Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Η φιλοθηραματική παράδοση των παλιών πατριαρχών του κυνηγιού και τα κυνηγετικά πράγματα του Έβρου τις δεκαετίες του 1950 και 1960 μέσα από τα κείμενα του Άγγελου Ποιμενίδη

ΑΓΓΕΛΟΣ Χ. ΠΟΙΜΕΝΙΔΗΣ

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ


ΙΟΥΛΙΟΣ 1950:            Είναι αλήθεια ότι στην Αλεξανδρούπολη εξακολουθεί να ζει η φιλοθηραματική παράδοση των παλιών πατριαρχών του κυνηγιού. Οι μακαρίτες αυτοί χάθηκαν μέσα στον πόλεμο. Ήταν σεβαστές προσωπικότητες ανάμεσά μας και αυθεντικές στα κυνηγετικά πράγματα. Ο αφορισμός τους συγκρατούσε και η επιβολή τους μεγάλη. Τέτοιος ήταν ο μακαρίτης Παναγιώτης Καραμπουγιούκας, φημισμένος κυνηγός με εξήντα πέντε κυνηγετικά χρόνια στην πλάτη. Ήταν σκληρός και άτεγκτος κήνσορας κάθε παραβάτου γραφτού και άγραφτου νόμου. Νομοθέτης, εισαγγελέας, δικαστής και εκτελεστής των νόμων. Μετά το κυνήγι του κατέβαινε στην αγορά, έπιανε τον παραβάτη και τον έκαμνε "πέντε παραδυό" μέσα στον κόσμο της "πληθούσης", με το κύρος που είχε και την ασυλία που του είχαμε αναγνωρίσει. Σωστό αντίγραφο Σπαρτιάτη Εφόρου.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1951: Έτσι τους δυο τελευταίους μήνες του 1950, η αγορά μας είναι κάθε μέρα φορτωμένη από κρέας αγριογούρουνου. Και επειδή δεν τα χωνεύει η κατανάλωση, μετατρέπονται σε λουκάνικα. Ποτέ στα χρόνια μου δεν είδα τόσα αγριογούρουνα εκτεθειμένα στην αγορά, όσα φέτος.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1951: Στις 8 Ιουλίου 1951 επραγματοποιήθη η γενική συνέλευσις του Συνδέσμου μας… επακολούθησαν αρχαιρεσίες για νέο διοικητικό συμβούλιο και επέτυχαν, για να διοικήσουν το Σύνδεσμο, μαζί με τους τρεις που θα διορίσει το υπουργείο, οι εξής: Χρήστος Μετασσαράκης, Άγγελος Ποιμενίδης, Ιωάννης Μπέτσος και Χρήστος Σαμαράς. Δικηγόρος και γιατρός οι δύο τελευταίοι, για κάθε ενδεχόμενο.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1951: Η καλοκαιριάτικη Κυριακή 11 Νοεμβρίου 1951 έσυρε όλους τους Νεμρώδ της πόλης και των χωριών μας στα ύπαιθρα. Χτυπήθηκε και πολύ κυνήγι. Λαγοί και πέρδικες. Υπολογίζω ότι οι Αλεξανδρουπολίτες κυνηγοί, εχτύπησαν εκατόν πενήντα πέρδικες τη μέρα αυτή.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1952: Στις 8, 9 και 10 Μαρτίου όμως, μεγάλα περάσματα μπεκάτσας και στα απίθανα μέρη που συνήθως τις κυνηγάμε. Γενική σχεδόν ήταν η εξόρμηση των κυνηγών και ικανοποιητικά τα αποτελέσματα. Η παρέα Ποιμενίδη, Ματζώρου, Σοφιανίδη και Μηχαηλίδη έκαμαν σαράντα πέντε κομμάτια. Ο κ. Θ. Αγγελόπουλος δέκα σε δύο ώρες και ο Μανατός δεκαπέντε. Με δόξες και χαρές λοιπόν έληξε η κυνηγετική σαιζόν, όπως άρχισε, με τα πρώιμα πλούσια ορτυκοπεράσματα.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1952:            Προσοχή! ρωτώ τους συναδέλφους χημικούς και γεωπόνους: Μήπως το Dikorac, που ρίχνεται στα χωράφια, για να ξεράνει τα ζιζάνια των γεννημάτων, είναι δηλητήρια και θανατώνει τα θηράματα που το γεύονται; Μου είπαν πως βρέθηκαν ψόφιοι λαγοί στα χωράφια, που σκόρπισαν αυτό το ζιζανιοκτόνο.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1953: Ο χειρούργος συνάδελφος Διοματάρης, που δεν αναζητεί φήμη στην επιστήμη και την κυνηγετική του τέχνη, είχε λαμπρό σκυλί και την κακιά τύχη να περάσουν από πάνω του οι ρόδες αυτοκινήτου. Ξεκοιλιάστηκε το άμοιρο. Αλλού κορμί και αλλού άντερα. Δεν έμεινε τίποτα στον τόπο του παρά μια ασθενική αναπνοή. Μα ο δοκιμασμένος χειρούργος στο εργαστήρι του ξαναμοντάρισε τα συντρίμμια, ανάταξε τα ξετυλιγμένα άντερα, τα έραψε και το ζωντάνεψε σε δυο μέρες. Είναι να μην πιστεύεις στα ανθρώπινα θαύματα;
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1954:          Είδα όμως με τα μάτια μου όμοιο συμβάν, εν πληθούση αγορά και στην πόλη μας, που δεν έχει τα βουνά πολύ κοντά της. Ένα ζαρκάδι αφηνιασμένο δίχως να το κυνηγάει κανείς, μπήκε στο κέντρο σχεδόν της πόλεως, πηδώντας μάντρες και πατώντας αυλές και σαλτάροντας συρματοπλέγματα οικοπέδων. Έτρεξε ο κόσμος, το στρίμωξε σ’ ένα γιαπί και το παρέδωσε στο Δασαρχείο. Δεν ήταν τραυματισμένο μόνο από τα σύρματα που πηδούσε, ξέσκισε το δέρμα του στα πόδια. Μυστήρια πράγματα! Στην Φλώρινα και στην Αλεξανδρούπολη αυτά τα θαύματα.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1954:            Ο καλότατος και αγνός συνάδελφος Γιάννης Ρωσσολάτος, με σαράντα και πάνω χρονών κυνηγετική, λελογισμένη όωμς και ευσυνείδητη δράση, περίλυπος ήρθε και μας είπε:
-Ρώτησα τα κότσια μου και μου είπαν: «να το παρατήσεις». Σκόρπισα τα σύνεργά μου. Δε θα μ’ έχετε πια μαζί σας. Γεια σας βουνά και συνάδελφοι.
-Γεια σου, αγαπητέ μας Μπάρμπα-Γιάννη, σε ξεγράφουμε από τα μητρώα του Συνδέσμου μας, μα από τα κατάστιχα του σιναφιού μας όχι, γιατί οι μύστες του κυνηγιού δεν παίρνουν σύνταξη, εφόσον αναπνέουν.
ΙΟΥΝΙΟΣ 1955:            Το πρωί 15 Απριλίου 1955 δεκάδες ορτυκιών πιάστηκαν στους δρόμους και στις αυλές των σπιτιών, χτυπημένα από τα σύρματα και τις οικοδομές της πόλης μας. Τούτο παρατηρείται την εποχή των αποδημιών ορτυκιών και όχι στα πιστρόφια και μάλιστα σε τέτοια κλίμακα. Πόσο ταλαιπωρημένα έφτασαν τα δύσμοιρα και πόσο κακόπαθαν! Ασφαλώς πολλά κατάπιεν η θάλασσα.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1955: Όπως υπάρχουν στον κόσμο δέκα ειδών σκόρδα και διαφόρων συνθέσεων κυνηγοί και μαζέτες, έτσι υπάρχουν γύρω μας ποικιλίες φιλοζώων και ζωοφίλων. Ο φίλος μου Μπάμπης Γραμματίκης, πληθωρικός στις αγάπες του, προστάτης κάθε παραπεταμένου σκύλου και υποστηρικτής κάθε ξεσπιτωμένης γάτας, έριξε τελευταία την αγάπη του σ’ ένα αλεπουδάκι. Το έχει ‘‘μη στάξει και μη βρέξει’’. Κρεβατάκια, μαξιλαράκια, λαιμοδέτες, φαγί, γάλα προχώρησε στις σοκολάτες και θα φτάσει σε λίγο στα αυγουστιάτικα κοτόπουλα. Δεν τον στεναχώρεσε η απάτη του πωλητή, που του πούλησε το αγριμάκι αυτό για λυκόπουλο. Ψυχούλα είναι και το ένα και το άλλο. Τις προάλλες, το ζωηρό αλεπουδάκι πηδώντας και χορεύοντας έσπασε το πόδι του. Γιατρός και δέσιμο. Και σε μια βδομάδα εντάξει το κάταγμα! Τώρα περιμένουμε, να μεγαλώσει λίγο ακόμα το έξυπνο αυτό ζουλάπι, για να ιδούμε πως θα ανταποδώσει στο φίλο μας την ευεργεσία.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1956:           Θύματα κυνηγών από την παγωνιά δεν είχαμε. Μια-δυο περιπτώσεις μονάχα σκαγιωμάτων.
Σημειώνω θύμα άλλου είδους. Ο καλός σοφέρ Γιάννης, που μας πηγαινοφέρνει στους κυνηγότοπους, σταμάτησε το αυτοκίνητό του στο δρόμο. Άρπαξε ένα από τα τουφέκια μας, του δώσαμε και μια σφαίρα και σκότωσε μια χήνα. Αυτό έγινε αφορμή να μας αναζητεί ο Γιάννης το βράδυ, όχι για να του πληρώσουμε το ναύλο, αλλά για να του πούμε τη γνώμη μας για το όπλο που αγόρασε. Αυτός είναι το μεγαλύτερο θύμα. Από τους κυνηγούς. Την άρπαξε…
ΜΑΪΟΣ 1956:    Μπούχτησα να φωνάζω … «Κάποιος είσαι συ τάχα;», μου λένε με το δίκιο τους σε επαϊοντες αυτοί, ότι το κυνήγι χάνεται και ότι οι ενέργειές μας πρέπει να αποβλέπουν, όχι στις παρατάσεις και στις καλούμες, αλλά στους περιορισμούς και στις θυσίες.
Αν εζούσεν ο μακαρίτης Αττίκ, θα τον είχαν σύμμαχο και στην περίπτωση ακόμα αυτή ότι και τα υδρόβια γεννούν το Μάρτη και πρέπει να σταματήσει το κακό να σκοτώνονται κλώσες, έστω και ξενικές. Είχε πάει στον Γκιαούραντα για γουρούνια. Περνώντας από ένα βαλτότοπι, ξεπετάχτηκε από τα βούρλα μία χήνα και τη σκότωσε ο συνοδός του. Ψάχνοντας τον τόπο από τον οποίο ξεπέταξεν η χήνα, βρήκαν επτά αυγά, που κλωσούσε το κακόμοιρο πουλί. Ράγισεν η καρδιά του Αττίκ και έβαλε όρκο να μην ξαναπάει κυνήγι το Μάρτη. Ας σημειωθεί ότι το επεισόδιο αυτό έγινε ανήμερα του Ευαγγελισμού.
ΙΟΥΝΙΟΣ 1957:            Ο Σύνδεσμός μας απέκτησε οικόπεδο (9Χ33 μ.) σε κεντρικό μέρος της πόλης μας. Υπογράψαμε στο συμβολαιογράφο αρραβώνα και δώσαμε όσα αποταμιεύσαμε δέκα τόσα χρόνια. Υπολείπονται δώδεκα χιλιάδες δραχμές, που θα τις δώσουμε τον Αύγουστο. Προσωπικά κάμνω έκκληση στα αισθήματα των συναδέλφων μηχανικών, να μας υποδείξουν σχέδια για δύο μαγαζιά, λέσχη, ξενώνα, σκυλοδετήρια κλπ. Πρώτα όμως το μαχαραγιά, που θα το χτίσει και θα γράψει το όνομά του στο μάρμαρο. Μέγαρο δε ζητάμε. Τρύπα για το κεφάλι μας και καρέκλα για το μουσαφίρη μας.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1958:    Εσημειώθηκαν όμως και θύματα στον Αντά, για να επισφραγιστεί και πάλι το κακό του όνομα. Πενήντα πρόβατα επάγωσαν και ανευρέθη αναίσθητος, λόγω ψύχους, ο ποιμήν Στ. Δαούνης στα κράσπεδα του Γκιαούραντα.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1958: Μετά τα Φώτα κατέβασεν η Μαρίτσα πολλά νερά. Πλημμύρισε πέρα για πέρα ο Γκιαούραντας από την πλημμύρα εκείνη, που σκεπάζεται όλος ο χώρος του και μένουν έξω οι κορφές της καλαμιάς και των δέντρων του. Σε τέτοιες πλημμύρες του Αντά αφανίζονται τα τριχωτά θηράματα (λαγοί, λύκοι, τσακάλια, αλεπούδες και αγριογούρουνα), αν δεν μπορέσουν να γλυτώσουν κολυμπώντας προς τα γύρω βουνά. Τέτοια όμως εποχή χτυπιούνται τα κατατρεγμένα θηράματα, που καταφεύγουν σε κάποια νησάκια, μισοπλημμυρισμένα, του Αντά. Έτσι σήμερα, 9 Ιανουαρίου 1958, χτυπήθηκαν γύρω και στον Γκιαούραντα δεκαοχτώ αγριογούρουνα.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1958:           Στις παγάνες αυτές δέχτηκα το μεγαλύτερο της κυνηγετικής μου ζωής ράπισμα, για μιαν ανεπανόρθωτη γκάφα… Δεν εκράτησα το νόμο που εδίδαξα σε όσα έγραψα για παγάνες. Άφησα το πόστο μου πάνω στο τουφεκίδι και το ταβαντούρι της παγάνας και έτρεξα σε μία ρεματιά, που νόμισα ότι ξεφεύγουν τα γουρούνια. Ε, λοιπόν! Ένα αγριογούρουνο πέρασε από το πόστο που εγκατέλειψα, τσαλαπάτησε το άδειο κουτί των τσιγάρων, που είχα πετάξει και με σηκωμένη την ουρά του, θα μου είπε, φαντάζομαι: «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμους δεν εκράτεις…»
ΜΑΡΤΙΟΣ 1959:           Απαρηγόρητη είναι μία γειτόνισσά μου. Της έφερε ο άντρας της από τον Γκιαούραντα το καλοκαίρι, δυο ανήμπορα κυκνάκια. Τα μεγάλωσε με τόσους κόπους σαν μωρά και έγιναν κύκνοι, ψηλοί, ωραίοι, ολόασπροι, μεγαλοπρεπείς και ήμεροι. Τους άνοιξε και λάκκο έξω στα μεϊντάνια της γειτονιάς. Τους βλέπαμε και τους καμαρώναμε. Τώρα τους κλαίει. Δεν πέταξαν, δεν πέθαναν. Τους πήρε το Δασαρχείο "συμφώνως τω Νόμω" και τους έδωσε στην Παιδαγωγική Ακαδημία για στολίδι και για να καίγεται η γυναίκα, η μάνα τους, που τους τάιζε με ψωμί, που μασούσε στο στόμα της! Dura lex, ο τύπος σκοτώνει την ουσία.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1959:            Το παραπάνω γεγονός μου έφερε στο νου τον υπέροχο εκείνο κυνηγό και Πρόεδρο του Συνδέσμου μας, μακαρίτη τώρα, Χαρίλαο Βολονάση. Είχε πεθάνει ο σκύλος του Ντίγκο. Αφού τον έκλαψε και τον μοιρολόγησε στο σπίτι του, τον ετύλιξε σε σεντόνι, τον μετέφερε οικογενειακώς έξω από την πόλη, εκεί που σήμερα χτίστηκε το τουριστικό μας ξενοδοχείο, άνοιξε τάφο βαθύ, διάβασε τον επικήδειο, που έγραψε ο ίδιος εξυμνώντας τα προσόντα του Ντίγκο και τα κατορθώματά του και τον έθαψε. Επισκεπτόταν μετά τον τάφο, ώσπου χορτάριασε το χώμα του και συχνά με απάγγελνε τη νεκρολογία του.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1959:   Αναγγέλλω θλιβερά ότι άρχισεν η αποξήρανσις (πώς να τον ονομάσω, φίλτατε Πολύ;) του Γκιαούραντα. Τα μεγαθήρια της ομικής υψώνουν βιαστικά αναχώματα και περιορίζουν τον ποταμό στην περιοχή, που του πρόσφεραν σαν δικαίωμα επικρατείας του. Το ανάχωμα αρχίζει από εκεί που διχάζεται ο Έβρος και προχωρεί προς τη θάλασσα. Κάθε μέρα χίλια στρέμματα χηνοπαπιοβοσκοτόπων αποστραγγίζονται, για να γίνουν χωράφια. Κανάλια όμως αφήνονται δώθε –κείθε και ίσως χωράφια βαλτερά, που ελπίζουμε ότι θα κρατούν παπιά και τα χωράφια χήνες.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1960:    Κέρδισα από τις παγάνες αυτές τον καθαρό αέρα, την εμπειρία ότι πρέπει να κόβουμε σιγά-σιγά τις ελπίδες και τα μεγάλα όνειρα, αλλά και μία καλή γνωριμία μ’ έναν Αθηναίο ευγενικό συνάδελφο, που χωρίς να το θέλει με εδίδαξε πολλά. Και το όνομά του δεν το κρύβω και το λέω δίχως να σεβαστώ τη μετριοφροσύνη του. Γιάννης Κανάτας από τη Γλυφάδα. Μετρημένος και πολύ στοχαστικός, αν και για πρώτη φορά δοκίμαζε το σάλο και το σάλαγο της παγάνας. Τουφέκι μάγκνουμ στα ψηλά βουνά! Κάτω η πέρδικα από τα οκτώ πάσα. Δυο σφαιρίδια στο κεφάλι του λαγού κατά την παγάνα, από εβδομήντα μέτρα. Να η μία, να και η άλλη τσίχλα. Από τις αλλόφρονες, που πετούσαν στα ύψη, που εμείς λέμε πως δεν φτάνουν τα σκάγια μας. Τα είδα και είπα: «Νυν απολύεις… Ως εξ Αθηνών ερρύει τα πάντα!». Καλά όμως είναι η επαρχία, να μη μάθει τέτοια μαθήματα.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1960: Θαλής, ο μειλίχιος Μανατός, φίλος εμός, θεόληπτος της Αρτέμιδος και των του άστεως ημών δημοτικων αρχόντων εις, κύνας συοθήρας έχει θαυμαστούς και παγάνας οργανώνει επιμελώς, πατροπαραδότω τρόπω. Ημίν τοις πεσβυτέροις χαρά προσεγένετο δια το ευάρεστον πράγμα και ελπίδων ενεπλήσθημεν, ότι και τας αδυναμίας ημών θα συμπεριλάβει υπό την σκέπην του. Γένοιτο αν.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1960:          Η φετινή κυνηγετική χρονιά (1959-1960) κατέρριψε το ρεκόρ κάθε άλλης ως τώρα, σε εγγραφή μελών για το Σύνδεσμό μας. Προπολεμικά ήμασταν και δεν ήμασταν διακόσιοι κυνηγοί στην περιοχή Αλεξανδρουπόλεως. Φέτος τα μέλη μας έφτασαν τον αριθμό οκτακόσια δώδεκα. Απ’ αυτά δε, τα διακόσια πενήντα εξ είναι νέα μέλη, νεοβάπτιστοι συνάδελφοι! Μυστήριο! Πολύ αδικαιολόγητο το ρεύμα αυτό προς την κυνηγεσία, σε εποχή μάλιστα που περνά κρίση.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1960:     Η τρομερή καταιγίδα, που ξαφνικά άρχισε το βράδυ της 11ης Ιουνίου 1960, έφερε καταστροφή. Έσπασε δέντρα, πλημμύρισαν σπίτια, γέμισαν οι δρόμοι χώματα και οι λάκκες νερά, έγειραν τα γεννήματα και τινάχτηκαν τα φρούτα.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1961:    Ευτυχής, ευτυχέστατος στον κόσμο των κυνηγών φέτος δε φαντάζομαι να βρεθεί άλλος από τον κυνηγό των Φερρών Πασχάλη Μήρτσο. Κυνηγώντας ή φυλάγοντας στον Γκιαούραντα με υπομονή και επιμονή, σκότωσε με τρεις σφαίρες αγριογούρουνο, που το είδα όταν το εζύγιζαν. Εκατόν πενήντα κιλά ζύγιζε και αν ήταν παχύτερο το θεριό αυτό, θα ζύγιζε διακόσια! Χρόνια έχουμε να ιδούμε τέτοιο γουρούνι. Με μία σφαίρα το σταμάτησε, με τη δεύτερη το εμούδιασε και με την τρίτη τη χαριστική το αποτελείωσε.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1961: Δε θ’ αποκρύψω τη βαθιά μου θλίψη για το ατύχημα του λαϊκού μουσικού συγκροτήματος Καζαντζίδη, που ερχόταν στην πόλη μας για μία παράσταση και συνεκρούσθη το αυτοκίνητό του με ένα φορτηγό και εσημειώθηκαν θύματα, με νεκρό τον Μ. Γιαννακάκη και τραυματίες τον Κώστα Μπάμπαρη και Γ. Αρμάνδο. Είχαμε συνεννοηθεί με τον κ.Μπάμπαρη, κομφερασιέ του συγκροτήματος, ότι στις 27 Δεκεμβρίου 1960 θα πηγαίναμε στον Αντά για κυνήγι και αντί να γίνει αυτό έγινε το άλλο, φριχτό και αποτρόπαιο. Ο Γιαννακάκης στον άλλο κόσμο, ο Μπάμπαρης στο Νοσοκομείο, ο Καζαντζίδης αντίς για κυνήγι και τραγούδι, μοιρολόγι και εγώ σε άφατη θλίψη και συμπόνια. Αλλαι μεν αι βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1961:           Βρέθηκε στον Γκιαούραντα ένας κτηνοτρόφος του Πόρου παγωμένος. Αμάν! Καλύτερα να σιάξουν οι καιροί και να λείψουν οι μπεκάτσες και τα παπιά, αφού χάνονται άνθρωποι.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1961: Στη γενική μας συνέλευση της 23ης Ιουλίου 1961, ένας συνάδελφος λάβρος και λυσσαλέος μου επετέθηκε κραυγάζοντας ότι εγώ είμαι η αιτία του αφανισμού του θηράματος από τον τόπο μας, επειδή με τα γραφόμενά μου απροκάλεσα "τους Αθηναίους" και έρχονται εδώ και λαφυραγωγούν τον τόπο. Δέχτηκα την καταλαλιά, όπως δέχομαι και τις επιθέσεις των φίλων από τη νότιο Ελλάδα, που και αυτοί από της σκοπιά τους "βάλλουν" με τα αντίθετα από το φωνασκό της συνέλευσης συνάδελφο. Αυτοί με κατηγορούν για απαισιοδοξία για τα "μελανά" πράγματα που παρουσιάζω τάχα, για να τους αποτρέψω την άνοδο προς τα εδώ. Μήπως οι συνάδελφοι άλλων επαρχιών, που αποφεύγουν τα δημοσιεύματα, λουφάζουν από πρόνοια μη βρουν τη δική μου τύχη;
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1961:      Ο αετός του σιντριβανιού της κεντρικής πλατείας μεγάλωσε και νταβράντισε με τα ταΐσματα, που του κάμνουν τα γκαρσόνια των πέριξ εστιατορίων. Έγινε τρανός και φοβερός και ενόχλησε τάχα τα κοτόπουλα κάποιας αυλής, τη γάτα αλληνής και τη φαντασία μερικών ότι «μπορεί ν’ αρπάξει και παιδί, για να το πάει στη φωλιά του, για να το βυζάξει σαν τη λύκαινα της Ρώμης»! πρόλαβε κάποιος Ηρακλής και "πριν γίνει το κακό" κοπάνισε το ημερωμένο ζώο μια στη φτερούγα με κανένα ρόπαλο και σακάτεψε το ζώο. Τώρα με τη μια φτερούγα συνεσταλμένη και την άλλη σε νάρθηκα, που οι πρόχειροι γιατροί –τα γκαρσόνια- τον σκάρωσαν, στέκει σε μια αυλή μαγαζιού, κλαίγοντας τη μοίρα του δίχως να λιάζεται…
ΜΑΡΤΙΟΣ 1962:           Σήμερα αποχαιρετώ τον Τσιναρλή, είναι ρέμα πέντε χιλιόμετρα έξω από την πόλη μας με θάμνους και πλατάνια και δεύτερο μετά το Κουρί μπεκατσοτόπι στα προπολεμικά χρόνια. Είχα γράψει πολλές φορές για τον Τσιναρλή και τον χαρακτήρισα κέντρο θηραμάτων, μοναδικό χώρο της όλης πατρίδας μας, γιατί ότι θήραμα υπήρχε, το εγνώριζε ο Τσιναρλής σε κάθε εποχή της χρονιάς. Αγριογούρουνα, ζαρκάδια, λύκοι, τσακάλια κλπ. τον επισκέπτονταν τις νύχτες. Κέντρο ήταν κυνηγετικών περασμάτων. Ορτύκια, τρυγόνια, μπεκάτσες, φασσοπερίστερα, υδρόβια και κύκνοι και τόια. Προχθές ξεπάστρεψαν οι αξίνες και το τελευταίο παρόχθιο κομματάκι της ζούγκλας του και έτσι έσβησε η δόξα του. Εννοείται πως το ξεπάστρεμα των όχτων του Τσιανρλή γίνεται από χρόνια τώρα και η προκοπή είναι ότι, ενώ ο Τσιναρλής ήταν ποτάμι, που έτρεχεν ολοχρονίς και δροσιζόμασταν και στάλιαζαν τα πρόβατα και ποτίζονταν οι πέρδικες και φώλιαζαν στα πλατάνια του τα τρυγόνια, σήμερα δεν έχει στάλα νερό ούτε όταν βρέχει. Ξηράθηκεν όπως η Σαχάρα, από δύο-τρία χρόνια τώρα! Sic transit gioria mundi.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1962: Πέντε Αθηναίοι και πέντε από το Λαύριο της Αττικής βέβαια, ενήγαγαν το Δημόσιο και διεκδικούν πέντε χιλιάδες στρέμματα μέσα στον Αντά. Στην αγωγή τους, που εκδικάσθηκε στο Πρωτοδικείο μας, παρουσιάζουν τίτλους (σενέτια, ταπιά, τούρκικα). Γι’ αυτό και το Δημόσιο αντιπροσωπεύτηκε με πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Φαίνεται όμως ότι οι τίτλοι αυτοί αφορούν άλλα κτήματα πέρα από τον Έβρο, τα τουρκικά.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1962:            Είμαι ευτυχής που συχνοπηγαίνω σε ένα κυνηγότοπο λιτά, δίχως τουφέκια και τσαπράζια. Ακούω αηδονολαλιές, βλέπω το σεργιάνι ενός, ίσως μοναδικού, λαγού. Ακούω τουρτουρίσματα δυο ζευγαριών τρυγονιού. Βλέπω άλλο να κυνηγιέται. Πίνω νερό από την πηγούλα σκυφτά, μυρίζω τη ρίγανη του όχτου και φεύγω από τον κόσμο.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1962:     Έγιναν τα εγκαίνια της γέφυρας Υψάλων, που ενώνει την Ελλάδα με την Τουρκία και συντομεύει το ταξίδι για την Κωνσταντινούπολη αρκετά.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1962:     Κατευοδώσαμε σήμερα, 19 Σεπτεμβρίου 1962, για το μακάβριο ταξίδι των αγύριστων, τον Βασίλη Δερμεντζόπουλο ογδόντα πέντε χρονών, έναν από τους λίγους βετεράνους μας. Καλότταος και αγαπητός ο μπάρμπα-Βασίλης. Από πρόπερσι αποτραβήχτηκε από την συντροφιά μας και ζούσε με τις Αδριανουπολίτικες αναμνήσεις και τα μεγαλεία των τριάντα λαγών της παρέας σε μια εξόρμηση, στα κυνηγοτόπια της Ανατολικής Θράκης. Ζούσε με τις δικές μας, των τελευταίων χρόνων, απραξίες και παρηγοριόταν. Ώρα του καλή κι ας μη τον καταχωνιάσει η λησμονιά όπως το βαρύ χώμα, ώσπου να τον ανταμώσουμε.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1963: Σημειώνω και υπογραμμίζω την 22α Ιανουαρίου 1963 σαν ημέρα συμφοράς και πανωλεθρίας των θηραμάτων. Πολικό κρύο! Πέντε υπό το μηδέν, αλλά χειρότερο και πιο φαρμακερό από αυτό της 17ης Ιανουαρίου 1963, όπου το θερμόμετρο έδειξε 13 υπό το μηδέν. Χιόνια άλιωτα, αέρας σιβηρικός, φαρμάκι. Παραδόθηκαν τα πουλιά. Τουφεκίζονται οι χήνες στις αυλές της πόλης μας. Μπεκάτσες πιάνονται πεθαμένες, τα μικροπούλια με τα χέρια στους φράχτες. Σκελετωμένα όλα και μαύρα πτώματα. Τα μπαρουτόσκαγα τέλειωσαν από τα καταστήματά μας, γιατί όλοι έγιναν "κυνηγοί". Μα αυτό δεν είναι κυνήγι! Γι’ αυτό και η αγορά δεν τα τραβά και βλέπεις τους χωρικούς, να περιφέρονται στην πόλη δίχως να πουλούν τις αρμαθιές με τα πουλιά. Οι χήνες, που λογυρνούν στα χωράφια, προσεγγίζονται στα πενήντα μέτρα. Οι μπεκάτσες σέρνονται κάτω. Πέθανε και ο πελαργός που απόμεινε, δεν ξέρω γιατί, σ’ ένα έλος του Δορίσκου, ενώ τον έβλεπα μπροστά από είκοσι μέρες ολόρθο και περήφανο. Σκοτώθηκαν και αγριόγαλοι –τόια- λίγο έξω από την πόλη μας και κύκνοι τουφεκίστηκαν και λαγοί. Τέτοια βαρυχειμωνιά είδα το 1928 και τότε τρανή η συμφορά.
ΙΟΥΝΙΟΣ 1963:            Συντετριμμένοι και περίλυποι ξεπροβοδίσαμε, την παραμονή του Πάσχα κιόλας, τον Ηλία Νιανιακούδη. Μας άφησε και πήρε το δρόμο που δεν έχει γυρισμό. Καλός άνθρωπος, καλός Έλληνας, καλός πατέρας και καλός κυνηγός, με συνείδηση εννοώ και δραστηριότητα σωματειακή. Ο μόνος από μας που κυνηγούσε, αποκλειστικά σχεδόν, τα αγρίμια και παρακολουθούσε τις απαγορευμένος ζώνες. Με τον Ηλία κλείνει στην πόλη μας και η ιστορία της παγάνας. Ήταν ο τελευταίος οργανωτής του είδους αυτού για τα αγριογούρουνα και έκλεισε με τη φυγή του ο κύκλος. Είναι να μην κλαις τέτοιες απώλειες;
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1963: Η Άνθεια, εννέα χιλιόμετρα ανατολικά της Αλεξανδρούπολης, είναι ο τόπος που συγκεντρώνονται οι πελαργοί για την αποδημία τους. Όταν γίνεται αυτό, γεμίζουν οι στέγες των σπιτιών από λελέκια και μαυρίζει ο τόπος από τα φτερά τους. Εφέτος, πριν αρχίσει η αποδημία, οι πελαργοί ξακαθάρισαν τα βατράχια από τα έλη, που ξεράθηκαν στο Κουρί και όπως ξέρουνε γίνονται λαίμαργα τα πουλιά, για να ’ναι χορτάτα ταξιδεύοντας. Ένας πελαργός βρέθηκε από τα παιδιά του χωριού, ξαπλωμένος πέρα για πέρα στο λιβάδι και αυτά τον λυπήθηκαν, τον … εσήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στο χωριό περίλυπα. Η Άνθεια έχει κοινοτικό ιατρείο, δίχως γιατρό! Εκεί τον εξάπλωσαν. Δεν είχε κουράγιο να σταθεί στα πόδια του το πουλί, θολό ήταν το μάτι του και αφρούς έβγαζε από το ράμφος του. Η νοσοκόμα, δεσποινίς Τσεφταρίδου, με τη βοήθεια των παιδιών έδωσε εμετικά στον πελαργό, που τα κατάπιε δίχως αντίσταση. Σε λίγη ώρα ξέρασε και τι δεν έβγαλε! Πουλάκια μικρά, σπουργιτάκια γυμνά, κλεμμένα από τις φωλιές ή πεσμένα κάτω απ’ τα δέντρα. Το ότι βόσκουν και τέτοια πράγματα οι πελαργοί, το έγραφα και αντιπρόπερσι για τους πελαργούς της Νέας Χιλής. Είχε καταπιεί όπως ήταν τα πουλιά και δεν μπορούσε φαίνεται να τα χωνέψει. Η αδελφή μου είπε ότι είχε πάθει δηλητηρίαση. Πέντε ώρες ήταν σε αφασία ο πελαργός, ξαπλωμένος στο πάτωμα, ‘‘αλλού φτερά, αλλού ποδάρια’’. Ύστερα άρχισε να συνέρχεται και την άλλη μέρα στάθηκε στα πόδια του. Του άνοιξαν την πόρτα για να φύγει και δεν έφευγε. Όταν συνήλθε καλά και έκανε σεργιάνι στο διάδρομο και δέχτηκε δίχως δισταγμό και φόβο φαγί, είπε αντίο και πέταξε για να βρει τη συντροφιά του. Φέρθηκε σαν άνθρωπος πολιτισμένος. Τον έφερε στο ιατρείο ο Ερυθρός Σταυρός και έφυγε με εξιτήριο μετά την ανάρρωσή του.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1964:           Πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1964, πλήρης ημερών, ο εκλεκτός συνάδελφος Αργύρης Δαλαβέρας, αρχοντικός άνδρας και αριστοκράτης κυνηγός. Ο Δαλαβέρας ήταν ο τελευταίος εκπρόσωπος της περασμένης γενεάς, των κυνηγών της ευγενείας και τεκλεκτικότητος … Εκλεκτή παρέα, εκλεκτός κυνηγότοπος, εκλεκτά όπλα και σκυλιά, καλομελετημένη έξοδος, κεφάτο και απολαυστικό κυνήγημα και θεαματική επιστροφή. Έζησε και το σημερινό του δράμα και έφυγε απογοητευμένος. Ας είναι ελαφρό το χώμα του και παρηγοριά σ’ όσους τον κλαίνε.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1964:            Σας κάμνω και την εξής εξομολόγηση: Δουλεύω στο περιοδικό αυτό με τα παραπάνω ιδανικά, τόσα χρόνια δίχως ν’ αξιώ αμοιβή! Θεωρώ την εργασία μου προσφορά στην αγάπη προς την κυνηγετική μας οικογένεια και το θείο άθλημα του κυνηγιού, που συνδέω την ύπαρξή του με τη ζωή του περιοδικού αυτού. Ο λόγος μου έντιμος και από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που χάραξα στο βίο μου σαν από Genus irritabille venatorum.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1964:   Καθώς φαίνεται η Αλεξανδρούπολη, εκτός από τα προσόντα της, ωραία πόλη, ψαρότοπος, κυνηγότοπος, Γκιαούραντας, φως, αέρας, ευρυχωρία, ησυχία, λουλούδια, πρασινάδες κλπ. έχει και άλλα που δεν τα επροσέξαμε. Τεχνίτες ρέκτας και επαγγελματίες με αθηναϊκή αγωγή και μεθόδους. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί ότι η κ. Κάλλας μετά την επίσκεψη του περιπτέρου του κ. Ωνάση στο Γκιαούραντα, επροτίμησε να αγοράσει και απ’ εδώ παπούτσια, από το κατάστημα Μπολιάκη.
ΙΟΥΝΙΟΣ 1965: Το Δασαρχείον Αλεξανδρουπόλεως εξέδωκε κατά την κυνηγετική χρονιά 1964-1965, που έπρεπε να είχε λήξει, χίλιες εκατόν πενήντα εννιά άδειες θήρας.
ΙΟΥΝΙΟΣ 1965:            Η κατάρρευση υγιών αρχών της κυνηγεσίας δυστυχώς επήλθε και δε διορθώνεται ούτε με το νόμο, που αναμένεται να ψηφιστεί, ούτε με εκκλήσεις, δεήσεις, νουθεσίες και φοβέρες. Και που να βρεθούν; Και ποιος θα τους ανεχτεί;
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1966: Ο εκλεκτός εδώ ταριχευτής μας και πτηνολόγος Γκούτνερ, αφού εταρίχευσε αρκετά απ’ αυτά τα πουλιά, που σε μας παρουσιάστηκαν ομαδικ΄ακαι ευκολοπλησίαστα σαν τους σπίνους, που τους μοιάζουν κιόλας, έχουν όμως λοφίο και είναι κατά το μέγεθος πιο μεγάλα, ευκολώτατα τα ετοποθέτησε στην τάξη τους: Είναι η Αμπελίς η πολύλαλος και με το επιστημονικό της όνομα «Μπομπίσιλλα Γκαρούλους». Ανατρέξατε, όσοι ενδιαφέρεστε, στις ζωολογίες. Παράξενο μονάχα είναι ότι εξαιρετικά μας παρουσιάστηκαν, εδώ στη Θράκη.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1966:          Μας άφησε και ο αγαπητός και θαυμαστός μου Θ. Φούτσας της Κίρκης. Βετεράνος των βετεράνων ο μακαρίτης. ‘‘Γήρας μαθουσάλειον’’! Εκατόν πέντε χρόνια ζωής εμέτρησε και ως τα προχτές οι σωματικές και της μνήμης δυνάμεις θαυμαστές. Τον έθρεψε το βουνό σαν δρυ και ο αέρας, που είχε ατσαλώσει τα μέσα του. Του χρωστώ πολλές εμπειρίες, γιατί ήταν αρχηγός μας και αριστοτέχνης της παγάνας. Μας οδηγούσε εκεί που έβοσκαν τις νύχτες τα αγριογούρουνα, όριζε αλάθητα πόστα και στρατηγικά τους προγκάρηδες. Ανεπανάληπτες σκηνές και ιστορίες. Και έφυγαν τώρα μαζί του όλα. Ούτε τέτοιοι μαέστροι υπάρχουν ούτε και παγανοτόπια με τέτοιο πλούτο αγριμιών. Πόσες φορές δεν αντικρίσαμε μπουλούκια γουρουνιών με τριάντα και σαράντα κομμάτια! Με τον Καραμάνη, το νεότερό του κα υπαρχηγό, που πέθανε λίγα χρόνια πριν, έσβησε η ιστορία με τις παγάνες της Κίρκης. Θ’ αναστηθούν, όταν σηκωθούν οι πεθαμένοι!
ΜΑΪΟΣ 1966:    Άλλο ένα, τελείως άσκοπο κατά τη γνώμη μου. Μεταξύ Αλεξανδρουπόλεως και Γιαούραντα είχαμε μια τεράστια λιμνοθάλασσα, τη Ντράνα-Τραϊανή, που νοικιάζονταν στους ψαράδες από το Δημόσιο με νοίκι εκατομμυρίων δραχμών. Υπήρχαν εγκαταστάσεις για τους ψαράδες, επήγαιναν και κυνηγοί για υδρόβια, που εκρατούσε πολλά και αμέτρητα! Χέλια καπνιστά, λικουρίνοι-νίτικα, αυγοτάραχο και όλα τα αγαθά της αλιείας και κυνηγεσίας προσέφερε η λιμνοθάλασσα αυτή. Η Ντράνα σήμερα είναι αποξηραμένη. Την έκλεισαν το κανάλι τις εισόδου των νερών από τη θάλασσα και τα ποτάμια, που την τροφοδοτούσαν με γλυκά νερά. Και τι έγινε; Εξη-εφτά χρόνια είναι, που στέκει σαν έρημη Σαχάρα. Ούτε καλύβες ψαράδων και κυνηγών στέκουν, αλλά ούτε κι αλέτρι επάτησε την απεραντοσύνη της, γιατί απλούστατα τα χώματά της είναι αλμυρά και ακατάλληλα για τη γεωργία. Στις πολλές βροχές ξαναγεμίζει από νερά και οι κυνηγοί δεν εζημίωσαν πολύ. Σύμφορά όμως έπαθαν οι ψαράδες, γιατί ενόμισαν πως θα πάρουν χωράφια και θα γίνουν τσιφλικάδες! Τέτοιες αξιοποιήσεις σας έλειπαν! Και δε θα είχαν γίνει, αν οι ‘‘αρμόδιοι’’ δεν έβλεπαν με ένα μάτι, ενώ έχουν δύο. Το ένα για τη γεωργία και το άλλο για την κυνηγεσία. Αλλά δυστυχώς το ένα μάτι βλέπει πολύ θαμπά, ενώ όφειλε να βλέπει με ευκρίνεια! Πως όμως, όταν θεωρείται χόμπι βλαμμένων και παρωνυχίδα; Η Ντράνα, κύριοι, ως ιχθυοτροφείο και κυνηγότοπος απέδιδε πολλαπλάσια απ’ ότι μπορεί να αποδώσεΙ, να ιδούμε πότε, το ρύζι ή το μπαμπάκι.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1966:            Ο βετεράνςο των βετεράνων μας, μπάρμαπα-Γιάννης Σιδεράς, που ξεπέρασε τα ενενήντα του, επήρε την άδειά του για να κυνηγήσει και φέτος, αλλά, φευ, άλλη η βουλή του Νεμρώδ και άλλη των ανθρώπων! Τον βρήκα περίλυπο να βαρυαλγεί.
-Φεύγω, μου λέει! Θα κυνηγήσω τις πρώτες δέκα μέρες και ύστερα… Θεός ξέρει, αν ξαναπιάσω το βροντάρι μου!
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1966:     Εδώ στην Αλεξανδρούπολη οι ορτυκάδες τριπλασιάστηκαν μεταπολεμικά. Και μολαταύτα ούτε το ένα δέκατο των προπολεμικών επιτευγμάτων τους σε ορτύκια, δε σημειώνουν. Σ’ ένα φράχτη άλλοτες έβγαζες, διατρέχοντάς τον, δέκα ορτύκια. Σήμερα, ένα-δύο. Τότε δεν ήταν ανάγκη να τρέχεις από ορτυκοτόπι σε ορτυκοτόπι, για να ξαφρίσεις όσα θέλεις, αλλά σου έφτανε ένα χωράφι. Τοέψαχνες με βήμα σημειωτόν και πάντα από το χώμα ξετρύπωναν ορτύκια και δε σου επέτρεπαν να πας παρακείθε. Τώρα με το γιωταχί σου επισκέπτεσαι τρεις χώρους  περασμάτων και γυρνάς απογοητευμένος. Έτσι είναι τα πράγματα και η αισιοφροσύνη ας βάλει νερό στο κρασί της, σφίγγοντας τα λουριά της.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1966:   Θαυμάσιοι καιροί μέσα στο Νοέμβριο. Άνοιξη αληθινή. Χόρτα άφθονα, μανιτάρια, σάλιαγκοι και οι παπαρούνες ετοιμάζονται να τινάξουν λουλούδια. Μύγες, κουνούπια, ζουζούνιασε αναγέννηση. Μόνο τα χελιδόνια έδιωξαν οι καταιγίδες των δύο πρώτων ημερών του Νοέμβρη. Γεροί να ’στε και του χρόνου!
ΙΟΥΝΙΟΣ 1967 :           Μια τετράδα χονόλευκων κύκνων, από το πρωί της 6ης Μαϊου 1967, ήρθε και προσθαλασσώθηκε μπροστά στο Μοτέλ της πόλης μας, πεντακόσια μέτρα απ’ το γιαλό. Τι μεγαλείο και τι περηφάνια, αλλά και αυταρέσκεια πολλή και ναρκισσισμός και καλλωπίσματα με χαριτωμένα λαιμογυρίσματα. Ο καθένας την τουαλέτα του, αλλά και μεταξύ τους αλληλοχτενίσματα, αλληλοχαϊδέματα. Την αριστοκρατική πρόκλησή τους δεν αντελήφθησαν οι συνόμοιοί τους, της σάλας του μοτέλ, που έπιναν το γάλα τους. Ένα όμως ζηλόφθονο γκαζολινάκι, περνώντας, γύρισε καταπάνω τους, τους ξεσήκωσε και βαρύθυμα πέταξαν στα ησυχαστήρια του Αντά.
ΙΟΥΛΙΟΣ  1967:           Υπογραμμίζω και παρακαλώ να το προσέξετε: Το Δασαρχείο εξέδωσε για την κυνηγετική περίοδο 1966-1967 εν συνόλω χίλιες τετρακόσιες οκτώ αυτούς κυνηγούς, εθεώρησαν τις άδειές τους για τα εαρινά τρυγόνια, ογδόντα επτά, δηλαδή 6% περίπου. Έχω ή δεν έχω δίκιο, που κραυγάζω ότι το εαρινό κυνήγι στη Θράκη δεν το θέλουν οι κυνηγοί της Θράκης παρά οι λίγοι έξαλλοι;
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1967: Γείτονα έχω τον Γιάννη Πουλιάδη χειρουργό, κλινικάρχη, εξαίρετον άνθρωπο, συνάδελφο και θεραπευτή μου. Γείτονα στα κτήμα μου, όγδοο χιλιόμετρο Αλεξανδρουπόλεως-Μάκρης, που είναι και υπέροχο κυνηγοτόπι. Σταθμός ορτυκιών κατά το Σεπτέμβρη και μεκατσότοπος το χειμώνα. Κάθε μέρα χαιρετιόμασταν, όταν πηγαίναμε γι αρεμβασμούς και να πλάσει ο καθένας κτα΄την επιθυμία του τα ονειρικά του κυνηγικά σχέδια. Στις 16 Ιουλίου 1967 όμως, ο παναγάπητος Πουλιάδης, έθαψε τα όνειρά του στο κτήμα του. Συγκοπή. Ποιος ξέρει σε ποιο σημείο των ονείρων του! Κι ήταν άνθρωπος γερός, ρωμαλέος και στην κλινική του αμέτρητες φορές εγκρέμισε το χάρο, που πήγαινε ν’ αρπάξει τους αρρώστους! Τώρα ύπουλα τον εσαγίτεψε και μας τον επήρε!
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ  1967:  Κακή μοίρα έπληξε την Αλεξανδρούπολη. Σε τέσερις μήνες (Ιούλιος-Οκτώβριος) χάσαμε δυο χειρουργούς, κλινικάρχας. Τον Γιάννη Πουλιάδη (16-7-67) και τον Κωνσταντίνο Διοματάρη (25-10-67) με αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν εκλεκτοί κυνηγοί και μοναδικοί σχεδόν χειρούργοι της πόλης μας. Η κακή μοίρα δεν λογαριάζει και θερίζει αδιάκριτα ο χάρος. ‘‘Γαίαν έχοι την ελαφράν’’.
…Άπειρα τα παράδοξα κα απίθανα περιστατικά του Γκιαούραντα και γενικότερα των παρόχθιων περιοχών του Έβρου και βιβλίο μπορούσε να γράψει κανείς, αν τα συγκέντρωνε. Μεταδίδω το τελευταίο: 5 Νοεμβρίου 1967, στον Πέπλο οι ψαράδες έστησαν από τη μια ως την άλλη ‘‘κρεμαστά’’, στηρίζοντάς τα σε γερούς πασσάλους. ‘‘Κρεμαστά’’ λέγονται τα παραγάδια με μεγάλα άγκιστρα δολωμένα, για να πιάνουν γουλιανούς μεγάλους, πενήντα και εβδομήντα κιλών, που ενώ δεν τρώγονται, στα μεγάλα κέντρα με κατάλληλο μαγείρεμα και διάφορα καρυκεύματα σερβίρονται για συναγρίδα! Τι λέτε να έγινε; Πιάστηκε ένα αγριογούρουνο τριάντα κιλών σ’ ένα αγκίστρι, που περνούσε τον Έβρο με το κοπάδι του. Είχε γαντζωθεί τόσο γερά, που ήταν αδύνατο να φύγει και το έπιασαν οι ψαράδες του Πέπλου και το γλέντησαν στο καφενείο του χωριού, φιλεύοντας και το φίλο μου Δ. Ματζώρο, που έτυχε να περνά από εκεί.
ΜΑΡΤΙΟΣ 1968: Από παντού λοιπόν το S.O.S. Φτάσαμε στο χείλος του γκρεμνού. Ούτε μισό βήμα μας απομένει, για να πέσουμε και να συντριφτούμε. Χρείαν άλλων διαπιστώσεων δεν έχουμε. Ο καθρέπτης τα ’δειξε όλα καθαρά και παστρικά. Σοφιστείες και σατανικότατες των οπαδών της ασυδοσίας δε χωράνε. Πρέπει να ψηφιστεί ο θηρευτικός νόμος, που επί δεκαετίες χρονίζει. Απαγορεύσεις αυστηρότατες και σώμα ειδικό θηροφυλάκων, που αν υπήρχε θα μας παρουσίαζε όχι τους πέντε λαθροθήρες της Αττικής, αλλά πεντακόσιους της χώρας μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου