Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Οικονομικά και εμπορικά δίκτυα στη Θράκη τον 19ο αιών!-Της Δρ Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας(ΕΘΙΑΓΕ) Ελένης Τσιομίδου

Πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παρουσίασε για τις οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες στη Θράκη κατά τον 19ο αιώνα η διδάκτορας Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓE) Ελένη Τσιομίδου.


 

Η φωτογραφία μιλάει από μόνη της για το φημισμένο παζάρι της Φιλιππούπολης


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ

Θα ήθελα να ευχαριστήσω για μια άλλη φορά το Σταύρο τον Παπαθανάκη για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να παρουσιάσω ένα τόσο σημαντικό θέμα για το οποίο δυστυχώς γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Τα βιβλία της ιστορίας όταν αναφέρονται στην οικονομική άνθηση του ελληνισμού του 19ο αιώνα, δίνουν βαρύτητα σε άλλα οικονομικά κέντρα που υπήρχαν τότε στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Η οικονομική σημασία που είχαν οι μεγάλες θρακικές πόλεις όπως η Αδριανούπολη, η Φιλιππούπολη, η Ραιδεστός, η Καλλίπολη, η Αίνος, δεν έχει αναδειχθεί ιδιαίτερα στην ελληνική ιστοριογραφία, αν και η συμβολή αυτών των πόλεων ήταν πολύ σημαντική στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Έχουν εκπονηθεί βέβαια πολύ σημαντικές μελέτες τόσο ελληνικές όσο  και βουλγάρικες γι’ αυτό το θέμα, επίσης το Θρακικό κέντρο έχει δημοσιεύσει πάρα πολλά άρθρα στα πλαίσια του περιοδικού «ΘΡΑΚΙΚΑ». Αυτά τα στοιχεία προσπάθησα να συγκεντρώσω, με την επιθυμία να βοηθήσουν να  κατανοήσουμε περισσότερο την ιστορία μας και ίσως να μας επιτρέψουν να σχεδιάσουμε καλύτερα το μέλλον μας.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να κάνουμε τη παρακάτω διευκρίνιση. Όταν αναφερόμαστε στη Θράκη  θα εννοούμε την ευρύτερη περιοχή της Θράκης, δηλ. τη περιοχή όπως εννοούνταν γεωγραφικά μέχρι την οριστική διαμόρφωση των συνόρων το 1923, η οποία περιελάμβανε έναν ενιαίο γεωγραφικό χώρο, με δυτικά σύνορα τον  Νέστο ποταμό, Ανατολικά τον Εύξεινο πόντο και την Προποντίδα, Βόρεια την οροσειρά του Αίμου και νότια το Αιγαίο Πέλαγος. Έχει σημασία να γνωρίζουμε ότι τα σύνορα της Θράκης μέχρι πρόσφατα τα καθόριζε η γεωγραφία, δηλ. ήταν φυσικά σύνορα που επέτρεπαν την ελεύθερη διακίνηση σ’ ένα ενιαίο γεωγραφικό χώρο χωρίς σημαντικά φυσικά εμπόδια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το γνωρίζουμε γιατί  πολιτισμός αυτό ακριβώς σημαίνει, τη σύνδεση των ανθρώπων με ένα δεδομένο φυσικό χώρο που έχει συγκεκριμένες δυνατότητες και περιορισμούς,  οι οποίοι τους αναγκάζουν να τους λαμβάνουν οπωσδήποτε υπόψη προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στη περιοχή έχουν σχέση με τη γεωγραφική της θέση, τη ποιότητα και το ανάγλυφο του εδάφους της και  τη σύνδεσή της με χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους. Επίσης έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που εξετάζουμε, δηλ τους τελευταίους αιώνες πριν την εθνική διαμόρφωση των συνόρων, τον 18ο και 19ο αιώνα και τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις που υπήρχαν εκείνη την εποχή στη περιοχή. 

Ας δούμε εν συντομία τι κληρονόμησαν οι δύο αυτοί οι αιώνες από τους παλιότερους και γιατί τους εξετάζουμε ενιαία, δηλ. ποιο ήταν εκείνο το καθοριστικό ιστορικό σημείο που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους και έχει συντελέσει στην αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων στη περιοχή.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι η οικονομική άνθηση αυτών των αιώνων ακολούθησε έπειτα από  δύο αιώνες οικονομικού μαρασμού, κλειστής οικονομίας και γεωγραφικής ερήμωσης της περιοχής, μετά την τουρκική κατάκτηση. Η αλλαγή άρχισε να συμβαίνει από τα τέλη του 16ου και ιδιαίτερα από τις αρχές του 17ου αιώνα όταν νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες επικράτησαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.  Είναι σημαντικό να δούμε πώς έγινε η μετάβαση από μια κλειστή οικονομία στην οικονομική ανάπτυξη του 19ου αιώνα. Το σημαντικότερο ερώτημα είναι πώς έγινε η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, δηλ. πώς άρχισαν να λειτουργούν οι δυνάμεις της αγοράς, από ποιους και με ποιο τρόπο. Η συσσώρευση του πλούτου δεν ήταν αποτέλεσμα της αγροτικής ανάπτυξης και κάποιας διαφοροποίησης στις τάξεις των αγροτών. Το χρήμα συγκεντρώθηκε από άλλους δρόμους. Κατ’ αρχάς παραχωρήθηκε σε κάποιους το δικαίωμα της είσπραξης των φόρων, γεγονός που συνέβαλλε στην αρχική συσσώρευση και στην αύξηση του τοκογλυφικού κεφαλαίου. Ένα τμήμα αυτού του κεφαλαίου επενδυόταν στην αξιοποίηση των μεταλλείων, των αλυκών και άλλων επιχειρήσεων που παραχωρούσε το κράτος σε ενοικιαστές. Ένα άλλος μέρος του άρχισε να δημιουργείται από την  αστική ακίνητη περιουσία η οποία απέδιδε κάθε χρόνο μεγάλα κέρδη από την εκμίσθωση καταστημάτων, λουτρών, πανδοχείων. Επιπλέον, εμφανίστηκε το εμπόριο τοπικά, που από την αρχή περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια σημαντική συσσώρευση εμπορικού και τοκογλυφικού κεφαλαίου, που επενδυόταν σε συναλλαγές, σε επενοικίαση φόρων και σε δανεισμό χρημάτων.

Ας δούμε ενδεικτικά τον τρόπο με τον οποίο είχαν σχηματιστεί οι περιουσίες των πλουσίων κατοίκων της Αδριανούπολης. Εξετάζοντας όλες τις περιουσίες ο Halil Inalcik συμπεραίνει ότι κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα είχαν επενδυθεί 49.000.000 ακτσέδες που ανήκαν σε 175 πρόσωπα, στους παραπάνω κλάδους: 14,6% στα οικιακά είδη και ρούχα, 13,7% σε σπίτια μαγαζιά, 19,1% σε μετρητά, κυρίως σε χρυσό και ασήμι, 21,2% σε διάφορα ποσά, τα οποία προέρχονταν από εμπορεύματα που είχαν πουληθεί με πίστωση, 16,6% σε γη και ζώα, 11,9% σε αποθέματα βιομηχανικών προϊόντων και 2,9% σε δούλους.

Η Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, είχαν αποκτήσει διάφορες προνομιακές σχέσεις στις εμπορικές συναλλαγές με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ενταχθεί το τοπικό εμπόριο άμεσα στο ευρωπαϊκό εμπόριο. Οι τοπικοί έμποροι πέτυχαν βαθμιαία τον πλήρη έλεγχο των εξαγωγών και των εισαγωγών της Βαλκανικής χερσονήσου. Η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο τοπικό εμπορικό κεφάλαιο και ενθάρρυνε την τοπική αστική τάξη που άρχισε να διαμορφώνεται μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Ως ναυτικός και εμπορικός λαός οι Έλληνες έγιναν οι απαραίτητοι μεσάζοντες στο εμπόριο όλων των ευρωπαϊκών κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη προστασία της Ρωσίας εκτόπισαν τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους από το δυτικό εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και για  ένα χρονικό διάστημα συγκέντρωσαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών και εξαγωγών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στο τέλος του 18ου αιώνα να μιλούμε για τη διαμόρφωση αστικών τάξεων των βαλκανικών λαών –Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων, οι οποίοι άρχισαν να παίζουν όλο και πιο ενεργό ρόλο στη διαχείριση των διοικητικών, εκπαιδευτικών και άλλων υποθέσεων των λαών τους.  Τότε γεννιέται στα Βαλκάνια η εθνική συνείδηση που ωριμάζει σημαντικά στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και βρίσκει συγκεκριμένη έκφραση στα εθνικά προγράμματα. Η νέα αστική τάξη των πόλεων που την  απαρτίζουν διάφορα εύπορα κοινωνικά στρώματα γίνεται λοιπόν ο φορέας της εθνικής ταυτότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι φορείς της καπιταλιστικής ανάπτυξης της περιοχής στην Οθωμανική αυτοκρατορία αναδείχτηκαν από τους κόλπους των υπόδουλων λαών, δηλ.  σε συνθήκες μιας εχθρικής και παρασιτικής εξουσίας που την ενδιέφερε μόνο η είσπραξη φόρων και η κατανάλωση, οι υπόδουλοι λαοί έπρεπε να περάσουν από τα διάφορα στάδια της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, της περιουσιακής διαφοροποίησης, της βαθμιαίας συσσώρευσης κεφαλαίου, να γνωρίσουν τους κινδύνους που συνδέονταν με την ανάπτυξη των αγορών και των πανηγυριών, για να αναδείξουν επιτήδειους επιχειρηματίες και εμπόρους και να ανυψώσουν το επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Το θέμα ήταν δηλ. ότι ενώ στα Ευρωπαϊκά κράτη το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα για τη καπιταλιστική συσσώρευση ήταν η πλήρης υποταγή του κράτους σ’ αυτή τη διαδικασία, το οποίο διέθετε στη διάθεση των ατόμων τις τεράστιες δυνατότητές του, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το ίδιο το κράτος και η παρασιτική φεουδαρχία, υπέβαλλαν στους φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων σε απερίγραπτες αρπαγές, σε συνεχή εκβιαστική απόσπαση χρημάτων,  ακόμη και σε φυσική εξόντωση. Αυτός ήταν ο λόγος που οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν μπόρεσαν να επιβληθούν και ν’ αποκτήσουν κυρίαρχη θέση στην οικονομία των βαλκανικών χωρών πριν τη απελευθέρωσή τους από την  οθωμανική εξουσία και ο ελληνικός καπιταλισμός από την αρχή να έχει μεταπρατικό χαρακτήρα.

Για τους ιστορικούς των Βαλκανικών χωρών το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα είναι η περίοδος της γένεσης των καπιταλιστικών σχέσεων στο βαλκανικό χώρο. Ένα μέρος του κεφαλαίου δημιουργήθηκε από την παραγωγική αξιοποίηση της γης, αν και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες προτιμούσαν να κομματιάζουν τη γη σε μικρές εκμισθωμένες ιδιοκτησίες. Το κεφάλαιο έβρισκε πιο προσοδοφόρα επένδυση στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων, στη τοκογλυφία και στην εκμίσθωση γαιών, παρά στην οργάνωση μιας μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικής παραγωγής.

Ας αρχίσουμε λοιπόν να βλέπουμε πώς δημιουργήθηκε η αστική τάξη στη περιοχή της Θράκης, πώς συγκεντρώθηκαν οι μεγάλες περιουσίες πριν το 1923 και πώς συνδεόταν η αγροτική παραγωγή με τη μεταποίηση των προϊόντων και το εμπόριό τους.

Στη Θράκη δημιουργήθηκαν κατ’ αρχάς πολλά και μεγάλα τσιφλίκια που ανήκαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία σε Έλληνες. Ο Σταμούλης τα υπολογιζει σε πάνω από 700, συνολικής έκτασης περίπου 2.500.000 στρ..

Υπολογίζεται ότι το 1871 υπήρχαν

στη περιοχή Αδριανουπόλεως υπήρχαν 159 τσιφλίκια

                                στη περιοχή Φιλιππουπόλεως           109 τσιφλίκια

                                στη περιοχή Συλλίμνου                       169 τσιφλίκια

                                στη περιοχή Ραιδεστού                                       198 τσιφλίκια

                                στη περιοχή Καλλιπόλεως                   57 τσιφλίκια

 

Τα κυριότερα ήταν:

1. στη περιοχή της Αδριανούπολης

α) «Χαβαρίς τσιφλίκ» ιδιοκτησίας Μ. Αλτιναλμάζη, έκτασης 6-7 χιλ. στρεμ.

β) «Χαϊμπελέρ» του Θεοφιλίδη έκτασης 7-8 χιλ. στρεμ.

γ) «Δεμιρχανλή» των Αχτάρη και Μιρασγίδη έκτασης 7-8 χιλ. στρεμ.

δ) «Καρά Τσαχλή» του Κώστογλου, έκτασης 4-5 χιλ. στρεμ.

ε) «Μπουργκουτζάν» του Γ. Παπαδόπουλου έκτασης 8-11 χιλ. στρεμ.

στ) «Βιραντεκέ» του Χρ. Νικολαίδη, έκτασης 4 χιλ. στρεμ.

ζ) «Εκμεστίν» του Στενημακλή, έκτασης 5-6 χιλ. στρεμ.

2. στη περιοχή της Αρκαδιούπολης (Λουλέ-Μπουργκάζ)

α) «Δαρμασακλή» του Βεζυρτζόγλου, ο οποίος νοίκιαζε και τρία τούρκικα τσιφλίκια. Ο Βεζυρτζόγλου έσπερνε 120.000 οκάδες σπόρους δημητριακών, από τους οποίους τους 60.000 στο δικό του τσιφλίκι. Είχε επιπλέον υδρομύλους, λαχανόκηπους, αμπελώνες κλπ. Διέτρεφε 800 αγελάδες και βόες αναπαραγωγής, 150 βουβάλια, 220 ζευγάρια αροτριώντων ζώων και 300 άλογα. Ήταν ένας από τους πλουσιότερους κτηματίες της Θράκης. Επίσης καλλιεργούσε μεγάλες ποσότητες καναρόσπορου. Ο καναρόσπορος παραγόταν σε ορισμένες περιοχές της Θράκης όπως στη Ραιδεστό, Κεσσάνη, Λουλέ-Μπουργκάζ και γινόταν μεγάλη εξαγωγή στην Ευρώπη. Συναγωνιζόταν αυτόν της Λαπλάτας και του Μαρόκου.

β) «Δουγουτζή-Μπασή» έκτασης 40 χιλ. στρεμ. το οποίο ανήκε στους Αφους Σαββόγλου. Είχαν αυτοί στο αγρόκτημά τους λαχανόκηπο, υδρόμυλο, 20.000 πρόβατα, 150 ζευγάρια αροτριώντα βόδια, 200 ταύρους και αγελάδες αναπαραγωγής, 50 βουβάλια και αλωνιστική μηχανή.

Υπήρχαν και άλλα ελληνικά αγροκτήματα στη περιοχή μικρότερης όμως αξίας.

3. στη περιοχή Καζάν Μπαμπά-Εσκί (Αρτίσκος)

α) δύο τσιφλίκια των αφών Παπακυριακίδη συνολικής έκτασης 19 χιλ. στρεμ. και ενοίκιαζαν άλλα τέσσερα. Σ’ αυτά έτρεφαν 3.500 πρόβατα, 350 αγελάδες και βόδια αναπαραγωγής, 120 βουβάλια και 80 ζεύγη αροτριώντα βόδια και 180 άλογα. Είχαν ατμοκίνητη αλωνιστική μηχανή.

4. στη περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών

α) Οι Κ. και Θ. Δοδόπουλοι είχαν τσιφλίκι μεγάλης έκτασης

5. στη περιοχή της Κεσσάνης

α) «Γκιουντουζλέρ» του ΧατζηΚωνσταντή Σταμούλη.

6. στη περιοχή των Μαλγάρων

α) «Τατάρ-τσιφλιγί» των αφών Εξηντάρη έκτασης 24 χιλ. στρεμ. Σ’ αυτό υπήρχε δάσος έκτασης 6 χιλ. στρεμ. με 30 βόδια αναπαραγωγής και 1000 αροτριώντα, 70 βουβάλια, 180 άλογα, 1600 πρόβατα και 50 καμήλες.

7. στη περιοχή της Ραιδεστού

α) «Σέρτκιοϊ» του Αθηνόδωρου Δημητρίου έκτασης 170 χιλ στρεμ.

8. στη περιοχή των Μετρών (Τσατάλτζας)

α) «Γκιοχτζελή» της Ελληνικής κοινότητας Μετρών

β) «Μαρτινάκ των Καμπούρογλου και Καλτσά

γ) «Χατζή Μουράτ» των χωριών Καδίκιοϊ και Ελμπασάν

9. στη περιοχή του Μεγ. Τσεσμέ

α) ο Χατζηαθανάσιος Λογοθετίδης ήταν ιδιοκτήτης πολλών τσιφλικιών

β) «Κρούσα» του Α. Νικολαϊδη

10. στη περιοχή της Καλλικράτειας

α) τσιφλίκι έκτασης 4 χιλ. στρεμ. ιδιοκτησίας του Κούππα

β) «Μποζ ντερέ» στο Σπαρτάνουλέ, έκτασης 5 χιλ. στρεμ. ιδιοκτησίας του Τσαγανού.

11.στη περιοχή της Σηλυβρίας

α) «Κιουτσούκ Σεϊμέν» ιδιοκτησίας του Σκυλίτση, που πούλησε στους επίμορτους καλλιεργητές

β) «Σαρίκιοϊ» της κοινότητας Σηλυβρίας 6 χιλ. στρεμ.

γ) «Χαρατσί» του Θεοφ. Καλφόγλου 20 χιλ. στρεμ.

δ) «Βεϊδζελέρ» του Λογοθετίδη

ε) «Κυλιτσή» του οποίου το 1/6 ανήκε στο Σπ. Μητακίδη

στ) «Βαλαβανλή» που ανήκε στους Μ. Παπαδόπουλο και Κ. Λιαλόπουλο. Σ’ αυτό έσπερναν 40 χιλ. οκάδες σιταριού, 30 χιλ. οκά βρώμης, κριθαριού . Οι ίδιο νοίκιαζαν και άλλο τούρκικο τσιφλίκι κοντά στην Ηράκλεια όπου έσπερναν 100 χιλ οκάδες σιταριού, 70 χιλ. οκάδες βρώμης και 20 χιλ. οκάδες κριθαριού και 40 χιλ. οκάδες καπλιτζέ.  Είχαν 90 ζευγάρια αροτριώντα βόδια και 2500 πρόβατα. Στο θερισμό απασχολούσαν 150 εργάτες, τα δε παραγόμενα σιτηρά θεωρούνταν τα καλύτερα όλης της Θράκης. Ο Ν. Παπαδόπουλος είχε νοικιασμένα και άλλα δύο τσιφλίκια το «Ομουτζά» και το «Παπαζλή» όπου έσπερνε 50 χιλ. οκάδες σιταριού, 20 χιλ. οκάδες βρώμης, 15 χιλ. οκάδες κριθάρι και 20 χιλ. οκάδες καπλουτζά και άλλα δημητριακά. Είχε επίσης 55 ζευγάρια αροτριώντα κτήνη και 3000 πρόβατα.

 

 

12. στη περιοχή της Κωνσταντινούπολης

α) «Τσιλιγκίρ» του Χρυσοβέργη έκτασης 9 χιλ. στρεμ. όπου διατρέφονταν 15000 πρόβατα. Στο τσιφλίκι αυτό υπήρχε και δάσος από καστανιές, φλαμουριές και παρήγονταν κάθε χρόνο μεγάλες ποσότητες ξυλανθράκων.

13. στη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας

α) «Αλάν Τεπέ», «Μιραλώφ» και «Χαλήλ Πασά» έκτασης 40.000 στρεμ. ιδιοκτησίας του Ιωαν. Μαργαρίτη. Μέσα σ’ αυτά υπήρχαν λιβάδια, έκτασης 1100 στρεμ., συκομορεώνες και καρποφόρα δένδρα. Ο Μαργαρίτης εκτός της γεωργίας ασχολούνταν και με τη σηροτροφία, είχε επίσης 100 αίγες, 50 αγελάδες και 100 άλογα και 20 καμήλες.

14. στη περιοχή της Ηράκλειας

α) «Γενή» ιδιοκτησίας Σκυλίτση που πούλησε επίσης σε γεωργούς.

β) «Κιοστεμήρ»  και «Τσαουσλί» των αδελφών Τζούνη

γ) «Καρισινάμ» του Νικολαϊδη

δ) «Κούρτ Δερέ» των Ανδρεάδη, Μανωλάκογλου, Καμπούρογλου, Καλτσά

 

Υπήρχαν επίσης τσορμπατζήδες σε κάθε χωριό που νοίκιαζαν τούρκικα αγροκτήματα στα οποία απασχολούνταν μεγάλος αριθμός εργατών της γης με ημερομίσθιο 20-25 παράδες.

Θα πρέπει ακόμη να πούμε ότι ο θεσμός της δουλοπαροικίας είχε ήδη καταργηθεί μέχρι τον 19ο αιώνα  και υπήρχε και ελληνική μικροϊδιοκτησία στην οποία είχε περιέλθει το  70% της υπόλοιπης γεωργικής γης (καλλιεργούμενες εκτάσεις, βοσκότοποι, δάση) ώστε τελικά 10.000.000 στρ. καλλιεργούμενης και μη έκτασης ν’ ανήκουν σε έλληνες. Έτσι μόνο το 30% ανήκε στο Τουρκικό δημόσιο και σε Τούρκους γεωργούς και σε ελάχιστους άλλων εθνικοτήτων. Συνολικά καλλιεργούνταν μία έκταση περίπου 4.800.000 στρ στη Θράκη. Κάθε γεωργός μικροϊδιοκτήτης καλλιεργούσε ένα εκτάριο περίπου.

 

Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη περιοχή μας γιατί εάν συγκρίνουμε αυτά τα νούμερα με  το παραγωγικό δυναμικό δύο άλλων ελληνικών περιοχών κατά τη περίοδο των βαλκανικών πολέμων, σύμφωνα με μια εργασία του Χρυσού Ευελπίδη, καθηγητή της γεωπονικής σχολής Αθηνών, φαίνεται πόσο εντατικά καλλιεργούνταν η γεωργική γη στη Θράκη. Τα ποσοστά καλλιέργειας της γης στην Ανατ. Θράκη ήταν 23%, στη Θεσσαλία 11,8% και Μακεδονία 8%

 

Αν και τα μέσα καλλιέργειας ήταν πρωτόγονα και υπήρχαν  βασικές ανασταλτικές αιτίες για την πρόοδο της γεωργίας όπως: η έλλειψη αγροτικών τραπεζών, οι πλημμύρες του Έβρου, η εισφορά της «δεκάτης», τα διάφορα άλλα άδικα μέτρα που επιβάλλονταν στους Έλληνες καλλιεργητές, η αναγκαστική πώληση των ζώων για την είσπραξη των φόρων, η έλλειψη ασφάλειας των δρόμων, εν τούτοις υπήρξε πολύ πλούσια γεωργική παραγωγή η οποία συνετέλεσε στη βελτίωση των όρων ζωής των κατοίκων της θρακικής υπαίθρου. Ο ελληνικός αγροτικός πληθυσμός από τη καλλιέργεια των δημητριακών, του αμπελιού, της ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, της δημιουργίας οικιακής οικοτεχνίας, βελτίωνε τους όρους της ζωής του. Οι πόλεις έγιναν εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα όπου οι χωρικοί της ενδοχώρας προσκόμιζαν τα προϊόντα τους προς πώληση και αγόραζαν βιομηχανικά είδη. 

 

Η περιοχή όμως της Θράκης παρήγαγε πολλά γεωργικά προϊόντα. Ο παρακάτω πίνακας που έχει ληφθεί από ένα ημερολόγιο του 1871 του βιλαετίου της Αδριανούπολης, αναφέρεται στη γεωργική παραγωγή του έτους 1870

Κοιλόν= σιδερένιο ή ξύλινο στρογγυλό  δοχείο. Ένα κοιλό περιείχε σιτάρι βάρους 24-25 οκάδες και σπάνια 26 οκάδες

 

Κοιλά

Σιτάρι

10.100.00

Κριθάρι

3.900.000

Αραβόσιτος

611.000

Καπλουτζές

440.000

Βρώμη

1.060.000

Σίκαλη

2.511.000

Ρόβι

355.000

Ρόβι άλλο είδος

39.000

Σουσάμι

49.000

Ρύζι

500.000

Κουκιά

72.000

Φασόλια

200.000

Ρεβύθια

71.000

Φακές

49.000

Φακές άλλος είδος (γράγος)

4.000

Σεϊρέκια

35.000

Κεχρί

210.000

Καναρόσπορος

15.000

 

Οκάδες

Κάναβι

33.000

Λιναρόσπορος

34.000

Βαμβάκι ακατέργαστο

630.000

Λινάρι

138.000

Κουκούλια

230.000

Καπνός

400.000

Ρόδα

251.000

Κρεμμύδια

1.830.000

Σκόρδα

1.435.000 σειρ.

Ελιές

32.000

Σταφύλια

55.000.000

Γεώμηλα

3.800

Γλυκάνισο

155.000

Πεπόνια και Χειμωνικά

9.300.000

Όπιο ακαθάριστο

190.000

Ριζάρι

1.200

Αλατζαχέρι

300

Τζεχρί

30.000

Μαυροκούκι

1200

Κισνίς

200

Κίμινο

350

 

Κοιλά

Αμύγδαλα

39.800

Καρύδια

2.413.000

 

Οκάδες

Κυδώνια

65.000

Μήλα

300.000

Αχλάδια

600.000

Λεπτοκάρυα

1000

Κάστανα

2000

Δαμάσκηνα μεγάλα

200.000

Άλλα είδη

150.000

Βερύκοκα

50.000

Κεράσια

200.000

Βύσσινα

150.000

Οξύκανθα (αμπέρ βαφίς)

3000

 

Λόγω των πολλών ποταμών πολλά προϊόντα δεν χρειαζόταν πότισμα όπως κουκιά, ντομάτες, κρεμμύδια, φασόλια, μπάμιες, πατάτες, πεπόνια, καρπούζια. Γεννήματα υπήρχαν σε μεγάλες ποσότητες, όπως σιτάρι σκληρό, σιμιγδαλάτο, μαλακό, κεχρί, καναρόσπορος, κριθάρι για τη μπύρα, σίκαλη, βρώμη, ζειά (ουζειά), αραβόσιτος, λινάρι, σησάμι που παραγόταν το σησαμέλαιο που αντικαθιστούσε το λάδι στη Θράκη, και επίσης παρασκευαζόταν το ταχίνι για τον χαλβά.  Η Αδριανούπολη παρήγαγε 7 είδη σιταριού.

Ονομαστά ήταν τα κυδώνια της Αδριανούπολης που  πολλά ζύγιζαν ως και μία  οκά. Επίσης ονομαστά ήταν τα ροδάκινα. Υπήρχαν 3.000 περιβόλια με οπωροφόρα στη περιοχή της Αδριανούπολης και  παράγονταν κάθε χρόνο περίπου 1.000.000 οκάδες κρασιού και 20.000 στατήρες κρεμμυδιών

Η περιοχή της Ραιδεστού είχε πολλά οπωροφόρα δένδρα. Κυρίως παράγονταν μεγάλες ποσότητες κερασιών, μήλων, βερίκοκων, ροδάκινων. Υπήρχαν επίσης άφθονα λαχανικά και όσπρια. Η ελιά ευδοκιμούσε στη περιοχή της Μάκρης, Ραιδεστού Περίστασης, Μαδύτου. Επίσης υπήρχαν άφθονες καρυδιές  που πολλές απέδιδαν 100-130 οκάδες καρύδια. Καλλιεργούνταν ακόμη το λινάρι και παράγονταν το λινέλαιο (μπεζίρ) που χρησιμοποιούνταν για το φωτισμό αντί του πετρελαίου. Υπήρχαν δάση καστανιών, άφθονες ροδιές,  πολλές συκιές.  Ακόμη έσπερναν άφθονο σκουπόχορτο στη περιοχή της  Αδριανούπολης. Στη Σηλυβρία καλλιεργούνταν βαμβάκι άριστης ποιότητας, που το εξήγαγαν. Σε πολλά μέρη της Θράκης καλλιεργούνταν εξαιρετικά ευώδη τριαντάφυλλα που παρήγαγαν το ροδέλαιο και το ροδόσταγμα.  Άνθη φιλύρας (τίλιο) και αψινθιάς στέλνονταν στη Γαλλία.

Το αμπέλι επίσης καλλιεργούνταν σε πολλά μέρη της Θράκης, κυρίως στο Μυριόφυτο, Περίσταση, Γάνο. Οι αμπελώνες στη Θράκη καταλάμβαναν έκταση 40.000 περίπου εκτάρια. Υπήρχαν διάφορες ποικιλίες: αγούμαστος, αγουσκάτκα, αγραδίνα, αλεξούτα, αλ πεχλιβάν, αυγουλάτα, γιαπουντζάκια, γιαπαλάκια, κολόβια (για τη ρακή), παφλαγόνες, τσαούσια (τα εκλεκτότερα της Θράκης), καρά λάχανο, καλόδικο, κινό, μοσχάτα, ροζακιά. Πολλοί αμπελώνες  υπήρχαν στα χωριά κοντά στη Σηλυβρία: Επιβάτες, Δελλιώνες, Εξάστερον, Γιαλούς, Οικονομείον, Δημοκράνεια, Καλλικράτεια. Στην Αδριανούπολη καλλιεργούνταν οι ποικιλίες Τσαούσια, Αλ Πεχλιβάν, παπάζ και καρισί.

Η καπνοκαλλιέργεια ήταν ανεπτυγμένη στη περιοχή της Κομοτηνής.  Επίσης σημαντικές ποσότητες καπνού παράγονταν στις περιοχές Αδριανουπόλεως, Σαράντα Εκκλησιών και Αλεξανδρούπολης. Καλλιεργούνταν 4 είδη καπνού, ανώτερης  ποιότητας ήταν ο «Γενιτζέ» στη περιοχή της Ξάνθης. Τον καλύτερο καπνό τον έστελναν στη Κωνσταντινούπολη από την Αίνο, Καβάλα, Θεσσαλονίκη και Αλμυρό. Κατώτερης ποιότητας εξάγονταν στην Ιταλία και στην Αίγυπτο.

Το 1911 στο Βιλαέτι της Αδριανούπολης είχαν παραχθεί 6.001.169 κιλά καπνού.

Τα καλλιεργητικά μέσα ήταν πρωτόγονα αν και από του τέλους του 19ου αιώνα όμως άρχισαν να εισάγονται διάφορα εργαλεία και μηχανές από τη Γερμανία, Αυστρία, Αμερική, κυρίως από τους τσιφλικάδες .

Όσο αφορά τη κτηνοτροφία κατά το 1870 διατρέφονταν στη Θράκη:

Βόδια

163.000

Βουβάλια ανευνούχιστα

6.850

Βουβάλια ευνουχισμένα

28.700

Βουβάλια θηλυκά

28.500

Μοσχάρια

18.000

Ταύροι

8.800

Αγελάδες

264.000

Μοσχάρια

81.000

Ίπποι ανευνούχιστοι

4.600

Φοράδες

38.000

Πώλοι

17.000

Πρόβατα αρσενικά

162.000

Πρόβατα θηλυκά

1.460.000

Αρνιά

770.000

Κατσίκια αρσενικά

79.000

Κατσίκια θηλυκά

494.000

Κατσίκια μικρά

340.000

Άλογα

18.200

Μουλάρια

7.000

Καμήλες

6.200

Γαϊδούρια

44.000

Γουρούνια

72.600

 Υπήρχαν επίσης 62.000 κυψέλες. Παράγονταν 11.000 κερί, 1.179.000 οκάδες μαλλί, 161.000 οκάδες αιγότριχες.

Όλοι οι κάτοικοι των χωριών έτρεφαν όρνιθες, και χρησιμοποιούσαν ως ανταλλακτικό μέσο τα αυγά.

Στην επαρχία της Σηλυβρίας εκτρέφονταν 20-30 χιλ. πρόβατα, του είδους «κιβιρτζίκια» και λίγα «Καρακατσάνικα». Οι Σαρακατσάνοι περνούσαν το χειμώνα στην Ανατολική Θράκη και το καλοκαίρι στη Βόρεια Θράκη. Έτρεφαν 500-600.000 πρόβατα.

Τα προϊόντα της Θράκης ήταν εύγεστα . Το κρέας των αρνιών και των προβάτων της στη Κωνσταντινούπολη είχε διπλάσια τιμή από αυτά που προερχόταν από την Ανατολή. Επίσης ονομαστά ήταν τα γάλατα, τα γιαούρτια, καϊμάκια, βούτυρα, κασέρια, τυριά, μυζήθρες.

Οι Έλληνες της Θράκης κατά τα τέλη του 19ου αιώνα απέκτησαν μια νέα πηγή εσόδων από τη σηροτροφία. Οι περιοχές της Ραιδεστού, Καλλίπολης, Γανοχώρων απέκτησαν εκτεταμένους μορεώνες και δημιουργήθηκε νέο επάγγελμα, αυτό του «σποροποιού» εμπόρου, κυρίως στα Γανόχωρα, Αυδήμι, Μυριόφυτο, Ηράκλεια, Περίσταση, Ραιδεστό και Καλλίπολη. Το 1910 είχαν παρααχθεί 1.450.000 κιλά κουκουλιών (Σουφλί 650.000, Αδριανούπολη 260.000) και το 1911 1760.000 κιλά (250.000 Αδριανούπολη και 850.000 Σουφλί).

Ένα από τα κυριότερα σηροτροφικά κέντρα ήταν το Σουφλί. Η κουκουλοαγορά άρχισε από το 1867. Κάθε οικογένεια παρήγαγε περίπου 4 κουτιά μεταξόσπορου, περίπου δηλ. η περιοχή του Σουφλίου παρήγαγε 700.000 κιλά κουκούλια.

Τα δάση. Στη περιοχή Τσιόκα και Μοναστήρι της επαρχίας Αδριανούπολης υπήρχε μέγα δάσος 16 ωρών, το οποίο ενοικιαζόταν από το τουρκικό δημόσιο. Κοντά στις Σαράντα Εκκλησιές υπήρχε δάσος μήκους 2 ωρών και πλάτους 1,5 ώρας, στη περιοχή της Τσορλού μεγάλο δάσος όπου έβοσκαν 70 χιλ. πρόβατα. Μεγάλο δάσος υπήρχε στα Ύψαλα, στη περιφέρεια της Αίνου, στην επαρχία της Φιλιππούπολης δάσος 18-20 ωρών, στην επαρχία Παζαρτζίκι δάσος μήκους 20 και πλάτους 10 ωρών. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα δάση ήταν ενδιαιτήματα προβάτων και  εκμεταλλεύονταν οικονομικά οι κάτοικοι των γύρω χωριών μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες οικοδομήσιμης ξυλείας, από τον Έβρο στην Αδριανούπολη και Αίνο, από ξηράς σε διάφορες πόλεις. Υπήρχαν μεγάλα δάση στις περιοχές Αδριανούπολης, Καλλίπολης και Συλλίμνου.

Η αλιεία ήταν ανεπτυγμένη στα παραθαλάσσια αστικά κέντρα της Θράκης. Η θαλάσσια αλιεία γινόταν με τράτες και ήταν περιορισμένη, αντίθετα ήταν ανεπτυγμένη σε υφάλμυρα και γλυκά νερά. Ψάρια, όπως τα αινίτικα, οι λικουρίνοι, τα κεφαλόπουλα τα «καπνιστά» της Αίνου και του Πόρτο Λάγο ήταν περιζήτητα και ετύγχαναν παρασκευής και συσκευασίας. Στην Αίνο ψάρευαν και μουρούνες ήταν δε  περιζήτητο το μαύρο χαβιάρι καθώς και το αυγοτάραχο. Επίσης υπήρχαν τα ακάπνιστα «μελίπαστα», τα ονομαστά ψάρια του Έβρου, τα γριβάδια «σαζάνια», βάρους κάποιες φορές και 8 οκάδων.

Η Καλλίπολη είχε 60 αλιευτικά πλοία και πέντε σπογγαλιευτικά. Επίσης άκμαζε η αλιεία και στη Ραιδεστό. Οι αλιείς ήσαν κυρίως Έλληνες, που ψάρευαν με δίχτυα. Ψαρεύονταν μπαρμπούνια, λαβράκια, σαρδέλες, μαρίδες, κέφαλοι, σκορπιοί, ροφοί, γλώσσες, καλκάνια, αστακοί, χτένια, μύδια, στρείδια, σωλήνες, καβούρια, παλαμίδες, από τις οποίες κατασκευάζονταν η λακέρδα, εξαιρετικής ποιότητας. Οι σαρδέλες παστώνονταν σε μεγάλες ποσότητες και στέλνονταν στις πόλεις και στα χωριά της ενδοχώρας. Κάθε χρόνο περίπου 604.000 περίπου οκάδες ψαριών ψαρεύονταν στις περιοχές παρά τον ποταμό Έβρο, τη Κομοτηνή, Ξάνθη, στη λίμνη Μπουρού. Ονομαστοί οι λικουρίνοι της Αίμου και τα χέλια της Ξάνθης, τα στρείδια της Σηλυβρίας, τα χτένια της Ραιδεστού και της Καλλιπόλεως.

Τις αλυκές εκμεταλλεύονταν ιδιώτες, που υπόκειντο στον έλεγχο της ειδικής Επιτροπής από Τούρκους δημόσιους υπάλληλους. Στο βιλαέτι της Αδριανούπολης λειτουργούσαν οι αλυκές,  Αγχιάλου, οι οποίες κατά τον υπολογισμό του 1870 είχαν φέρει έσοδα στο κράτος 3.668.280 γρόσια, Αίνου με έσοδα 305.961 γρόσια, και Καβάκ, Μουσελλέμ.

Ο ορυκτός πλούτος της Θράκης αν και το εκμεταλλεύονταν με πρωτόγονο τρόπο αποτελούσε αξιόλογη πλουτοπαραγωγική πηγή. Στις επαρχίες Αχή Τσελεμπή (Φιλιππούπολη) και Διδυμοτείχου (Αδριανουπόλεως) υπήρχαν μεταλλεία χρυσόχρου άμμου, στη επαρχία της Λιτίσης, λατομεία μαρμάρου, σχιστόλιθου. Τα μεταλλεία του χωριού Αρναούτ-κιοϊ που απείχε μία ώρα δρόμο από Αδριανούπολη προμήθευε μεγάλη ποσότητα λίθων για τη κατασκευή δρόμων γεφυρών, λιθόκτιστων σπιτιών. Κάρβουνα εξορύσσονταν από τις περιοχές Μακράς Γέφυρας, Κεσσάνης, Μαλγάρων, Κυψελών, Κεϊτεμπέλ, Δερβενακίου. Στο Χάσκιοϊ κοντά στην Αδριανούπολη υπήρχε ασβέστης. Στο Σαμμάκοβο υπηρχε μεταλλείο σιδήρου, το οποίο χρησίμευε για τη παρασκευή σφαιρών για τις ανάγκες του αυτοκρατορικού πυροβολικού.

Ακόμη πολλές ιαματικές πηγές υπήρχαν στη περιοχή της Αδριανούπολης, με λουτρικές εγκαταστάσεις.

 

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ-ΕΜΠΟΡΙΟ

Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση της Θράκης, λόγω έλλειψης εσωτερικής ασφάλειας, τα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν απομονωθεί. Κάθε οικογένεια παρήγαγε όσα της αρκούσαν για τη συντήρησή της (οικιακή οικονομία). Στις ανταλλαγές επικρατούσε ο αντιπραγματισμός. Βαθμηδόν όμως οι Τούρκοι άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται  την ανάγκη της οικονομικής ανάπτυξης και από τον 17ο αιώνα άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα προς ενίσχυση της βιοτεχνίας. Και στο τομέα αυτό πρωτοστάτησαν οι Έλληνες, από το 18ο αιώνα το 70% των παραγόμενων βιοτεχνικών προϊόντων προερχόταν από ελληνικά χέρια. Η οργάνωση της βιοτεχνίας και του εμπορίου έγινε μέσω των συντεχνιών (εσνάφια), κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θράκης όπως Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, στην Καλλίπολη, Ραιδεστό, Αίνο, Στενήμαχο, Σηλύβρια κ.ά. Ο αριθμός των μελών κάθε συντεχνίας ποίκιλλε ανάλογα με το εύρος των εργασιών της. Κάθε υποψήφιο μέλος της συντεχνίας όφειλε να είναι κάτοικος της πόλης, όπου λειτουργούσε το εσνάφι  και για την εγγραφή του απαιτούνταν η πρόταση του εκπαιδευτή του, δηλ. του μάστορα, κοντά στον οποίο είχε διδαχτεί τη τέχνη. Οι επικεφαλής των συντεχνιών οι πρωτομάστορες, ελέγχονταν από τη γενική συνέλευση. Οι πρωτομάστορες έπαιρναν αποφάσεις για όλα τα σημαντικά θέματα, αντιπροσώπευαν τις συντεχνίες απέναντι στις τουρκικές αρχές, είχαν την οικονομική διαχείρισή τους, συνέδραμαν τα μέλη όταν είχαν οικονομική ανάγκη. Ο αναγορευόμενος κατά τη γενική συνέλευση των μελών μάστορας, μετά τη καταβολή συγκεκριμένου ποσού στο ταμείο της συντεχνίας, μπορούσε να έχει 2-3 μαθητευόμενους (τσιράκια). Κοντά στους ασκούμενους εργάζονταν οι βοηθοί τους (καλφάδες). Τα έσοδα των συντεχνιών προέρχονταν από τις εισφορές των μελών, τις χρηματικές ποινές, τα κληροδοτήματα και τις δωρεές. Η εύρυθμη λειτουργία των συντεχνιών εξαρτιόταν άμεσα από την αμοιβαία εξυπηρέτηση και τη στήριξη των οικονομικών συμφερόντων των μελών της. Κάθε συντεχνία γιόρταζε την επέτειο του προστάτη αγίου της. Πέρα από τα στενά όρια των αρμοδιοτήτων ενός εσναφιού, οι συντεχνίες διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση, συντήρηση και επισκευή και γενικότερα χρηματοδότηση εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε ο πόλος έλξης όχι μόνο των Ελλήνων της Θράκης αλλά και ολόκληρου του ελληνισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας το ελληνικό στοιχείο αντιπροσωπεύτηκε σ’ όλα τα επαγγέλματα. Ο συνολικός αριθμός των συντεχνιών στη Κωνσταντινούπολη ποίκιλε μεταξύ 70-150 και εξαρτιόταν από τη ζήτηση των εργασιών αλλά και από τις νομικές συνθήκες που επικρατούσαν. Οι συντεχνίες της Κωνσταντινούπολης ήταν πολυμελείς. Έφθαναν και τα 300 άτομα. Οι γουναράδες αποτελούσαν τη σπουδαιότερη συντεχνία και ήταν κυρίως Έλληνες. Οι γούνες εισάγονταν ακατέργαστες από τη Ρωσία και εξάγονταν στη Μολδαβία, Βλαχία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ολλανδία. Η συντεχνία αυτή είχε μεγάλη ακμή μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα και άσκησε μεγάλη επιρροή στην οικονομική ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Άλλες αξιομνημόνευτες συντεχνίες στη Κωνσταντινούπολη ήταν οι βαφείς, οι κάπηλοι,  οι παντοπώλες, οι αργυραμοιβοί (σαράφηδες) (μεγάλη η ακμή της τον 19ο αιώνα), οι καπνοπώλες, χρυσοχόοι, κρεοπώλες, ράφτες, φερμελετζήδες, βαρελοποιοί. Οι χαλκείς και οι στρωματοποιοί κατάγονταν από την Τραπεζούντα, οι κρεοπώληδες και οι κτίστες από το Αργυρόκαστρο και τα περίχωρα των Ιωαννίνων, οι βαφείς από τις Σαράντα Εκκλησιές, οι κάπηλοι από τη Πελοπόννησο, οι αμπατζήδες από την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μυτιλήνη.

Στην Αδριανούπολη η κύρια ενασχόληση του ελληνικού στοιχείου ήταν το εμπόριο και η γεωργία. Υπήρχαν εριουργεία, εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων, βαφεία νημάτων, μεταξουργεία και εργαστήρια ταπήτων. Οι συντεχνίες της Αδριανούπολης που κυμαίνονταν μεταξύ 32-80 αντιπροσώπευαν οι γουναράδες, οι παντοπώλες, οι αμπατζήδες, οι μυλωνάδες, οι  ράπτες, οι πιλοποιοί, οι ξυλέμποροι,  οι υποδηματοποιοί, οι μπασματζήδες, οι μεταξουργοί. Πολλοί κάτοικοι της Αδριανούπολης εργάζονταν σε πολυάριθμα εργαστήρια, κυρίως για την κατασκευή των αμπάδων.

Στις Σαράντα Εκκλησιές ασχολούνταν με την οινοποιία, γεωργία, κτηνοτροφία, αμπελουργία, υλοτομία, ανθρακοποιία, ναυτιλία και εμπόριο. Υπήρχε η συντεχνία των κεραμιτζήδων, η πιο πλούσια και η πιο πολυπληθής της Ανατολικής Θράκης, αφού είχε πάνω από 800 μέλη. Πολλοί κεραμιτζήδες το καλοκαίρι εγκατέλειπαν τη πατρίδα τους και εργάζονταν για μισό χρόνο σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και της Βουλγαρίας και Βλαχίας. Μεγάλο ήταν επίσης το εσνάφι των υποδηματοποιών.

Επίσης η Τυρολόη είχε αναπτύξει αξιόλογη συντεχνιακή δράση, η Αίνος καταγίνονταν με τους κλάδους της αγγειοπλαστικής, της γεωργίας,  αμπελουργίας, κηπουρικής. Η αγγειοπλαστική και το εξαγωγικό εμπόριο των πιθαριών αποτελούσε σημαντικότατη πηγή εσόδων για τους Αινίτες.

Επίσης αξιόλογη δράση είχε αναπτυχθεί στη Καλλίπολη , στη Μάδυτο, Περίσταση, Ραιδεστό, Σηλύβρια, επαρχία Δέρκων, Διδυμότειχο. Στη Μάδυτο ασχολούνταν με τη ναυτιλία, γεωργία, αγγειοπλαστική και εμπόριο. Οι τέκτονες αποτελούσαν την πλουσιότερη συντεχνία της Μαδύτου. Πραγματοποιούνταν εξαγωγές προς τα Δαρδανέλλια, τη Κωνσνταντινούπολη, Σμύρνη και νησιά του Αιγαίου. Πολλοί κτίστες της Μαδύτου, του Μυριόφυτου και των Γανόχωρων εγκατέλειπαν τη πατρίδα τους και αποδημούσαν στη Κωνσταντινούπολη, εφ’ όσον ήταν περίφημοι τεχνίτες.

Στη Καλλίπολη ήταν οι χρυσοχόοι, οι παντοπώλες, οι υποδηματοποιοί, οι γουναράδες, οι πλουσιότερες συντεχνίες. Οι κεραμοποιοί της Περίστασης μετέφεραν τα προϊόντα τους στα παραλιακά αστικά κέντρα της Προποντίδας, οι βαφείς των Δέρκων εργάζονταν στη Κωνσταντινούπολη.

Πολύ πλούσια υπήρξε η συντεχνιακή οργάνωση του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης, με επίκεντρο τη Φιλιππούπολη, που θεωρούνταν το σπουδαιότερο οικονομικό της κέντρο. Οι Έλληνες της Φιλιππούπολης συγκροτούσαν πολυάριθμα εσνάφια, αμπατζήδες, καφταντζήδες, γουναράδες, μπακάληδες, χρυσοχόοι, χαλκουργοί, ραπτάδες, κτίστες, υφαντάδες, ψωμάδες, μεταξουργοί, παπουτσήδες, κηροποιοί, κλπ. Στις αρχαιότερες και πολυπληθέστερες συγκαταλέγονται οι κτίστες και οι αμπατζήδες. Η συντεχνία των κτιστών είναι πιθανό να ιδρύθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και λειτούργησε για ένα περίπου αιώνα, μέχρι το 1880.  Το εσνάφι όμως των αμπατζήδων υπήρξε όχι μόνο η παλαιότερη αλλά και η σπουδαιότερη και ευπορότερη συντεχνία της Φιλιππούπολης. Σώζεται το αρχαιότερο κατάστιχο συντεχνίας,  σχηματίστηκε το Μάϊο του 1685. Η επαρχία της Φιλιππούπολης ήταν πολύ πλούσια σε κτηνοτροφικά προϊόντα και οι αμπάδες είχαν πέραση σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η εξαγωγή τους που άρχισε συστηματικά τον 18ο αιώνα εξελίχθηκε τον 19ο σε χρυσοφόρα επιχείρηση όπου τα εμπορεύματα έφταναν μέχρι την Ευρώπη, Συρία, Βοσνία, Ανατολικές Ινδίες. Η οικονομική ευρωστία της ελληνικής συντεχνίας των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης προκάλεσε τεράστια συσσώρευση πλούτου. Πολυάριθμοι ελληνικοί οίκοι δημιουργήθηκαν  τόσο μέσα στη Φιλιππούπολη και στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στο εξωτερικό, στη Βιέννη.  Ιδρυτής της ελληνικής κοινότητας της Καλκούτας ήταν ο φιλιπποπουλίτης Παναγιώτης Χατζή Αλεξίου. Τα βουλγαρικά μέλη του εσναφιού άρχισαν βαθμιαία να αυξάνονται αριθμητικά από τις αρχές του 19ου αιώνα αντιπροσώπευαν πλέον το 50% του συνολικού αριθμού. Με τη πάροδο του χρόνου η συντεχνία των αμπατζήδων μεγάλωσε το αποθεματικό της κεφάλαιο και εξελίχθηκε σε πιστωτική τράπεζα. Από το 1762 άρχισε να δανείζει στα μέλη της με τόκο 12-14%. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα η συντεχνία των αμπατζήδων διέγραψε και το τέλος της πορείας της.

Τεράστια ανάπτυξη είχαν στη Θράκη οι βιοτεχνίες οι ασχολούμενες με την παραγωγή εριονημάτων, μαλλίνων υφασμάτων, κιλιμιών, ταπήτων, διότι υπήρξε άφθονη πρώτη ύλη και επιδέξια εργατικά χέρια. Η Φιλιππούπολη, η Αδριανούπολη, οι Σαράντα Εκκλησιές, η Καλλίπολη, η Αίνος, η Ραιδεστός κλπ, ήταν σημαντικότατα κέντρα των Αμπατζήδων. Θράκες τεχνίτες κατασκεύαζαν αρίστης ποιότητας τάπητες, και για τη κατασκευή τους χρησιμοποιούνταν μαλλί, αιγότριχες, αργυρές κλωστές όπως και χρυσές, λινό, μετάξι και βαμβάκι. Οι ποιότητες κυμαίνονταν από 11.000 έως ένα εκατομύριο κόμβους κατά τετραγωνικό μέτρο. Για να κατασκευάσει μία πεπειραμένη τεχνίτρια  ένα τετραγωνικό μέτρο εξαιρετικής ποιότητας τάπητα, χρειαζόταν χρονικό διάστημα περίπου ενός έτους.

Τα κεντήματα των γυναικών της Θράκης ήταν περιζήτητα. Στην επαρχία των Δέρκων ήταν αναπτυγμένη η βιοτεχνία των «φακιολιών». Οι γυναίκες ζωγράφιζαν με πινέλο σε τουλμπάνι Σκωτίας τα λεπτότατα «θεραπειανά» τα οποία πουλιούνταν προς 1-1,5 λίρα τουρκίας. Ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος θρακικού κεντήματος ήταν ο τσεβρές. Επίσης σε πολλά μέρη της Θράκης οι γυναίκες ασχολούνταν με τη καλαθοπλεκτική. Πολλά είδη θρακικής οικοτεχνίας μεταφέρονταν από πλανόδιους εμπόρους στη Κωνσνταντινούπολη, Σμύρνη, Προύσα κλπ

Επίσης λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της σηροτροφίας λειτουργούσαν στη Θράκη από τους τέλους του 18ου αιώνα έξι μεταξουργεία (2 στο Σουφλί, 2 στην Αδριανούπολη και 2 στο Διδυμότειχο).

Λόγω της μεγάλης παραγωγής σιτηρών υπήρξαν στη Θράκη πολλοί ανεμόμυλοι, νερόμυλοι και μύλοι που κινούνταν με άλογα. Οι μύλοι άλεθαν 100-200 οκάδες σίτου το μερόνυχτο. Από το 1885 άρχισαν να λειτουργούν 11 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι, οι δέκα από τους οποίους ανήκαν σε Έλληνες. 2 στις Σαράντα Εκκλησιές, 2 στην Αδριανούπολη, 2 στο Λουλέ Μπουργκάζ, ένας στο Δεδέαγατς, ένας στη Ραιδεστό, ένας στη Καλλίπολη και ένας στη Κομοτηνή. Οι ατμοκίνητοι μύλοι των πόλεων Λουλέ Μπουργκάζ, Καλλίπολης και Ραιδεστού, παρήγαγαν σιμιγδάλι. Μεγάλες ποσότητες σιμιγδαλιού στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη   για τη παρασκευή ζυμαρικών. Για τη κίνηση του ατμοκίνητου μύλου της Ραιδεστού εισάγονταν γαιάνθρακες από το εξωτερικό. Επίσης χρησιμοποιούνταν επιτόπιος λιγνίτης.

Επίσης υπήρχε στη Θράκη πλούσια παραγωγή λιναρόσπορου. Από τις αρχές του 18ου αιώνα λειτουργούσαν ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, τα οποία παρήγαγαν λινέλαιο, μπεζίρ, για φωτισμό. Καλύτερης ποιότητας λιναρόσπορος παράγονταν στη περιοχή των Μετρών και κυρίως στα χωριά Τσακήλι, Ελμπασάν. Λινελαιοτριβεία λειτουργούσαν επίσης στη Κεσσάνη, Μάδυτο, Τσορλού και Μάλγαρα.

Στην Αδριανούπολη υπήρχαν 18  σησαμελαιοτριβεία τα οποία παρήγαγαν σησαμέλαιο, επίσης στις Σαράντα Εκκλησιές υπήρχαν 4 σησαμελαιοτριβεία.

Τα θρακικά κρασιά ήταν περίφημα. Ονομαστά ήταν των Σαράντα Εκκλησιών. Η πόλη περιβάλλονταν από αμπελώνες σε ακτίνα μιας ώρας και 30’ με τα μεταφορικά μέσα εκείνης της εποχής, ο δε μέσος όρος της ετήσιας παραγωγής ανέρχονταν σε 7.800.000 οκάδες. Στις καλές σοδειές έφθανε και στις 12.000.000 οκάδες. Το μεγαλύτερο μέρος του οίνου εξάγονταν στη Γαλλία. Σημαντικές ποσότητες στέλνονταν στη Βουλγαρία. Στα Σαράντα Εκκλησιές άκμαζε βιοτεχνία που παρήγαγε κονιάκ και ηδύποτα, που θεωρούνταν τα εκλεκτότερα της Θράκης, τα οποία εξάγονταν πέραν των ορίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μεγάλη βιοτεχνία επίσης λειτουργούσε στη Ραιδεστό. Περίφημοι ήσαν οι οίνοι του Ουζούν Κιοπρού, του Ασλαχάν και του Ζαλίφ.

Βυρσοδεψεία υπήρχαν σε πολλές πόλεις όπως στη Ανδριανούπολη, Σαράντα Εκκλησιές.

Στο Λουλέ Μπουργκάζ παράγονταν διάφορα είδη αργιλοπλαστικής επίχρυσα. Οι κάτοικοι της Συλλίμνου ασχολούνταν με τη παραγωγή όπλων, καπνοσυριγγίων, σιγαρέτων, αβάδων, κετσέδων. Στην Υάμπολη ο χαλβάς εξ αμυγδάλου ήταν πολύ φημισμένος. Εκτός των ανωτέρω φημίζονταν  τα εξής προϊόντα της Αδριανούπολης: τα από ζάχαρη και διάφορες αρωματικές ουσίες γλύκισμα «δεβαϊσμίκ», ο χαλβάς από σουσάμι, το κασέρι, οι ταριχευμένες γλώσσες βοδιών και τα αρωματικά σαπούνια. Μεγάλες ποσότητες των προϊόντων αυτών εξάγονταν στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Ευρώπη.

Η κεραμοποιία ήταν ανεπτυγμένη στη Θράκη, κυρίως στις Σαράντα Εκκλησιές.

Οι χρυσοχόοι της Αδριανούπολης κατασκεύαζαν αξιοθαύμαστα κομψοτεχνήματα.

Στις περιοχές Κηζανλίκ και Εσκή Ζαγορά παράγονταν εξαιρετικό ροδέλαιο και ροδόσταγμα, μεγάλες ποσότητες εξάγονταν στην Ευρώπη. Στο Εσκή Ζαγορά παράγονταν αλλαντικά και διατηρημένα κρέατα, όπως και τσιγάρα με επίχρυσα στολίδια, στο δε Διδυμότειχο αλικόχρωμα κύπελλα, και δοχεία από πορσελάνη.

Τέλος ονομαστό ήταν το γιαούρτι της Σηλυβρίας, του οποίου η μεταφορά στη Κωνσταντινούπολη άρχισε το 1870. Ο τύπος αυτός του γιαουρτιού κατασκευάζονταν μόνο στη Σηλυβρία, αργότερα όμως όσο αύξανε η ζήτηση παραγόταν και στα χωριά της περιφέρειας Σουλτάν-Τσιφλίκ, Παπαζλή, Επιβάτες, Δημοκράνεια και Καλλικράτεια. Η αποστολή του προϊόντος άρχιζε το Μάρτιο και τελείωνε μέχρι τέλους Ιουλίου. Στη Σηλυβρία λειτουργούσαν πέντε βιοτεχνίες που απέστειλαν καθημερινά στην Κωνσταντινούπολη 620 δοχεία (χωρητικότητας 4-6 οκάδων το καθένα) γιαουρτιού.

 

ΕΜΠΟΡΙΟ

Η ανάδειξη ουσιαστικά του κεφαλαιούχου εντοπίστηκε κυρίως στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Η εμφάνιση της πρώτης αστικής τάξης στα Βαλκάνια, της Ελληνικής, ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου.

Από τον 17ο αιώνα οι εκάστοτε τουρκικές κυβερνήσεις άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση του εμπορίου. Από τον 18ο αιώνα το 70% του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου ήταν στα χέρια των ελλήνων. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η αύξηση του ελληνικού εμπορικού ναυτικού μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, όπου μεγάλος αριθμός ελληνικών πλοίων κυκλοφορούσε υπό ρωσική σημαία εντός του Ευξείνου και απολαύανε των προνομίων που είχαν παραχωρηθεί από την Οθωμανική αυτοκρατορία στη Ρωσία.

Όλες οι παραλιακές πόλεις της Θράκης διέθεταν αρκετό αριθμό εμπορικών σκαφών. Σε πολλές θρακικές πόλεις υπήρχαν ναυπηγεία μικρών εμπορικών και αλιευτικών πλοίων. Η κωμόπολη Μυριόφυτο των Γανόχωρων διέθετε ναυπηγείο και 150 περίπου ιστιοφόρα, ο Γάνος είχε 50 μικρά και μεγάλα ιστιοφόρα κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Στα Θεραπειά υπήρχε ταρσανάς μεγάλων καϊκιών για την αλιεία και τη συγκοινωνία. Τα πλοία αυτά μετέφεραν σιτάρι και τα προϊόντα της ανατολής στη Δύση.  Η Μάδυτος διακρινόταν για την ναυτιλιακή της επίδοση. Διέθετε 17 μεγάλα ιστιοφόρα και 32 μικρότερα.

Ο κατωτέρω πίνακας δείχνει τη κίνηση των κυριότερων θρακικών λιμένων σε πλοία που τους προσέγγιζαν.

                                                                Πλοία

                                                Μεγάλα                                               μικρά

Καλλίπολη                          48                                                           47

Περίστασις                         32                                                           90

Φέρρες                                                9                                                              -             

Αίνος                                     22                                                           121

Ραιδεστός                           15                                                           46

Ηράκλεια                            3                                                              -

Αγχίαλος                             30                                                           -

Μεσημβρία                        5                                                              -

 

Το εμπόριο μέσα στην ενδοχώρα γινόταν με τους αγωγιάτες. Οι αγωγιάτες μετέφεραν δημητριακά. Διέθεταν μεγάλα αμάξια που μπορούσαν να μεταφέρουν βάρος 500 οκάδων, τα οποία έσερναν βόδια ή αγελάδες, σπάνια άλογα. Το 60% των αγωγιατών ήταν Οθωμανοί, το 30% έλληνες και το υπόλοιπο εβραίοι και αρμένιοι.  Από τον 19ο αιώνα η μεταφορές εμπορευμάτων από Κωνσταντινούπολη και Αδριανούπολη προς άλλες πόλεις της Θράκης γινόταν σιδηροδρομικώς. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στη Θράκη υπήρχε σιδηροδρομικό δίκτυο, που κάλυπτε 601 χιλ, ήτοι 396 χιλ από τα βουλγαρικά σύνορα μέχρι τη Κωνσταντινούπολη, 140 χιλ από Κουλελί Μπουργκά μέχρι Δεδέαγατς , 45 χιλ. από Μπαμπά Εσκί μέχρι τις Σαράντα Εκκλησιές.

Ο ποταμός Έβρος επίσης εξυπηρετούσε πολλές μεταφορές, διότι ήταν πλωτός μέχρι των εκβολών του κατά τους μήνες Μάϊο, Ιούνιο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Τότε διαπλέονταν από πολυάριθμες σχεδίες που κατασκευάζονταν από σανίδες πεύκου, οι οποίες κόβονταν στα εργοστάσια οικοδομήσιμης ξυλείας που υπήρχαν στην Περιστερά, αφού δε διερχόταν από τις επαρχίες Φιλιππουπόλεως, Παζαρτζικίου, Εσκή Ζαγορά, Τσιρμπάν, ΧασκιοΪ, Αδριανουπόλεως μετέφεραν στην Αίνο σημαντικές ποσότητες σιτηρών και άλλων προϊόντων, προορισμένα για εξαγωγή σε διάφορες αγορές. Τις σχεδίες τις αποσύνθεταν στην Αδριανούπολη και Αίνο, το δε υλικό τους το χρησιμοποιούσαν σαν οικοδομήσιμη ξυλεία. Το εμπόριο που γινόταν από τον Έβρο κάθε χρόνο ανερχόταν συνήθως στις 5-6 χιλιάδες σχεδίες,  όταν δε υπήρχε μεγάλη ζήτηση σιτηρών σε οκτώ και δέκα χιλιάδες.

Οι Έλληνες της Θράκης εισήγαγαν πολλά είδη από το εξωτερικό, όπως από Τεργέστη, Οδησσός, Καλκούτα και Αμερική. Τα είδη αυτά ήταν ζάχαρη, καφές βραζιλίας, ρύζι, σάκκοι για συσκευασία δημητριακών από Καλκούτα, βαμβακέλαια και λίπη από Αμερική, Ρωσία και Ρουμανία, οινοπνεύματα από τη Ρωσία και Αυστρία, κονιάκ από Τεργέστη, ελαιόλαδο από Μικρά Ασία, λάδι, σύκα σταφίδες χαρούπια ,  κρασιά από τη Νότια Ελλάδα, βαμβάκι από Μακεδονία, σαπούνια φασόλια από Τραπεζούντα και Ορδού, Λεπτοκάρυα από Κερασούντα. Έμποροι από Ασία έφερναν τσακμακόπετρες και δοκάνες προς πώληση και είδη χρήσιμα για τον αλωνισμό των δημητριακών.

Η Μάδυτος από τον 18ο αιώνα   απέβη αξιόλογο εμπορικό κέντρο. Με τα πλοία της μεταφερόταν στις διάφορες χώρες της Ευρώπης σημαντικές ποσότητες από τα προϊόντα της ενδοχώρας της Θράκης. Εκ  των ετησίως παραγομένων 300-400 χιλ. οκάδες βάμβακος άριστης ποιότητας στέλνονταν μεγάλες ποσότητες στη Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι, Γαλάζιο, Βραίλα, Μασσαλία, Πειραιά, Πάτρα και Αίγιο. Από 1 εκατ. περίπου παραγόμενες οκάδες κριθαριού , σημαντικές ποσότητες εξάγονταν μέσω Σμύρνης στην Αγγλία για τη Ζυθοποιία. Από τις παραγόμενες 450-500 χιλ. οκάδες σιταριού πραγματοποιούνταν εξαγωγές στη Μασσαλία και την ελεύθερη Ελλάδα, επίσης πουλιόταν σουσάμι, κύμινο, γλυκάνισο στη Ρουμανία και Ρωσία, βαλανίδια στη Βουλγαρία και Ρουμανία, αμύγδαλα στη Γαλλία, κρεμμύδια, κρασιά και αλίπαστα στο άγιο όρος, νήσους του αιγαίου και Πειραιά, αιγότριχες στην Ιταλία. Μέχρι το 1887 υπήρχαν στη Μάδυτο καπναποθήκες, όπου γινόταν το πακετάρισμα του καπνού. Τα προϊόντα των κεραμοποιίων της Μαδύτου (πήλινα, αγγεία, κέραμοι, σωλήνες, πλίνθοι) εξάγονταν στη Σμύρνη, νησιά του Αιγαίου, ελεύθερη Ελλάδα και Άγιο Όρος. Σ’ αυτή τη πόλη υπήρχαν 65 παντοπωλεία, 15 υποδηματοποιεία, 6 κρεοπωλεία, 20 αρτοποιεία, 3 σιδηρουργεία, 2 υφασμοτοπωλεία, ένα ωρολογοποιείο.

 Το λιμάνι της Ραιδεστού παρουσίαζε μεγάλη κίνηση μικρών και μεγάλων σκαφών. Εξάγονταν έξι χιλιάδες τόνοι καναρόσπορου, και λιναρόσπορου. Με ατμόπλοια στέλνονταν καθημερινά στη Κωνσταντινούπολη πολύ μεγάλες ποσότητες πουλερικών,  αυγά, πουλερικά, οπωρικά, έρια κουράς προβάτων, ακατέργαστα δέρματα, οστά ζώων κλπ. Επειδή η εσοδεία σιτηρών της ενδοχώρας ήταν πλουσιοτάτη σημαντικές ποσότητες στέλντονταν  στη Μυτιλήνη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Χιλιάδες σάκοι σιμιγδέλαιου φορτώνονταν για την Κωνσταντινούπολη, όπως και ποσότητες κριθαριού και βρώμης για την Ιταλία και για άλλους ευρωπαϊκούς λιμένες. Στην ενδοχώρα της Ραιδεστού παραγόταν ένα είδος αγριοσιταριού ο «καπλουτζές» μεγάλες ποσότητες του οποίου στέλνονταν στην Ιταλία, όπου με ειδικά μηχανήματα αποφλοιώνονταν και μετατρεπόταν σε σιτάρι άριστης ποιότητας. Εξαγόταν επίσης σημαντικές ποσότητες κρεμμυδιών και σκόρδων. Κύριος τόπος συναλλαγής στη Ραιδεστό ήταν η αγορά της, όπου οι χωρικοί μετέφεραν τα προϊόντα τους (σιτάρι,  κριθάρι, βρώμη, αραβόσιτο, καπλουτζέ, καναρόσπορο, λιναρόσπορο, κεχρί, όσπρια κ.ά.) Στα καφενεία της αγοράς συναντούσαν τους εμπόρους της πόλης, καθοριζόταν η τιμή.

Η Καλλίπολη ήταν μία από τις εμπορικότερες θρακικές πόλεις. Σ’ αυτή εισάγονταν κάθε χρόνο από την Κεσσάνη 60.000 σίτου, από τη Λέσβο 2.000.000 στατήρες ελαίου και ελαιών, 3.000 σάκκοι ζάχαρης,  500 καφέ, 1.000 ρυζιού, 10.000 κιβώτια πετρελαίου. Εξάγονταν 5000 στατήρες γαλέτας ετησίως, 300.000-500.000 οκάδες αλιπάστων τριχιών, όπως και σημαντικές ποσότητες οπωρικών.

Υπήρχαν και στεγασμένοι χώροι για την αποθήκευση. Στην Σηλύβρια υπήρχαν αποθήκες χωρητικότητας 100.000 στατήρων η κάθε μία. Η μεταφορά του άχυρου για τις ανάγκες του στρατού γινόταν με ιστιοφόρα. Μεγάλες ποσότητες άχυρου στέλνονταν και στη Κρήτη.

Από τους λιμένες  της Ηράκλειας και της Καλλικράτειας φορτώνονταν καθημερινά για Κωνσταντινούπολη από 1ης Ιουλίου έως 15 Αυγούστου 100  έως 400 χιλιάδες πεπονοειδή. Περιζήτητα ήταν τα πεπόνια του Ουζούν Κιοπρού. Σημαντικές ποσότητες κράμβης στέλνονταν στη Πελοπόννησο.

Στην Αδριανούπολη συγκεντρώνονταν ετησίως από έλληνες κυρίως έμπορους μεγάλες ποσότητες δερμάτων, και μαλλιών. Σημαντικές ποσότητες στέλνονταν στη Κωνσταντινούπολη και πραγματοποιούνταν εξαγωγές στη Γαλλία και Γερμανία.

Το 1870 είχαν συγκεντρωθεί:

500.000 δέρματα αμνών

200.000 δέρματα προβάτων

150.000 δέρματα αμνάδων

120.000 δέρματα αιγών

35.000 δέρματα βοδιών

100.000 δέρματα λαγών

8.000 δέρματα αλωπεκών

3.800 δέρματα διαφόρων ζώων

Και 2.141.270 κιλά μαλλιού.

 

Στα Γανόχωρα παραγόταν σταφύλια που μεταφέρονταν ειδικά συσκευασμένα στην Κωνσταντινούπολη και ήσαν περιζήτητα. Από το είδος των σταφυλιών «Καραλαχανά» παραγόταν εξαιρετικό κρασί που εξάγονταν στη Γαλλία

Η Αίνος είχε δύο λιμάνια, τα οποία είχαν μικρό βάθος.  Τα σκάφη αγκυροβολούσαν σε αρκετή απόσταση και η μεταφορά των εμπορευμάτων  στην Αδριανούπολη γινόταν  με σχεδίες ή μικρά καϊκια. Κατά τον 19ο αιώνα 5-6 χιλ. καίκια διέσχιζαν τον Έβρο, μεταφέροντας κάθε είδους εμπορεύματα. Υπάρχει μαρτυρία ότι το 1897 από τον Έβρο μεταφέρονταν περίπου 1.500.000 κοιλά δημητριακών, ήτοι σίτος 1 εκατ. Κοιλά, σίκαλη, κριθάρι, αραβόσιτος 500.000 κιλά. Από το λιμάνι της Αίνου εξάγονταν καπνός (από τις περιοχές Αίνου, Φερρών, Κεσσάνης, Υψάλων, Διδυμοτείχου, περίπου 300.000-400.000 οκάδες. Λικουρίνοι αινίτικοι περίπου 100.000 έως 200.000 οκάδες. Αλάτι, που η εκμετάλλευσή του ήταν μονοπώλιο, πουλιόταν 600.000 έως 900.000 οκ. Αλάτι, βδέλλες (η αλιεία τους ήταν επίσης μονοπώλιο), 100-200 οκάδες κατ’ έτος. Εξήγαγε μαλλιά, δέρματα βουβαλιών και αγελάδων, ξυλεία. Περιζήτητοι ήταν τα πιθάρια που κατασκευάζονταν στην Αίνο που αποστέλλονταν στους ελαιοπαραγωγούς των περισσότερων ελληνικών περιοχών.

Εξαιρετικά αναπτυγμένο εμπόριο είχαν οι Σαράντα Εκκλησιές. Από τις παραγόμενες 1.000.000 οκάδες τυρί, οι 600.000 έφευγαν για Κωνσνταντινούπολη και Αλεξάνδρεια. Εξάγονταν περίπου 10.000 οκ. Βούτυρο. Συγκεντρώνονταν περίπου 600.000 οκάδες έρια, 80.000 αιγότριχες, 200.000 προβατοδέρματα, 200.000 αιγοδέρματα, 60.000 λαγοδέρματα, 2.200 δέρματα βοδιών και βουβαλιών και 30.000 γούνες.

Στις περιοχές του Τυρνόβου, Κοφτσαζίου, Μηδείας και Αγαθούπολης, ήταν ανεπτυγμένο το εμπόριο του οίνου, οινοπνεύματος, ρακής σίτου, δερμάτων, ερίου, τυρού, ξύλων, ανθράκων και ψαριών.

 

ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ

Στη Θράκη υπήρξε το πανάρχαιο έθιμο των εμποροπανηγύρεων, κατά τη γιορτή πολλών αγιασμάτων. Στη Στράντζα γινόταν κάθε 23 Απριλίου μεγάλη ζωοπανήγυρη, στο Ευκάρυο, στη Μήδεια στο μοναστήρι του αγίου Νικολάου,  η πανήγυρη του Μακρυχωρίου (Δέρκων), η εμποροπανήγυρη της Αλικαρίας, κοντά στην Αγχίαλο. Μεγάλη πανήγυρη γινόταν στο Διδυμότειχο, στην Ουζουντζιόβα, κοντά στο Χάσκιοϊ της Φιλιππούπολης, στη Ζαγορτί του Καζανλικίου. Τρεις στη περιοχή της Συλλίμνου, στη Βιζύη, στο Σουφλί, στην Αδριανούπολη, στη Φιλιππούπολη.

Το 50% των παραγόμενων προϊόντων της γεωργίας και κτηνοτροφίας προερχόταν από έλληνες, το 40% από τούρκους και το 10% από άλλες εθνότητες.  Από τα μέσα του 18ου αιώνα το 70% της παραγωγής το κάλυπταν ελληνικές βιοτεχνίες, το 20% κατείχαν τούρκοι μικρέμποροι και μικροεπιχειρηματίες και το 10% οι υπόλοιπες μειονότητες.. Από τα 6 μεταξουργεία τα 5 ανήκαν σε έλληνες επιχειρηματίες, όπως και τα περισσότερα βυρσοδεψεία, τα ¾ των παραγόμενων κεράμων και πλίνθων, των στρατιωτικών αμαξιών κατασκευαζόταν από Έλληνες. Τα δύο μεγάλα εργοστάσια παραγωγής οίνου το ένα στη Ραιδεστό και το άλλο στις Σαράντα Εκκλησιές ήταν ελληνικά. Γενικά οι περισσότερες και σημαντικότερες βιοτεχνίες υφασμάτων, κλινοσκεπασμάτων, δερμάτων ήταν επιχειρήσεις ελληνικές. 

Στα ελεύθερα επαγγέλματα οι έλληνες αντιπροσώπευαν το 50%, το 40% οι Τούρκοι και το 10% οι άλλες μειονότητες. Υπερτερούσαν οι Έλληνες γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι, μικροεπιχειρηματίες, μικροπωλητές, ζαχαροπλάστες, μεταφορείς, αγωγιάτες και χειρώνακτες ήταν Οθωμανοί

Οι Τούρκοι ήσαν κυρίως στις πόλεις κυβερνητικοί υπάλληλοι, κτηματίες, μικροεπαγγελματίες, μεγαλογαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί των πόλεων ήταν έμποροι, κτηματίες, βιοτέχνες.

Στα χωριά οι τούρκοι ήταν γεωργοί και κυρίως κτηνοτρόφοι και πτηνοτρόφοι ενώ οι Έλληνες χωρικοί άλλοι καλλιεργούσαν τα χωράφια των Μπέηδων άλλοι απετέλεσαν νέα χωρία με περιορισμένη έκταση αλλά με εντατική καλλιέργεια. Ασχολούνταν με τη συστηματική κτηνοτροφία των προβάτων, νοικιάζοντας τα βοσκοτόπια των τούρκων, άλλοι ήταν πλανέμποροι.

 

Περιοχή του Ιερού Όρους Τεφκούρ Δαγ.

Η κυριότερη βάση του ελληνισμού ήταν το Ιερό Όρος, με πυκνά δάση, πολλά ελληνικά χωριά, ελληνική γλώσσα, με ανώτερο πνευματικό επίπεδο. 27 ελληνικά χωριά 60.000 κατοίκων. Οι ταξιδεύοντες πλανέμποροι από τη περιοχή του Ιερού Όρους έφθαναν μέχρι το Διδυμότειχο, τη Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, Βιζύη και Τύρνοβο.

Ανατολική πλευρά

1. Περίστασις (Σάρκκιοϊ)

Οι Περιστασινοί, κατά τους τελευταίους αιώνες, εξασκούσαν τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, νοικιάζοντας Τούρκικα τσιφλίκια και βοσκοτόπους. Επαγγέλματα και τέχνες για τους κατοίκους

Αλιεία

Σηροτροφία σε ευρεία κλίμακα

Ξυλουργία

Οικοδομική

Εμπόριο προς τα μεσόγεια μέχρι τα Μάλγαρα και τη Κεσσάνη

Γεωργία, αμπελουργία

 

2. Ηράκλεια ή Ηρακλείτσα

Αμπελουργία, Σιτηρά, γλυκάνισο, μορεώνες

Σηροτροφία

Εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξοσπόρων των αδελφών Πασχαλίδη, όπου εργαζόταν εκατοντάδες κορίτσια

3. Μυριόφυτον

Αμπελουργία

Σηροτροφία

Σποροποϊα

Αλιεία

Κεραμοποιία

Ονομαστά κρασιά και ερχόταν Γάλλοι έμποροι και τους αγόραζαν

4. Χώρα

Πολλά εργοστάσια κατασκευής πλίνθων (τούβλα, κεραμίδια, αγγεία, λαγήνια, πίθους). Τα εμπορεύονταν στη Κωνσταντινούπολη, Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και τα μεσόγεια της Θράκης.

Ναυτιλία

Αλιεία

Βιομηχανία αλιπάστων

Οινοποία (κρασί, ρακί, ούζο)

Το καλοκαίρι η παραλία της Χώρας γέμιζε από κόσμο από άλλα μέρη που εργαζόταν οι μεν άνδρες στη κατασκευή των πήλινων, τα παιδιά στη φόρτωση των πλοίων και οι γυναίκες στη Παρασκευή του φαγητού.

5. Γάνος

Αλιεία

Οινοποιία

Οι κάτοικοι εμπορευόταν με τη μεσόγεια Θράκη αποικιακά και παντοπωλειακά είδη

6. Αυδήμιο

Αμπελουργία

σηροτροφία

πλανεμπόριο με όλη τη θρακική χώρα ως παντοπώλες ή ποτοπώλες. Ξενητευόταν για το εμπόριο οι άνδρες

7. Λούπιδα

8. Καλαμήτσι

9. Στέρνα

10. Πλάτανος

11. Κερασιά

12. Μηλιώ

Αυτά τα έξι χωριά ζούσαν από την αμπελουργία, σηροτροφία, κεραμοποιία

 

Δυτική πλευρά Ιερού Όρους

  1. Νεοχώρι (Γενίκιοϊ)
  2. Λιμνίσκη (Γιολτζίκ)
  3. Καλόδενδρον (Έϊ αγάτς ή Γιάγατς)
  4. Παλαμούτ (Δρυς)
  5. Σεντούκιον
  6. Καστάμπολις

Οι κάτοικοι ζούσαν από τη

κτηνοτροφία,

γεωργία

ανθρακείς

Υπήρχαν υδρόμυλοι και τα λεγόμενα Ντουλάπια που χρησίμευαν για να κάνουν πυκνότερα τα εγχώρια μάλλινα υφάσματα και τα χονδρά κλινοσκεπάσματα. Τα προϊόντα της οικιακής βιοτεχνίας των γυναικών μεταφερόταν εκεί από τα μακρινά μέρη της Θράκης για να υποστούν κατεργασία μέσα στα ντουλάπια.

  1. Ιντζέκιοϊ (Λεπτοχώριον)

πλανέμποροι στην αρχή με τη Ραιδεστό (πουλούσαν αυγά, βούτυρο, μέλι, τουλουμοτύρι, όρνιθες, ινδιάνους και αγόραζαν λάδι, σαπούνια, καφέ, ζάχαρη, μυρωδικά, ψιλικά, υφάσματα, ψαλίδια, νήματα) αργότερα πήγαιναν μέχρι τα Μάλγαρα, τη Κεσσάνη, το Ουζούν-Κιοπρού, Αδριανούπολη. Σχημάτιζαν εταιρείες φόρτωναν από τη Ραιδεστό αποικιακά και έφθαναν μέχρι τα μεσόγεια της Θράκης ανταλλάσοντάς τα με δέρματα ζώων, μαλλιά προβάτων, τρίχες αιγών, δέρματα ζώων κυνηγιού, τα οποία οι έμποροι της Ραιδεστού και της Αδριανούπολης τα έστελναν στην Ευρώπη.

Κηροποιία και εμπόριο κεριών, κατασκευή κασεριών

Αιγοπροβατοτροφία, γεωργία

  1. Σιμητλή

εύφορη γη

προβατοτροφία

  1. Σχολάριον

προβατοτροφία (120.000 πρόβατα) νοίκιαζαν βοσκοτόπους από τα τούρκικα τσιφλίκια στη περιοχή των Μαλγάρων, Ραιδεστού, Τυρολόης, Αρκαδιούπολης.

Οι γυναίκες επεξεργάζονταν μαλλιά και ύφαιναν ποικιλία ταπήτων, κλινοσκεπασμάτων, σαγιάκια, αμπάδες.

  1. Ειρηνοχώριον (Αράπ-Χατζή)

εύφοροι αγροί, βοσκότοποι, δάσος, κτηνοτροφία μικρών και μεγάλων ζώων

  1. Νεοχώριο της Γάνου

αμπέλια, δενδροκαρπία, πλανεμπόριο

  1. Ναϊπκιοϊ, Κούμβαον, Τσανακτσή, Πάνιδος

Κρεμμύδια (εμπόριο με τη Κωνσταντινούπολη, Αγγλία, Οδησσό) , σκόρδα, πεπόνια και καρπούζια (για τη Κωνσταντινούπολη), αρπατζίκι (εμπόριο με το εξωτερικό κυρίως στη Βουλγαρία), σιτηρά, αμπέλια, καρποφόρα δένδρα, κρασί από το Κούμβαον ονομαστό

Ναυσιπλοία στο Κούμβαον, αλιεία σαρδελών, κολιών από τα οποία κατασκεύαζαν εξαίρετα αλίπαστα.

Τσανακτσή μελισσοτροφία, ιαματικές πηγές.

 

 

Ευημερούσες ελληνικές κοινότητες 17ου και 18ου αιώνα

  1. Ραιδεστός

Ακμαιότατο εμπορικό κέντρο όλης της Θράκης. Από τις περιοχές της Φιλιππουπόλεως, Αδιανουπόλεως, Κεσσάνης, Μαλγάρων, Ουζούν-Κιοπρού, Αρκαδιούπολης, Βιζύης, Τυρολόης οι γεωργικοί πληθυσμοί διεκόμιζαν με αμάξια και καμήλες

σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, καναρόσπορο, γλυκάνισο και τα πουλούσαν στους μεγαλεμπόρους, οι οποίοι τα έστελναν σε άλλες χώρες, όχι μόνο οθωμανικές αλλά και στους Ευρωπαϊκούς λιμένες της Τεργέστης, Γενούης, Μασσαλίας.

Επίσης και κτηνοτροφικά προϊόντα όπως κασέρια, τουλομοτύρια, δέρματα, λινάρι, σισάμι.

Εισήγαγαν στη Θράκη λάδια, ελιές, σαπούνια, σύκα, σταφίδες, εσπεριδοειδή, λεμόνια, πορτοκάλια, χουρμάδες και άλλα αποικιακά.

Η Ραιδεστός είχε πολλά σιδηρουργεία, που κατασκεύαζαν γεωργικά εργαλεία, που κατεργάζονταν Αρμένιοι, υπήρχαν υφασματοπωλεία, καταστήματα ψιλικών, υποδηματοποιία.

 

  1. Καλλίπολις

Σπουδαίο εισαγωγικό και εξαγωγικό λιμάνι που ανταγωνιζόταν τη Ραιδεστό στα ίδια προϊόντα.  Είχε ασφαλές λιμάνι. Βρισκόταν εκεί φούρνοι που έφτιαχναν γαλέτες για τους ναύτες όπως κρέατα, αλίπαστα, λαχανικά, τυρί.

 

  1. Αίνος

Λιμάνι που ένωνε το Αιγαίο πέλαγος με τον Έβρο ποταμό που ήταν πλωτός. Από τον Έβρο διαμετακομίζονταν μέχρι την Αδριανούπολη τα προϊόντα των νήσων του Αιγαίου σαπούνια, λάδι, ελιές, αλίπαστα, εσπεριδοειδή, που τα αντήλασσαν με σιτηρά, τυρί, βούτυρο, μαλλιά, δέρματα, όσπρια κλπ. Υπήρξε σπουδαία εμπορική ναυτιλία. Οι παραλιακές πόλεις του Ευξείνου της περιοχής της Θράκης όπως Μήδεια, Μεσημβρία, Σωζόπολη, Αγαθούπολη, Αγχίαλος, Πύργος, Βάρνα έστελναν στο εσωτερικό της Θράκης θαλάσσια προϊόντα όπως αλάτι, αλίπαστα και λάμβαναν γεωργικά και κτηνοτροφικά.

 

  1. Αδριανούπολη

Μία από τις κυριότερες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διεξήγαγε μέγα εμπόριο  όχι μόνο με ολόκληρη τη Θράκη αλλά και με τις προς βορρά κείμενες χώρες, ήταν δε μέγας σταθμός εμπορικών συνοδειών από Κωνσταντινούπολη και όλων των παραλιακών πόλεων προς την Ευρώπη. Υπήρξε εκεί μεγάλος πλούτος.

 

  1. Σαράντα Εκκλησιές

Αμπέλια

 

  1. Φιλιππούπολη

Μεγάλο εμπορικό κέντρο στα μεσόγεια της Θράκης. Βιοτεχνία και εμπόριο

  1. Διδυμότειχο
  2. Κομοτηνή
  3. Ξάνθη

Σπουδαία εμπορικά κέντρα όπου ερχόταν από τα γύρω χωριά και πουλούσαν τα προϊόντα τους.

  1. Μέτραι (Τσατάλτζα)
  2. Τυρολόη
  3. Αρκαδιούπολη (Λουλέμπουργαζ)
  4. Βουλγαρόφυγον (Μπαμπαεσκί)
  5. Νίκαια (Χάφσα)

Είχαν ευημερήσει από το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων γιατί ήταν σημεία περάσματος των τούρκικων στρατιών.

  1. Σηλύβρια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα στοιχεία αυτά δεν έχουν σκοπό να δείξουν  περασμένα μεγαλεία, αλλά να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβηκε στη περιοχή με την εθνική διαίρεση των συνόρων και για ποιο λόγο αυτή οπισθοδρόμησε οικονομικά μετά το 1923. Στη Θράκη είχε δημιουργηθεί μια πολύ σημαντική οικονομία που συνέδεε τη γεωργική παραγωγή, τη μεταποίηση με το εμπόριο σ’ όλη τη Βαλκανική, Μεσόγειο αλλά και Ευρώπη και υπόλοιπο κόσμο. Δημιουργήθηκαν μεγάλες περιουσίες και μια πολύ πλούσια αστική τάξη που έλεγχε την οικονομική ζωή σ’ όλο αυτό το μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν άρχισαν οι εθνικές διεκδικήσεις από τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η αστική αυτή τάξη αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο χώρο της ελεύθερης Ελλάδας και να διαθέσει πλέον τα κεφάλαιά της στα νέα οικονομικά κέντρα που είχαν δημιουργηθεί εκεί, τον Πειραιά, Σύρο, Πάτρα. Η περιοχή χάνοντας το κομμάτι της μεταποίησης και του εμπορίου των γεωργικών προϊόντων παρέμεινε μια απομακρυσμένη γεωργική περιοχή στην άλλη άκρη των ελληνικών συνόρων. Τα γεωργικά της προϊόντα που άμεσα συνδέονταν με τη  μεταποίηση και το εμπόριο των πλησιέστερων αστικών κέντρων, τώρα διένυαν πλέον μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να αξιοποιηθούν εμπορικά. Η πλούσια γεωργική παραγωγή που  παρείχε ασφάλεια σε κάθε γεωργική οικογένεια με την εναλλαγή και την συμπληρωματικότητα των καλλιεργειών, έγινε μονοκαλλιέργεια λίγων γεωργικών προϊόντων και οι γεωργοί έχασαν τον έλεγχο της εμπορίας τους. Η μόνη διέξοδος για καλύτερες συνθήκες ζωής των κατοίκων έγινε η μετανάστευση γι’ αυτό και η Θράκη είχε τόσο αυξημένα ποσοστά μεταναστών.

Ίσως θα πρέπει να θυμηθούμε αυτή την ιστορία στις σημερινές συνθήκες της ενωμένης Ευρώπης. Τώρα που τα εθνικά σύνορα και οι διαχωρισμοί δεν μπορούν να αποτρέψουν τη φυσική μετακίνηση των ανθρώπων μέσα σ’ ένα ενιαίο γεωγραφικό χώρο, είναι ίσως ευκαιρία    να θυμηθούμε τις πλούσιες δυνατότητες και την ιστορία  της περιοχής και να τα συνδέσουμε με τις ευκαιρίες που πλέον προσφέρονται για την οικονομική αξιοποίηση του πλούσιου φυσικού μας περιβάλλοντος, της μεγάλης ιστορικής κληρονομιάς, της πλούσιας γεωργικής παραγωγής. 

.................................................................................................................................................................

Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 51) τον Σεπτέμβριο 2009, πριν 15 χρόνια!

 

Μια ολόκληρη προετοιμασία χρειαζόταν το ταξίδι για να φτάσουν οι σταφυλοπαραγωγοί του Σουφλίου στην αγορά της Αδριανούπολης στις αρχές του 1900

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου