Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Από τα ωραιότερα κείμενα για το παραδοσιακό Διδυμότειχο-Του Στρατή Τσιρταβή

ΕΙΚΟΝΕΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ


″ Το Καλέ – πανηγύρι ″

Η φετινή Πεντηκοστή μου ’φερε στο μυαλό παλιά αξέχαστα χρόνια, που τα πανηγύρια κι’ οι γιορτές ήταν η ευτυχία μας. Τέτοιο ένα πανηγύρι, που μας έδινε τη πιο μεγάλη χαρά, μια και έπεφτε με την αρχή του καλοκαιριού, τις πολυπόθητες διακοπές και το τροφαντό κεράσι, ήταν κι αυτό. Τρεις ολάκερες μέρες κρατούσε. Το Σάββατο, την Κυριακή της Πεντηκοστής και Δευτέρα, τ’ Άγιο Πνεύμα.
Τα κοριτσάκια, πολύχρωμα πουλάκια, κρεμούσαν σκουλαρίκια στ’ αυτάκια τους τα πιο διαλεχτά κεράσια και με χαρούμενες φωνούλες γέμιζαν τον αγέρα:

″ ήρθαν πάλι τα κεράσια
κόκκινα και δροσερά…″
Κέντρο της γιορτής η Εκκλησιά του Χριστού. Παλιό Βυζαντινό παρεκκλήσι, πάνω στο κάστρο του Διδυμοτείχου. Η μεγάλη βαριά ασημοκέντητη εικόνα του Χριστού, θαυματουργή και μεγαλόπρεπη, γιόρταζε κι οι πιστοί έτρεχαν να προσκυνήσουν. Γιόρταζε τη μεγάλη κι ηρωική εκείνη επέτειο, που ξεκινά από τα μέσα του 13ου αι., όταν χάρις στην Άγια εικόνα σώθηκε η πόλη απ’ τους βαρβάρους πολιορκητές. Οι κάτοικοι, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη τους στην θαυματουργή συμπαράστασή Του. Σαν άλλος Ακάθιστος Ύμνος, αφιέρωσαν την μέρα αυτή. Η λιτάνευση της άγιας εικόνας ανήμερα την Πεντηκοστή, ανάμεσα στα στενά σοκάκια του Καλέ, όπως περίπου και σήμερα γίνεται, έπαιρνε στην φαντασία μας διαστάσεις της βυζαντινής μεγαλοπρέπειας κι ανάσταινε στις ψυχές μας μέρες θρύλου, δόξας και μεγαλείου.
Τα γύρω χωριά, για να προλάβουν το προσκύνημα, ξεκινούσαν χαράματα. Πολλοί, σαν τόχαν ταμένο, από βραδύς ξενυχτούσαν τη χάρη Του, κάτω από την Άγια σκέπη, δίπλα εκεί στα κελιά με τους αλλοπαρμένους. Το ξεκίνημα, με όλα εκείνα τα μέσα της εποχής, είχε την ξέχωρη ομορφιά του. Γέμιζαν οι στράτες  με σούστες καλοδουλεμένες, ομορφομπογιατισμένες, με τα καλύτερα άλογα ζεμένες και στολισμένα με γλυκόηχα κουδουνάκια (χάμουρα) γυαλισμένα και άφθονες πολύχρωμες κορδέλες, αλλά και βοϊδάμαξα ανθοστολισμένα με τέντες για την αντηλιά, απ’ ολοκαίνουργιες ψάθες, και τέλος γαϊδουράκια με πλουμιστά χράμια πάνω στα σαμάρια κι’ ομπρελίνο στο χέρι των αναβατών. Κάθε χωριό ξεχώριζε από το ντύσιμό του, μια κι’ οι φορεσιές τους γινόταν με χάρη και κέφι με τα ίδια τους τα χέρια. Συμπλήρωμα οι χρωματιστές μαντίλες και οι χρυσοκέντητες ποδιές, πάνω σε βελούδο, σε μετάξι ή μάλλινο πανί, δεμένες στη μέση σε φαρδιές ζώνες, κι ασημοκαπνισμένες πόρπες. Ακόμα δεν έλειπαν τα στολίδια, τα μπιχλιμπίδια κι οι αράδες τα φλουριά, π’ αστραποβολούσαν στα τροφαντά τους στήθια. Εικόνα φολκλορική, έτσι π’ ανηφόριζαν το λιθόστρωτο για την εκκλησία, με τις φανταχτερές χωριάτικες φορεσιές τους, κρατώντας λαμπάδες που ’φταναν κι ως το μπόι. Μετά την ανηφόρα για το προσκύνημα και σαν τελείωνε η Εκκλησιά, άρχιζε η κατηφόρα για τα Τσαΐρια, εκεί προς τ’ αλώνια της πόλης, γινότανε το κοσμικό πια "παναϊρι". Κάθε λογής πραματευτάδες είχαν από καιρό στήσει τα πρόχειρα σεργκιά και διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους. Μικροπαράγκες για ταβέρνες, σκεπαστά με φρέσκιες δροσερές ιτιές, αλάνια για χορούς, ζουρνάδες, πίπιζες, γκάιντες και νταούλια, όλα μαζί σ’ ένα ανάκατο πλούσιο θέαμα για μικρούς και μεγάλους. Ένα ζωντανό, ζωηρό, πολύχρωμο φανταχτερό και πολύβουο ανακάτεμα.
Πιοτό, χορός, τραγούδι, μικρεμπόριο και κοτραπάνι, όλα μαζί και καθένα χωριστά φκιάχναν τον ενθουσιασμό. Το κορύφωμα ήταν το τρέξιμο με τ’ άλογα κι οι παλαίστρες. Λεβέντες καβαλαραίοι, με περήφανα άτια και φοράδες που σκάβαν το χώμα με τις οπλές τους, ώσπου να ξεκινήσουν. Κάθε χωριό περηφανευόταν για το βιός του. Όσο για τους "πεχλιβάνηδες", άλλο πράγμα. Μάζευαν κόσμο και κοσμάκη γύρω τους, λαδωμένα μπρούντζινα κορμιά τους και τα πέτσινα κοντοβράκια τους. Τσαλίμια. Σκέρτσα και μπόλικα κόλπα, ως να ρίξει ο ένας τον άλλο κάτω, να φάει η πλάτη χώμα. Κι έπειτα. Η γύρα για το μπαχτσίσι.
Ξέχωρη χαρά έδινε το πανηγύρι για τα ζευγάρια, αρραβωνιασμένα ή καινουργιοπαντρεμένα. Εκεί έκαναν την κοσμική επίσημη εμφάνισή κι εκεί έδειχναν την ομορφιά, "τα καλά και τα πολλά τους". Όνειρο του κάθε κοριτσιού ήταν να παραβρεθεί, να στολιστεί, να χαρεί, να ξεφαντώσει κι ακόμη να φλερτάρει.
Πολλά ειδύλλια και συμπεθεριά άρχιζαν εκεί και πολλά είχαν ευτυχισμένο τέλος. Και σαν έπαιρνε να γέρνει ο ήλιος τα γύρω σπαρτά, αψηλά και χρυσωμένα, καλοδέχονταν τα ζευγάρια να ξαποστάσουν την ολοήμερη κούρασή τους και γινότανε βουβοί μάρτυρες της αγάπης τους. Το φεγγάρι ολόγιομο ψηλά αρμένιζε και με συγκατάβαση και συμπάθεια χαμογελούσε στην ανθρώπινη φύση, καθώς το χαρούμενο τζιτζίκι σιγοντάριζε με το ερωτικό τραγούδι. Ένα κύκλωμα ρομαντικό, νοσταλγικό μα πια ξεπερασμένο….


Το Καρναβάλι της Καθαρής Δευτέρας
Ο "Κιοπέκ Μπέης"

Το λαϊκό αυτό χαρούμενο πανηγύρι το θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι όμως ζωντανό και τόσο ζωηρό, ώστε και τώρα ακόμη, που χρόνια ολόκληρα με φέρνουν πίσω οι μνήμες, ξαναζώ εκείνη την ξένοιαστη εποχή.
Γινότανε κάθε Καθαρή Δευτέρα κι όλοι μικροί – μεγάλοι, τρέχαν να σεργιανίσουν την παρέλαση του "Κιοπέκ Μπέη", ονομασία τουρκική, μια και το έθιμο κρατούσε από καιρό της Τουρκίας και σίγουρα κάποιο σκύλο Μπέη θα θέλανε να κοροϊδέψουν. Από κάτι τέτοια οι Ρωμιοί βρίσκανε πολλά για να βγάλουν το άχτι τους στην καταπίεση και την αυθαιρεσία του καταχτητή. Η λαογραφία θα μπορεί να βρει την άκρη της ετυμολογίας και η ηθογραφία να ξεδιαλύνει την ρίζα του εθίμου, γιατί, όπως και να το κάνουμε, με τον μοντερνισμό που μας δέρνει, πάμε να ξεχάσουμε κάθε τι που μας δένει με τον τόπο και με τις ρίζες μας. Ευτυχώς σε κατάσταση ευθυμίας ξαναθυμόμαστε πότε-πότε την «Σουφλιωτούδα» και το «Χωρίον Μεταξάδες, Γιάννης Δήμαρχος».
Και ξαναγυρίζοντας στο γραφικό αυτό έθιμο, βλέπω μέσα από την αχλύ του χρόνου, να ξεκινά η πομπή απ’ το μαχαλά της Πυροστιάς, ύστερα από μια πυρετώδη ετοιμασία που μέρες κράτησε, να φθάνει στο σπίτι του αειμνήστου δασκάλου μας Ποντίδη και από κει να κατηφορίζει για την αγορά. Προπορεύονται τα νταούλια και οι ζουρνάδες χαλώντας κόσμο και δίνοντας ένα πανηγυρικό τόνο. Μα και οι γκάιντες δε λείπουν. Στη συνέχεια τα κορίτσια, άνδρες πουδραρισμένοι, μπογιατισμένοι, με περούκες, μακριά φουστάνια της εποχής, άσπρα γάντια ίσαμε τον αγκώνα κι ένα ζευγάρι ζίλια (καστανιέτες) στο χέρι. Περπατούσαν χορεύοντας και χτυπώντας ρυθμικά τα ζίλια στο σκοπό του ταμπουρά. Έπειτα έρχεται ο κουτσός γιατρός, ντυμένος στη βελάδα του το πομπέ καπέλο, γκέτες στα πόδια και γυαλιά στα μάτια. Πηγαίνει κουτσαίνοντας, κρατώντας ένα κλύσμα κι άλλα σύνεργα της γιατρικής και φωνάζει: «Έφθασε κουτσός γιατρός απ’ τα Παρίσια». Μετά ακολουθούσε το πουλάκι με τις τύχες και γινόταν χαλασμός από τα θηλυκά, ποια να πρωτοπάρει την τύχη της, που δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά τα φύλλα κάποιου ημερολογίου με τα συνηθισμένα στιχάκια: «Για μαύρα μάτια χάνομαι, για γαλανά πεθαίνω».
Στη μέση της πομπής, καθισμένος μεγαλόπρεπα πάνω σ’ ένα πελώριο γάιδαρο, στολισμένο παρδαλά με κουδούνια, κορδέλες και πλουμιστά χράμια, πήγαινε το τιμώμενο πρόσωπο, ο "Κιοπέκ Μπέης"! Ντυμένος με μια πλούσια γούνα, κρατούσε στο ’να χέρι το μεγάλο και μακρύ τσιμπούκι και στ’ άλλο το κομπολόγι με τις χονδρές κεχριμπαρένιες χάντρες. Εκείνο όμως που του ’δινε την ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια ήταν το ψιλό διάδημα που ’χε στο κεφάλι, φκιαγμένο αριστοτεχνικά από ξυλάκια και πολύχρωμα χαρτάκια. Έμοιαζε σαν κάτι με το σημερινό "κοτιγιόν" ή σαν κινέζικο μυθικό καπέλο. Προχωρούσε αργά, με ολύμπια γαλήνη, περιεργαζόταν τα πλήθη που τον χειροκροτούσαν και με μεγάλη συγκατάβαση, πότε –πότε σκορπούσε μειδιάματα και δεσποτικές ευλογίες. Ήταν ένας περίφημος καρνάβαλος, σε μια άλλη έκδοση και σε μια αλλιώτικη εποχή.
Στο τέλος της παρέλασης έπαιρναν μέρος κι άλλα πρόσωπα, όπως ο πραματευτής, μα ο χρόνος τα ’χει πια ξεθωριάσει, ώστε να μην μπορώ να δώσω την πιστή τους εικόνα. Εκείνο όμως που θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήταν πολύ νόστιμο θέαμα, και μας τα παιδιά ξέχωρα μας τραβούσε, ήταν ο αρκουδιάρης με την αρκούδα. Αρκούδα ήταν άνθρωπος, ντυμένος με αρκουδοτόμαρα, που προσποιούνταν την αρκούδα κατά τις παραγγελίες του αρκουδιάρη κι’ έκανε χίλια δυο καμώματα, που πολλά φέρναν τα γέλια και τα χάχανα. Όσο πιο επιτυχημένη ήταν η αρκούδα κι’ όσο πιο κέφι είχε, τόσο κι’ εμείς τρέχαμε από πίσω της, παρά το τσουχτερό κρύο και πολλές φορές το κρυσταλλιασμένο χιόνι. Βλέπετε, σαρακοστή χωρίς Μάρτη δε γίνεται, κι’ η καθαρή Δευτέρα τις πιο πολλές φορές έπεφτε η τέλη του Φλεβάρη ή αρχή του Μάρτη. Η άνοιξη αργούσε πολύ ακόμη να ’ρθει και το χιόνι τον περισσότερο καιρό ήταν το μοναδικό στολίδι της γης την εποχή εκείνη.
Έτσι, τις καθαροδευτεριάτικες εκδρομές, τα κούλουμα της Αττικής και τόσα άλλα έθιμα, τα’ αντικαθιστούσε στο Διδυμότειχο ο Κιοπέκ Μπέης, π’ άνοιγε τη σαρακοστή με θεάματα κι’ όχι με γαστρονομικά ξεφαντώματα σαν καλή ώρα τώρα.




Τα σαλάτσια


Λένε πως η κουβέντα μοιάζει με τα κεράσια. Τραβάς τόνα και βγαίνει ολόκληρο τσαμπί. Να κι εμείς. Καθώς θυμηθήκαμε το Καλέ πανηγύρι στο Διδυμότειχο, ανεβάσαμε  στην επιφάνεια και τα περίφημα και τόσο ρομαντικά για την εποχή εκείνη ΣΑΛΑΤΣΙΑ. Πεζή και με το παραπάνω αγχωτική η σημερινή μας ζωή, δεν μπορεί να νοιώσει το σκίρτησμα της γραφικότητας του καιρού εκείνου. Του καιρού, που ο άνθρωπος δεν είχε γίνει ″δεσμώτης″ της τεχνολογίας, της εύκολης κατανάλωσης και  της καταστροφής του τοπίου. Τότε η ζωή σε μέτρα πολύ απλά έφκιανε ομορφιές αγνές, φθηνές, προσιτές, καταδικές της.
-Τι ήταν τα σαλάτσια; Μικρά ξύλινα καφενεδάκια ή το πολύ με τούβλα δίπλα στη καταπράσινη ακροποταμιά, κάτω απ’ τη σκιά της σουϊτιάς, του πλάτανου ή της μεγάλης καρυδιάς. Το πλάτωμα της ψηλής όχθης του Ερυθροποτάμου, όμορφα περιποιημένο και καθαρισμένο, χωρίς αγριόχορτα και θάμνους ήταν το πράσινο σαλόνι, όπου ο μαγαζάτορας άπλωνε τα ξύλινα τραπεζάκια του με τις ψάθινες καρέκλες. Στόλιζε τα σύνορα της επικράτειάς του με κοντούς ξύλινους φράχτες, πράσινα βαμμένους και μικρά μακρόστενα παρτεράκια γεμάτα γεράνια, βασιλικούς, ία, μέλισσες και πολλές πάρα πολλές  περικοκλάδες. Αυτές καθώς αναρριχόταν σκέπαζαν τους φράχτες με το πολύχρωμα χωνάκια τους κι έκαναν ντεκόρ.
-Όσο για περιποίηση, φθηνή κι αυτή σαν την παράγκα και την επίπλωσή της. Το γαραφάκι με τους μεζέδες του ήταν η καθιερωμένη σπεσιαλιτέ. Το γαραφάκι, ιδιόμορφο μεσάτο μπουκαλάκι με τσίπουρο ή ούζο και το ποτηράκι ψηλό και με χοντρό πάτο.
-«Ένα γαραφάκι», ξεφώνιζε το γκαρσόνι κι έφθανε μαζί με το μεζέ που ’ταν άγνωστη και το κρασί δεν πολυξοδευόταν). Απαραίτητη γαρνιτούρα του μεζέ το νομαστό τζατζίκι. Τζατζίκι με μαρούλι την άνοιξη, τζατζίκι με αγγούρι το καλοκαίρι. Και τόνα και τ’ άλλο ήταν το σαλατικό της εποχής. Έτσι βγήκε και το ’νομα «Σαλάτσια».
-Δίπλα στα καφενεία οι λαχανόκηποι, οι περίφημοι «ζαβζά –μπαχτσέδες». Από την παραγωγή κατ’ ευθείαν στην κατανάλωση. Αγνά κι ευλογημένα προϊόντα χωρίς λιπάσματα, βγαίναν και τρωγόνταν μόνο στην εποχή τους. Μοσχομύριζε τα’ αγγουράκι δροσερό, τρυφερό και νόστιμο. Ένοιωθες την ευωδιά του λαχανικού από μακριά κι ορεγώσουν. Τώρα όλο το χρόνο το βρίσκεις, σωστό ξυλάγγουρο, μα που εκείνη η γεύση. Έμεινε και αυτό ανάμεσα στ’ άλλα.
-Πέραση μεγάλη είχαν κι ήταν ονομαστά τα «πέρα σαλάτσια». Το πέρασμα γινότανε από το παλιό πέτρινο γεφύρι μα η χαρά κι ευτυχία του κόσμου ήταν με τη βάρκα. Μακρόστενη πλάβα με γονδολιέρη το «κατσίβελο». Η κίνηση γινότανε με το μακρύ κοντάρι και το εισιτήριο από μισή ως μια δραχμή το κεφάλι. Πολύχρωμα φορτία κυλούσαν απαλά στα καταπράσινα νερά του ποταμού κι έδιναν ζωή και κέφι καθώς αντάμωναν στο πέρασμά τους.
- Η σαιζόν άρχιζε από το Πάσχα, μα κορυφωνόταν με την Πρωτομαγιά. Τότε ήταν το μεγάλο πανηγύρι, γιατί χώρια απ’ τα καφενεδάκια γέμιζαν οι ακροποταμιές κόσμο και κοσμάκη. Η Λατέρνα, το φωνόγραφο κι ανάμεσά τους οι κούνιες ήταν οι μόνιμες διασκεδάσεις. Τα χονδρά κλωνάρια φιλοξενούσαν τις κούνιες, όπου τόχαν έθιμο, μικροί μεγάλοι να κουνηθούν για το καλό του χρόνου.
-Ακόμη χαρακτηριστικό της εποχής το «λαντόνι» με τα διπλά άλογα, και τις κυρίες με τα ομπρελίνα και τους κυρίου με τα ψαθάκια. Ο παναμάς μόλις άρχιζε να φοριέται. Από το Μάη κι ύστερα τα σημερινά «γκάρτεν πάρτι» μεσουρανούσαν γινότανε  σ’ αυτά. Εσνάφια, Σύλλογοι και Σχολεία τόχαν καύχημα να διασκεδάσουν σε κάποιο Σαλάτσι, να χορέψουν και να βγάλουν φωτογραφίες αναμνηστικές, πράγμα που ’δινε στην μικρή μας κοινωνία ποικιλία, κίνηση και ζωή. Άλλη μια εικόνα που χάθηκε για πάντα. Το περιβάλλον καταστράφηκε και οι ακροποταμιές ερήμωσαν.


Οι γειτονιές


Κάτι άλλο που ’λειψε πια, από κείνο τον παραδοσιακό χαρακτηριστικό κόσμο του Διδυμοτείχου, είναι οι γειτονιές του. Αυστηρά σύνορα κρατούσαν την ανάμεσά τους απόσταση, λες και ήτανε ξεχωριστές κάστες. Κάθε μια της και μια κοινωνικοοικονομική περιοχή, με κάτι το κατάδικό της σε χρώμα, ντύσιμο, ασχολίες, ακόμη και σε συνήθειες.
Ομφαλός, το Κάστρο. Ο πυρήνας της γέννησης της πόλης, που στάθηκε σε δύο διαμετρικά αντίθετες αυτοκρατορίες, πρωτεύουσα και βασιλεύουσα. «Καλέ» τον λέγανε τον θεόρατο βράχο, που σήμερα στέκεται στεφανωμένος με πύργους, κάστρα και πολεμίστρες. Αψεγάδιαστα σημάδια κάποιου περασμένου μεγαλείου. Όλη η άλλη πόλη ήταν χτισμένη σα βεντάλια, από την βορειοανατολική πλευρά μέχρι τα νοτιοδυτικά, ως κάτω στη ρίζα του.
Όσοι κατοικούσαν πάνω στην Ακρόπολη, με περηφάνια άκουγαν στο όνομα «Καλελιώτες». Ήσαν αστοί, εσνάφια, τους λέγανε και «τσορμπατζήδες».
Εκεί και η Ι. Μητρόπολη από τις αρχαιότερος, η 58η νομίζουμε στον Πατριαρχικό Πίνακα, εκεί και ο καθεδρικός Ναός του Αγίου Αθανασίου και λίγο πιο πάνω το μαρμαρόκτιστο παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου.
Η αγορά και τα κέντρα απλωνόταν σ’ ένα μικρό πλάτωμα στη μέση της κατηφοριάς και από κει ακτινωτά κατέβαιναν λιθόστρωτοι δρόμοι και δρομάκια σαν ανοιχτή παλάμη. Κοντά στ’ άλλα, οι Καλελιώτες είχαν και το προνόμια και τη μεγάλη τιμή για το μεγάλο πανηγύρι της πόλης, το «Καλέ –Παναϊρι», που κρατούσε τρεις ολόκληρες μέρες, την Πεντηκοστή.
Αυτή τη μέρα γιορτάζει το βυζαντινό μοναστήρι του Χριστού, που τιμούσαν τη θαυματουργή με ασημί «καπλαντισμένη» εικόνα του Θεανθρώπου.
Πάνω στο Κάστρο, στη Δυτική πλευρά, κατέβαινε ο μοναδικός λαξευτός στο βράχο δρόμος, που ’βγαζε στην Παλιόπορτα, βυζαντινό κατάλοιπο, μπροστά στο γεφύρι το παλιό. Άχρηστος, άβολος για τροχοφόρα και μόνο για πεζούς και ζώα σε ώρα ανάγκης.
Ο βορινός δρόμος κατέβαινε στην εκκλησία της Παναγίας, όπου και η ομώνυμη γειτονιά και από κει στα Τσαΐρια και λίγο πιο έξω στ’ αλώνια. Την κατοικούσε κόσμος, που μοναδική του δούλεψη ήταν τα χωράφια. Ο μεσαίος δρόμος κατέβαινε στην κάτω αγορά, που ήταν τα χάνια και μπροστά στο μεγάλο τζαμί, το πρώτο στην Α. Ευρώπη, η σκεπαστή αγορά για το παζάρι των κουκουλιών.
Ο δρόμος συνέχιζε για την Α. πλευρά, όπου η γειτονιά «Πυροστιά». Το όνομα το πήρε από το παλιό μισογκρεμισμένο τουρκικό Μαυσωλείο, που ’μοιαζε με πυροστιά. Κι εδώ ο κόσμος ήταν γεωργικός, μα κατοικούσαν και κάμποσα εσνάφια, που ’χαν έρθει απ’ αντίκρυ, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Τότε, σαν περίσσεψαν οι πρόσφυγες, το κράτος έκανε κολλητά εκεί, τον Νέο Συνοικισμό, τον προσφυγομαχαλά, που τον κατοικούσαν όμως στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι. Ήταν γύρω στα 1930.
Τέλος, ένας τρίτος δρόμος, φιδωτός και απότομος, προς τα Δυτικά, που στη μέση το «καλντερίμι» έκανε λούκι για να τρέχουν τα νερά, κατέβαινε σε μια άλλη συνοικία, απλωμένη στη ρίζα του κάστρου και τον Ερυθροπόταμο κι έφτανε ως την Αγία Πέτρα, κοντά στο «Φράγκικο γεφύρι», όπου και τα σφαγεία της περιοχής. Και πιο ψηλά η Ρωμαϊκή Πλωτίνη.
Εκεί γινότανε το γραικό παζάρι για τα ζώα, το «χαϊβάν- παζάρ», με τους γύφτους. Χαρακτηριστικό τους, η στρατιωτική κυλόττα, η μπότα και το μαστίγιο στο χέρι. Ο κόσμος της γειτονιάς αυτής ήταν λιγάκι παρδαλός. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, γύφτοι… Οι πρώτοι και οι δεύτεροι γεωργοί και λαχανοκηπουροί και οι τελευταίοι χαμάληδες, βαρκάρηδες και ψαράδες.  Ακόμη, υπήρχαν κάτι μικροβιοτεχνίες για δέρματα, τα «Ταμπάκικα», όπως λεγότανε και τη γειτονία. Οι λαχανόκηποι, «μπαχτσέδες» τους ονόμαζαν, ήσαν πέρα από το θολό ποτάμι, που το καλοκαίρι πάντα στέρευε και δίπλα τους τα ονομαστά εξοχικά, τα «Σαλάτσια». Και αντίκρυ τους, ο μεγάλος αλευρόμυλος του Τσικούρα. Συχνά η γειτονιά αυτή δοκιμαζόταν από φοβερές και ξαφνικές πλημμύρες, γι’ αυτό και αρκετοί από τους γύφτους, σαν άλλοι τρωγλοδύτες, ζούσαν σε λαξευτές σπηλιές στα πλάγια του δυτικού κάστρου. Κάτι το πολύ γραφικό και μοναδικό.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη, ότι πίσω από την κάτω αγορά, ανατολικά, ήταν η μεγάλη εβραϊκή συνοικία, που όπως λέγαν αριθμούσε πάνω χίλιες ψυχές. Δουλειά τους ως συνήθως το εμπόριο και πολύ λογαριάζονταν ως οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες είχαν δικός τους σχολείο και ιδιόκτητη συναγωγή «τη Χάβρα». Όπως και οι Μουσουλμάνοι το τζαμί.
Για να συμπληρώσουμε το πορτραίτο για τους μαχαλάδες, θα πρέπει να θυμηθούμε και τη μικρή συνοικία των Αρμένηδων. Χτισμένη πάνω στ’ ανατολικά του βράχου, δίπλα στο μεγάλο ρολόγι, είχε εκεί και δικό της σχολείο και εκκλησία, την παλιά βυζαντινή του Αγ Γιώργη, στην κορυφή του Καλέ, όπου στέφθηκε κάποτε αυτοκράτορας ο Κατακουζηνός, Ρολογάδες, χρυσικοί και σομπατζήδες είχαν καλά τον καιρό τους και συναγωνίζονταν σε πλούτο με τους Εβραίους.
Μικρή και περιληπτική εικόνα, για να θυμίσουμε σ’ αυτούς που ακόμη μπορούν να νοσταλγούν τον παλιό καλό καιρό, τον «Κιοπέκ –μπέη», τα Σαλάτσια, τον βαρκάρη με την πλάβα και το κοντάρι του και το «καλέ Παναϊρι».


Όταν το χιόνι έπεφτε πολύ


Πάντα θυμάμαι την ιστορική αυτή πόλη. Σ’ όλες τις ηλικίες. Παιδί, έφηβος κι άνδρας ακόμη, όταν με την κατοχή ξαναγυρίσαμε για να χορτάσουμε ψωμί. Το θυμάμαι έντονα, με νοσταλγία και με τις εντυπώσεις για να χορτάσουμε ψωμί. Το θυμάμαι έντονα, με νοσταλγία και με τις εντυπώσεις της κάθε εποχής. Κάθε εποχή κι ένα χρώμα, κάθε αλλαγή καιρού κι ένα καινούργιο ντύσιμο της φύσης. Ένας ξεχωριστός εξπρεσιονιστικός πίνακας. Την άνοιξη στρωμένη γη με καταπράσινα χαλιά, σ’ όλες τις αποχρώσεις του, το θέρος με τις ολόχρυσες ψηλές θημωνιές, το φθινόπωρο με τα νιοσκαμμένα χωράφια καφετιά και το χειμώνα κάτασπρα. Αυτό το κατάλευκο σεντόνι που σκέπαζε τα πάντα, όσο το μάτι έπαιρνε ήταν η χαρά μας και η πιο μεγάλη ευκαιρία για παιχνίδι.
Καιρό έχω να ξαναδώ αυτό το τόσο υπέροχο θέαμα κι ας επισκέπτομαι τα μέρη αυτά τακτικά και σ’ όλες τις εποχές. Εκείνο το πάλευκο χιόνι που σαβάνωνε τη γη, έχει γίνει πια ένας ανεπανάληπτος πίνακας κι ας ήρθαν και πέρασαν από τότε χειμώνες πολλοί.
Ξεχωρίζω τους χειμώνες που ήμουν παιδί, κάπου στα τριάντα. Τη χαρά και την ευτυχία στο πάλεμα πάνω στο πουπουλένιο εκείνος στρώμα και τη γλυκεία ζεστασιά μέσα στην ψυχή σου. Άλλο πράγμα τότε άλλο σήμερα. Και δεν είναι μόνο η διάθεση και η ηλικία που συμβάλλει στην εντύπωση. Είναι η αυτή ίδια η πραγματικότητα.
Όλοι ξέρουν το μεγάλο δρόμο που κατεβαίνει στο Σταθμό του τραίνου. Είναι σκαφτός και πιο χαμηλός απ’ τη γύρω γη. Μοιάζουν σαν όχθες ποταμίσιες. Όσο προχωρεί ο δρόμος προς το Σταθμό τόσο χαμηλώνει. Το σχήμα αυτό δεν άλλαξε από τότε. Είναι το ίδιο. Φέρτε τώρα στη φαντασία σας να γεμίζει αυτή βαθιά ρεματιά με χιόνι! Έρχεται μέρα που να περνά σε μπόι τα τρία μέτρα. Που να περάσει το κάρο, η πλίτσκα, η σούπα ή το γραφικό σπάνιζε και το λεωφορείο ήταν ανύπαρκτο. Μοναδική σύγχρονη σύγχρονη σύνδεση της πόλης με τον άλλο κόσμο ήταν το τραίνο και ο Σταθμός του, κέντρο κοσμικό. Ο κόσμος ήξερε απ’ έξω τις ώρες του και με το σφύριγμα κανόνιζε τις δουλειές του.
Για ν’ ανοίξει αυτός ο δρόμος, για να ξεκοπεί ολότελα κι η πόλη από τον άλλο κόσμο, βγαίνανε συνεργεία του Στρατού, με κείνα τα ιδιόρρυθμα κάρα με τις μεγάλες αψηλές ρόδες που τα σέρναν πανύψηλα μουλάρια και με τα φκιάρια κάνανε μια μεγάλη αυλακιά μέσα στο παγωμένο χιόνι, τόσο όσο να περνά το κάρο. Κι επειδή ο δρόμος είναι κάμποσος μακρούτσικος κι επειδή κίνδυνος ήταν ν’ αντικρυστούν τα τρομερά εκείνα τροχοφόρα εκεί στην κούρβα, προς τη στροφή, κάνανε ένα μεγάλο χιόνινο νησάκι για να μπορούν να γυρίζουν. Παραμυθένιο θέαμα, με ζαχαρένιους φανταστικούς πύργους μαστορικά φκιαγμένους!
Κάποτε έδινε ο Θεός και το κρύο κάπως καταλάγιαζε κι έβγαινε και κανένας ήλιος, που σκόρπαγε τα διαμάντια του με απλοχεριά στον κόσμο. Τότε ήταν κι η χαρά μας και η χαρά όλου του κόσμου. Ξεχυνόμασταν στους δρόμους και το παιχνίδι εκείνο ήταν τ’ ωραιότερό της ζωής μας μια και τη σκηνοθεσία την είχε στήσει η φύση και την είχε περίτεχνα σμιλέψει η ανάγκη. Και δεν έφτανε μονάχα αυτό. Ο κάμπος πέρα και στο Σταθμό, λιμνασμένος απ’ τις φθινοπωριάτικες πλημμύρες του Έβρου, πάγωνε σε μια φυσική πίστα του πατινάζ, απέραντη ως πέρα στην Τουρκία.
Σε τέτοιο καιρό η Κυριακή και το δωδεκάμερο ήταν το μεγάλο πανηγύρι. Όλη η πόλη έδινε το παρόν εκεί, πάνω στον κρουσταλλιασμένο κάμπο. Μικροί και μεγάλοι γλυστρούσαν πάνω στον πάγο με τέτοια ευκολία, με τέτοια χαρά, με τέτοιο πάθος λες κι είχαν γεννηθεί πρωταθλητές στις παγοδρομίες.
Και μη θαρρείτε πως χρησιμοποιούσαν πέδιλα ειδικά ή τίποτα άλλα από τα γνωστά εργαλεία. Μόνο με τα παπούτσια μας, που φροντίζαμε να τα ενισχύουμε με κάτι πεταλόκαρφα ή καμπαράδες. Μάλιστα η στρατιωτική αρβύλα του καιρού εκείνου, με τα πέταλα και τα καρφιά της ήταν ιδανικό εργαλείο για γλύστρα, μα πως μπορούσαν να βολευτούν τα μικρά μας ποδαράκια μέσα σε εκείνες τις μαούνες. Έτσι εμείς  περιοριζόμασταν σε μικρούς περιπάτους και όσο μας επέτρεπαν οι παιδικές μας δυνάμεις. Ζηλεύαμε τους μεγάλους που ώρες ολόκληρες αλώνιζαν πάνω στον αστραφτερό πάγο. Τα κωμικά, τα αστεία, τα πειράγματα και τα παρδαλά δεν έλειπαν κι έδιναν μια ξεχωριστή νότα και μπόλικο κέφι. Ήταν αλήθεια ένα μεγάλο πανηγύρι στο μεσοχείμωνο και στη μονοτονία του καιρού εκείνου.
Τώρα πια όλα αυτά πέρασαν και οι καιροί άλλαξαν, ακόμη και το χιόνι λιγόστεψε. Για όσους όμως γεύτηκαν τις χαρές εκείνες, η νοσταλγία είναι μεγάλη κι ας ήταν λίγα, πολύ λίγα, σχεδόν μετρημένα τα αγαθά και γιατί όχι για πολλούς απλησίαστα.


Το Δωδακάμερο


Στην μεγάλη αποθήκη της μνήμης, οι αναμνήσεις έχουν κάποια σειρά, μα το προβάδισμα το ’χουν οι μεγάλες εντυπώσεις και ξέχωρα οι παιδικές. Χρόνο με το χρόνο ξεθωριάζουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάνονται. Η ψυχολογία μιλά για το «συνειρμό των παραστάσεων», που πάει να πει πως η δυνατή εντύπωση φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη όχι τόσο δυνατή κι αυτή με τη σειρά της μια άλλη όχι τόσο σωστή κι αυτή κάποια άλλη κι έτσι γίνεται μια μακρόσυρτη αλυσίδα, που όλες μαζί κάνουν τη μεγάλη σύνθεση «ζωή».
Τις άλλες έλεγα για το τότε πολλά χιόνια της ενδοχώρας μας, τους πλημμυρισμένους και παγωμένους κάμπους, για το χαρούμενο πανηγύρι της αυτοσχέδιας παγοδρομίας, για τις μορφές του καιρού εκείνου. Αυτά ζωντάνεψαν δυο άλλες χαρακτηριστικές για το Διδυμότειχο εντυπώσεις από την παλιά εκείνη εποχή, την εποχή του μπόλικου χιονιού.
Η μία, έθιμο χριστουγεννιάτικο. Η άλλη η κατάδυση του Σταυρού τα Φώτα.
Το πρώτο, κάτι το πολύ γραφικό και πανηγυρικό. Πρωταγωνιστές τα παιδιά. Ανήμερα τα Χριστούγεννα ντυνότανε φουστανελάδες και κρεμούσαν πίσω στο ζωνάρι τους κουδούνες μικρές και μεγάλες. Αντάμα με κάθε τσολιά πήγαινε κι ένα παιδί με ένα μικρό πήλινο τουμπερλέκι στο χέρι. Έτσι παρέα τη στήνανε έξω από τις εκκλησιές και περίμεναν να βγει ο κόσμος. Το πανηγύρι άρχιζε σαν τελείωνε η λειτουργία. Με μια ξύλινη χαντζάρα, καθήλωναν τους πιστούς στην πόρτα, κουνούσαν ρυθμικά το κορμί τους και τραγουδούσαν χτυπώντας το τουμπερλέκι. Κουδούνια, τουμπερλέκι και τραγούδια, σωστό πανδαιμόνιο, που δεν τελείωνε, αν δεν έφευγε όλο το εκκλησίασμα κι αν δεν έπεφταν οι τρύπιες εικοσάρες. Το πενηνταράκι ήταν πράγμα λιγάκι σπάνιο. Όταν τελείωναν οι εκκλησίες, ήταν ακόμη νύχτα. Το τραγούδι έλεγε:
«Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, Τώρα Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι
αναστήνετε με μέλι και με γάλα.
Το μέλι το τρων οι άρχοντες και το κερί οι Άγιοι»
Η άλλη, τελετή της κατάδυσης, τα Φώτα, έδινε πραγματικά  Βυζαντινή εικόνα. Το σκηνικό ήταν φυσικά συνταιριασμένο με το τοπίο, γιατί η πομπή περνούσε πάνω από το Κάστρο του καλέ, για να κατεβεί στο γεφύρι που ’ναι προς τα νεκροταφεία. Μοναδικό πέρασμα την εποχή εκείνη. Ο Δεσπότης, οι παπάδες, οι άρχοντες, το εκκλησίασμα με τα ξεφτέρυγα και τα πολύχρωμα φανάρια μπροστά, κατέβαινε από τη Μητρόπολη στο ποτάμι, ακολουθώντας το λαξευτό δρόμο, που βγάζει στην παλιόπορτα, βυζαντινή μεγάλη πύλη στα τείχη, που σώζεται ακόμη και σήμερα. Την ίδια διαδρομή δεν αποκλείεται να έκαναν κάποια εποχή, όταν το Διδυμότειχο είχε γίνει πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Με λίγη φαντασία, έβλεπες Πατριάρχη και Αυτοκράτορα, ντυμένους τις κόκκινες χλαμύδες τους, να γεμίζουν μεγαλοπρέπεια την πομπή και να σκορπούν ρίγη συγκίνησης στους πιστούς. Πραγματικά μεγάλη φαντασία μέσα στ’ απομεινάρια του καιρού εκείνου.
Ακόμα για τα παιδιά είχαν μια πρόσθετη χαρά, γιατί κατά το συνήθειο η νουνά τα χάριζε μεγάλες λαμπάδες, που τις περνούσαν σαν κορδόνι μανταρίνια, φιρίκια, σύκα, ζαχαρωτά στολισμένες με κορδέλες. Η λαμπάδα το κρύο τσουχτερό. Παρ’ όλα αυτά, χαρά και ευτυχία ήταν να βρεθούμε στην τελετή και κανείς ποτέ δεν έλειπε, παρά μόνον αν ήταν κρεβατωμένος.


Ο Σύλλογος πολυτέκνων

Κάποτε οι οικογένειες με πολλά παιδιά –και μιλάμε για την εποχή του μεσοπολέμου- δεν ήταν φαινόμενο όπως τώρα. Η παράδοση κρατούσε γερά και ο Σύλλογος Πολυτέκνων Διδυμοτείχου ήταν η πιο πολυπληθής κοινωνική οργάνωση. Ανάμεσα στα μέλη της έβρισκες ανθρώπους απ’ όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις, εύπορους και άπορους, όπως, προϊσταμένους υπηρεσιών, αξιωματικούς, εμπόρους, γαιοκτήμονες, εργάτες. Τα λίγα πλεονεκτήματα που έδινε τότε ο νόμος για τους πολύτεκνους ήταν κάποιο κίνητρο να εγγραφούν μέλη του συλλόγου για ν’ αποκτήσουν το σχετικό βιβλιάριο, που τους έδινε μισό εισιτήριο στα τρένα, την απαλλαγή από τα δίδακτρα στα Γυμνάσια και τα Πανεπιστήμια –δωρεάν παιδεία ήταν τότε άγνωστη- και κάτι άλλα.
Από μια φωτογραφία που έχει στο κατάστημα του Διδυμοτείχου ο ιχθυέμπορος κ. Δερμεντζόγλου, ο πατέρας του οποίου ήταν στο διοικητικό Συμβούλιο, ξεχωρίζουν εκτός από τον πατέρα του, ο πρόεδρος του Συλλόγου Δασάρχης Σύρμος, ο Γενικός Γραμματέας δάσκαλος Αθανάσιος Τσιρταβής, ο οικονομολόγος Δημητριάδης, ο Ταμειακός Τεκτονίδης, κάποιος Εβραίος και άλλοι που τώρα πια είναι αείμνηστοι. Θυμάμαι ακόμη πως ο γείτονάς μας στο νέο συνοικισμό ο Ειρηνοδίκης Καλούδης, πεθερός του γνωστού μας Λευτέρη Μπουντζουκλή, ήταν και αυτός πολύτεκνος.
Με τέτοιες παρουσίες επόμενο ήταν ο Σύλλογος να έχει ιδιαίτερες προσβάσεις στην κοινωνία και στις τοπικές αρχές και να σημειώνει επιτυχίες στις αξιόλογες δραστηριότητες του, πολιτιστικού ως επί το πλείστον περιεχομένου. Μια από αυτές ήταν να δίνει τον ετήσιο Πρωτοχρονιάτικο χορό στη Δημοτική Λέσχη και να εκλέγει την Μις Διδυμοτείχου. Τότε τα καλλιστεία ήταν πολύ της μόδας σε όλη την Ελλάδα.
Καταλαβαίνει κανείς το τι σημαίνει αυτό την εποχή εκείνη και τι βαρύτητα είχε στη μικρή κοινωνία του Διδυμοτείχου των οκτώ περίπου χιλιάδων. Μέγα ιστορικό και κοσμικό γεγονός, που έπιανε μέρες για την ετοιμασία και άλλες τόσες μετά, για σχόλια και κουτσομπολιά. Η βραδιά συγκέντρωνε ότι εκλεκτό είχε σε κόσμο, πλούτο και πολυτέλεια και οι επίδοξες νύφες και οι υποψήφιες Μις ραβόταν και φτιαχνόταν.
Και για να ολοκληρώσουμε θα πρέπει να πούμε ότι στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης ενεργά συμμετείχαν και οι Εβραίοι, που αριθμούσαν κοντά χίλιες ψυχές και είχαν κόσμο αρκετά μοντέρνο για την εποχή, όπως και οι Αρμένηδες με δικό τους σχολείο και εκκλησία. Ήταν μια πόλη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ιδίως μετά τον ερχομό των προσφύγων και το κτίσιμο του νέου συνοικισμού, όπου κατοικούσαν παραπάνω, αξιωματικοί και υπάλληλοι. Και μέσα στον κόσμο αυτό, χωρίς υπερβολή κυριαρχούσαν οι πολύτεκνοι με τις συγκεντρώσεις τους, τα θέατρα που οργάνωναν και τις πολλές και διάφορες διαλέξεις.
Και για να γυρίσουμε στο Πρωτοχρονιάτικο χορό πρέπει να περιγράψουμε την τότε Δημοτική Λέσχη, που ήταν μια πολύ μεγάλη αίθουσα για όλες τις δουλειές, κάπου εκεί που είναι τώρα το πολιτιστικό κέντρο του Δήμου. Ένα τεράστιο οικοδόμημα, χτισμένο αποκλειστικά για το σκοπό αυτό στο στενό του τζαμιού, κολλητά με την παλιά δημαρχία, ψηλοτάβανο και ωραίου πολυελαίους και τεράστιους πίνακες ζωγραφικής με αρχαίες παραστάσεις στον ανατολικό τοίχο, δωρεά της οικογένειας Μανδαλίδη και πολλές τζαμαρίες στη βορινή πλευρά. Η προσφορά της αίθουσας αυτής την εποχή εκείνη στην όλη ζωή της πόλης ήταν αληθινά ανεκτίμητη. Εκεί παιζόταν και ο κινηματογράφος, εκεί δινόταν οι διαλέξεις, εκεί τα περιοδεύοντα θέατρα, εκεί οι σχολικές γιορτές, εκεί και οι μεγάλοι χοροί. Διέθετε σκηνή και στο κάτω μέρος ευρύχωρα καμαρίνια. Δεν έμενε αργή ποτέ. Ακόμη και τις καθημερινές λειτουργούσε σαν εμπορική λέσχη για τα εσνάφια. Σ’ αυτήν την αίθουσα ένα βράδυ πρωτοχρονιάς του 1930 βρέθηκα κι εγώ ακολουθώντας τους γονείς μου. θαμπώθηκαν τα παιδικά μου μάτια από τα φώτα, την λάμψη, το πλούτο, το θόρυβο, την πολυτέλεια, τους χορούς. Πιανίστας ένας Ρώσος εμιγκρέ, που τα ’τσουζε γερά και παραδίπλα ο Κώστας ο Λατερνατζής, για τις κατοπινές ώρες του κεφιού, όταν τελείωναν οι ευρωπαϊκοί κι άρχιζαν οι τοπικοί χοροί.
Κυρίες και δεσποινίδες με τουαλέτες και μπόλικα στολίδια, κύριοι με σοβαρά μαύρα κουστούμια και στρατιωτικοί με τις καλές τους στολές και τα σπαθιά. Ο συνοριακός τομέας σε δύναμη συντάγματος είχε πολύ κόσμο. Η μπύρα ήταν το πιο ακριβό ποτό μετά την σαμπάνια και είχε πολύ πέραση, ενώ το ταγκό, το βαλς και το Φοξ μεσουρανούσε διανθισμένο με κομφετί, σερπαντίνες, μπαλόνια και κάτι μικρά βατραχάκια τενεκεδένια που τα χτυπούσαν ρυθμικά. Ακόμη και οι καντρίλιες δεν έλειπαν.
Ήταν μια βραδιά που μ’ έμεινε ολοζώντανη η εικόνα της. Είχα σκηνοθετήσει στο μυαλό μου την δική μου ταινία κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Κι εκεί που το γλέντι άναβε και το κέφι έπαιρνε κι έδινε με τα «σου-ψου» και τα πήγαινε κι έλα για την υποψήφια Μις του Διδυμοτείχου, με τις κορδέλες έτοιμες άνω στο τραπέζι της ελλανοδίκης επιτροπής, κάτι ανταύγειες στην παγωμένη τζαμαρία και μια φωνή «φωτιά» ’δωσαν το σύνθημα του πανικού. Κάποια μαγαζιά στην πάνω αγορά –Σταϊκίδη, Ρακιτζή, Ναζίρη – είχαν λαμπαδιάσει και φώτιζαν την ασπροντυμένη χειμωνιάτικη νύχτα.
Στην αρχή το πλήθος κινήθηκε προς την τζαμαρία και αμέσως μετά στην γκαρδαρόμπα. Πατείς με πατώ σε. Σε λίγο δεν είχαν μείνει στην αίθουσα παρά λίγοι και το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου και μια θημωνιά από γαλότσες. Τότε ήταν πολύ της μόδας και πάνω στην παραζάλη που να βρει κανείς άκρη. Έτσι εκείνη τη χρονιά ο χορός τελείωσε πολύ άδοξα, χωρίς Μις Διδυμοτείχου και τις ταινίες μαραμένες και λυπημένες που δεν στόλισαν την γυναικεία ομορφιά.
Στον ωραίο εκείνο «παλιό καιρό», που λέγει και το τραγούδι, όλα ήταν θαυμάσια κι είχαν το δικό τους ξεχωριστό νόημα, που έδινε σ’ αυτήν την εσχατιά της πατρίδας μας ζωή, δύναμη και ομορφιά. Και ας μη ξεχνάμε πως ήταν πρωτεύουσα Επαρχίας με Έπαρχο και σχετική γραμματεία, με μεγάλη περιφέρεια, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδας.



ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το τούβλινο σχολείο

Όποιο παιδί κι αν ρωτούσες την εποχή εκείνη γύρω στα 1930, είτε από του Καλέ ήταν, είτε από την Πυροστιά, αλλά και από τον μακρινό συνοικισμό «σε ποιο σχολείο πας;» θα σε απαντούσε: «Στο τούβλινο».
Και πραγματικά αυτή την εικόνα έδινε καθώς είχε μείνει ασοβάτιστο από τότε που κτίστηκε στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας. Κτισμένο σ’ ένα πλάτωμα, στη ρίζα του Κάστρου, δέσποζε με τον επιβλητικό όγκο του και κυριαρχούσε μεγαλόπρεπα μπρος στα χαμηλόσπιτα του καιρού εκείνου. Τετράπλευρο, με νεοκλασική πρόσοψη και τεράστια κεραμιδένια στέγη, που ήταν κατάσπαρτη από μεγάλες ορθογώνιες καμινάδες, ξεχώριζε και φάνταζε από πολύ μακριά. Μόνιμες οι φωλιές των πελαργών.
Τα θεμέλια του πέτρινα ως ένα μέτρο πάνω από τη γη και από κει και πέρα από το σενάζι, που λένε, ξεκινούσαν οι πανύψηλοι τοίχοι του όλο τούβλο κόκκινο, καλοψημένο κι όμορφα αραδιασμένο με ασβέστη ως τη στέγη, κάνοντας εκεί στη μαρκίζα ένα καλλιτεχνικότατο σκαλωτό σχέδιο. Η είσοδός του ήταν μεγαλοπρεπή, με αρκετά τότε πέτρινα σκαλιά, που σε οδηγούσε σε μια τεράστια σάλα με ξύλινο πάτωμα, ενώ γύρω-γύρω ήταν οι «τάξεις» και τα γραφεία.
Στο δεύτερο πάτωμα ανέβαινες από μια δίδυμη ξύλινη σκάλα στερεωμένη στους απέναντι τοίχους, που στο κεφαλόσκαλο ενώνονταν στη μέση σε μια που σ’ έβγαζε στο πάνω πάτωμα, όμοιο και απαράλλαχτο με το κάτω. Για τα παιδιά φόβος και τρόμος ήταν το τεράστιο ημιυπόγειο του σχολείου, όπου στοιβάζονταν ότι άχρηστο υπήρχε και τα καυσόξυλα της χρονιάς.
Το πάνω πάτωμα στέγαζε το πρώτο σχολείο με διευθυντή τον Νίκο Βαφειάδη, που ήταν και Άρχων Πρωτοψάλτης στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αθανασίου και στο κάτω το δεύτερο σχολείο με διευθυντή τον πολύ Κωνσταντίνο Ποντίδη που σα συνταξιούχος έγινε και Βουλευτής και η πόλη τον τίμησε και με ένα δρόμο.
Τότε τα σχολεία τα ξεχώριζαν με το όνομα του Διευθυντή τους και εδώ είχαμε δύο ανθρώπους διαμετρικά αντίθετους σε παρουσιαστικό και δράση. Κοντός με κολάρο και τζογαδούρα παντελόνι ο Βαφειάδης, ολιγομίλητος και εξαιρετικά αυστηρός, ενώ ο Ποντίδης ήταν ψηλός, πληθωρικός, αεικίνητος και δραστήριος όσο γίνεται. Για να επιβάλλει την τάξη και τη σιωπή στην πρωινή προσευχή, εκεί που μαζευόταν όλο το σχολείο, έφτανε να βάλει τον αντίχειρα με το δείχτη σε σχήμα «όμικρον» στο στόμα του και να σφυρίξει. Σταματούσαν τα πάντα και όλοι κρεμόταν από τα χείλη του.
Η άσχημε πλευρά της εποχής εκείνης για τα παιδιά ήταν πως τα σχολεία λειτουργούσαν πρωί και απόγευμα. Σκέτη ταλαιπωρία για δασκάλους και μαθητές με τις μεγάλες αποστάσεις από τους συνοικισμούς και με τις βαρυχειμωνιές και το  μπόλικο χιόνι, που έπεφτε για πολλές μέρες. Έτσι πολλά παιδιά το χειμώνα έπαιρναν το προσφάγι τους για να φάνε το μεσημεριανό τους και να γλυτώσουν το πάνε-έλα. Τότες οι σάλες και των δυο σχολείων μετατρεπόταν σε γήπεδα. Φωνές, τρεχάματα μέχρι και παλαίστρες με κατάληξη τη δίψα που ήταν το μεγάλο πρόβλημα, γιατί τρεχούμενο νερό τότε δεν υπήρχε. Η πόλη υδρευόταν από το ποτάμι ή με τους σακάδες (βαρελάκια) που μετέφεραν με τα γαϊδουράκια οι γύφτοι. Μεγάλη υπόθεση ήταν να έχεις ένα φίλο που έμενε εκεί κοντά για να ξεδιψάσεις. Με τις ώρες τον ψήναμε για να μας δώσει ένα ποτηράκι νερό. Όσο για τα καλοκαιρινά απογεύματα το πράγμα ήταν μαρτυρικό, γιατί μετά το φαγί τα παιδιά ξεκινούσαν για το σχολείο και επόμενο ήταν στο διάλειμμα να τα ψήνει η κάψα της δίψας.
Με συγκίνηση θυμάμαι το σπίτι του Τσαγγίδη, όπου τα μεγάλα πιθάρια του κάτω από τη σκάλα μας πρόσφεραν δροσερό νεράκι, όπως και το σπίτι του Τάκη Σγουρίδη, που ήταν από την άλλη μεριά του σχολείου. Ποιο κάτω ήταν το σπίτι του Δημάρχου Ζαπάρτα αλλά εκεί δεν είχαμε και τόσο θάρρος και το σκεφτόμασταν να χτυπήσουμε την πόρτα.
Ζωντανές είναι ακόμη οι μνήμες κι ας πέρασαν δεκαετίες και ας άλλαξαν όλα ριζικά, γιατί εκεί σ’ αυτό το σχολείο, όπως και στο τρίτο του Κυρ Ηλία, που ήταν στο περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας, χιλιάδες μαθητές πήραν τα πρώτα νάματα της μάθησης και της γνώσης, τις πρώτες εμπειρίες στις ανθρώπινες σχέσεις και της κοινωνίας, που αργότερα έγιναν οι πρώτοι της πόλης για την οποία εργάστηκαν και μόχθησαν στη πρόοδο και την προκοπή της.
Ακόμη τα Συνέδρια των δασκάλων που γινότανε στο Τούβλινο σχολείο άφηναν εποχή και κινούσαν το ενδιαφέρον των ντόπιων, γιατί η περιφέρεια ήταν πολύ μεγάλη και μεγάλος και ο αριθμός των συνέδρων. Ήταν καιροί πολύ δύσκολοι, ύστερα από την καταστροφή της Μικρασίας, τους πρόσφυγες και την ανοικοδόμηση και οι δάσκαλοι πρωτοστατούσαν παντού μιας και είχαν κληθεί να προσφέρουν υπηρεσίες παραπάνω από τη μάθηση.
Αλήθεια τι να πρωτοθυμηθούμε και ποιόν να μνημονεύσουμε, σαν ένα ελάχιστο φόρο τιμής, για τη δουλειά που κάναμε. Στο να χτίσουν σχολεία με λίγα χρήματα και με μπόλικη προσωπική εργασία, με τη βοήθεια στην εκκλησία σαν ψάλτες, και ακόμη σαν κοινωνικοί λειτουργοί! Να θυμηθούμε τον Επιθεωρητή Γιάννη Διανόπουλο, που πολιτογραφήθηκε ντόπιος, γιατί πήρε γυναίκα από το Διδυμότειχο τη Χρυσαυγή Κώστογλου, τους δασκάλους Καρακώστογλου, Παναγιωτόπουλο, Σιγγούνα, Κατίνα Κειμαλδάκη, Μαρία Πετσίδου, Σταϊκίδου, την κυρά Ελένη Ασημακοπούλου, μητέρα του φίλου μας Τάκη Νικολακόπουλου και πόσους άλλους! Και βέβαια δεν μπορώ να ξεχάσω τη γραφική μορφή του Επιστάτη μας του κυρ Δημητρού με την κουδούνα του και τη βέργα στο χέρι να μας φοβερίζει γιατί σαν γεροντοπαλίκαρο που ήταν το πειράζαμε «Δημητρό –τρο να σε πάνε στο λουτρό να σε κάνει πίτσι-πίτσι να σ’ αρέσει το κορίτσι»
Μαζί γυρίσαμε τους δείχτες του χρόνου κάποιες δεκαετίες πίσω και περιγράψαμε ένα μνημείο, που και τώρα υπάρχει, ένα φάρο της παιδείας στην καρδιά του προπολεμικού Έβρου, σε χρόνια πολύ αλλιώτικα από τα τωρινά, πολύ δύσκολα και ταπεινά, χωρίς πολυτέλεια και με περιορισμένες απαιτήσεις, μα ήταν χρόνια της πρώτης νιότης γι’ αυτό και θα ’ναι πάντα αγαπητά και νοσταλγικά.


Το γυμνάσιο

Ανηφορίζοντας για τον Καλέ από το ρολόι και μόλις περάσεις τα πρώτα κάστρα, ο δρόμος διακλαδίζεται αριστερά για την Μητρόπολη και τον Άγιο Αθανάσιο. Σ’ ένα δρόμο το πρώτο σπίτι ήταν ένα παλιό αρχοντικό, του Βουλευτή Χατζηλία, κάποτε κονάκι του Καϊμακάκη, όπως λέγανε. Κολλητό σ’ αυτό ένας πύργος και παραδίπλα ένα άχαρο διώροφο κτίσμα με μια μεγάλη ξύλινη πορταρίκα στη μέση. Πιο κάτω ένα πλάτωμα που τελείωνε στο κάστρο και στη γωνία «ο Κουλάς της Βασιλοπούλας». Το κτίριο αυτό ήταν στον καιρό του μεσοπολέμου –γύρω στα 1930- το Γυμνάσιο κι το πλάτωμα η αυλή του. Από κει η θέα κάτω και απέναντι ήταν πανοραμική.
Μπαίνοντας στο κτίριο βρισκόσουν σε μια σκοτεινή σάλα με το γραφείο των καθηγητών δεξιά καις τη συνέχεια τρία δωμάτια, ενώ αριστερά μια ξύλινη σκάλα σε οδηγούσε στο επάνω πάτωμα, όπου ήταν οι υπόλοιπες αίθουσες διδασκαλίας.
Αυτό το Γυμνάσιο, ήταν το μοναδικό στις δυο επαρχίες του Διδυμοτείχου και της Ορεστιάδας. Εδώ έστελναν τα παιδιά του οι «έχοντες» από τα κεφαλοχώρια και την Ορεστιάδα. Μάλιστα μερικοί για καλύτερα, τα έστελναν στην Αλεξανδρούπολη –όπως καλή τους ώρα- οι φίλοι μου Τάκης Τσονίδης και Αρτίν Καλουτσιάν μετέπειτα καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Γυμνασιάρχης ο Χριστόφορος Δρακοντίδης, φιλόλογος, κάποιας ηλικίας, ξερακιανός, φαλακρός, αυστηρός, απρόσιτος και γεροντοπαλίκαρο. Καθηγητές απ’ όλες τις ειδικότητες, εκτός από τεχνικά και ωδική. Ξεχώριζε ο μαθηματικός Παπαμιχαήλ, δεινός κυνηγός, ο σκληροτράχηλος Ηπειρώτης που ποτέ δεν φορούσε παλτό, παρόλο το βαρύ χειμώνα που μας έδερνε κι έκανε παρέα με το κυνηγόσκυλό του σε μονήρεις μακρινούς περιπάτους. Κι αυτός γεροντοπαλίκαρο όπως γεροντοπαλίκαρο ήταν και ο καθηγητής των Γαλλικών κ. Σπαθάρης στην αρχή και η κυρία Άσπα αργότερα. Τέλος ο Αρχιμανδρίτης καθηγητής Νικόλαος Βαφείδης, ντόπιος άνθρωπος, με κάποιο χαρακτηριστικό ψεύδισμα στη φωνή του, που έκανε και τον φιλόλογο στη δεύτερη τάξη και είχε τη μανία του συλλέκτη νομισμάτων. Τα παιδιά που ήξεραν το χόμπι του, ότι νόμισμα έβρισκαν σ’ αυτόν τα πήγαιναν και αυτός καλόκαρδος όπως ήταν, δεν τους χαλούσε το χατίρι και κάτι τους έδινε. Η χαρά μας δεν περιγραφόταν, γιατί τότε και η τρύπια δεκάρα είχε την αξία της.
Σ’ αυτό το γυμνάσιο που φοιτούσαν κάπου 150μαθητές, μορφώθηκε η πρώτη γενιά από την απελευθέρωση της Θράκης και απ’ αυτό ξεκίνησαν οι πρώτοι ντόπιοι δάσκαλοι και επιστήμονες. Γιατί το Διδασκαλείο της Αλεξανδρούπολης (ιδρυτής και διευθυντής ο μεγάλος παιδαγωγός Θεόδωρος Κάστανος, πατέρας των κυρίων Μαλαματίνα και Μινάδρου), ήταν πεντατάξιο και έπαιρνε σπουδαστές μόνο απόφοιτους πρώτης ή δεύτερης τάξης του Γυμνασίου.
Η προσφορά του Γυμνασίου τότε δεν μπορεί να συγκριθεί με το σημερινά πράγματα. Ήταν φάρος εκπαίδευσης, μόρφωσης και εθνικής ακτινοβολίας. Η δουλειά τω καθηγητών ήταν κάτι παραπάνω από το καθηγητηλίκι. Συμμετείχαν στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης και μαζί με τους δασκάλους έδιναν το παρόν σε κάθε εκδήλωση. Οι διαλέξεις, οι δενδροφυτεύσεις –το σημερινό πάρκο της Αγίας Παρασκευής, έργο του κάποτε γυμνασιάρχη Ταταρίδη- οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς και τόσα άλλα.
Στο γυμνάσιο ανήκε η τιμή για τη χρονιάτικη εκδήλωση της 25ης Μαρτίου. Τη βραδιά εκείνη δίνοντας στη Δημοτική Λέσχη από το γυμνάσιο, παράσταση με ποιήματα, σκέτς και ταμπλώ-βιβάν και όλα το Διδυμότειχο ήταν εκεί. Έχω μάλιστα και μια προσωπική εμπειρία.
Είχε αποφασιστεί σε ζωντανή «βουβή εικόνα», να παρουσιαστεί το «Κρυφό σχολειό» ενώ θα γινόταν απαγγελία του ομώνυμου ποιήματος. Ο καθηγητής είπε: «Όποιος έχει στολή τσολιά θα πάρει μέρος». Εγώ ήμουν δεύτερη τάξη και ήθελα πάρα πολύ αλλά δεν είχα στολή. Έτυχε όμως ο φίλος μου, ο Αλκιβιάδης Τσαλίκης, που ήταν ακόμη στο δημοτικό να έχει μια στολή. Σα μεγαλύτερος τον έψησα όπως λένε –να μου τη δώσει, αλλά έλα που η μητέρα του την είχε τάξει στην κυρία Φραντζή. Όμως εμείς δεν κάναμε πίσω και μια μέρα που έλειπαν όλοι από το σπίτι, πήγαμε και την πήραμε και επειδή δεν καταλάβαινα πως δεν ήταν σωστό, την πήγα στη γιαγιά μου.
Όταν έγινε γνωστό ακούσαμε πολλά. Εγώ όμως πήρα μέρος στην παράσταση αλλά και ο φίλος μου Κωστάκης βρήκε τρόπο να βολευτεί. Τέλος καλό όλα καλά.
Η ομάδα των προσκόπων του γυμνασίου ήταν η καλύτερη. Αρχηγός, ο γυμναστής μας, ένας ωραίος και εξαιρετικά δραστήριος νέος με φαντασία και πρωτοβουλίες. Οργάνωνε μαθήματα με χρήσιμες προσκοπικές γνώσεις και εκδρομές. Θυμάμαι πως την πρώτη μου γνωριμία με την Ορεστιάδα την έκανα τότε. Αρματωθήκαμε στρατιωτικά και μετά από χαρούμενη πορεία –κάπου τριών ωρών- φτάσαμε στη μικρή αλλά όμορφη και λουλουδιασμένη γειτονική μας πόλη. Ήταν άνοιξη και μοσχομύριζε τριαντάφυλλο. Το λίγο χαρτζιλίκι που είχαμε το ξοδέψαμε για να γευτούμε το μυρωδάτο «μαλεμπί» γαρνιρισμένο με μπόλικο βυσσινάτο σιρόπι. Κάναμε γνωριμία με τους Ορεστιαδίτες συναδέλφους μας και κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στο τότε τούβλινο σχολείο. Η χαρά μας ήταν μεγάλη και ακόμη μεγαλύτερη, όταν κατά την επιστροφή, ο αρχηγός μας επέτρεψε να κάνουμε σκοποβολή με τα δύο φλόμπερ που οι μεγαλύτεροι είχαν μαζί τους. Ήταν σα να είχαμε μεγαλώσει ξαφνικά, σαν να γίναμε άνδρες και να είχαμε να πούμε πολλά στους φίλους μας και στους γονείς μας.
Μια ακόμη ζωντανή εικόνα που έχω στο μυαλό μου είναι το χειμωνιάτικο ανέβασμά μας στον καλέ. Το μπόλικο χιόνι και τα γεμάτα πάγο ανηφορικά καλντερίμια έκαναν δύσκολο το δρόμο. Αγκομαχούσαμε να φτάσουμε στο γυμνάσιο ενώ στο κατέβασμα κάναμε θαυμάσιο πατινάζ και με συναγωνισμό. Οι νοικοκυρές για να διευκολύνουν την ανάβαση άδειαζαν σε καθημερινή βάση τη στάχτη από τις σόμπες στις πόρτες τους και καμιά φορά πελεκούσαν και τον πάγο.
Απλά και όμορφα χρόνια χωρίς πολλές απαιτήσεις και πολυτέλεια, όμως ποτέ δεν έλειπαν τα προβλήματα και οι δυσκολίες στην καθημερινότητα και στη δημόσια ζωή.
Για παράδειγμα τα πολιτικά μας πράγματα δεν πήγαιναν καλά και η εύθραυστη τότε Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία συγκλονιζόταν κάθε τόσο, σε σημείο ο αντίκτυπος να φτάνει ως εμάς τα παιδιά. Μάλιστα δεν ξεχνώ ένα συλλαλητήριο που είχε γίνει ένα βράδυ για τη δημοκρατία στην πλατεία, εκεί μπροστά στο τζαμί. Όλο το Διδυμότειχο έδωσε το παρόν και το Γυμνάσιο με τα τρία Δημοτικά παραταγμένα να ψέλνουν τον ύμνο της Δημοκρατίας «από τα βάθη των αιώνων Δημοκρατία ξεκινά». Ομιλητής ο Γυμνασιάρχης μας Χριστόφορος Δρακοντίδης, ο Δήμαρχος Ζαπάρτας –Χατζηπεντίδης – δεν παίρνω όρκο- και άλλοι. Οι ζητωκραυγές έπαιρναν και έδιναν και οι συζητήσεις τελειωμό δεν είχαν. Το Διδυμότειχο έδειχνε πέρα για πέρα δημοκρατικό. Τότε, σε κάποια χρονιά, είχε έρθει και ο ίδιος ο Βενιζέλος και ήταν μια άλλη παλλαϊκή υποδοχή, που έμεινε ιστορική.


Τα κουκούλια

Ακόμη μια σελίδα της εποχής εκείνης του μεσοπολέμου θα διαβάσω από το αρχείο της παιδικής μου μνήμης. Αν και τα φύλλα ξεθωριασμένα από την πολυκαιρία διαβάζονται άνετα και ξαναζωντανεύουν το τότε Διδυμότειχο στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης γύρω στα 1930.
Το πλήγμα της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν νωπό, όμως η ιστορική τούτη πόλη έσφυζε από ζωή και σκορπούσε ελπίδες αναγέννησης. Ο κόσμος πλήθαινε, η παραγωγή περίσσευε και το εμπόριο ανθούσε.
Εκεί στη μεγάλη πλατεία μπροστά στο μεγάλο τζαμί με τα παραδοσιακά καφενεδάκια, όπου σε ένα από αυτά ο Βασιλιάς Αλέξανδρος –όπως λένε- στην πρώτη και τελευταία του επίσκεψη στη Θράκη, κάθισε και ήπιες καφέ, ήταν μια μεγάλης σκεπαστή αγορά. Ένα πελώριο υπόστεγο με κεραμιδένια στέγη όπου γινότανε το ονομαστό παζάρι για τα κουκούλια.
Τα κουκούλια ήταν το πρώτο μαξούλι της χρονιάς, μετά το γάλα, και πολλοί το περίμεναν. Ο «βερεσές» έπαιρνε κι έδινε τότε και η πληρωμή γινότανε –όπως λέγανε- «στα κουκούλια τον καιρό». Οι ενδιαφερόμενοι πάρα πολλοί μια και το εισόδημα ήταν χονδρό και το χρήμα έπεφτε ζεστό στην παλάμη.
Το κουκούλι είχε πάρα πολύ καλή τιμή και η απόδοσή του μέσα σε λίγο χρόνο, πάνω από ικανοποιητική. Μόλις βαστούσε ο κόπος του 40 με 50 μέρες και το κουτί – όπως το μετρούσαν – έπιανε γερά λεφτά. Γύρω στις τρεις χιλιάδες δραχμές. Η κάθε οικογένεια «φυλούσε» δυο με τρία κουτιά.
Από την άλλη, οι κουκουλάδες κάνανε χρυσές δουλειές σαν έμποροι και σαν μεσιτάδες, αλλά και οι σποροπαραγωγοί δεν πήγαιναν πίσω.
Οι παραγωγοί έφερναν τα χιονάτα κουκούλια τους με τα βοϊδάμαξα στοιβαγμένα μέσα ωραία κοφίνια για να μη πατιούνται και τα πήγαιναν ίσια στο παζάρι, όπου έθιμο ήταν να τα βγάζουν στη δημοπρασία – στο μεζάτι – όπως έλεγαν. Οι μεσίτες για λογαριασμό των εμπόρων πλειοδοτούσαν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν γινόταν συνεννοήσεις στο παρασκήνιο. Όμως η παράδοση αυτό απαιτούσε και κανείς δεν την παρέβαινε. Ο γιγαντόσωμος τελάλης, θυμάμαι «Χαριαμπόλη» τον λέγανε, ανακάτευε με τις πελώριες χερούκλες του τα κοφίνια που ήταν επάνω στην πλάστιγγα κι έδειχνε το εμπόρευμα, ενώ από γύρω οι μεσιτάδες «χτυπούσαν». Μια, δυο, τρεις, μετρούσε με τη βαριά και βραχνιασμένη από τη δουλειά φωνάρα του και κατακύρωνε την τιμή και τον αγοραστή και προτού ζυγιστούν βουτούσε για πάρτη του μια-δυο φούχτες για «τα κηρύκεια δικαιώματά του».
Ήταν ένα σωστό πανηγύρι, που κρατούσε σχεδόν όλο τον Ιούνιο. Αργότερα δεν γινότανε γιατί το φρέσκο κουκούλι έχει φοβερή φύρα και γιατί ακόμη έπρεπε να «ψηθεί» όσο ήταν καιρός για να μη βγάλει πεταλούδα, οπότε καταστρεφόταν.
Το μήνα τούτο, όλα τα σπίτια που έπιαναν κουκούλια είχαν καθαριότητα και ασβεστώματα. Το κουκούλι άφηνε μαζί με τα λεφτά και μπόλικη βρωμιά. Άφηνε και του «κουνιέδες», τις βέργες από τα μουριόφυλλα για προσανάμματα το χειμώνα σε σόμπες και σε τζάκια.
Τα φύλλα της μουριάς για «το τάϊσμα» και το μεγάλωμα του μεταξοσκώληκα ήταν μια ιεροτελεστία. Όλη η οικογένεια δούλευε νύχτα-μέρα με πολύ αγάπη και με ιδιαίτερη φροντίδα, μια και το σκουλήκι από τη φύση του είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στα σκαμπανεβάσματα του καιρού και στην τροφή του. Σε μέρες βροχερές σαν τύχαινε, τότε η δουλειά περίσσευε και η φροντίδα μεγάλωνε.
Ο κάμπος του Ερυθροποτάμου και του Έβρου ήταν τότε κάτασπρος από πράσινες μουριές, όπου εμείς τα παιδιά, χαιρόμασταν τα εύγευστε και ζουμερά μούρα. Τα πρώτα μας φρούτα του καλοκαιριού, υγιεινά και θρεπτικά. Αξέχαστες ήταν οι εκδρομές μας στον κάμπο, χαρούμενες, ευτυχισμένες και παιχνιδιάρικες.
Τελευταία δουλειά στο κουκούλι το κλάδεμα και η χαρά της συγκομιδής, σαν έβλεπες να γεμίζουν τα κλαδιά με τις χιονάτες μακρόστενες μπαλίτσες. Κόποι και αγωνία ξεχνιότανε καθώς κυλούσε το χρήμα χέρι με χέρι που ζωντάνευε την αγορά σε κίνηση και «αλισβερίσι» και ξανάδινε φτερά στον παραγωγό.
Τα χρέη πληρώνονταν –όσα πληρώνονταν- και ο κάθε νοικοκύρης είχε πρόσωπο να ξαναχρεωθεί. Και όλα αυτά χωρίς χαρτιά. Μόνο με το λόγο. Αφεντικό, «στα κουκούλια τον καιρό»…
Και σαν περνούσε η φούρια του κουκουλιού, η ζωή συνεχιζότανε κανονικά στην καθημερινότητά της με το παζάρι να γίνεται κάθε Τρίτη σε μόνιμη βάση. Μια λαϊκή αγορά που ξεκινούσε από τη σκεπαστή κι έφτασε ως το πέτρινο ρολόι. Θημωνιές τα φρέσκα λαχανικά, απλωμένα πάνω σε ψάθες –τότε πάγκοι δεν χρησιμοποιούνταν- μοσχομύριζε όλη η ανηφοριά από ανόθευτα χωρίς λιπάσματα «ζαρζαβατικά»- σέλινα, καρότα, πιπεριές, μαρουλάκια, αγγουράκια- όλα στον καιρό τους, άφθονα τυροκομικά και πουλερικά. Τα κοκόρια πολύχρωμα καμάρωναν μέσα στα καφάσια.
Όσο για τις ψάθες, ήταν τα ντόπια χαλιά για τα «χαγιάτια». Παραγωγή σε οικογενειακή βιοτεχνία στο κοντινό χωριό Ψαθάδες, που προμήθευε όλη την περιοχή. Από κει το όνομα. Είχαν παράδοση που ακόμη και τώρα την κρατούν.


Η άλλη παραγωγή

Γυρίζοντας τις σελίδες της οικονομικής ζωής του Διδυμοτείχου εκείνη την εποχή του μεσοπολέμου, βλέπουμε την ποικιλόμορφη ανάπτυξη της σε πολλούς τομείς δραστηριότητας.
Είπαμε στο προηγούμενό μας για τα κουκούλια, που ήταν το πρώτο και σοβαρό μαξούλι της χρονιάς μετά το γάλα. Ειδικά για το γάλα, όπως και για το κουκούλι υπήρχαν διαδικασίες που τηρούσαν με πολύ ευλάβεια γιατί γινόταν συμφωνίες κατά χωριό και δινότανε γερές προκαταβολές από τα Χριστούγεννα. Έπρεπε οι τυρέμποροι να γνωρίζουν προκαταβολικά τι θα πάρουν και πόσο γάλα θα δουλέψουν για να ετοιμάζουν ανάλογα τα συνεργεία για τις «μάνδρες». Έτσι λεγότανε οι μικρές αυτές βιοτεχνίες που στηνότανε στα χωριά, κοντά στην παραγωγή και είχαν ζωή μερικών μηνών. Ξεκινούσαν από το Μάρτη ή λίγο πιο μπροστά που πουλιόταν τα’ αρνάκια και κρατούσαν το πολύ ως τον Ιούλιο, οπότε βλέπανε τον τελικό λογαριασμό, εξοφλούσαν και δίνανε και μικρή δεξίωση με χαλβά, φτιαγμένο με φρέσκο ανάλατο τυρί. «Χουσμέρι» το λέγαμε και ήταν ένα σπάνιο και πολύ εκλεκτό γλύκισμα.
Το Διδυμότειχο στο είδος αυτό παρουσίαζε αρκετή κίνηση γιατί διέθετε τα μοναδικά ψυγεία στην περιοχή. Το παγοποιείο –ψυγείο του αείμνηστου Αντώνη Γρηγορίου –Γενή Ζεγκίνη το φώναζαν που και- σήμερα λειτουργούν τα παιδιά του με σύγχρονες προδιαγραφές, έβγαζε πάγο τον οποίο διέθετε μονοπωλιακά σε όλο το βόρειο Έβρο. Μάλιστα έχω κα προσωπική εμπειρία, γιατί σαν παιδί πήγαινα σε δυο –τρία σπίτια εκεί κοντά, το τέταρτο της κολώνας του πάγου κι έβγαζα το «τάλιρο» που ήταν μεγάλη υπόθεση μια και το χαρτζιλίκι ήταν δυσεύρετο.
Και για να συμπληρώσουμε θα πούμε πως υπήρχε ακόμη ένα πρωτόγονο ψυγείο, του Εβραίου. «Μποσκανά» τον λέγανε, κοντά στο Διοικητήριο, που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα φαρδύ πηγάδι με ξύλινους πάγκους κατά διαστήματα, που βάζανε πάνω τα δοχεία με το τυρί. Αυτό, το χειμώνα το γέμιζαν με κομμάτια πάγου από το ποτάμι που μετέφεραν με τα κάρα τους οι γύφτοι. Γεγονός είναι ότι το τυρί είχε μεγάλη πέραση και ζήτηση. Ο ονομαστός «τελεμές» που τρωγότανε χειμώνα καλοκαίρι σαν προσφάγι με καρπούζι ή ντομάτα και πορεύονταν ο κοσμάκης στην ανέχειά του.
Μια άλλη γραφική εικόνα της οικονομικής ζωής που ανθούσε τότε γιατί ήσαν συνυφασμένη με τη ζωή του αγρότη, ήταν το ζωεμπόριο. «Χαϊβάν παζάρ» το λέγανε και γινότανε στην «Ταμπακιά» εκεί προς την Αγία Πέτρα, το βράχο της Πλωτινούπολης, κοντά στα σφαγεία, πηγαίνοντας για το «Φράγκικο Γεφύρι».
Πόσα πράγματα μας θυμίζουν αυτά με τις περίεργες ονομασίες τους, με τις ξεχωριστές φορεσιές των «Τζαμπάζηδων» και τις διαφορετικές, συναλλαγές τους. Φορούσαν στρατιωτικές κιλότες του παλιού καιρού, με υψηλές μπότες και ένα μικρό μαστίγιο στο χέρι, που κάθε τόσο το χτυπούσαν στη μπότα τους. Μιλούσαν κάπως με αλλιώτικη προφορά και συνέχεια κάνανε χειραψίες με αρκετή δόση φασαρίας και στο τέλος της συμφωνίας το χτύπημα στην πλάτη και τα χαμόγελα. Ποιος ποιόν γέλασε, ένας θεός το ξέρει.
Βλέπετε, τότε, ο γεωργός όλες τις δουλειές τις έκανε με το βόδι. Μ’ αυτό καλλιεργούσε, μ’ αυτό έκανε μεταφορές, μ’ αυτό αλώνιζε. Χωρίς ζευγάρι δεν λογαριαζότανε. Και αν τύχαινε για κάποια αιτία ψοφούσε το ζώο τότε έπεφτε μεγάλη συμφορά. Τότε όλοι οι χωριανοί έτρεχαν μια Κυριακή στο «Μίτζι» που λέγανε να βοηθήσουν τον παθόντα. Πως λοιπόν να μην έχει κίνηση το ζωεμπόριο αφού χρειαζότανε ανανέωση, παραγωγή κα πρόσθετε η δουλειά ανάλογο εισόδημα από το γάλα, τα μοσχάρια και την ανταλλαγή. Το βόδι, το δαμάλι, το μοσχάρι και η αγελάδα περνούσαν από πολλά χέρια ώσπου να καταλήξει στο σφαγείο.
Ακόμη και ο ταπεινός γάιδαρος, το ποδήλατο της εποχής εκείνης, για όλες τις πρόχειρες δουλειές, είχε εμπορική αξία, όπως το άλογο, αλλά σε λιγότερη μοίρα. Το μουλάρι σπάνιζε. Μουλάρια βλέπαμε στο στρατό, όταν τα απογεύματα τα πήγαιναν για πότισμα στο ποτάμι. Ήταν μια γραφική παρέλαση στα καλντερίμια του Διδυμοτείχου.
Η κύρια όμως οικονομία του τόπου μας ήταν η γεωργία με κυρίαρχο είδος τα σιτηρά για εμπόριο και διατροφή. Ένας απέραντος σιτοβολώνας για την χειμωνιάτικη καλλιέργεια και άφθονο καλαμπόκι για την ανοιξιάτικη σπορά χωρίς αυτό να σημαίνει πως λείπανε και τα άλλα είδη όπως όσπρια, σησάμι, μποστάνια. Τα ποτιστικά εκτός από τους λαχανόκηπους σπάνιζαν. Και όλα βέβαια εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες και από την κατάρα της πλημμύρας. Ήταν κάτι το συνηθισμένο οι πλημμύρες του Ερυθροπόταμου και του κάμπου του Έβρου. Σοδειές ολόκληρες καταστρέφονταν σε σημείο τέτοιο, που οι χωρικοί μας δεν είχαν ούτε τα καθημερινά. Απογοήτευση και φτώχεια απερίγραπτη, ενώ τα χρέη στα «εσνάφια» και στην Αγροτική Τράπεζα περίσσευαν. «Κακοχρονιά» λέγανε κι έπεφτε μαύρο δάκρυ. Ούτε πρόνοια, ούτε ασφάλειες, ούτε επιδοτήσεις. Άγνωστα πράγματα για την εποχή εκείνη και βέβαια η εκμετάλλευση γινότανε καθεστώς.
Η παραγωγή των σιτηρών είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί μύλοι. Μόνο μέσα στο Διδυμότειχο ήταν τρεις. Του Μανδαλίδη, που είχε και τον ηλεκτροφωτισμό, του Μπέη κοντά στο ποτάμι εκεί στο γεφύρι και παραδίπλα του Τσεκούρα. Οι δυο πρώτοι άλεθαν με μυλόπετρες και έβγαζαν «ντούσικο» αλεύρι και γιαρμάδες για τα ζώα, ενώ του Τσεκούρα ήταν σύγχρονος με κύλινδρα που έβγαζε αλεύρι εκτός από χωρικά και «άντεσα» για την αγορά.
Το αγοραστό ψωμί λίγοι το έτρωγαν, γιατί οι περισσότεροι ζύμωναν από τη παραγωγή τους και αυτή ήταν μια ασχολία της νοικοκυράς, για να μην πούμε ότι στα χωριά κάθε σπίτι είχε σαν εξάρτημα κι ένα φούρνο. Κι όταν άναβαν μοσχομύριζε ο τόπος από φρέσκο ζυμωτό σιταρένιο ψωμί
Ακόμη η επεξεργασία του σησαμιού είχε αναπτυγμένη μια άλλη βιοτεχνία. Τους «Γιαχανάδες», όπως τους έλεγαν που άλεθαν το σησάμι και έβγαζαν το μυρωδάτο σουσαμόλαδο, το ταχίνι για τους χαλβάδες και την «κούσπα» για ζωοτροφή. Το ελαιόλαδο δεν το πολυχρησιμοποιούσαν μια και οι αγρότες είχαν την δική τους παραγωγή, όπως πολλοί από συνήθεια έτρωγαν τη «Μπομπότα» που γινότανε από καλαμποκάλευρο.
Θυμάμαι, παιδιά πηγαίνοντας για το σχολείο, σπάγαμε την κούσπα που ήταν έξω από τους γιαχανάδες για πούλημα και τη γευόμασταν. Ένα καφετί πράγμα με πικρόστυφη γεύση που κάθε άλλο παρά ευχάριστη μας έδινε άλλα από περιέργεια το τρώγαμε.
Έτσι η παραγωγή από την μια και το εμπόρια από την άλλη, πήγαιναν χέρι –χέρι σε κύκλο μεγάλο και δυναμικό που λειτουργούσε με τους δικούς του κανόνες και μηχανισμούς, που ήταν όμως η κινητήριος δύναμη για όλα τ’ αλλά εσνάφια, σομπατζήδες, μπασματζήδες, καραποϊα, ναλμπάντικα, βαφεία και πολλά άλλα που τώρα μάλλον σπανίζουν, ενώ η βιομηχανία ήταν τελείως ανύπαρκτη. Μια βιομηχανία υπήρχε –αν βέβαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια ο ηλεκτροφωτισμός του ευεργέτη του Διδυμοτείχου Μανδαλίδη. Απόγονος του στην Αλεξανδρούπολη η κυρία Νίτσα Σαραφιανού, το γένος Ψαρά, αείμνηστη πια.


Οι Εφημερίδες του

Μιλώντας εδώ και πολύ καιρό για το Διδυμότειχο της εποχή του μεσοπολέμου, θα ’ταν παράλειψη να μη αναφερθώ καις τον τύπο. Ήταν κάτι το εξαιρετικά σημαντικό.
Ίσως να φανεί περίεργο σήμερα, το Διδυμότειχο να μη έχει καμιά εφημερίδα και τότε να βγάζει δύο, οι οποίες μάλιστα τίποτα δεν είχαν να ζηλέψουν από τις τωρινές επαρχιακές εφημερίδες.
Το Διδυμότειχο είχε πολλούς και διαρκείς δεσμούς με την Αδριανούπολη και με τη γύρω Θράκη, ανατολική και βόρεια και το διδακτικό προσωπικό προερχόταν κυρίως από τα διδασκαλεία και παρθεναγωγεία της περιοχής αυτής, όπως και ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της.
Πρωτεύουσα κάποτε των δυο κραταιών αυτοκρατοριών, επί αυτοκράτορος Ιωάννη Κατακουζηνού το 1341 και Οθωμανικής αυτοκρατορίας επί Μουράτ του Α΄ δέσποζε στην περιοχή πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτιστικά. Ήταν έδρα Μητροπόλεως, μια από τις αρχαιότερες στη λίστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έδρα Έπαρχου με ευρύτερες αρμοδιότητες για την περίθαλψη και αποκατάσταση των προσφύγων και έδρα συνοριακού τομέα δυνάμεως ενός συντάγματος για τις φρουρές και τα φυλάκια των συνόρων. Είχε Γυμνάσιο, μοναδικό σ’ όλο το Β. Έβρο, τρία δημοτικά και αργότερα ένα νηπιαγωγείο, δύο λέσχες, μια στρατιωτική στην οποία γίνονταν όλες οι εκδηλώσεις (θέατρα, παραστάσεις, διαλέξεις και χοροεσπερίδες). Ακόμη λειτουργούσε και κινηματογράφος το χειμώνα μέσα και το καλοκαίρι θερινός στον κήπο της. Η παραγωγή πολύ μεγάλη και το εμπόριο άνθιζε, ιδίως σιτηρά, κουκούλια και κτηνοτροφικά προϊόντα. Πρέπει ακόμη να πούμε ότι το Διδυμότειχο συγκοινωνούσε σιδηροδρομικά και οδικά με την Αδριανούπολη και οδικά μέσω Ορτάκιοϊ με τη Βουλγαρία.
Σ’ αυτό το προπολεμικό Διδυμότειχο που σκιαγραφήσαμε την εποχή του μεσοπολέμου, όταν όλα ήταν χειροκίνητα και η δημοσιογραφία στα σπάργανά, όταν δημοσιογράφος σήμαινε μουτζουρωμένα δάχτυλα και μύριζε παντού μελάνι, όπου η κούραση και το ξενύχτι περίσσευε για να προλάβει και την τελευταία είδηση και η αμοιβή ήταν λίγη, ηθική και υλική, εκδίδονταν δυο εβδομαδιαίες εφημερίδες.
Η μια, με τον Γρηγόρη Μήτκα, ο οποίος διατηρούσε βιβλιοπωλείο στην πλατεία της πόλεως και ήταν το εντευκτήριο των μορφωμένων, καθηγητών, δασκάλων που  ήταν πάρα πολλοί, λόγω της μεγάλης περιφέρειας, υπαλλήλων και άλλων. Είχε τίτλο «Θράκη». Ήταν σε μεσαίο σχήμα, άλλοτε δισέλιδη και άλλοτε τετρασέλιδη με αποκλειστικότητα στα πολιτικά και τοπικά θέματα, ιδίως στα δημοτικά και οικονομικά. Έκλεισε το 1934, όταν ο εκδότης της, η παρουσία του οποίου ήταν αρκετά σημαντική, διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του δήμου Διδυμοτείχου.
Η άλλη, του Γεωργίου Αποστολίδη, είχε τα γραφεία της στην επάνω αγορά, ανεβαίνοντας το φρούριο –Καλέ το λέγανε και τους γνήσιους Δημοτιανούς καλελιώτες- εκεί προς το Γυμνάσιο και τη Μητρόπολη. Ήταν λιγότερο βιβλιοπωλείο και περισσότερο τυπογραφείο.
Τίτλος της «Έβρος». Εβδομαδιαία σε μικρό σχήμα, δισέλιδη ή τετρασέλιδη ανάλογα με τα γεγονότα, γιατί είχε πολλά κοινωνικά και αθλητικά. Διέθετε και αθλητικό συντάκτη. Η γυναίκα του συχωρεμένου τώρα πια Αποστολίδη κυρία Ελένη, ήταν παιδαγωγός και είχε καλή πένα και βοηθούσε σημαντικά. Υλικό υπήρχε πολύ, γιατί ανάμεσα στο Διδυμότειχο και στο Σουφλί επικρατούσε ποδοσφαιρική αντιζηλία, αλλά και πολιτιστική. Ομηρικοί καυγάδες γινότανε, που έδιναν αφορμές για πολλά σχόλια και άφθονο χιούμορ για χαρακτηρισμούς. Το ίδιο συνέβαινε και με την Ορεστιάδα αλλά για οικονομικούς λόγους. Η κοινότητα Ορεστιάδας δεν είχε επιβάλλει τον φόρο των εγχώριων προϊόντων και πουλούσε φθηνότερα και το παζάρι της ήταν σωστό πανηγύρι.
Ο «Έβρος» διέκοψε την κυκλοφορία με τον πόλεμο και επανεξεδόθη για λίγο διάστημα μεταπολεμικά στην Αλεξανδρούπολη.
Επίσης, το 1932, εξεδόθη αρκετό καιρό, όταν ο ανταγωνισμός στα ποδοσφαιρικά με το Σουφλί είχε φτάσει στο φόρτε του, ο «Παρατηρητής» από τον Απόστολο Βραχιόλογλου, με βοηθό τον Σταμάτη Δικαλπάκη.
Το Σουφλί και η Ορεστιάδα δεν φαίνεται από πουθενά να είχαν δικές τους εφημερίδες και ίσως γι’ αυτό οι κυκλοφορίες των εφημερίδων του Διδυμοτείχου να ήταν μεγάλες. Δεν θα ήταν υπερβολή να ’λεγα πως τις περίμεναν για να διαβάσουν τα πολιτικά σε εποχή εκλογών και τα κοινωνικά και κοσμικά τον άλλο καιρό. Τα ποδοσφαιρικά είχαν ένα μόνιμο ενδιαφέρον.
Έτσι τελειώνουμε τον πρώτο κύκλο από τον παλιό καλό εκείνο καιρό για το Διδυμότειχο και τους ανθρώπους του. Ήταν εικόνες που έμειναν αναλλοίωτες από το χρόνο και μπορεί κάποιοι να τις χρησιμοποιήσουν όταν αναλάβουν το δύσκολο αλλά αξιέπαινο έργο να ιστορίσουν τη ζωή του ωραίου αυτού τόπου, που αγαπήσαμε τόσο πολύ.
Υ.Γ. Το περισσότερο κείμενο είναι από την παρέμβαση μας στον 4ο Δημοσιογραφικό Συνέδριο της Σαμοθράκης με τίτλο  «Ο τύπος στον Έβρο 1920-1995, μια ιστορική αναδρομή».


Οι πρώτες κατοχικές μέρες – Κενό εξουσίας που κάλυψε
ο Δεσπότης Διδυμοτείχου Ιωακείμ Σιγάλλας

Ένα άλμα μέσα στο χρόνο και φτάνουμε από την εποχή του Μεσοπολέμου στο 1940, στα τρομερά και φοβερά εκείνα χρόνια για την πατρίδα μας. Πολεμικά χρόνια.
Το Διδυμότειχο, όπως και όλος ο Έβρος, ζει τις τραγικές στιγμές της εγκατάλειψης και της απόγνωσης, να μη ξέρει πιο δρόμο να πάρει. Που είναι το πιο καλό. Πώς να σώσει την ψυχή του. Η Αλεξανδρούπολη, έδρα Νομαρχίας και κόμβος συγκοινωνιακός, έχει πια αδειάσει. Οι περισσότεροι, έχουν φύγει για την άλλη Ελλάδα και για πιο κοντά στη Σαμοθράκη και Λήμνο. Τα μαντάτα φτάνουν στην ενδοχώρα αλλά ο κόσμος –ο περισσότερος αγροτικός- που να πάει; Είναι πια κοινό μυστικό ότι η Θράκη «σε περίπτωση εισβολής των Γερμανών από την Βουλγαρία εγκαταλείπεται». Έτσι κι έγινε.
Μόλις ακούστηκε η πρώτη κανονιά και άρχισε η εισβολή, ο Νομάρχης και οι  υπηρεσίες εγκατέλειψαν τα πάντα. Πήραν όσα χρήματα υπήρχαν στα ταμεία, μπήκαν στο ελλιμενισμένο από καιρό γι’ αυτό το σκοπό πλοίο «Έσπερος» και αναχώρησαν. Ο λίγος στρατός που υπήρχε διαλύθηκε ή συντεταγμένος πέρασε στην Τουρκία. Το τρένο και οι σιδηροδρομικοί και όσοι πρόλαβαν, κατέφυγαν στη γέφυρα Πυθίου απέναντι, ενώ ο πολύς κόσμος του Έβρου, άλαλος έμεινε να κλαίει την μοίρα του.
Το σχέδιο εγκατάλειψης της περιοχής ολοκληρώθηκε μέσα σε μια –δυο μέρες. Όμως έμειναν οι πιο πολλοί. Οι χιλιάδες της ενδοχώρας, περιμένοντας καρτερικά το τι θα γίνει, ποια θα είναι η τύχη τους πως θα πορευτούν.
Η μόνη αρχή που έμεινε στον Έβρο ήταν ο Δεσπότης Διδυμοτείχου, ο γενναίος και θαρραλέος ιεράρχης, ο οποίος προτίμησε να μείνει με το ποίμνιό του και να συμμεριστεί την αγωνία και την τύχη του. Όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Πεπειραμένος από τον καιρό της τουρκοκρατίας, αυτοορίστηκε Κυβερνήτης και κάλεσε τους Δημάρχους, τους Κοινοτάρχες και τους Προύχοντες να κάνουν μια δική τους Διοίκηση, μια αυτοδιοίκηση, μια κατά κάποιο τρόπο δημογεροντία και να διοικήσουν τον τόπο, όσο να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Έτσι και έγινε. Οι Δήμαρχοι και οι Κοινοτάρχες έμειναν στα καθήκοντά τους, ο Δεσπότης, ο Μακαριστός πια Ιωακείμ Σιγάλλας, ανέλαβε την ηγεσία και άρχισε τις περιοδείες του. Με μικρή συνοδεία, πάνω σε ένα λαντώνι –μια και δεν υπήρχαν αυτοκίνητα- ενθάρρυνε, εμψύχωνε και έδινε την ευλογία του. Η εκκλησία ζούσε το παλιό της μεγαλείο. Μικρασιάτης στην καταγωγή ο δεσπότης, ψημένος στις κακουχίες, δοκιμασμένος στις δύσκολες στιγμές, στάθηκε άξιος των τραγικών εκείνων για την πατρίδα μας περιστάσεων σε τούτη τη γωνιά της πατρίδας μας.
Στα παιχνίδια της πολιτικής και της αναμπουμπούλας, βρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος του Έβρου, χωρίς τη βουλγαρική κατοχή και ονομάστηκε κατ’ ευφημισμό βέβαια «ελεύθερη ζώνη». Ένα ερμαφρόδιτο καθεστώς με γερμανική κατοχή, αλλά στην ευθύνη της Αθήνας και αργότερα γερμανικό προτεκτοράτο. Ήταν μια αναπάντεχη θεία πρόνοια, μια ευλογία του ύψιστου στον ακριτικό κόσμο του Έβρου, που είχε μια πολύ πικρή πείρα από την πρόσφατη προσφυγιά της Μικρασίας και της Ανατολικής Θράκης. Μέσα σε κείνη την κοσμοχαλασιά του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ήταν ανέλπιστο δώρο.
Έτσι στήθηκε μια υποτυπώδης οργάνωση στην περιοχή, που σκοπό είχε να περιφρουρήσει την τάξη, την ασφάλεια και γιατί όχι και τα υπάρχοντα του καθενός, με τον Δεσπότη στη θέση του Νομάρχη και τους Δημάρχους και Προεστούς για Συμβούλους.
Οι μαρτυρίες της εποχής εκείνης, λένε πως η τάξη και η γαλήνη που επικράτησε ήταν παραδειγματική. Τόση επίδραση είχε επάνω στο κοινό το κύρος του, που και η αγορά άνοιξε και οι αγρότες ξανάπιασαν τις καθημερινές τους ασχολίες. Υπόθεση μεγάλη, γιατί ήταν εποχή της εαρινής σποράς και δεν έπρεπε να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Από τα μέσα Απριλίου ως τα μέσα Ιουνίου που αφίχθηκε ο πρώτος της «Ελληνικής Πολιτείας», Νομάρχης, ο αείμνηστος Ι. Φραγκούλης, όλα λειτούργησαν θαυμάσια σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, και το κυριότερο, όταν μπήκαν οι Γερμανοί βρήκαν αρχές να συνεννοηθούν και να μη δημιουργηθούν προβλήματα σε βάρος του πληθυσμού. Ήταν μια πραγματικότητα που απάλυνε το άγχος των κατοίκων και τους επέτρεψε να ασχοληθούν κάπως απερίσπαστοι στις δουλειές τους. Το μέλλον ήταν σκοτεινό, ζοφερό και άδηλο. Οι άνθρωποι όμως για να συντηρηθούν χρειάζονταν ψωμί. Και αυτό ο Έβρος το έχει μπόλικο και όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για την άλλη Ελλάδα, που σε λίγο καιρό θα λιμοκτονούσε.
Στη συνέχεια θα κάνω μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή για το κατοχικό Διδυμότειχο και τη Νομαρχία, για τα χρόνια αυτά, τα δίσεκτα, που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει καμιά επίσημη μαρτυρία. Και όμως, η προσφορά της Νομαρχίας Έβρου στην κατοχή, ήταν πάρα πολύ μεγάλη και σημαντική από κάθε πλευρά. Ένα άλλο μεγάλο θέμα.
Τέλος για την ιστορική αλήθεια, θα πρέπει να διορθωθεί μια ανακρίβεια που αναφέρεται στο βιβλίο των κ.κ. Τερζούδη και Βλάχου «Η εθνική αντίσταση στον Έβρο» σελίδα 161, όπου μνημονεύεται ως επιτροπή παράδοσης του Διδυμοτείχου Μακαριστό Ιωακείμ Σιγάλλα. Τον ιεράρχη που παρέμεινε όλη την κατοχή κοντά στο ποίμνιό του και με την πρωτοβουλία και δραστηριότητά του κάλυψε το κενό εξουσίας των πρώτων ημερών της Γερμανικής κατοχής.


Η κατοχική Νομαρχία Έβρου στο Διδυμότειχο

Είπαμε στο προηγούμενο, ότι χάρις στης πολιτικής τα γυρίσματα και της διπλωματίας τα τερτίπια, εκεί που κανείς δεν το περίμενε, το μεγαλύτερο μέρος του Έβρου έμεινε έξω από τη Βουλγαρική επικράτεια. Η περιοχή από το χωριό Άνθεια ως το Ορμένιο εξακολουθούσε να ’ναι μέρος του Ελληνικού κράτους, κάτω από Γερμανική κατοχή, όπως και η άλλη Ελλάδα. «Ελεύθερη ζώνη» το ονόμασαν…
Ήταν μια πραγματική όαση στον χαλασμό του 1941. Ένα θείο δώρο για τους Εβρίτες και ένα καταφύγιο για τους κατατρεγμένους της Θράκης.
Έτσι, η Ελληνική κυβέρνηση των Αθηνών, μόλις μπόρεσε να προσαρμοστεί στη νέα τάξη της Κατοχής, διόρισε έναν Νομάρχη ως εκπρόσωπο της εδώ στον αποκομμένο από τον κορμό της άλλης Ελλάδας κομμάτι της Ελληνικής γης. Και ακόμη, με ένα νομοθετικό διάταγμα, με τον αριθμό 176/41, τον όπλισε με κυβερνητικά δικαιώματα. Ανάμεσά τους και το δικαίωμα να διορίζει «παντός είδους δημοσίου λειτουργούς» σε κενές οργανικές θέσεις. Μια πολύ σοφή σκέψη, για να μπορέσει να κινηθεί η κρατική μηχανή, μια και οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι με τη φυγή των αρχών βρέθηκαν στην άλλη Ελλάδα.
Πρώτος Νομάρχης διορίστηκε ο Ιωάννης Φραγκούλης, άλλοτε Γενικός Επιθεωρητής Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως στην Κομοτηνή. Ήρθε στα μέσα Ιουνίου 1941 φέρνοντας μαζί του μια κουστωδία υπαλλήλων –νεαρών ως επί το πλείστον και καθηγητές στο επάγγελμα. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τον Μανώλη Ανδρόνικο, τον μετέπειτα αρχαιολόγο, τον Οδυσσέα Τσούτσο, προπονητή του Παναθηναϊκού, γυμναστή, τον Φίρμπα, τον Σουλίδη, τον Στεφανόπουλο και άλλους.
Πρώτη του δουλειά ήταν να εγκαταστήσει και να οργανώσει τη Νομαρχία. Το παλιό κτίριο της επαρχίας Διδυμοτείχου έγινε έδρα της Νομαρχίας. Διευθυντής ορίστηκε ο Γεώργιος Τζαβιδόπουλος, άνθρωπος πεπειραμένος και δραστήριος. Υπάλληλοι παλιοί, οι Η. Κυβέλος, Α. Παπακυριακού και Δημ. Τζανής, Αλέξ. Μολάς όλοι οι άλλοι ήσαν έκτακτοι. Προϊστάμενος εκπαίδευσης, ο εκπαιδευτικός Γεώργιος Κωνσταντινίδης και Επιθεωρητές οι Δ. Σεϊτανίδης και Κ. Ποντίδης. Διόρισε καθηγητές και δασκάλους, έστω και με λίγα προσόντα και ετοίμασε τον μηχανισμό, ώστε στο νέο σχολικό έτος να λειτουργήσουν όλα, μέχρι και το τελευταίο χωριό. Έτσι, σε μικρό χρονικό διάστημα και χάρις στην προεργασία που είχε κάνει ο δεσπότης Διδυμοτείχου, όταν δεν υπήρχε καμία εξουσία, μπόρεσε να κινήσει τον κρατικό κατοχικό μηχανισμό. Από την άλλη πλευρά, άνοιξαν οι Τράπεζες Εθνική και Αγροτική και άρχισαν οι συναλλαγές.
Τα χρήματα έρχονταν με χρηματαποστολές πότε από την Αθήνα και πότε από τη Θεσσαλονίκη. Όμως, με τον ιλιγγιώδη ρυθμό που εξανεμίζονταν, δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την κατάσταση και η Νομαρχία είχε ανάγκη από ρευστό. Η ανάγκη τέχνες κατεργάζεται. Δημιουργήθηκε το Ταμείο Προνοίας, έξω από τον κρατικό κορβανά και τις διαδικασίες, με αποκλειστικό διαχειριστή τον Νομάρχη και με πόρους από την ειδική φορολογία που επιβλήθηκε «επί των εξαγομένων από τον νομό προϊόντων». Μια προσοδοφόρα φορολογία με ειδική διαδικασία, που υπολογιζόταν σε ποσοστό επί της αξίας των ειδών. Οι τιμές άλλαζαν κάθε εβδομάδα και πριν την άδεια τα λεφτά τα κατέθεταν στην Τράπεζα. Ήταν το μάννα εξ ουρανού, γιατί επέτρεπε στη Νομαρχία να κινείται με άνεση στις διάφορες πρωτοβουλίες της και ιδίως να διορίζει προσωπικό, όπου αυτή έκρινε σκόπιμο και να έχει να πληρώνει.
Τέλος, για την καλύτερη οργάνωση του νομού και της Νομαρχίας, επανασυστάθηκαν και λειτούργησαν οι δυο Επαρχίες Ορεστιάδας, με έδρα την Ορεστιάδα και Σουφλίου, με έδρα τις Φέρες. Οι Έπαρχοι ήρθαν από την άλλη Ελλάδα και προσωπικό διορίστηκε έκτακτο στις μεν Φέρες ο Γιάννης Δημητριάδης και η Πέπη Ιωαννίδου, στη δε Ορεστιάδα ο Στέλιος Διακογιώργης και η Χατζηνικολάου, μητέρα του τέως βουλευτού μας.
Όσο για τους πρόσφυγες που έρχονταν από τη βουλγαροκρατούμενη Θράκη, προβλεπόταν ιδιαίτερη περίθαλψη, για δε τα παιδιά που έφταναν μεμονωμένα ιδρύθηκε οικοτροφείο στο Διδυμότειχο, όπου έβρισκαν ασφάλεια, στέγη, τροφή και βέβαια δωρεάν εκπαίδευση. Ήταν κάτι που ούτε μπορούσαν να το ονειρευτούν, όταν φοβισμένα έφευγαν από την αγκαλιά των γονιών τους. Και όταν με το καλό τελείωναν το Γυμνάσιο, τότε διορίζονταν υπάλληλοι, αλλά κυρίως δάσκαλοι. Σύνθημα της Διοίκησης ήταν κάθε χωριό να έχει τον παπά και το δάσκαλό του. Να κυματίζει η Ελληνική σημαία, να νοιώθουν τα παιδιά και οι οικογένειές τους την παρουσία της Πατρίδος. Υπόθεση πολύ μεγάλη, εκεί δίπλα στα Βουλγαρικά και Τουρκικά σύνορα. Ήταν μια θεία αόρατη σκέπη και μια παρηγοριά. Η καρδιά της Πατρίδας χτυπούσε.
Και κάτι που για πρώτη φορά είδε η περιοχή ήταν η συστηματική νοσοκομειακή περίθαλψη. Το Εβραϊκό σχολείο έγινε νοσοκομείο. Διευθυντής ο ρέκτης Μιχάλης Καρακότσογλου, ο μετέπειτα Δήμαρχος Διδυμοτείχου, με Υποδιευθυντή τον δάσκαλο Βασίλη Αγγελή, μετέπειτα Επιθεωρητή Δημ. Σχολείων και γιατρούς τους Τασμαλή, Β. Χατζηπουλίδη και χειρουργό τον Γιάννη Πουλιάδη. Οι γιατροί ήταν δυσεύρετοι και οδοντογιατρός δεν υπήρχε κανείς. Το νοσοκομείο αυτό, παρά τις μεγάλες του ελλείψεις, πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες και έσωζε ζωές, πέρα από τη δουλειά που πρόσφερε στους πρόσφυγες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως η Νομαρχία, έχοντας το δικαίωμα της χορήγησης των αδειών, με την έγκριση βέβαια των Γερμανικών αρχών, είχε την ευχέρεια να κάνει διάφορες συμφωνίες με τους εμπόρους της εποχής εκείνης, που κατέφθαναν στην παραγωγική αυτή περιοχή κατά δεκάδες και να τους παραγγέλνει φάρμακα και άλλα είδη, που ήταν δυσεύρετα στην αγορά, όπως και η ζάχαρη. Για το σκοπό αυτόν ίδρυσε την Κοινοπραξία των Γεωργικών Ενώσεων (ΚΕΣΕ) με διευθυντή τον άλλοτε Γενικό Γραμματέα του Δήμου Αλεξανδρούπολης Δημ. Λογοθέτη, ο οποίος διαχειριζόταν με πνεύμα νοικοκυροσύνης τα δυσεύρετα αυτά αγαθά κα παράλληλα βοηθούσε τις Γεωργικές Ενώσεις. Η παραγωγή ήταν τεράστια. Σωστή ευλογία. Δεν έμεινε ούτε μια σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Το εμπόριο ανθούσε, η αγορά ζωήρευε και όλοι πορεύονταν. Μπορούμε αδίστακτα να πούμε, πως τον πρώτο καιρό η επιτυχία, με τα μέτρα της εποχής εκείνης, ήταν απόλυτη. Αργότερα μεσολάβησαν άλλα που είναι όμως… αλλού παπά ευαγγέλιο.
Γεγονός είναι πως πουλούσαν ένα αμάξι κρεμμύδια ή ένα αμάξι σκόρδα και έκτιζαν ένα σπίτι. Τα «σκορδόσπιτα», εκεί στη συνοικία του «Ντούλα» έμεινα ιστορικά, γιατί αρκετοί πλημμυροπαθείς γλίτωσαν από τις θεομηνίες, που χρόνια υπέφεραν.
Μετά την άδικη δολοφονία του Νομάρχη Φραγκούλη (23-3-42), όπως είπαμε διορίστηκε Νομάρχης ο Σταύρος Ευταξίας, που ήταν γόνος της γνωστής πολιτικής οικογένειας Ευταξία. Μορφωμένος, έξυπνος, γερμανομαθής και πολιτικάντης, βελτίωσε το σύστημα και τον διοικητικό μηχανισμός, οργάνωσε φιέστες και πανηγύρια για να κολακέψει τις κατοχικές αρχές και ενίσχυσε τους Δήμους και τις Κοινότητες. Επί των ημερών του ήρθαν κι άλλοι υπάλληλοι, όπως ο αείμνηστος άλλοτε Γυμνασιάρχης μας Αδάμ. Ταμβακίδης, ο οποίος ανέλαβε Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης, αλλά έφυγαν και πολλοί για τη Μέση Ανατολή. Τα πράγματα όμως άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή, ιδίως μετά την τραγική απέλαση των Εβραίων, που ήταν πάρα πολλοί, τη φούντωση του Εαμικού κινήματος στην ύπαιθρο, τον μαυραγοριτισμό και τόσα άλλα, μεταξύ των οποίων και η φυγή του Νομάρχη Ευταξία στις 18-5-43 στη Μέση Ανατολή.
Το σκηνικό άλλαξε τελείως, όταν η Βόρεια Ελλάδα έγινε προτεκτοράτο της Γερμανίας και βέβαια ο νομός Έβρου και παράλληλα με τον Έλληνα Νομάρχη διορίστηκε εδώ και Γερμανός Νομάρχης. «Εμ Φαουράτ» τον λέγανε. Στις 13-9-43, στη θέση του Ευταξία, ήρθε από την Αθήνα Νομάρχης ο Γεώργιος Φλωρίδης, αδελφός του  άλλοτε συμπολίτη μας εκτελωνιστή Φ. Φλωρίδη, με τον οποίο και τελείωσε η Κατοχική Νομαρχία Έβρου στο Διδυμότειχο.
Στο επόμενο να συνεχίσουμε για να συμπληρώσουμε το χρονικό της κατοχής.


Επιδημία ευλογιάς στην κατοχή

Στη δεύτερη χρονιά της Γερμανικής κατοχής, το 1943, στα μέσα της άνοιξης, στο Διδυμότειχο έπεσε επιδημία ευλογιάς. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν ίχνη της στα πρόσωπα ανθρώπων της εποχής εκείνης. Ήταν κάτι το ξαφνικό, το αναπάντεχο, τρομακτικό για όλους. Τα φάρμακα δυσεύρετα και οι γιατροί σπάνιζαν. Περισσότερο όμως απ’ όλους ταρακουνήθηκαν οι Γερμανοί, γιατί σαν μετακινούμενοι είχαν τον άμεσο κίνδυνο να μεταδοθείς το στράτευμα. Ο φόβος ήταν μεγάλος, γι’ αυτό και τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν άμεσα. Δραστικά και – γιατί όχι;- σκληρά.
Έπρεπε να κρατηθεί εκεί όπου πρωτοεμφανίστηκε και , όπως ακούστηκε, εστία της ήταν ο γυφτομαχαλάς, στα νοτιοδυτικά της πόλης, δίπλα στο ποτάμι και την αρρώστια έφεραν από την Τουρκία, μια και τα σύνορα τότε ήταν ανοιχτά. Κανείς δεν τα φύλαγε. Ούτε φρουροί, ούτε φυλάκια υπήρχαν. Μόνο κατά καιρούς διάφορες γερμανικές περιπολίες κυκλοφορούσαν για δική τους ασφάλεια. Έπειτα με τους Τούρκους ήταν φιλικοί, όπως φιλικοί ήταν και οι Έλληνες με τους τούρκους. Κατά δεκάδες περνούσαν για τη Μέση Ανατολή, χωρίς να λείπουν βέβαια και επεισόδια και τα τραγικά παρατράγουδα. Πάντως ήταν κοινό μυστικό πως στα παρέβρια χωριά, σε μια ευθείας γραμμή πάνω από 120 χιλιόμετρα, οι πάντες μπαινόβγαιναν για το γνωστό «κοτραμπάνι». Από την Τουρκία ερχόταν και του πουλιού το γάλα. Το νόμισμα διευκόλυνε τη συναλλαγή. Και αυτή ήταν η χρυσή λίρα. Λίρα Αγγλίας, λίρα Γαλλίας, το χρυσό εικοσάφραγκο, π’ άκουγε στο όνομα «κοκκοράκι» και τέλος, η Τουρκική, το περίφημο «ρεσάτι». Είναι σ’ όλους γνωστή χρυσοφιλία των Ανατολικών λαών. Συνήθεια που ’μεινε και σε μας από τον καιρό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η αποταμίευση, αντί για τις Τράπεζες, ήταν οι αρμαθιές τα φλουριά, η κινητή προίκα της κάθε κοπέλας για παντρειά. Το κέρδος και το νόμισμα έκαναν το λαθρεμπόριο ν’ ανθεί και την ελευθεροεπικοινωνία εύκολη. Ανάμεσα σ’ αυτούς και οι γύφτοι ψαράδες, που ψάρευαν στον Ερυθροπόταμο και στον Έβρο ποταμό. Ακόμη και τον Χειμώνα, που ο πλημμυρισμένος κάμπος του Διδυμοτείχου γινότανε μια απέραντη παγωμένη πίστα, αυτοί με τα αυτοσχέδια έλκηθρα του ς κυκλοφορούσαν με ξεχωριστή άνεση και κουβαλούσαν τα πάντα και πιο πολύ τρόφιμα, που τα εύρισκαν φτηνά και ιδιαίτερα σφαχτά. Από τα μολυσμένα αυτά κρέατα μεταδόθηκε και η αρρώστια στους ανθρώπους.
Το κακό φούντωσε και αμέσως σήμανε συναγερμός. Απομονώθηκε η συνοικία με συρματόπλεγμα και απαγορευτική επαφή με τον έξω κόσμο. Μόνο την αρτοτροφοδοσία τους και για ότι άλλο θα είχε ανάγκη. Και η εντολή αυστηρή: Να αναφέρεται αμέσως κάθε ύποπτο περιστατικό σε οποιοδήποτε μέρος της περιοχής. Κάποιος γιατρός που ολιγώρησε φτηνά τη γλίτωσε με κάποιο Στρατοδικείο και επειδή είχαν ανάγκη των υπηρεσιών του.
Δυστυχώς η επιδημία δεν σταμάτησε εκεί. Σε λίγο τα κρούσματα παρουσιάστηκαν και μέσα στην πόλη. Και κάποια ακούστηκαν στην Ορεστιάδα. Έτσι αναγκαστικά προχώρησαν σε δρακόντεια μέτρα, όπου τον κύριο λόγο είχαν οι Γερμανοί. Και πρώτα επιτάξανε το μουσουλμανικό σχολείο, που ήταν τότε στη γωνία Β. Γεωργίου και Ρ. Φεραίου (τώρα είναι πολυκατοικία) και το έκαναν νοσοκομείο για τα κρούσματα. Εκεί μετέφεραν όλους τους αρρώστους, ακόμη και τα μωρά με τις μανάδες τους, και έβαλαν σε καραντίνα όλα τα σπίτια που είχαν περιστατικά με αυστηρή απαγόρευση στην ελευθεροεπικοινωνία τους. Ακόμη και σε σπίτια που έτυχε να κατοικούν Γερμανοί. Τους νεκρούς δεν τους πήγαιναν πια στα νεκροταφεία αλλά ούτε και τους ιερουργούσαν. Τους έθαβαν στο πίσω μέρος της αυλής του σχολείου, το οποίο μετέτρεψαν σε πρόχειρο νεκροταφείο. Και τέλος, χώρισαν τον νομό Έβρου σε δυο μέρη: στον Βόρειο και τον Νότιο.
Εκεί έξω από το Σουφλί, από τη μεριά του Διδυμοτείχου, στην τοποθεσία Κιόι Ντερέ, όπου υπήρχε ένα αγρόκτημα και από αντίκρυ ένα εξοχικό, που ακόμη και σήμερα υπάρχει, έστησαν το Λοιμοκαθαρτήριο και οργάνωσαν σκοπιές σε όλο το πλάτος, ώστε να μη μπορεί να περάσει κανείς. Έτσι όποιος ήθελε να περάσει στο νότιο τμήμα ή να μετακινηθεί για την άλλη Ελλάδα, έπρεπε υποχρεωτικά να παραμείνει στο Λοιμοκαθαρτήριο για 15 μέρες για παρατήρηση. Ήταν ένα μέτρο που στ’ αλήθεια έπληξε τον Έβρο κοινωνικά αλλά κυρίως οικονομικά, ενώ το απέναντι εξοχικό έκανε χρυσές δουλειές. Πολλοί παγιδεύτηκαν, γιατί η απόφαση πάρθηκε αιφνιδιαστικά και εφαρμόστηκε αμέσως και μεταξύ αυτών κατά σύμπτωση και η ταπεινότητά του.
Αναπληρούσα στις Φέρες, ως νομαρχιακός υπάλληλος, τον Έπαρχο Σουφλίου που έλειπε με άδεια και κανείς δεν φρόντισε να με ενημερώσει από τη Νομαρχία. Όταν το θυμήθηκαν ήταν πολύ αργά, γι’ αυτό και ειδοποίησαν τον προϊστάμενο των Τ.Τ.Τ. Φερών, Γιάννη Πολίτη, τηλεγραφικά –αυτή ήταν τότε όλη η τηλεπικοινωνία μας- να με βρει και να μου πει ότι ως το βράδυ θα έπρεπε να βρίσκομαι στο Διδυμότειχο. Αν είναι δυνατόν, με τα μέσα της εποχής! Μια φορά τη μέρα, το πρωί περνούσε το τραίνο και αυτό ήταν όλο. Από κει και πέρα τη δουλειά την κάνανε οι «νταλίκες», τα αλογάμαξα, κάρα διαφόρων τύπων και ο ποδαρόδρομος ή το πολύ κανένα παμπάλαιο ποδήλατο. Το αυτοκίνητο ήταν ανύπαρκτο στην πιάτσα.
Εκεί, στη Λέσχη των Υπαλλήλων Φερών, ήρθε και με βρήκε ο αείμνηστος πια Πολίτης και με πήρε ιδιαιτέρως. Ίσως να φανεί περίεργη η «Λέσχη Υπαλλήλων» κι όμως υπήρχε. Η Νομαρχία φρόντιζε και για τους υπαλλήλους που ήσαν από άλλα μέρη και δεν είχαν οικογένειες. Να βρίσκουν ένα πιάτο ζεστό φαί και έναν τόπο να συναντιούνται. Οι μέρες ήταν πολύ πονηρές. Μου μεταβίβασε την εντολή και με κατατόπισε για τα μέτρα που πάρθηκαν, η εφαρμογή των οποίων άρχιζε από τα μεσάνυχτα. Και ξαφνικά βρέθηκα σε αδιέξοδο. Όπως και να το έκανα δεν ήταν δυνατόν να βρίσκομαι το βράδυ στο Διδυμότειχο. Έτσι το άφησα για την επομένη. Να φτάσω στο Σουφλί και από κει και πέρα «βλέπουμε και κάνουμε».
Όμως στα μικρά μέρη η πληροφορία κυκλοφορεί σαν αστραπή και δυο Αλεξανδρουπολίτισσες δασκάλες, που είχαν έρθει στις Φέρες για να στείλουν τρόφιμα στους γονείς τους που έμεναν στην Βουλγαροκρατούμενη Αλεξανδρούπολη, έσπευσαν να με συναντήσουν για να μάθουν περισσότερα και αν μπορούσα να τις βοηθήσω.
Από τα πράγματα γίναμε τρεις, μια και δεν μπορούσα να τους αρνηθώ και αναγκάστηκα να τις φιλοξενήσω στο αλογάμαξο που ναύλωσα μέχρι το Σουφλί. Φτάσαμε στο Σουφλί κατά το μεσημέρι, αφήσαμε τα πράγματά μας στο μοναδικό ξενοδοχείο και κινηθήκαμε για τα παρακάτω. Με το θάρρος του διοικητικού υπαλλήλου αποτάθηκα στον Έλληνα διοικητή της υποδιοίκησης Χωροφυλακής, που ήταν ο συνταξιούχος αστυνομικός συμπολίτης μας, συχωρεμένος πια, Νίκος Πετρούδας. Σήκωσε τα χέρια ψηλά. Οι διαταγές ήταν αυστηρές. Κανονικά έπρεπε να μας πάρει τις ταυτότητες, εμπιστευτικά όμως μου είπε πως οι αγρότες που πήγαιναν στα χωράφια τους στον κάμπο θα μπορούσαν να μας διευκολύνουν να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, με ορισμένες βέβαια προφυλάξεις. Έτσι και έγινε. Ο πατριωτισμός λειτούργησε φιλότιμα και ο άνθρωπος που θα ανελάμβανε τη δουλειά ήρθε και μας βρήκε  μόνος του.
Ένα χωρικό αλογάμαξο, με τα εργαλεία της αγροτιάς επάνω και λίγο τόπο για μας, ξεκίνησε μόλις χάραξε για τον καταπράσινο κάμπο, τον κατάσπαρτο εκείνη την εποχή από τις φυλλωμένες μουριές. Σε καμιά ώρα φτάσαμε σύρριζα με τον Έβρο, εκεί που οι φουντωμένες θαλερές ιτιές στεφανώνουν τις όχθες του ποταμού και μ’ ένα σάλτο και την αγωνία να μας κυριαρχεί, περάσαμε την επικίνδυνη γραμμή. Προχωρήσαμε αρκετά κοντά στο χωριό Μάνδρα, όπου η σιδηροδρομική γραμμή πλησιάζει τη δημοσιά, ανεβήκαμε στο κανονικό δρόμο. Το εγχείρημα πέτυχε και η ανακούφισή μας ήταν ανάλογη με την περίσταση. Προς το μεσημέρι ξεπεζέψαμε χωρίς τυμπανοκρουσίες, εγώ για το σπίτι μου και οι δασκάλες για τα χωριά που υπηρετούσαν.
Η καραντίνα κράτησε για πολύν καιρό. Μαυροφόρεσαν οικογένειες, ταλαιπώρησε κόσμο και κοσμάκη, χτύπησαν πίσω οι σοδειές και το εμπόριο και, όταν πια πείστηκαν οι Αρχές και ιδίως οι Γερμανοί ότι η επιδημία κάλμαρε και ότι πέρασε ο κίνδυνος, τότε μόνο άρχισαν σταδιακά να χαλαρώνουν τα μέτρα και η ζωή να παίρνει τον κανονικό της ρυθμό. Έναν ρυθμό που προετοίμαζε τον κόσμο για τη λευτεριά και την Ειρήνη. Ένας ρυθμός ελπιδοφόρας προσδοκίας, φτάνει κανείς να μπορεί να κρατηθεί στη ζωή για να χαρεί το τέλος του αιματηρού και απάνθρωπου αυτού πολέμου.
Όμως το χρονικό της Κατοχής στον Έβρο δεν τελειώνει εδώ. Στη μνήμη αυτών που έφυγαν, σαν ένα ιερό καθήκον, αξίζουν να καταγραφούν με λεπτομέρειες, αξίες και προσφορές, σαν υλικό για τον μελλοντικό ερευνητή και ιστορικό.


Το Κοινωνικό έργο της Νομαρχίας Έβρου στην Κατοχή

Στην κατοχή η Ελλάδα υπέφερε. Και από πάνω είχε και την πείνα. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η πείνα είχε πάρει τραγικές διαστάσεις.
Ευχή, τέτοιες μέρες να μη ξαναδούμε.
Μια όαση, κυριολεκτικά, μέσα σ’ αυτόν τον όλεθρο, ήταν ο νομός Έβρου. Εδώ αυτό το κομμάτι της ελληνικής γης, εκτός από την πόλη της Αλεξανδρούπολης, και την περιοχή δυτικά, παντελώς αποκομμένο από την άλλη Ελλάδα, σφηνωμένο ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Τουρκία, ζούσε το δικό του ρυθμό. Ένα ρυθμό αλλιώτικο, με μια ιδιότυπη διοίκηση και με πλούτο αγαθών.
Τόση παραγωγή και τόση προσφορά δεν θυμότανε οι γεροντότεροι. Ούτε μια σπιθαμή γης δεν είχε μείνει ακαλλιέργητη και όλες οι παραγωγικές διαδικασίες, με τα μέσα της εποχής εκείνης λειτουργούσαν ασταμάτητα και αποδοτικά. Έτσι τα αγαθά όχι μόνο έθρεφαν τον ντόπιο κόσμο αλλά και περίσσευαν για εξαγωγές και στην άλλη Ελλάδα ου λιμοκτονούσε.
Από δω και η έξυπνη σκέψη της Νομαρχίας ν’ αντλήσει χρήμα για να μπορεί να προσφέρει και κοινωνικό έργο, πέρα από μια τυπική κατοχική διοίκηση. Η δομή και η λειτουργία της, και ιδιαίτερα τα’ αποτελέσματα, έδιναν την εικόνα «κράτους εν κράτει». Ο νομάρχης με βάση το νομοθέτημα 176/41, περιβεβλημένος με κυβερνητικές εξουσίες, είχε την ευχέρεια για πρωτοβουλίες, που αξιοποιούσε κατάλληλα και ιδιαίτερα στο να εξοικονομήσει χρήματα, που τόσο είχε ανάγκη, όταν η αξία του εξανεμίζονταν μέρα με τη μέρα ταχύτατα.
Όπως είπαμε μια από αυτές τις πρωτοβουλίες ήταν, η φορολογία «επί της αξίας των εξαγομένων από το νομό προϊόντων» και η σύσταση ενός ιδιαίτερου Ταμείου Πρόνοιας.
Έτσι η άγνωστη για τον καιρό εκείνο κρατική κοινωνική πολιτική εδώ στον Έβρο έκανε θαύματα και θεράπευσε πολλές πληγές, που ο πόλεμος είχε δημιουργήσει. Ήταν ένα ρίσκο στη σκοτεινή εκείνη εποχή, που δεν ήξερες τι θα ξημερώσει αύριο, αλλά και μια παρηγοριά πως υπήρχε ακόμη κράτος, που σήμαινε ελπίδα, πατρίδα και Ελλάδα.
Το νοσοκομείο για παράδειγμα, μια άγνωστη για την περιοχή αυτή περίθαλψη και όταν ακόμη υπήρχε κράτος, με αυτά τα χρήματα στήθηκε και λειτούργησε και έσωσε χιλιάδες ζωές. Ο ιατρός Βασίλης Χατζηπουλίδης, από το Διδυμότειχο, που ήταν και ο πρώτος διευθυντής του, σε δυο συνέχεις στην εφημερίδα Δίδυμα Τείχη καταθέτει την δική του μαρτυρία, σαν ένα ελάχιστο φόρο τιμής σ’ αυτούς που το υπηρέτησαν με ξεχωριστό ζήλο και ιδιαίτερη αφοσίωση, υπόθεση που αξίζει να γραφτεί στην ιστορία.
Ακόμη, η περίθαλψη των προσφύγων από την βουλγαροκρατούμενη Αλεξανδρούπολη και την πρωτοπορία της ίδρυσης του οικοτροφείου για τα προσφυγόπουλα, που πήγαιναν στο γυμνάσιο, όπως και οι παιδικές κατασκηνώσεις, πράγματα τελείως νέα στην περιφέρεια και μάλιστα σε εποχή που όλη η Ελλάδα έδινε τον αγώνα της επιβίωσης, ήταν έργα της Νομαρχίας. Κατάλληλη τοποθεσία κρίθηκε η περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής, εκεί κοντά στο σημερινό Δάσος της Τσίγκλας στο Διδυμότειχο. Υπήρχε μάλιστα και μια καλή υποδομή, γιατί η Μητρόπολη, προπολεμικά, στην προσπάθειά της να εξυπηρετήσει τους πιστούς είχε κτίσει κάποια κελιά, που το καλοκαίρι μετατρεπόταν σε τόπο παραθερισμού για όσους είχαν ανάγκη «αλλαγής αέρος». Σ’ αυτό το πανέμορφο μέρος και αφού ανακαινίστηκαν και εξωραΐστηκαν κατάλληλα οι χώροι, λειτούργησαν κατά τρόπο ζηλευτό οι παιδικές κατασκηνώσεις. Μια παρόμοια τέτοια εγκατάσταση υπήρχε προπολεμικά καις το χωριό Κουφόβουνο, ψηλά εκεί δίπλα στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, κοντά στη μεγάλη σπηλιά που ακούει στο όνομα «Βούβα». Στην καταπράσινη αυτή τοποθεσία, με τα πανύψηλα δένδρα, υπήρχαν οικήματα κτισμένα από την εκκλησία, όπου πολλές οικογένειες από το Διδυμότειχο πήγαιναν το καλοκαίρι για παραθερισμό. Τότε ακόμη η θάλασσα δεν είχε τη σημερινή της γοητεία και δεν τραβούσε τον κόσμο. Έπειτα, όπως και να το κάνουμε, ήταν και πολύ μακριά.
Έτσι ξεκίνησε η υλοποίηση της ιδέας για κατασκηνώσεις, κάτι που ήταν πρωτάκουστο και πρωτόφαντο και μάλιστα σε εποχή πολέμου. Η Νομαρχία διέθεσε χρήματα, υποδομή υπήρχε και προσωπικό αρκετό και δοκιμασμένο, για να προχωρήσει την όλη οργάνωσή τους.
Την δουλειά αυτή ανέλαβε η δραστήρια και με πολλά προσόντα δασκάλα Μαρίκα Τσακίρη, μετέπειτα Αγγέλη, η οποία ήταν αποσπασμένη στη Νομαρχία. Επόπτης και Διαχειριστής ορίστηκε ο επίσης διδάσκαλος Βασίλης Αγγελής, που εκτελούσε χρέη οικονομικού διευθυντή στο νοσοκομείο. Ένα ντουέτο θαυμάσιο, νέο και δραστήριο, ορεξάτο για δημιουργία, με αίσια ρομαντική κατάληξη. Έκαναν ωραία οικογένεια.
Ένα διώροφο παλιό κτίριο, που υπήρχε, επισκευάστηκε και έγινε γραφεία και κατοικία της διεύθυνσης επάνω και κάτω μαγειρεία. Η στέρνα με το κρυστάλλινο αγίασμα καθαρίστηκε και κάτω από την παχιά σκιά των δένδρων στήθηκαν οι τραπεζαρίες. Ένα ιδεώδες περιβάλλον αναψυχής και ξεκούρασης για μικρούς και μεγάλους με την απλόχερη υποστήριξη του νομάρχη.
Νομάρχης ο Σταύρος Ευταξίας. Διευθυντής νομαρχίας ο Γεώργιος Τζαβιδόπουλος και  προϊστάμενος του τμήματος Πρόνοιας ο Αλέξανδρος Μολάς. Η ταπεινότητά μου, τότε, παρά το νεαρό της ηλικίας, ήταν προϊστάμενος του τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης Νομαρχίας και οργανωτής των Επαρχείων Σουφλίου με έδρα τις Φέρες και Ορεστιάδας. Αργότερα καταργήθηκαν.
Γρήγορα συμπληρώθηκε η πρώτη παρτίδα για ένα εικοσαήμερο και ακολούθησαν οι επόμενες για τρεις περιόδους τη σαιζόν. Η πρώτη μάλιστα γιορτάστηκε με πανηγυρικές εκδηλώσεις, όπου παρευρέθηκαν όλες οι Αρχές. Νομάρχης, Σεβασμιώτατος, Δήμαρχος και πάρα πολύς κόσμος. Κράτησε ως αργά το βράδυ, που έκλεινε πια η κυκλοφορία. Μετά τις δέκα κανείς δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορήσει. Και κάπου εδώ τελείωσε η πρώτη πρότυπη αυτή εκδήλωση, που άφησε εποχή και οι παιδικές κατασκηνώσεις έγιναν θεσμός, προς δόξα και τιμή της τοπικής Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.

Σε όλα αυτά επάνω θα πρέπει να προσθέσουμε την Κοινοπραξία των Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών την περίφημη Κ.Ε.Σ.Ε., που με πρωτοβουλία της νομαρχίας συστήθηκε σε οικονομικές βάσεις και εξυπηρετούσε το γενικότερο συμφέρον της κοινωνίας, για τι γινότανε συμφωνίες εμπορικές για ανταλλαγές προϊόντων με τους διάφορους εμπόρους που ερχότανε από την άλλη Ελλάδα. Και ιδίως για προϊόντα που σπάνιζαν στην περιοχή ιδιαίτερα τα φάρμακα. Μια πάρα πολύ σημαντική προσφορά στο νοσοκομείο και στην περίθαλψη του κοινού. Έτσι ο Έβρος παρουσίαζε αν όχι αυτάρκεια αλλά τουλάχιστον δεν έλλειπαν τα απαραίτητα και όλα αυτά σε προσιτές τιμές. Είναι γνωστό το πόσο οργίαζε η μαύρη αγορά σε ορισμένα τουλάχιστον είδη. Για παράδειγμα ζάχαρη, καφέ και πετρέλαιο και συναφή είδη. Για όλα αυτά μεριμνούσε η Νομαρχία, όταν χορηγούσε τις άδειες εξαγωγής και τη διαχείριση και διακίνηση είχε η Κ.Ε.Σ.Ε. που περιγράψαμε. Με λίγα λόγια και συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρχε οργάνωση για όλους και για όλα, και να τονίσουμε ότι πρόσφερε δουλειά σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στους πρόσφυγες, που έφθαναν από τη βουλγαροκρατούμενη περιοχή κατά ομάδες, με την ψυχή στο στόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου