Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Για τη σωτηρία των χωριών και την ανασυγκρότηση της υπαίθρου!

Η κυρίαρχη αντίληψη που έχουν επιβάλει οι μηχανισμοί ιδεολογικής και πολιτιστικής αλλοτρίωσης κατηγοριοποιούσε τη δραστηριότητα και την παραμονή στο χωριό και στην ύπαιθρο ως μια κοινωνικά και πολιτισμικά υποδεέστερη θέση και τάξη πραγμάτων.
Η ύπαιθρος έπρεπε να μείνει στο παρελθόν και η ανέλιξη έπρεπε να σηματοδοτηθεί με την ένταξη στον αστικό χώρο. Δεν υπήρξε κανένα πρωτοποριακό συνεργατικό παραγωγικό οικονομικό εγχείρημα, παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις είτε σε τοπικό είτε σε περιφερειακό επίπεδο. Πολύ περισσότερο δεν υπήρξε κανένα κίνημα επιστροφής στη φύση, στην ύπαιθρο, στο χωριό, στην αγροτική κοινωνία. Η ελληνική περιφέρεια βιώνει το φαινόμενο της αστυφιλίας και την ένταση των περιφερειακών κοινωνικών ανισοτήτων. Ο πληθυσμιακός δημογραφικός εφιάλτης είναι μια «ζώσα» πραγματικότητα.
Ύπαιθρος και δημογραφικό πρόβλημα είναι ένα θέμα τεράστιας τοπικής, περιφερειακής και εθνικής σημασίας. Η διαμόρφωση ενός εμπνευσμένου στρατηγικού σχεδίου για την ανασυγκρότηση της υπαίθρου είναι μια ύψιστη εθνική πολιτική οικονομική προτεραιότητα. Για όλα τα κόμματα. Το αίτημα για τη χάραξη και την υλοποίησή της, μια μόνιμη διεκδίκηση όλων των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων της περιφέρειας.
Όποιος πολιτικός ή πολιτική δύναμη πιστεύει ότι μπορεί εύκολα να παρακάμψει την αντιμετώπιση, τη διαχείριση του αγροτικού προβλήματος, αγνοεί τις στοιχειώδεις εθνικές, ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές διεργασίες αυτού του τόπου αλλά και την εμπειρία των άλλων χωρών. Πλανάται πλάνην οικτρά, αν επιμένει σε αντιλήψεις και πολιτικές επιφανειακής διαχείρισης.
Παρά τις συγκλονιστικές αλλαγές στη γεωργία, τη διεθνοποίηση της οικονομίας, την έλευση της «υπερεθνικότητας και τα παγκοσμιοποιημένα πολιτιστικά μοντέλα, η αγροτική κοινωνία, κι αυτή είναι η παγκόσμια εμπειρία, συνεχίζει να διατηρεί την ιδιαιτερότητά της, είτε στις αναπτυσσόμενες και αναπτυγμένες, είτε ακόμη και στις υπεραναπτυγμένες χώρες. Η αγροτικότητα είχε τη δύναμη και τη ζωτικότητα να επηρεάζει καταλυτικά το σύνολο των εθνικών, κοινωνικών, οικονομικών, θεσμικών και ιδεολογικών μηχανισμών του έθνους και του κράτους. Δεν πέρασαν, άλλωστε, και πολλά χρόνια από τότε που η γεωργία κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων ενώ οι κανόνες ρύθμισης και οι κοινωνικές αξίες της αγροτικής κοινότητας επηρέαζαν βαθιά το σύνολο των θεσμών, των δομών και των κοινωνικών σχέσεων σε εθνικό επίπεδο.
Η αγροτική κοινότητα μας παραπέμπει σε αρχετυπικές μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής οργάνωσης. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα ενός βαθύτατου γνώστη και μελετητή της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας, του οραματιστή του «κοινοτισμού», του κοινωνιολόγου Κώστα Δ. Καραβίδα, ο οποίος εργάστηκε σε θέματα εποικισμού στην Αδριανούπολη το 1921, όπου υποστηρίζεται ότι «…η εικόνα μιας αγροτικής κοινωνίας που θεμελιώνει την εθνική ταυτότητα αντικαθίσταται από την εικόνα μια χωρικής κοινότητας που προσφέρει το πρότυπο για την οικοδόμηση της ιδανικής πολιτείας».
Η ανασυγκρότηση της υπαίθρου, με τη γεωγραφική, την οικονομική, την προγραμματική, κοινωνική, περιβαλλοντική, πολιτιστική και πολιτική διάστασή της, συνιστά μια μεγαλειώδη πρόκληση για τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της περιφέρειας. Δεν είναι μόνο πρόβλημα και ζήτημα κεντρικού σχεδιασμού. Η διαδικασία ένταξης του αγροτικού κόσμου στη σύνολη κοινωνία μπορεί να σημαδεύεται παντού από τις ίδιες αντιφάσεις, αναδεικνύει επίσης την άκρα πολυμορφία και ποικιλία των τοπικών καταστάσεων και την πρωτοτυπία των ιστορικών διαδρομών, που συντρίβουν για πάντα την πλασματική εικόνα μιας ομοιογενούς και ομοιόμορφης αγροτικής Ελλάδας.
Η τοπικότητα δια μέσου του τοπικού κοινωνικού δεσμού αναδεικνύεται σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διαπραγμάτευσης και ένταξης στην διαμορφούμενη νέα κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική πραγματικότητα και έρχεται να υπογραμμίσει τον τρόπο και τον δρόμο, αλλά κυρίως το αξιακό πλαίσιο, που πρέπει να επιλέξουμε για την σε βάθος κατανόηση και ερμηνεία ενός σύνθετου, πολύπλοκου και πολύμορφου προβλήματος, η οποία θα οδηγήσει στη 
διαμόρφωση μιας νέας πρότασης για την ύπαιθρο.
Τα αντιθετικά ζεύγη ύπαιθρος- αστικός χώρος, παραγωγικό- καταναλωτικό μοντέλο εξελίσσονται σε ζήτημα μείζονος σημασίας και προσανατολισμού της ελληνικής  κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής.
Υπό αυτό το πρίσμα το προσεγγίζουμε κι έτσι οφείλουν να το αντιμετωπίσουν οι έχοντες τη θεσμική ευθύνη και αποστολή, δηλαδή τα υπαρκτά κόμματα και ο υπαρκτός πολιτικός κόσμος. Δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε οι γενικεύσεις, οι απλουστεύσεις, οι αφορισμοί και η δημαγωγική ρητορική.
Μείζον θέμα η σχέση υπαίθρου –πόλης: εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια η πόλη κερδίζει κατά κράτος την ύπαιθρο. Αυτή η τάση με την υπερβολική συγκέντρωση του πληθυσμού και τις συνταρακτικές αλλαγές στις συνθήκες της ζωής, θα είναι ακόμη πιο έντονη κατά τον 21ο αιώνα.
Στην πατρίδα μας έχουμε το 50% του πληθυσμού στο λεκανοπέδιο της Αττικής και το υπόλοιπο 50% κατανέμεται μεταξύ των αστικών κέντρων της περιφέρειας και σημαντικών οικισμών της υπαίθρου, με αποτέλεσμα τα χωριά της υπαίθρου να ερημώνουν και να χάνουν τον πληθυσμό τους, οι οικονομικές δραστηριότητες να συρρικνώνονται και οι υποδομές να απαξιώνονται.
Είναι η ώρα για να ξεκινήσει μια διαδικασία αναστροφής των τάσεων αυτών.
Απαιτείται μια βιώσιμη κουλτούρα της υπαίθρου: ως μια αναγκαίας προϋπόθεσης για την υλοποίηση πολιτικών ανασυγκρότησης της αγροτικής κοινωνίας και οικονομίας. Για να κάνουμε  μια δημιουργική υπέρβαση. Για να περάσουμε από το παρακμασμένο πρότυπο του καταναλωτή στο όραμα του παραγωγού του δημιουργού, στην κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό.
Μέχρι να συμβεί αυτό θα βλέπουμε όμορφα χωριά γρήγορα να μαραζώνουν και κοινωνία, πολίτες και πολιτική, παρά τα παραδείγματα και τις εξαιρέσεις του κανόνα, να βρίσκονται υπό διαρκή κρίση και αμφισβήτηση, να ελπίζουν στην άνοιξη και την αναγέννηση της φύσης και των θεσμών.

Τεύχος 26,Ιούλιος-Αύγουστος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου