ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΤΖΙΚΩΦ
Κατάθεση ψυχής στη θεατρική σκηνή
Ήταν καλοκαίρι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτογνώρισα την Christophe De Menil, την περίφημη ενδυματολόγο, πριν την πολυσυζητημένη παράσταση της Περσεφόνης του Robert Wilson σε παγκόσμια πρώτη εκτέλεση στο Αρχαίο Στάδιο Δελφών το 1995, με κοστούμια της De Menil και μουσική του Philip Glass. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια της: «Οι Έλληνες συνάδελφοί μου είναι πολύ τυχεροί, γατί έχουν, κατά πρώτο, μια άμεση και ενστικτώδη σχέση με την τραγωδία και, κατά δεύτερο, έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν για τα πιο ξακουστά θέατρα του κόσμου». Της έδειξα λευκώματα και βιβλία για τη σκηνογραφία και τα κοστούμια στο Εθνικό Θέατρο. Τα φυλλομέτρησε αργά, με προσοχή, σταματώντας άλλοτε στη δουλειά του Γιάννη Τσαρούχη και του Νίκου Γεωργιάδη, άλλοτε του Βασίλη και του Διονύση Φωτόπουλου, της Θεώνης Βαχλιώτη –Ώλντριτζ και του Γιάννη Μετζικώφ, εκφράζοντας μεγάλο θαυμασμό για τα επιτεύγματα της ελληνικής σκηνογραφίας.
Ο Γιάννης Μετζικώφ ανήκει στους ιδιαίτερα επινοητικούς δημιουργούς: ζωγράφος, γλύπτης και σκηνογράφος, μοίρασε τη δημιουργική του δράση με περίσσια σύνεση, κατακτώντας το προσωπικό του ιδίωμα με λογισμό και με όραμα. Με τη ζωγραφική και γλυπτική του κατάφερε να οξύνει την αισθητική μας και να διευρύνει τη σκέψη μας απέναντι στο απέραντο και ανεξερεύνητο μυστήριο του σύμπαντος. Με τα κοστούμια και τα σκηνικά του μας δίδαξε ότι η σκηνογραφία είναι σημαντική για το θέατρο και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ούτε ως «αναγκαίο κακό», ούτε ως «αντιπνευματικό στολίδι» μιας παράστασης. Τα θεατρικά του κοστούμια φανερώνουν την επιθυμία του να εξευγενίσει την ύλη μέσα από τις πιο λεπτές εκφράσεις της τέχνης του, μεγαλώνοντας τον κόσμο του θεάτρου. Κάθε κοστούμι του, με απόλυτη αίσθηση αρμονίας, εκφράζει το ρόλο και την αξία του έργου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια υπηρετεί το ελληνικό θέατρο με υπευθυνότητα, ακολουθώντας μια εξελικτική διαδρομή, μέσα σ’ όλο σχεδόν το φάσμα του αρχαίου ελληνικού δράματος και κορυφαία έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου (Σαίξπηρ, Στρίμπεργκ, Ίψεν, Τσέχωφ, Ανούιγ, Γκαίτε, Πιραντέλλο κ.ά.) επίσης, παθιασμένα ασχολήθηκε με την όπερα και το χορό: Αριάδνη στη Νάξο, Μάκβεθ, Φεντόνα, Φιντέλιο, Λίμνη των Κύκνων, Μαραθών-Σαλαμίς, Κάντο Χενεράλ κ.ά., «ανασταίνοντας» με μοναδική εκφραστική δύναμη, τη δράση και τους ρόλους.
Αριστούχος φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ενωτίστηκε από νωρίς τα διδάγματα του δασκάλου του Γιάννη Μόραλη, κατακτώντας το προσωπικό του ύφος. Ο Μετζικώφ πεισματικά εμμένει στις δικές του αξίες, διαχωρίζοντας το γνήσιο από το κάλπικο και την επίδραση από τη μίμηση. Η ουσιώδης παρουσία του στη θεατρική και εικαστική ζωή συνδυάζει την πραγματική σοφία με τη λυρική φαντασία. Τα πρωτόφαντα κοστούμια και οι ευφάνταστες μάσκες, θαρρείς ότι προκαλούν στην ψυχή του θεατή την πεποίθηση ότι νικούν τη μοίρα της ανθρώπινης θνητότητας. Οι μάσκες του, νατουραλιστικές ή αφαιρετικές, από πολύχρωμα, πολύτιμα ή απλά υλικά, ενδυναμώνουν την ατμόσφαιρα της σκηνής με μοναδική αισθητική δύναμη. Στο σχεδιασμό των κοστουμιών του αποφεύγει τις λεπτομερείς μακέτες, βασιζόμενος σε πρόχειρα σχέδια, δίνοντας προτεραιότητα στην προσεκτική μελέτη και το κόψιμο του πατρόν. Χρησιμοποιεί άλλοτε φτηνά υλικά, που τα κάνει να φαίνονται μοναδικά και βαρύτιμα, και, άλλοτε, εντυπωσιακά, χρυσοκέντητα υφάσματα, υπηρετώντας τις ανάγκες της παράστασης. Επιδιώκει ώστε κάθε κοστούμι να διατηρεί την αυτοτέλειά του και, ταυτόχρονα, να λειτουργεί σαν μέρος ενός συνόλου για την κορύφωση της παράστασης. Ξέρει να κερδίζει τη μαγεία στη σκηνή μέσα από τις αντιθέσεις των κοστουμιών του, που στοιχίζονται με τις αντιθέσεις των χαρακτήρων, των ηρώων της παράστασης. Τα άριστα χειροτεχνικά του κοστούμια αντανακλούν τη βαθιά αγάπη του για τη ζωγραφική. Ο ίδιος, εξάλλου, ανυπόκριτα μιλάει για το σεβασμό του απέναντι στον Ρέμπραντ, που αγόραζε παλιά κοστούμια από το θέατρο για να ντύνει τα βιβλικά πρόσωπα των πινάκων, του ή τον Ντε Κίρικο, που φορούσε ρούχα άλλων εποχών για να φιλοτεχνήσει τις αυτοπροσωπογραφίες του.
Ο Μετζικώφ προσπαθεί να διαφοροποιείται μέσα από την πράξη της ζωγραφικής, να τελειοποιεί την τεχνική του και να ολοκληρώνει σε ενότητες τις οραματικές του ιδέες. Η έκθεση σχεδίων του, το 1998, στο Κρατικό Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Α.Σ. Πούσκιν, στη Μόσχα, με τίτλο «Μεταμορφώσεις» αποκαλύπτει τη βαθιά ζωγραφική παιδεία και ικανότητα του να συναιρεί τη συναισθηματική έκφραση με την πλαστική εναρμόνιση. Η προσήλωσή του απέναντι στην ανθρώπινη μορφή και η απόδοσή της μ’ όλες τις αξίες ενός ιδιαίτερου φωτισμού είναι παντού πρόδηλη. Δημιουργεί σχέδια μιας ανατρεπτικής, αινιγματικής και στοχαστικής εικονοπλασίας. Ένα κόσμο, που εκφράζει την κοσμογονική του περιπέτεια μέσα από τη γραφή του μαύρου μολυβιού στη λευκή επιφάνεια, δίνοντας προβάδισμα στη μεταμόρφωση και τη δημιουργία μιας νέας εικόνας. Το κύλισμα της χειρονομίας του έχεις την αίσθηση ότι ακολουθεί την κλίμακα ανόδου προς την απελευθέρωση, την τελείωση. Μ’ ένα ατελείωτο πλέγμα γραμμών, υφαίνει τις φιγούρες του, δίνοντας πλασμό, ανάλογο μ’ εκείνο που συναντάμε στα ανάγλυφα. Δεν εστιάζει την προσοχή του στο περίγραμμα του σχεδίου, αλλά στην τρισδιάστατη απόδοση. Η πλαστική του έκφραση κορυφώνεται στη σύνδεση μορφής –σκιάς, διατηρώντας το μέτρο ως αρχή κάθε σχεδιαστικής του απόπειρας. Η εικαστική του τέχνη σηματοδοτείται από την ενάργεια, τη διαρκή δράση των συνεχών μεταπλάσεων της εικόνας. Σκιά και φως είναι ο δρόμος που ακολουθεί για να εκφράσει, μέσα από την αδιαχώριστη δυαδικότητα, τις δικές του μορφές. Η ζωγραφική για τον Μετζικώφ είναι μια πράξη ουσιαστική πέρα από κάθε συμβολισμό, που του παρέχει τη δυνατότητα να μετατρέπει το τρισδιάστατο σε δισδιάστατο, δηλαδή από την αλήθεια του πραγματικού στην άλλη αλήθεια της τέχνης.
Το 1993 παρουσίασε την εντυπωσιακή εγκατάσταση με τις γλυπτικές του δημιουργίες, στη Γκαλερί της Βίκυ Δράκου, με τίτλο «Φανέντα», επεμβαίνοντας στο χώρο με μυστηριακή διάθεση, θαρρείς σαν να επιχειρούσε να μας μυήσει στο κύκλο της ζωής. Παράλληλα, οι συνεχείς παραπομπές στο αρχετυπικό σχήμα του κύκλου και οι σπειροειδής φόρμες από σίδερο, που προεκτείνουν τον ρυθμό τους μέσα στο χώρο, παραπέμπουν στην αέναη περιστροφή του χρόνου και της ζωής. Στη γλυπτική του δουλειά, η δημιουργική ενέργεια στοχεύει στην αιώνια ευφροσύνη. Δημιουργεί στέρεες φόρμες στο βάρος και στη μάζα, εναρμονίζοντας τη φόρμα με το περιεχόμενο. Ο προβληματισμός του για τις απαρχές της ζωής είναι έκδηλος, όπως και στην ενότητα γλυπτών που πρωτοπαρουσίασε στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, το 1994. Πρόκειται για έργα με ιδιαίτερη έμφαση στη στερεότητα και την ισορροπία των όγκων, στη δομή και τις αναλογίες, έτσι ώστε να εναρμονίζεται η φόρμα με το περιεχόμενο. Εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι οι οικουμενικές αξίες της ζωής και η απόδοση της έντασης σε κάθε του γλυπτό. Η απόδοση του όγκου στο χώρο, η σύγκρουση ανάμεσα στο φως και τη μάζα. Αποφεύγει να χρησιμοποιεί εύπλαστα υλικά, όπως ο πηλός ή το ξύλο, και δουλεύει με στέρεα υλικά, σε μεγάλη κλίμακα. Οι περίοπτες ατσάλινες φόρμες του συνδέονται με την ιστορία του πολιτισμού, στον οποίο ανήκουν, όπως και ο δημιουργός τους. Σ’ αυτά τα έργα κατάφερε να μεταφέρει την αγωνία και την πνοή για τη ζωή από τους ουμανιστικούς τους πινάκες. Αυτή, εξάλλου, η ανθρωποκεντρική του ζωγραφική, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έως σήμερα, συνεχώς στρέφεται γύρω από το υπαρξιακό ερώτημα της ζωής και της τραγικής μοίρας του ανθρώπου. Εκείνο που τον απασχολεί είναι η ψυχική έκφραση της μορφής και η απόδοση της ενσαρκωμένης αλήθειας του. Εγχείρημα δύσκολο αφού στοχεύει στις αιώνιες και απαρασάλευτες δυνάμεις της ψυχής. Ενώ με τη σκηνογραφική του δουλειά επιχειρεί να μεταβάλει το σκηνικό ψέμα σε αλήθεια, αντιμέτωπος πάντα με το χρέος του απέναντι στη τέχνη, να κάνει πιστευτό το απίστευτο και φυσικό το αφύσικο. Τα τεχνικά προβλήματα, που κάθε φορά έχει να αντιμετωπίσει, είναι πολλά και δύσκολα, όπως η πλήρης σύλληψη του νοήματος της τραγωδίας ή του τραγικού πάθους. Έμπειρος στην αντιμετώπιση των αυξημένων σκηνοθετικών ευθυνών, τολμά και κατακτά μια νέα αισθητική τελείωση.
Ο Γιάννης Μετζικώφ γνωρίζει ότι τίποτα στην τέχνη και στη ζωή δεν είναι ασήμαντο και άσχημο. Διαβλέποντας πόσο τεράστια είναι η δύναμη της σκηνής, βάλθηκε να την προικίσει με μια άλλη εικόνα, εκείνης που θα την αναγκάσει να δει τον πραγματικό της εαυτό. Στο θέατρο, εξάλλου, δεν συναντιούνται όλοι οι άνθρωποι και όλες οι εποχές. Εκεί δεν συναντούμε την πολυποίκιλη εικόνα της πραγματικότητας του κόσμου μας. Στόχος του δεν είναι η ιστορική πιστότητα, αλλά η σαφήνεια της πραγματικότητας μιας εποχής, αφού, με το σύνολο το έργου του, διατρέχει αιώνες διαφορετικών πολιτισμών, φιλοσοφικών, θρησκευτικών και πολιτικών αντιλήψεων, δίνοντας μια άλλη διάσταση του κόσμου μας. Η βαθιά γνώση και εμπειρία του τον βοηθάει να αντιμετωπίζει αλλιώς μια παράσταση εξωτερικού χώρου στην Επίδαυρο ή στο Ηρώδειο και διαφορετικά στο Εθνικό Θέατρο ή στο Μέγαρο Μουσικής. Το αρχαίο θέατρο τον δίδαξε πώς να αξιοποιεί την έξαρση του οπτικού στοιχείου, χωρίς να παραγνωρίζει τη σημασία του λόγου και της δράσης. Στη δουλειά του, η ζωγραφική του φαντασία συναντιέται άμεσα με την πλοκή και τη δομή του έργου, αποφεύγοντας καθετί φαντασμαγορικό και ξένο προς την ουσία του έργου. Με το πολυεπίπεδο έργο του κατάφερε να γεφυρώσει τον κόσμο του αισθήματος με τον κόσμο της αντίληψης, προσδιορίζοντας το αίσθημα και δίνοντας μορφή στην αντίληψη. Έτσι, βρήκε σύμβολα που εκφράζουν τα αισθήματά του, μα, παράλληλα, αντανακλούν και τα αισθήματα της ανθρωπότητας. Τα λόγια του μεγάλου απόντα της ελληνικής ζωγραφικής και σκηνογραφίας Γιάννη Τσαρούχη του δίνουν τα έναυσμα για να συνεχίζει πεισματικά την εμπνευσμένη του δουλειά: «Για μένα η σκηνογραφία υπήρξε ένα σκληρό επάγγελμα που πολύ σπανίως μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω κάτι καλλιτεχνικό. Έσω πάντα την ατυχία να προηγούμαι πενήντα χρόνια της εποχής μου» Γ. Τσαρούχης: Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος.
Ο Μετζικώφ υπηρετεί τη ζωντανή θεατρική τέχνη και ευτύχισε, τη δουλειά του να τη δει και να την νοιώσει ο κόσμος. Οι ενδυματολογικές του δημιουργίες αντανακλούν τη συνέπεια του οραματικού του κόσμου, αποκαλύπτοντάς μας την πολυεπίπεδη εικαστική του δημιουργία. Αξίζει να σημειωθεί και ο γεγονός ότι σκηνογραφώντας παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, ντύνει με διαφορετικό κοστούμι το κάθε μέλος του χορού. Με μυστική μετουσίωση και βακχευμένος από το θεό του θεάτρου, ο Μετζικώφ, σ’ όλη τη διαδρομή του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Οιδίποδα, την Εκάβη, την Αντιγόνη, προσπαθώντας να αγγίξει, τη μορφή τους, τον πόνο και το ήθος τους. επιλέγει στοχαστικά εκείνα τα θεατρικά έργα που θεωρεί ότι ταιριάζουν περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία του, ενστερνιζόμενος συνειδητά το λόγια του Πλάτωνα: «Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόρου, ουχ δαίμων λήξεται, αλλ’ υμείς δαίμονα αιρήσεσθε» (Δεν θα σας διαλέξει η τύχη, ο δαίμων, εσάς, αλλά εσείς θα διαλέξετε την τύχη, το δαίμονά σας). Αυτές ίσως οι φιλοσοφικές σκέψεις από τον Πολιτεία να έχουν καθορίσει και τη στάση του απέναντι στην τέχνη. Το κοστούμια και οι μάσκες του, από το ξεκίνημα του μέχρι σήμερα, μαρτυρούν την αξεπέραστη αξία της δημιουργίας του και την πολύτιμη συμβολή του στο σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι επιτρέποντας μας να τον θεωρούμε ένα γνήσιο δημιουργό υπεράνω αμφιβολίας.
Τάκης Μαυρωτάς
Διευθυντής Εικαστικού Προγράμματος
Ιδρύματος Β.&Μ. Θεοχαράκη
........................................................................................................................................................................
Μαρίνα Λαμπράκη –Πλάκα
Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΤΖΙΚΩΦ
Ο Γιάννης Μετζικώφ, αυτός ο μάγος των ψευδαισθήσεων, κατάγεται από έναν διπλό κόσμο, έναν διπλό αντικατοπτρισμό της ζωής: το θέατρο και τη ζωγραφική. Τα προσωπεία του δεν ανήκουν ούτε στον κόσμο του θανάτου (εντάφιες προσωπίδες), ούτε στον κόσμο της ζωής (μάσκες καρναβαλιού), ούτε καν στον κόσμο του θεάτρου (μίμηση χαρακτήρων). Βρίσκονται στο μεταίχμιο. Μια ακίνητη -ίσως ανέκφραστη- μάσκα, τυποποιημένη όπως ο θάνατος ή όπως εκείνη που διαλέγουν οι οίκοι μόδας για να προβάλλουν τα προϊόντα τους, δίνει το πρόσχημα για μια ευφάνταστη ταχυδακτυλουργία μεταμφιέσεων.
Λείψανα πολιτισμών, παλιές δαντέλες, χάντρες, φτερά εξωτικών πουλιών, λίθοι πολύτιμοι, «ματαιότητες» (vanitates) παρωχημένης ζωής ανακαλούνται από συρτάρια και μπαούλα για να μεταμορφώσουν αυτές τις άψυχες μάσκες σε τοτεμικά, εκφραστικά σύμβολα της ομορφιάς, του τρόμου, της ζωή και του θανάτου. Ένα συναρπαστικό ρίγος σε διατρέχει όταν αντικρίζεις συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο αυτά τα «λάφυρα» μιας αχαλίνωτης αρπαγής. Σαν να διεισδύεις στο «θάλαμο των θαυμάτων» (cabinet des merveilles) ενός παράδοξου συλλέκτη. Τα προσωπεία του Γιάννη Μετζικώφ δεν έγιναν για να φοριούνται. Έγιναν για να θαυμάζονται, για να μεταμορφώνουν τον καθημερινό χρόνο, σε χρόνο αιώνιο, σε χρόνο τέχνης. Είναι οχήματα φυγής προς το εξωτικό, το μαγικό και το άγνωστο. Αφιερώνοντας απέραντο χρόνο στην προετοιμασία και την επιμέλεια των κοστουμιών, μη αφήνοντας τίποτε στην τύχη, ο Γιάννης Μετζικώφ ανήγαγε την ενδυματολογία σε υψηλή τέχνη και έδωσε σε κάθε κοστούμι την αξία ενός μοναδικού έργου τέχνης.
Το κοστούμι αντιπροσωπεύει για τον Μετζικώφ μια αυτόνομη μορφή τέχνης. Γι’ αυτό συχνά θα βρούμε να δημιουργεί μια ενδυματολογική πρόταση που δεν έχει συγκεκριμένο προορισμό. Αρκετές φωτογραφίες σ’ αυτό το λεύκωμα διαιωνίζουν τέτοιες εκλάμψεις. Εκεί ο καλλιτέχνης Μετζικώφ αφήνει ελεύθερη την έμπνευση του να σχεδιάσει μια «φαντασία», ένα όχημα φυγής προς το παρελθόν ή προς το μέλλον, ανακαλύπτοντας τις πολλαπλές δυνατότητες του ταλέντου του. Ενός ταλέντου εύπλαστου, εύστροφου, ικανού να μεταμορφώνεται αδιάκοπα, χωρίς ποτέ να χάνει την ταυτότητά του. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, η ταυτότητα του ύφους αποτελεί την αναγκαία και επαρκή συνθήκη για την αυθεντικότητα της δημιουργίας.
Η έκθεση του Γιάννη Μετζικώφ μας μεταφέρει στο κρυφό εργαστήριο ενός μάγου και θαυματοποιού. Ήρωες και ηρωίδες αλλά και πλάσματα της φαντασίας μεταναστεύουν από τη σκηνή στο μουσείο, συμπλησιάζοντας ποικίλες εποχές και αλλότρια ενδυματολογικά ήθη. Τίποτε ωστόσο δεν φαίνεται να δημιουργεί χασμωδία σ’ αυτή τη παράδοξη συμφωνία όπου όλα εναρμονίζονται χάρις στο ενιαίο ύφος του μαέστρου. Η έκθεση του Γιάννη Μετζικώφ είναι η Τρίτη ενδυματολογική παρουσίαση που οργανώνει το μουσείο μας, μετά την γοητευτική απόδραση στον κόσμο του μεγάλου δασκάλου του είδους Φράνκο Τζεφιρέλλι, με επιμελητή τον Γιάννη Μετζικώφ, το 1997-1998, και την ιστορική παρουσίαση των κοστουμιών από το βεστιάριο του Εθνικού Θεάτρου το 2003, που μας επέτρεψε να θυμηθούμε και να εκτιμήσουμε τους μεγάλους Έλληνες ενδυματολόγους.
......................................................................................................................................................................
Ρεπορτάζ για την αναδρομική έκθεση στον σκηνογράφο-ενδυματολόγο Γιάννη Μετζικώφ στην Εθνική Πινακοθήκη στον "Βορέα"(τεύχος 65) τον Ιανουάριο 2011, πριν δέκα χρόνια.
Σταύρος Παπαθανάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου