**Χιόνινες αναμνήσεις**
** Αφράτα χιονολούλουδα οι θύμησες πετάνε
σ´αλαργινούς και όμορφους
καιρούς τώρα με πάνε.
** Από άκρη σ´άκρη λευκοσύνη, πολυέλαιοι τα δένδρα
και τ´αγόρια απ´ τις «αρέτσες»
στήναν στα κουρτσούδια ενέδρα
** Μαγουλάκια σαν το ρόδι
οι μικρές οι κορασίδες
κρυφοκοίταζαν με γέλια κί είχαν μακριές κοτσίδες
** Επλημμύριζε η πλάση από γάργαρες φωνές
και καμάρωναν οι μάνες,
για τις νιές τις «νεραντζιές»!
Χριστούγεννα του 1953. Αξέχαστες «πισμουμέρες»- επίσημες μέρες.
Παραμονή Χριστουγέννων.
Η μητέρα μου ετοίμασε «του Χριστού το γιαννητούρι» να το μοιράσω, όπως το καλούσε το έθιμο.
Καρύδια, κάστανα, σύκα ξερά και παξιμάδια, μοιρασμένα μέσα σε πετσέτες καλά δεμένες, για να μην πέσει το περιεχόμενό τους. Θα τις μοίραζα σε γνωστές οικογένειες. Με αυτό τον τρόπο μεταδίδαμε την είδηση της γέννησης του Χριστού. Γι ´αυτό το ονόμαζαν του Χριστού το γιαννητούρι.
Το ίδιο έκαναν όλες οι οικογένειες. Ήταν ένας καλός τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων.
Φόρεσα τις γαλότσες, το σκουφάκι και το παλτό μου, πήρα στην αγκαλιά μου τις πετσέτες και βγήκα από το σπίτι. Το χιόνι που είχε πέσει πριν μια εβδομάδα είχε γίνει πάγος και είχε πάνω από ένα μέτρο ύψος. Περπατούσα στο χιόνινο μονοπάτι και πρόσεχα να μη γλυστρήσω.
Δεν έκανα δέκα βήματα και από την πιο πάνω ταράτσα άρχισαν να πέφτουν πάνω μου αμέτρητες μπάλες χιονιού και ακούγονταν τρανταχτά γέλια. Δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Να τρέξω δε μπορούσα. Ούτε να μπρος ούτε πίσω. Κάποια στιγμή από απέναντί μου έρχονταν μια γειτονοπούλα να φέρει σε μας του Χριστού το γιαννητούρι. Τότε οι χιονόμπαλες έπεφταν σε εκείνη και γλίτωσα εγώ. Όλα τα αγόρια τις γειτονιάς αψήφησαν την παγωνιά και από το πρωΐ ετοίμασαν πολλές μπάλες χιονιού. Μας περίμεναν να βγούμε από τα σπίτια μας, για να εκφράσουν μ´αυτόν τον τρόπο την παιδιάστικη ερωτική τους διάθεση.
Πόσο όμορφη είναι η ζέστη του σπιτιού όταν έξω όλα είναι παγωμένα!!
Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων την απόλαυσα!Τα ξύλα που έκαιγαν στο τζάκι έδιναν ζεστασιά και όμορφες εικόνες. Οι φλόγες, τα κάρβουνα και οι τσιγκατσλίδες τους - σπίθες, με μεταφέραν σε παραμυθένιους κόσμους. Έβλεπα μια το τζάκι και μια έξω από το παράθυρο.
Όλα τα είχε σκεπάσει το χιόνι. Εικόνες μαγευτικές! Από τα κλαδιά του πλάτανου της αυλής μας κρέμονταν κρύσταλλα που έμοιαζαν με τον πολυέλαιο. Τα χιονισμένα δένδρα του πευκοδάσους έμοιαζαν με λευκά αντίσκηνα. Οι άνθρωποι από μακρυά ήταν σαν μαύρες βούλες- κουκίδες πάνω στο χιόνι.
Κάποια στιγμή είδα την γειτόνισσα να σφηνώνει οριζόντια τον πλάστη στο παράθυρό της και να κρεμάζει σ´αυτόν λουκάνικα και κρέας. Ήταν τα πλευρά του «γουρουνιού με το συμπάθειο»
Όλες οι νοικοκυρές έκαναν το ίδιο. Ήταν το ψυγείο τους, «σα να λέμε». Έπεφτε το χιόνι πάνω στο κρέας και το διατηρούσε παγωμένο. Θα το μαγείρευαν του Αγίου Αθανασίου. Θυμάμαι την μητέρα μου, την γιαγιά μου και τις γειτόνισσες, που
σφυνώνανε σιδερένιες βέργες μέσα στο τζάκι, ψηλά προς την καπνοδόχο ώστε να μην την φθάνουν οι φλόγες και σ´ αυτήν περνούσαν τεμαχισμένο το παχύ έντερο του γουρουνιού.
Μετά από μέρες αυτά είχαν ψηθεί στον καπνό. Τα ονόμαζαν, καπνιστές τσιγαρίδες. Ωραίος μεζές όταν έπιναν κρασί.
Ξεχωριστές ήταν και οι μυρωδιές!! Θυμάμαι εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων τη μυρουδιά του ψημένου καρυδιού της μπακλαβούς - μπακλαβά, των κουλουριών, της κολοκυθόπιτας, των λουκάνικων...Αξέχαστες... Όπως και το άρωμα των πορτοκαλιών. Αυτά τα έφερναν από το Λάκκωμα. Χωριό της νότιας πλευράς του νησιού. Το μοναδικό που είχε λεμονιές και πορτοκαλιές. Εκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πρόσεξα την μητέρα μου με τι μεράκι έστρωσε το κεντημένο τραπεζομάντιλο της προίκας της πάνω στο τραπέζι. Ύστερα τοποθέτησε πάνω σ´ αυτό την φρουτιέρα με τα πορτοκάλια και την βασιλόπιτα. Μόλις την είχε ξεφουρνίσει. Μοσχοβολούσε και ήταν ξομπλιαστή! Τα ξόμπλια τα είχε φτιάξει η ίδια από ζυμάρι. Πουλάκια, καρδούλες, λουλουδάκια και όλα αυτά ήταν τοποθετημένα πάνω στην βασιλόπιτα μαζί με την ευχή της οποίας τα γράμματα ήταν από ζυμάρι.
Ευτυχές το νέον έτος 1954, έγραφε. Περιμέναμε τη μητέρα μου να φέρει και την κούπα με τους λουκουμάδες. Όλες οι Σαμοθρακίτισσες φτιάχνουν λουκουμάδες, για τον άγιο Βασίλη. Σε λίγο οι λουκουμάδες με μπόλικο μέλι και καρύδια ήταν στο τραπέζι.
Πειρασμός, για την αδερφή μου και μένα.
Πλύνετε τα χέρια σας και ελάτε να φάτε λουκουμάδες, μας είπε χαμογελώντας. Τρώγαμε λαίμαργα σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά.
Πασαλειφτήκαμε με μέλι, κολλήσαν τα καρύδια στα χείλια μας, αλλά τους απολαύσαμε τους πρωτοχρονιάτικους λουκουμάδες.
Η μέρα αποχαιρέτησε το φως και τη θέση του πήρε το σκοτάδι της νύχτας. Ανάψαμε την λάμπα πετρελαίου. Το καντηλάκι έκαιγε από το πρωΐ ψηλά στο εικονοστάσι.
Αύριο θα σηκωθούμε χαράματα, είπε ο πατέρας μου. Θα πάμε στην εκκλησία.
Πώς να κοιμηθεί ένα παιδί σαν και μένα, που με τη φαντασία μου νόμιζα ότι στην εκκλησία θα έβλεπα ολοζώντανο τον Χριστό στη φάτνη, τους Μάγους, τα δώρα, την Παναγία, τον Ιωσήφ...
Ντιν - νταν, ντιν - νταν, ακούστηκε η καμπάνα. Είχα ακόμα τα μάτια μου κλειστά όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκαν οι γονείς μου. Τραγουδούσαν και παίζοντας το μαντολίνο μας είπαν τα κάλαντα. Ετοιμαστήκαμε και
βγήκαμε από το σπίτι. Σκοτάδι. Το χιόνι όμως βοηθούσε να βλέπουμε το μονοπάτι προς την εκκλησία. Η μητέρα μου κράτησε εμένα από το χέρι και ο πατέρας μου την αδερφή μου.
Έκανε κρύο και το χιόνι ήταν κοκαλωμένο. Βαδίσαμε αργά και προσεκτικά. Έβλεπα τα παράθυρα των σπιτιών να φωτίζουν ένα ένα. Σε λίγο έφεξαν τα σπίτια όλου χωριού. Ξύπνησαν όλοι, για να πάνε στην εκκλησία.
Δεν ξεχνώ τα πολλά άστρα που είχε ο ουρανός εκείνη την αυγή όπως δεν ξεχνώ και την μυρουδιά της τσίκνας που έβγαινε από τους καπνοδόχους. Κάθε οικογένεια έψηνε κρέας χοιρινό στη σούβλα. Αυτό ήταν το Χριστουγεννιάτικο μεσημεριανό φαγητό! Πώς να περιγράψω την νοστιμιά του. Πώς;
Εκείνες τις μέρες όλα τα παιδιά ήμασταν παραδομένα στα παιχνίδια.
Όλη τη μέρα παίζαμε. Ανταμώναμε αγόρια, κορίτσια, μικρά, μεγάλα και χαιρόμασταν το παγωμένο χιόνι. «Κάναμε κύλα- τσουλήθρα». Η Χώρα η αμφιθεατρικά χτισμένη βοηθούσε, για την κύλα. Καθόμασταν καταγής, παίρναμε φόρα στον κατήφορο και σταματημό δεν είχαμε. Το παιχνίδι αυτό το επαναλαμβάναμε πολλές φορές αν και είχε τα αρνητικά του. Φορούσαμε κοντά φουστανάκια. Αυτά δεν προστάτευαν τους μηρούς μας. Έτσι η τριβή του δέρματος με τον πάγο μας δημιουργούσε πληγές. Οι γιορτινές μέρες λιγόστεψαν και ήρθε η παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Θα υποδεχόμασταν τον καινούριο χρόνο,του 1954 μα όχι τον Άγιο Βασίλη. Η θαλασσοταραχή δεν επέτρεπαν στο καΐκι να τον φέρει από την Αλεξανδρούπολη στην Σαμοθράκη. Όποτε κανένα παιδί δεν περίμενε τα δώρα
του. Γι ´αυτά φρόντιζαν οι γυναίκες της κάθε οικογένειας.
Η γιαγιά μου έπλεξε για μένα και την αδερφή μου κάλτσες με καφέ καλτσόνημα και 4 καλτσοβελόνες. Η μητέρα μου έπλεξε ζακέτα για μένα, με κόκκινο μαλάκι και γιλεκάκι, για την αδερφή μου.
Εκείνο το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου κατά τις εννέα ήρθαν γείτονες στο σπίτι μας, για παρέα. Μαζί θα κάναμε το τελευταίο έθιμο της χρονιάς.
Όλα ήταν έτοιμα, για το έθιμο. Ο πατέρας μου πριν από μέρες έφερε κλαδιά ελιάς. Η μητέρα μου έκοψε ένα - ένα τα φύλλα και τα φύλαξε, για απόψε.
Βιαζόμουν να έρθει η ώρα 12.00, γι ´αυτό τα μάτια μου κάθονταν στο ρολόϊ. Ήταν ένα ξυπνητήρι με φυστική χρώμα. Οι γείτονες με τους γονείς μου μιλούσαν, η αδερφή μου έπαιζε με το γατάκι, εγώ βιαζόμουν να έρθουν τα μεσάνυχτα μα το ρολόϊ δεν βιάζονταν μόνο έκανε τικ τακ τικ τακ.
Έκανε κρύο, αλλά δεν φυσούσε. Ο ουρανός πεντακάθαρος και γεμάτος αστέρια. Κανείς δεν υποψιάζονταν πως προς τα μεσάνυχτα θα άλλαζε. Αναπάντεχα ο ουρανός έγινε σαν ψηφιδωτό από νιφάδες. Τα σπίτια, τα δένδρα τα σκέπαζε το καινούριο χιόνι. Μια θολούρα που δεν άφηνε να δεις τίποτα.
Σταμάτησα να βλέπω το ρολόϊ. Κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι και έβλεπα τις νιφάδες που χόρευαν. Ήταν όμορφη εικόνα!! Οι γείτονες ανησύχησαν. «Έτσι που το ρίχνει σε λίγο δεν θα ανοίγει η πόρτα σας», είπαν. Δεν θα μπορέσουμε να φύγουμε.
Τί στεναχωριέστε, απάντησαν οι γονείς μου. Θα μείνετε εδώ και αύριο έχει ο Θεός.
Η μητέρα μου έφερε το πανεράκι με τα ελιόφυλλα, έφτιαξε τα ξύλα και τα κάρβουνα και μας κάλεσε να καθίσουμε όλοι απέναντι από το τζάκι. Ελάτε η ώρα είναι δυο λεπτά πριν τις 12.00. Μαζευτήκαμε όλοι με ένα ελιόφυλλο στο χέρι,κατά το έθιμο και μόλις πήγε 12.00 άρχισε ένας ένας να ρίχνει το ελιόφυλλό του πάνω στα αναμμένα κάρβουνα κάνοντας φωναχτά μία ευχή. Αν αυτό με το που ακουμπούσε το αναμμένο κάρβουνο πετάγονταν μακριά και αναποδογύριζε, τότε σήμαινε πως η ευχή θα εκπληρώνονταν στην καινούρια χρονιά.
Αν όμως καίγονταν πάνω στα κάρβουνα, τότε η ευχή δεν θα εκπληρώνονταν. Ευτυχώς που ολονών τα φύλλα πετάχτηκαν μακριά και αναποδογύρισαν.
Μ´αυτό το τελευταίο έθιμο αποχαιρετήσαμε τον παλιό χρόνο του 1953.
Ξημέρωσε η Πρωτοχρονιά!
Άστραψαν τα χιόνινα στολίδια στο φως της ημέρας.
Η αδερφή μου κι εγώ αφήσαμε την ζεστούλα του κρεβατιού και πήγαμε στο διπλανό δωμάτιο και είπαμε τα κάλαντα στους γονείς μας.
Η μητέρα μου είχε φέρει μία πέτρα από το ποτάμι και ο πατέρας μου ένα ρόδι. Πήγαμε όλοι στην εξώπορτα και ο πατέρας μου πέταξε με δύναμη κάτω το ρόδι. Αυτό άνοιξε, σκόρπισε και έγινε το κατώφλι μας σαν κόκκινο μωσαϊκό. Ο πατέρας είπε: Όπως είναι γεμάτο το ρόδι, γεμάτο νάναι και το σπίτι μας...
Η μητέρα μου κρατούσε την πέτρα κι έλεγε: Όπως βαρύνει η πέτρα, έτσι να βαρύνει και το πορτοφόλι μας.
🎶🎶Αρχιμηνιά κί αρχιχρονιά κί αρχή καλός μας χρόνος ...🎶🎶 ακούσαμε να τραγουδούν τα παιδιά της γειτονιάς.
Και του χρόνου με υγεία ευχηθήκαμε..!!
Καλή χρονιά!!
Αθήνα 6η Δεκεμβρίου 2020
Μαρία Βερβέρη - Κράουζε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου