήτω το δίκαιό μας».
-Κάτω οι τσιφλικάδες ακούεται από χιλιάδες στόματα, μια άλλη κραυγή.
-Πυρ, φωνάζει ο υπίλαρχος Χρύσης.
Μπαμ-μπουμ.
Πληγώνεται ο αγρότης Απόστ. Μπάνταρης και πέφτει χάμω. Μα την ίδια στιγμή τρις καβαλλαρέοι πέφτουν από τα άλογά τους και ο υπίλαρχος Χρύσης πληγώνεται κι αυτός.
Κοντά είκοσι λεφτά βαστάει η μάχη. Η αγροτιά σπάνει τη γραμμή και τραβάει στη πλατεία. Νέα επέλαση. Πληγώνονται οι αγρότες Καραμπέρης και Γκουλέμας. Ο ανθυπίλαρχος Σκανδάλης βλέποντας τους καβαλλαρέους να δειλιάζουν φωνάζει:
-Χτυπάτε, παιδιά. Μπρος. Χτυπάτε τα σκυλιά, τους αναρχικούς.
-Μπαμ-μπουμ.
Και μια πέτρα βρίσκει τον ανθυπίλαρχο Σκανδάλη στο χέρι και του το αχρηστεύει. Έπρεπε μια πέτρα να τον βρει στο στόμα, στο στόμα που έβγαλε λυσσασμένη κραυγή: «Χτυπάτε».
Η μάχη εξακολουθεί.
Ο Πηχεών που ήταν επικεφαλής του ιππικού διατάσσει νέα επέλαση.
-Τι τους φυλάτε. –Διαλύστε τους! …
-Εμπρός! Εμπρός! Βαράτε …
Νέος πετροπόλεμος. Με ό,τι βρουν οι κολλίγοι χτυπούν. Αμύνονται, επιτίθενται, ζητωκραυγάζουν. Και επιτέλους σπάνουν τη στρατιωτική ζώνη. Ακόμα δεν είχε πάει μεσημέρι.
Την ίδια ώρα πάνω κάτω μπαίνουν στη Λάρισα καμιά χιλιάδα κολλίγοι που έρχονται από τα απέξω  μακρινά χωριά, από το Νεμπεγλέρ. Ο ένας κρατάει τον άλλον. Μόλις μπήκαν στην πόλη τα μαθαίνουν όλα.
Ακούεται μια φωνή τότε:
Απάνω τους παιδιά!
Όλοι τρέχουν με σφιγμένες γροθιές και με σανίδια και ξύλα από τις φράχτες και τις σκαλωσιές. Μόλις πλησιάζουν τους αγρότες που μια και παραπάνω ώρα τώρα αγωνίζονται να σπάσουν τη ζώνη του ιππικού, ακούεται ένα μυριόστομο:
ΖΗΤΩ –ΖΗΤΩΩΩ…
Και οι πρώτοι που πλησίασαν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.
ΖΗΤΩ –ΖΗΤΩΩΩ…
Στιγμές υπέρτατης συγκίνησης. Μεγαλείο ομαδικής ενέργειας. Θέαμα υπέροχο ταξικής αλληλεγγύης.
-Ζήτω οι κολλίγοι!
-Κάτω οι τσιφλικάδες!
Και η αγροτομάζα χωρίς ηγέτες με το επαναστατικό ένστιχτό της φτάνει στην πλατεία.
-Κάτω η σκλαβιά!
-Λευτεριά! Λευτεριά! …
-Ο σκλάβος της γης που τόνε βάραινε η παράδοση χιλιάδων χρόνων υποταγής και δουλικότητας είχε αντρειευτεί και είχε θεριέψει. Θαρρούσες πως μέσα στον κάμπο άκουγες το τραγούδι του Κώστα Χατζόπουλου:
«-Ξύπνα μονάχα απ’ το αποκοίμισμά σου,
Μη σκύβεις, λεημοσύνες μη ζητάς,
Τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου,
Σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.
Ρίχνε ό,τι κόβει την ορμή σου, χύμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά
Κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου, τρίμμα
ας πέσει απ’ τη γερή σου τη γροθιά!
Αιώνες δεν απόστασε να γέρνεις,
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
Να σου θερίζουν άλλοι ό,τι σπέρνεις,
αγρούς να θρέφεις, στάζοντας ιδρό;
Να χύνεις αίμα αυτούς να πλουταίνεις
να τους υψώνεις, σκύβοντας στη γη,
Κι εσύ να λαχταράς, να μη χορταίνεις
Και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!».

Και το ιππικό τώρα μέσα στη Λάρισα με το ποδοβολητό του σηκώνει σύννεφα από σκόνη. Λες κι ήταν ο κορνιαχτός της τσιφλικάδικης αντίδρασης που μόλυνε τον αέρα του κάμπου.
Ο μέραρχος Ψαρροδήμος στέλνει νέα εμπιστευτική διαταγή!
«Αντί πάσης θυσίας και εν ανάγκη να γίνη χρήσις τωνό πλων πρέπει να κατασταλή των χωρικών η ανταρσία. Καθιστώ τους διοικητάς των Τμημάτων υπευθύνους δια την εκτέλεσιν παρούσης».
Νέα λοιπόν επέλαση. Και νέος πετροπόλεμος. Μα η αγροτιά προχωρεί. Η αγροτομάζα δεν διαλύεται και φτάνει στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιο», ο λόχος του μηχανικού αρχίζει πυρά ομαδόν. Και οι καβαλλαρέοι πυροβολούν κι αυτοί με τα πιστόλια τους. Οι αξιωματικοί που οι πιο πολλοί ήταν οι φυγάδες του ’97, υψώνοντας τα σπαθιά τους φωνάζουν:
-Βαράτε τα σκυλιά! Στο κρέας!
Ωστόσο στο λόχο μηχανικού ήταν και μερικοί υπαξιωματικοί από το Βόλο και τον Πειραιά που είχαν, πριν πάνε στο στρατό, διαβάσει μερικά σοσιαλιστικά φυλλάδια και κάτι καταλάβαιναν από σοσιαλισμό, γιατί πήγαιναν τα βράδυα στα κέντρα κι άκουγαν διαλέξεις. Αυτοί λοιπόν ορμήνεψαν τους φαντάρους να πυροβολούν ψηλά.
-«Μη παιδιά χτυπάτε στο κρέας, είναι αδέρφια μας …».
Και τα σκαπανάκια με τις άσπρες μπότες, θαρρείς πως κάτι τους έλεγε μέσα τους να μην πυροβολήσουν στο κρέας. Και δεν πυροβόλησαν. Σα παιδιά του λαού έκαναν μια τίμια πράξη.
Επιτέλους ο αστυνόμος, ο νομάρχης, ο φρούραρχος, βλέποντας τα σκούρα αναγκάστηκαν να διατάξουν το στρατό να πάψει να πυροβολεί.
Στην πλατεία ένας –δυό πολιτικάντηδες έβγαλαν λόγο και είπανε πολλά και διάφορα.
Μα τη φόρα τους τους την έκοψε το μανιασμένο πλήθος της αγροτιάς.
«Δε θέλουμε λόγια σήμερα, αύριο τα λέτε που θα ’ρθουμε πάλι και θα ’ρθουμε με τους γκράδες. Ας όψεστε εσείς οι δήμαρχοι που μας πήρατε στο λαιμό σας, καλά θέλαμε εμείς να κατέβουμε με τους γράδες μα δεν μας αφήσατε και μας φέρατε εδώ για να μας σκοτώσουν και να μας σφάξουν τα σκυλιά…».
Μετά πολλά εγκρίθηκε τούτο το ψήφισμα που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην κυβέρνηση και τη Βουλή:
«Άπας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον δια την μη υποβολήν και επιψήφισιν του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου
Απαιτεί :
α)   Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β)   Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου δια της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η κυβέρνησις καλύτερον.
γ)   Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του δια την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νοματαγούς λαού ου θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Η κυβέρνηση Στέφανου Δραγούμη ύστερα από τα αιματηρά γεγονότα Κιλελέρ –Λάρισας από τη μια μεριά έβγαλε διαταγή να πιαστούν και να φυλακιστούν «οι πρωταίτιοι» κι από την άλλη διόρισε μια μεγάλη Επιτροπή για να … μελετήσει το αγροτικό πρόβλημα. Μα στη συνεδρίαση της Βουλής μίλησε με λύσσα υπέρ των τσιφλικάδων και κατά των κολλίγων. Θα προστατέψουμε «την έννομον τάξιν και θα τιμωρήσουμεν αμειλίκτως τους δημαγωγούς…».
Και ο Γ. Θεοτόκης πάλι τόνισε πως το αγροτικόν ζήτημα είναι «νομικόν και θα λυθεί όχι με οχλαγωγίας αλλά με τον νόμον», ενώ ο Δ. Ράλλης δήλωσε πως πρέπει να «επιβληθεί το κράτος του νόμου».
Δε θέλει ρώτημα πως άρχισαν συλλήψεις και τρομοκρατία. Εκατοντάδες αγρότες απ’ όλη τη Θεσσαλία κλείστηκαν μήνες στις φυλακές Χαλκίδας και Λαμίας.
Μα οι αγρότες της Θεσσαλίας δε λύγισαν, ξακολούθησαν τον αγώνα τους. Είχαν πάρει το βάφτισμα του πυρός.
Αυτό είναι το ιστορικό της πρώτης παναγροτικής εξέγερσης του Θεσσαλικού κάμπου. Τα αιματηρά γεγονότα της 6 του Μάρτη 1910 αποτελούν ένα μεγάλο σταθμ’ο στην ιστορία των αγώνων της αγροτικής μας τάξης. Τα ονόματα των αγωνιστών που έπεσαν την ημέρα αυτή θα εμάς είναι ιερά και αξέχαστα. Η εργατοαγροτιά μπροστά στο κενοτάφιό τους θα ψέλνει πάντα:
Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς
σε άνιση πάλη ι αγώνα,
ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού
φυλάγοντας, βρήκατε μνήμα
…………………………….
Αιώνια η μνήμη για σας αδελφοί
στο δίκαιο που πέσατε αγώνα …
…………………………….



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου