ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Το χωριατόπαιδο από το ακριτικό Διδυμότειχο που εξελίχθηκε σε
πρωταγωνιστή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο παλαίμαχος τενόρος
με τη βελούδινη φωνή μιλάει στον «Βορέα»
Συνέντευξη στον Βασίλη Κάργα
Ένας
από τους κορυφαίους έλληνες λυρικούς τραγουδιστές κατάγεται από τον Έβρο. Ο
λόγος για τον διακεκριμένο τενόρο, βασικό πρωταγωνιστή της Εθνικής Λυρικής
Σκηνής για σαράντα περίπου χρόνια, Νικόλαο Χατζηνικολάου.
Έχει
ερμηνεύσει περισσότερους από σαράντα πρώτους ρόλους σε ισάριθμες όπερες.. Τροβατόρε,
Οθέλλο, Αϊντα, Μάκβεθ, Η δύναμη του πεπρωμένου του Βέρντι, Τόσκα και Μποέμ του
Πουτσίνι, Δον Τζιοβάνι του Μότσαρτ, Φάουστ του Γκουνώ, Κάρμεν του Μπιζέ, Το
δαχτυλίδι της Μάνας του Μανώλη Καλομοίρη, Ηρώ και Λέανδρος του Ανδρέα Νεζερίτη,
είναι ορισμένες από τις σημαντικότερες όπερες που πρωταγωνίστησε,
εντυπωσιάζοντας κοινό και κριτικούς της εποχής. «Οι υψηλές νότες του είναι εντυπωσιακές»,
«διαυγής, σταθερός τονικά και με φωνητική ευεξία», «μελωδικό φραζάρισμα,
βελουδένια φωνή, τονική ακρίβεια», «η φωνή του βρίσκει όλη την έκφραση, το
θερμό τέμπο και τη διαύγειά της πιο άνετα σε μεσαίες λεπτεπίλεπτες εντάσεις»
είναι ορισμένα από τα σχόλια των εφημερίδων της εποχής για τη φωνή του μεγάλου
έλληνα τενόρου.
Ο
παλαίμαχος τενόρος βρέθηκε πρόσφατα στην Αλεξανδρούπολη και τιμήθηκε από την
Ένωση Πολιτιστικών Φορέων Έβρου για την μεγάλη καλλιτεχνική του σταδιοδρομία
και προσφορά στην λυρική τέχνη.
-Πώς νιώσατε που μετά
από χρόνια επιστρέψατε στην Αλεξανδρούπολη και σας τίμησαν;
-Τολμώ
να πω ευτυχισμένος. Ύστερα από 35 και
πλέον χρόνια, βρέθηκα στην Αλεξανδρούπολη. Με κάλεσαν για να με τιμήσουν για
την προσφορά μου στο Λυρικό Θέατρο κι αυτό με ενθουσίασε πολύ. Συγκινήθηκα. Τα
χρόνια που έζησα στον Έβρο, δεν τα λησμόνησα ποτέ.
-Στην Αλεξανδρούπολη μια φορά έχετε παίξει;
-Ναι,
μια φορά, στα Ανθεστήρια, όπου ο Δήμος Αλεξ/πολης είχε προσκαλέσει ένα κλιμάκιο
της Ε.Λ.Σ. στο οποίο συμμετείχα και εγώ. Στη συναυλία αυτή, οι συμπατριώτες μου
με τίμησαν με το χειροκρότημά τους και την αγάπη τους. Είδα επίσης και τα μέρη
μου που είχα καιρό να τα δω και με συγκίνησαν.
-Γεννηθήκατε στο
Διδυμότειχο. Τι αναμνήσεις έχετε;
Γεννήθηκα
και μεγάλωσα στο Διδυμότειχο, όπου έζησα μέχρι 20 χρονών.
Έχω
πολύ όμορφες αναμνήσεις. Πηγαίναμε
στο ποτάμι (Ερυθροπόταμος), κολυμπούσαμε, παίζαμε ποδόσφαιρο με υφασμάτινες
μπάλες. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Από εκεί άρχισε η καριέρα μου.
Θυμάμαι, ήμουν μαθητής στην έκτη τάξη
Δημοτικού όταν με επέλεξαν σε μια γιορτή του σχολείου να τραγουδήσω το «Γέρο
Δήμο». Στη συνέχεια όταν ήμουν μαθητής στην πρώτη Γυμνάσιου, ένας πολύ καλός μουσικός από το
Σουφλί, ο Γιώργος Τσιτσιπάπας , που διατηρούσε μαντολινάτα, με παρότρυνε να τραγουδήσω κλασικό ρεπερτόριο. Τότε τραγούδησα για πρώτη
φορά τη Σερενάτα του Σούμπερτ, και στη δεύτερη τάξη Γυμνασίου ερμήνευσα την Προσευχή από
την Τόσκα του Πουτσίνι.
-Σε τι ηλικία
ασχοληθήκατε επαγγελματικά με την όπερα;
-Σε
ηλικία 27-28 χρονών. Μετά την κατοχή, ήμουν τότε 20 χρονών, έφυγα από το Διδυμότειχο και με την
παρότρυνση πάλι του Γιώργου Τσιτσιπάπα, και με τη βοήθεια του φιλολόγου μου
Μανώλη Ανδρόνικου (ο γνωστός αρχαιολόγος) ήρθα
στην Αθήνα για να σπουδάσω κλασικό τραγούδι. Γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο,
στην τάξη Μονωδίας της Μαρίκας Καλφοπούλου. Τραγούδησα την άρια της τρίτης
πράξης από την Τόσκα κι ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που με έκαναν δεκτό με
υποτροφία. Στο Ωδείο σπούδασα πέντε χρόνια. Το 1955 πήρα το δίπλωμα Μονωδίας με άριστα μετ’ επαίνου. Ως
σπουδαστής του Ωδείου, έδωσα εξετάσεις
στην Εθνική Λυρική Σκηνή και προσλήφθηκα ως χορωδός. Σαράντα άτομα δώσαμε εξετάσεις για
δύο θέσεις χορωδών. Πήγα και βρήκα τον διευθυντή της Σκηνής του θεάτρου της Λυρικής
Σκηνής και του ζήτησα να τραγουδήσω εγώ πρώτα για να μην παρατείνεται η αγωνία
μου. Έδωσα εξετάσεις με την άρια του τενόρου από την όπερα του Puccini Butterfly. Μόλις τέλειωσα πήγα να φύγω από τη σκηνή. Τότε ακούω από την
πλατεία του θεάτρου τον Διευθυντή να φωνάζει: «Μικρέ, μικρέ, πώς λέγεσαι;».
Απάντησα:
«Χατζηνικολάου Νικόλαος».
«Εντάξει
πήγαινε» ανταπάντησε.
Μέσα
στα παρασκήνια ήταν ένας παλιός τενόρος, ο Μαυράκης και μου είπε «Μικρέ,
πέρασες». Από τους 40 πέρασα εγώ κι ένας άλλος. Κι έτσι άρχισε η καριέρα μου.
Βρέθηκα ξαφνικά στη χορωδία της Λυρικής
Σκηνής.
-Σε ποιά ηλικία;
-Ήμουν
κοντά στα 28. Έκανα δυο χρόνια στη χορωδία. Αλλά με είχαν αντιληφθεί, γιατί
είχα πάρει και το βραβείο στις εξετάσεις για το δίπλωμά μου, και είχε αρχίσει
να συζητείται ότι βγήκε ένα καινούργιο ταλέντο από το Ωδείο. Θυμάμαι ότι ένας
παλιός τραγουδιστής, ο Επιτροπάκης, με
χτύπησε στον ώμο και μου είπε: «Μικρέ, πάρε και μάθε δυο τρεις όπερες απ’ έξω
μόνος σου. Κάποιος θα αρρωστήσει, κάτι θα γίνει και θα μπεις εσύ μέσα και αν θα
τραγουδήσεις καλά μια όπερα, τελείωσε, θα μπεις στους πρωταγωνιστές.» Έτσι,
μελέτησα επισταμένα τρεις όπερες. Δύο χρόνια αργότερα, το 1957, πρωτοεμφανίστηκα
ως σολίστ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς ερμηνεύοντας τον ρόλο του Έντουαρντ στην
όπερα «Λουτσία του Λάμερμουρ» του Γκαετάνο Ντονιζέτι, που ανέβασε η Εθνική
Λυρική Σκηνή. Ο κόσμος που είχε μάθει ότι κάποιο καινούργιο ταλέντο έρχεται να
τραγουδήσει, έσπευσε να παρακολουθήσει την
παράσταση και το χειροκρότημα που πήρα τότε ήταν ανεπανάληπτο. Την άλλη μέρα με
παίρνει ο διευθυντής και μου λέει: «Μπαίνεις ως πρωταγωνιστής στη Λυρική
Σκηνή».
Στο
μεταξύ, ήρθε ο Μοσχονάς, ο διάσημος μπάσος από την Μετροπόλιταν Όπερα της
Αμερικής για να ανεβάσει τον Φάουστ και ο διευθυντής της Ε.Λ.Σ., ο Κωστής Μπαστιάς
του είπε:
«Έχω
έναν τενόρο, έλα να τον ακούσεις, αν δε σου κάνει, θα φέρουμε άλλον».
Ήρθε
λοιπόν εκεί που έκανα πρόβες, με άκουσε και είπε στον Μπαστιά:
«Πού
τον είχες αυτόν;».
Κι
έτσι συμπρωταγωνιστήσαμε στον Φάουστ. Αφού έκανα τις πρώτες 6-7 παραστάσεις, ακολούθησε
η μετάκληση ενός άλλου τενόρου, γιατί τότε τραγουδούσαμε εμείς πρώτα και στη
συνέχεια έφερναν κι από το εξωτερικό. Έφεραν λοιπόν έναν τενόρο για να
τραγουδήσει με τον Μοσχονά, αλλά στην πρώτη πράξη, «έσπασε» η φωνή του. Κάτι
έπαθε και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ήταν να διακόψουν την παράσταση. Έτυχε να περνάω εγώ έξω από το
θέατρο, και με φωνάζουν:
«Χατζηνικολάου,
πού πας;»
«Τι
συμβαίνει;» ρώτησα
«Ο
τενόρος φρακάρισε κλείνει το θέατρο».
Μπαίνω
μέσα και μόλις με είδε ο διευθυντής, καταϊδρωμένος φώναξε:
«Που
είσαι και σε ψάχνουμε;»
Απάντησα
χωρίς δεύτερη σκέψη, παρά το ότι δεν είχα προετοιμαστεί για παράσταση εκείνη
την ημέρα:
«Φέρτε
μου τα ρούχα αμέσως».
Ντύνομαι
στα παρασκήνια και μπαίνω στη δεύτερη
πράξη. Βέβαια, ο κόσμος τα έχασε. Μόλις άρχισε η δεύτερη πράξη, μπήκα μέσα και συνέχισα
σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Θυμάμαι τον Μοσχονά να μου ψιθυρίζει επί σκηνής «Βρε
μπαγάσα, πού ήσουνα;».
Κάναμε
αυτήν την παράσταση, ο κόσμος ενθουσιάστηκε και αυτό λειτούργησε ως εφαλτήριο
για τη συνέχεια της καριέρας μου. Μετά ερμήνευσα το Ελιξίριο, την Τόσκα, τον
Τροβατόρε…περίπου σαράντα όπερες. Στην ιστορία της Λυρικής Σκηνής δεν έχει ερμηνεύσει
άλλος καλλιτέχνης τόσα έργα.
-Ποιον θεωρείτε τον σημαντικότερο ρόλο που έχετε ερμηνεύσει στην πολυετή
καριέρα σας;
-Σε
όλα αυτά τα έργα πάντα ήμουν ο πρωταγωνιστής, ο πρώτος τενόρος. Προτιμούσα όμως
τον Βέρντι .
-Τι σας πήγαινε στη
φωνή;
-Ήμουν
λυρικοδραματικός τενόρος.
-Δηλαδή σας συγκινούσαν
περισσότερο οι ρομαντικοί ρόλοι ή οι ηρωικοί;
-Και
οι ηρωικοί και οι ρομαντικοί ρόλοι. Δεν τραγουδούσαμε ό,τι θέλαμε εμείς. Ό,τι
έργα επέλεγε το θέατρο.
-Τι άλλο θα θέλατε να
έχετε ερμηνεύσει; Υπάρχει κάποιο έργο που θα θέλατε να έχετε παίξει;
-Όχι,
όλα τα έργα που ήθελα τα έχω παίξει.
-Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία σας;
-Η
όπερα Λουτσία του Λάμερμουρ. Ως χορωδός και αμέσως μετά αναβαθμίστηκα σε πρωταγωνιστής.
-Δουλεύατε πολλές ώρες;
-Κάθε
καινούργιο έργο χρειαζόταν ενάμιση μήνα εκμάθησης. Ξεκινούσαμε με ατομική
προγύμναση υπό τη συνοδεία πιάνου και συνεχίζαμε ομαδικά με την ορχήστρα του
θεάτρου.
-Ποιους θεωρείτε ως τους
σημαντικότερους σταθμούς στην καριέρα σας ;
-Ένας
σημαντικός σταθμός της καριέρας μου ήταν όταν το καλοκαίρι του 1958 έκανα το
ντεμπούτο μου στο Ηρώδειο με την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκλούκ. Στο
Ηρώδειο έδωσα κι άλλες παραστάσεις και τραγούδησα με πολλούς σημαντικούς ξένους
τραγουδιστές, όπως στον Οθέλο μαζί με τον Τίτο Κόμπι, πρωταγωνιστή της Ιταλίας,
και άλλους.
-Έχετε παίξει και εκτός Ελλάδας;
-Όλοι
αυτοί οι πρωταγωνιστές που ερχόταν, δηλαδή οι μπάσοι, οι βαρύτονοι, από το
εξωτερικό με άκουγαν και μου έλεγαν:
«Μένεις
ακόμη στην Αθήνα και δεν έρχεσαι στην Ευρώπη;».
Μια
φορά ο διευθυντής ο Μπαστιάς φώναξε τον
Ανσαλόνε. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος, που πήγαινε στα θέατρα τους
μεγάλους πρωταγωνιστές. Και του λέει:
«Έχω
έναν τενόρο. Θέλεις να τον ακούσεις να μου πεις τις εντυπώσεις σου;». Με
παίρνουν τηλέφωνο τον Φεβρουάριο, και με ξυπνάνε 6 το πρωί. Ρωτάω:
«Τι
συμβαίνει;».
Ήταν
εκεί μια κοπέλα και μου λέει:
«Κύριε
Χατζηνικολάου, επιθυμία του Γενικού είναι να είστε σε μια ώρα στη σκηνή.»
«Τι
συμβαίνει;»
«Δεν
ξέρω.»
Ντύνομαι, πάω στη σκηνή, βλέπω τον πιανίστα με
διάφορα βιβλία από όπερες και μου ζήτησε να τραγουδήσω. Λέω:
«Tι συμβαίνει;»
«Ξέρω
κι εγώ; Κι εμένα με φωνάξανε εδώ να παίξω.»
Έρχεται
ο Διευθυντής και μου λέει:
«Κύριε
Χατζηνικολάου, με συγχωρείτε που σας φώναξα τόσο πρωί, αν είναι δυνατό να μας
πείτε δυο - τρεις άριες, αν δεν μπορείτε
δεν πειράζει.»
«Κύριε
Γενικέ, είπα κι εγώ, τώρα που με φέρατε, πάμε.»
Ο Ανσαλόνε είχε πει στον διευθυντή ότι ήθελε έναν
τενόρο, γιατί είχε αύριο παράσταση στη Ρώμη και ο δικός του τενόρος αρρώστησε.
Του είπα τέσσερις άριες. Μου λέει:
«Εντάξει,
ευχαριστώ πολύ.»
Σηκώνω
το χέρι και λέω:
«Κύριε
Γενικέ, τώρα αρχίζω.»
Τραγούδησα
άλλες έξι άριες. Με πιάνει το βράδυ ένας από τους μαέστρους της Λυρικής ο
αείμνηστος Παρίδης, και μου λέει:
«Μικρέ,
έσκισες το πρωί. Ξέρεις ποιος ήτανε πίσω; Ο Ανσαλόνε. Σε πούλησε ο Διευθυντής.
Όταν του είπε “Αυτόν τον παίρνω.” του λέει ο Μπαστιάς “Μη μου τον παίρνεις,
γιατί θα μου κλείσεις το θέατρο. Τραγουδάει όλες τις όπερες. Όπου και να τον
βάλουμε είναι σίγουρος”.»
«-Η
όπερα είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική τέχνη ;
-Το
πρώτο πράγμα που θέλει η όπερα είναι η φωνή. Φωνή, φωνή, φωνή. Αν δεν έχεις
φωνή…Από κει και πέρα πρέπει να έχεις έναν ρομαντισμό μέσα σου, να μπορείς να
αφομοιώσεις αυτά που σου δείχνει ο σκηνοθέτης. Και να έχεις ένα χρώμα, να
τραγουδάς γλυκά, με φράσεις, όλα.
-Εσείς τα διαθέτατε όλα αυτά.
-Ναι, τα είχα.
-Ποιο ήταν το δικό σας χαρακτηριστικό γνώρισμα που άρεσε;
-Σε
ορισμένες νότες, συνήθως στο ψηλό ρετζίστρο, όταν το έκρινα εγώ αναγκαίο,
ξεκινούσα φορτίσιμο και σταδιακά έσβηνα μέχρι να φτάσω στο πιανίσιμο. Αυτό το
διδάχθηκα από μεγάλους ευρωπαίους τενόρους με την ακουστική μελέτη
ηχογραφημένων παραστάσεών τους.
-Ποιο είναι το μυστικό
για έναν τενόρο ώστε να διατηρεί την υγεία της φωνής του και να τραγουδά για
πολλά χρόνια;
-Πρώτα
απ’ όλα καλή ζωή. Να μην καπνίζεις, να μην πίνεις πολύ. Να κοιμάσαι σωστά, να
μελετάς πολύ. Εγώ δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου. Ασχολούμουν πάντα και με τον αθλητισμό. Ήμουν και είμαι χειμερινός
κολυμβητής, κρατιόμουν γερά.
-Για έναν τραγουδιστή
της όπερας αρκεί μόνο να έχει σπουδαία φωνή ή χρειάζεται και κάτι περισσότερο;
-Χρειάζεται
να έχει προσωπικότητα, ταλέντο, φωνή
αλλά να έχει και ψυχή.
-Πως κρίνετε το κοινό
της όπερας στην Ελλάδα, ο Έλληνας είναι εξοικειωμένος με την όπερα ;
-Είναι
μάλλον πολύ εξοικειωμένος. Τώρα θα μου πείτε ότι τα μπουζούκια έχουν
περισσότερο κόσμο, αλλά και το θέατρο
είναι πάντα γεμάτο.
-Είχατε μεγάλο κοινό;.
-Βέβαια
είχα μεγάλο κοινό. Ξέρετε όμως ήμουν ένας άγνωστος από τον Έβρο κι αυτό δεν μου το
πολυσυγχωρούσαν. Όχι λόγω Έβρου, αλλά επειδή ήμουν ένας άγνωστος. Με είχαν για
χωριατόπαιδο. Επικράτησα όμως. Έπαιξα και πρωταγωνίστησα για περισσότερα από
τριανταπέντε χρόνια. Υπήρχαν και άλλοι καλοί, αλλά εγώ πρόσεχα τη δουλειά μου.
Και από εκεί και πέρα οι μαέστροι είχαν τον πρώτο λόγο. «Ποιος θα τραγουδήσει;
Αυτός, αυτός κι αυτός.» Και όλοι θέλανε εμένα. Γιατί ήταν σίγουροι για μένα.
-Ερχόταν και σας άκουγαν από τον Έβρο όταν
παίζατε; Φίλοι, συγγενείς;
-Βεβαίως.
Παλιοί καθηγητές από το σχολείο, από το Γυμνάσιο.
-Ήρθε ποτέ να σας ακούσει
καμιά προσωπικότητα;
-Ήρθαν
πρωθυπουργοί, ο Καραμανλής ήρθε και με συνεχάρη. Με τον Μοσχονά που κάναμε το
Φάουστ, μας φώναξε η Φρειδερίκη και ο βασιλιάς να με συγχαρούνε. Και ερχόταν
και πολλοί υπουργοί στο καμαρίνι και μου έδιναν συγχαρητήρια. Σε κάθε παράσταση.
Μετά από τόσα χρόνια
λαμπερής καριέρας πώς θα χαρακτηρίζατε
τον εαυτό σας;
-Ως έναν πετυχημένο. Από το
Διδυμότειχο, άρχισα από το μηδέν και έφτασα στο Ω στην Αθήνα. Αισθάνομαι
υπερήφανος που κατάφερα μόνος μου, με τις δικές μου δυνάμεις στη δουλειά μου,
στη μελέτη μου και στο τραγούδι να πάρω αυτή τη θέση του πρώτου τενόρου, του
πρωταγωνιστή.
-Περισσότερο από
τριανταπέντε χρόνια ήσασταν βασικός πρωταγωνιστής στη Λυρική Σκηνή και
συνεργαστήκατε με μεγάλα ονόματα,
έλληνες και ξένους. Θυμάστε κάποιους από αυτούς;
-Από
ξένους θυμάμαι τον Άλτο Πρόντι, ο οποίος ήταν ο καλύτερος βαρύτονος στη Σκάλα
του Μιλάνου, τον Χερλέα τον Ρουμάνο, βαρύτονος κι αυτός, παίξαμε μαζί Τροβατόρε, τον Τίτο Κόμπι που
παίξαμε Οθέλο. στο Ηρώδειο, τον
Γκιουζέλεφ από τη Βουλγαρία, τον Βίκερς, την Μαρτσέλα Πόμπε. Από έλληνες
θυμάμαι τη Ζωή Βλαχοπούλου, τη Σούλα Γλαντζή, τη Μαρία Κερεστεντζή, την Κική
Μορφονιού, τον Κώστα Πασχάλη.
-Τόσα χρόνια που ήσασταν
στη σκηνή είχατε συμπαράσταση από την οικογένειά σας;
-Κοίταξε,
το ότι παντρεύτηκα ήταν μια επιτυχία. Γιατί πήρα γυναίκα η οποία είναι γιατρός.
Τη λένε Άννα. Κάναμε μια κόρη, τη Μάρθα,
η οποία σήμερα είναι δικηγόρος . Αυτά όλα τα πράγματα τα θεωρώ επιτυχία. Μια
οικογένεια 35 χρόνια και είμαστε αγαπημένοι. Έχω κι ένα σπίτι στο Λυκαβηττό, που
βλέπει όλη την Αθήνα και την Πάρνηθα. Όλα αυτά παίζουν ένα ρόλο για τη γαλήνη.
Νιώθω γεμάτος. Έχω πετύχει. Ξεκίνησα ξυπόλυτος που λένε, κι έφτασα εδώ και έγινα
πρίγκιπας.
..................................................................................................................................................
(ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ)
O Νίκος
Χατζηνικολάου γεννήθηκε το 1922 στο Διδυμότειχο όπου και ολοκλήρωσε τις
εγκύκλιες σπουδές του. Το θαυμάσιο φωνητικό του ταλέντο ανακαλύφθηκε κατά τα γυμνασιακά
του χρόνια από τον Γιώργο Τσιτσιπάπα, έναν φιλόμουσο Σουφλιώτη, που εργαζόταν
στο Δημόσιο Ταμείο Διδυμοτείχου, διατηρούσε μαντολινάτα και δίδασκε αφιλοκερδώς
μουσική στα παιδιά. Μετά την κατοχή και με την παρότρυνση του Τσιτσιπάπα, ο
Χατζηνικολάου πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει κλασικό τραγούδι. Εκεί γράφεται
στο Εθνικό Ωδείο, στην τάξη Μονωδίας της Μαρίκας Καλφοπούλου, η οποία τον κάνει
δεκτό με υποτροφία, πληρώνοντας η ίδια τα δίδακτρά του. Το 1955 λαμβάνει το
Δίπλωμα Μονωδίας με βαθμό «Άριστα & Α΄ Βραβείο Παμψηφεί μετά Αριστείου
Εξαιρετικής Επιδόσεως». Ως σπουδαστής του Ωδείου δίνει εξετάσεις στην Λυρική
Σκηνή και προσλαμβάνεται ως Χορωδός. Το 1957 πρωτοεμφανίζεται ως Σολίστ στο
Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, ερμηνεύοντας το ρόλο του Edward στην Όπερα «Λουτσία του Λάμερμουρ»
του Gaetano Donizetti που ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Μετά από την ενθουσιώδη υποδοχή
των κριτικών της εποχής ακολουθούν συνεχείς πρωταγωνιστικές εμφανίσεις στην
Εθνική Λυρική Σκηνή και το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής τον προαγάγει σε Μονωδό.
Το καλοκαίρι του 1958 κάνει το «ντεμπούτο» του στο Ηρώδειο με την «Ιφιγένεια εν
Ταύροις» του C. W. Gluck. Ακολουθεί μία λαμπρή σταδιοδρομία
ως Πρώτος Τενόρος της Ε.Λ.Σ., κατά την οποία ερμηνεύει περί τους 40 αντίστοιχους
φωνητικούς κορυφαίους ρόλους σε ισάριθμες Όπερες (Από τις σημαντικότερες αυτών
οι Τροβατόρε, Οθέλλος, Αΐντα, Μάκβεθ, Η δύναμη του πεπρωμένου του Βέρντι, Τόσκα,
και Μποέμ του Πουτσίνι, Δον Τζιοβάνι του Μότσαρτ, Φάουστ του Γκουνώ, Τανχώυζερ
του Βάγκνερ, Μπορίς Γκουντουνόφ του Μούσσοργσκυ, Κάρμεν του Μπιζέ κ.τ.λ.). Για
20 περίπου χρόνια ο τενόρος Νικόλαος Χατζηνικολάου παραμένει βασικός
πρωταγωνιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής συνεργαζόμενος με κορυφαία ονόματα του
διεθνούς καλλιτεχνικού χώρου. Σημειωτέον ότι ενώ του δόθηκαν ευκαιρίες για μία
λαμπρή σταδιοδρομία στο εξωτερικό, αυτός προτίμησε να προσφέρει το φωνητικό του
ταλέντο στην πατρίδα μας, ως μόνιμο πρωταγωνιστικό στέλεχος του μοναδικού
λυρικού θεάτρου της χώρας. Για την προσφορά του αυτή και για τις καλλιτεχνικές
του υπηρεσίες η Ελληνική πολιτεία του χορήγησε τιμητική σύνταξη. Πρέπει επίσης
να μνημονεύσουμε το αναμνηστικό μετάλλιο με το οποίο τιμήθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης για την
ενεργό συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της κατοχής και
ενόσω ζούσε ακόμα στο Διδυμότειχο.
Ο κος Χατζηνικολάου αποτελεί ένα
λαμπρό παράδειγμα ενός προικισμένου νέου που ξεκινά με τις δυσχερέστερες προϋποθέσεις,
σε μία φτωχή προσφυγική οικογένεια, σε μία ακριτική περιοχή, σε καιρό κατοχής
και με πίστη και ελπίδα κατεβαίνει στην Αθήνα ολομόναχος, μη έχοντας
διασφαλίσει ούτε τα απαραίτητα προς το ζην. Καταφέρνει σιγά-σιγά με την πάροδο
του χρόνου να πείσει τους μεγάλους διδασκάλους και το καλλιτεχνικό κοινό της
πόλης των Αθηνών για τις δυνατότητες του και σταδιοδρομεί επιτυχώς φτάνοντας
μέχρι την κορυφή της πυραμίδας. Η ζωή
του ας αποτελέσει παράδειγμα για όλους
εκείνους τους νέους, που πιστεύοντας στον εαυτό τους και στα χαρίσματα με τα
οποία τους προίκισε η φύση θέτουν ένα ευγενή, υψηλά ιστάμενο στόχο και
προσπαθούν να τον προσεγγίσουν κάτω από οποιασδήποτε μορφής αντιξοότητες.
.................................................................................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου