Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Είναι ένα ευχάριστο κι αξέχαστο ταξίδι στα ΄΄Ονειρεμένα χρόνια΄΄ στη Νέα Βύσσα-Του Γιώργου Φαρ,ακίδη.

΄΄ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ΄΄

Βιβλίο από το Γιώργο Φαρμακίδη

Το βιβλίο εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2009 από την ΄΄Επικοινωνία Α.Ε.΄΄

 

Όποιος θέλει να επικοινωνήσει με το συγγραφέα για παραγγελία του βιβλίου ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, μπορεί να το κάνει:

Στο τηλέφωνο : 2552029387

Στο email: farmakidisgiorgos@yahoo.gr

 

Τι θα απολαύσετε μέσα από το βιβλίο

 

   Μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού θα δείτε τον τρόπο ζωής μιας άλλης εποχής, αυτής της δεκαετίας του 1960. Θα πάτε μαζί του στην Πρώτη τάξη του σχολείου, θα κάνετε μάθημα στη φύση, θα πάρετε το συσσίτιό σας, θα παίξετε μαζί του διάφορα παιχνίδια, θα φορέσετε για πρώτη φορά ΄΄σκαρπίνια΄΄ και ρολόι, θα πάρετε μέρος  στη σχολική παράσταση  με ένα θεατρικό έργο.

   Αργότερα θα παρακολουθήσετε τα τοπικά ΄΄Τεμπελέκια΄΄, θα κάνετε ΄΄Κόλιντρα΄΄ και ΄΄Καμήλα΄΄ και θα φάτε τα σύκα και τα ξυλοκέρατα που θα μαζέψετε.

   Ο σκύλος ο ΄΄Τσιακάλ’ς΄΄ θα σας κάνει παρέα, θα ακολουθήσετε τον ΄΄Μπέη΄΄ στις περιπλανήσεις του και το καράβι ΄΄Σάντα Μαρία΄΄ να περιπλέει μέσα στο χωριό. Θα βάψετε αυγά την ΄΄Κόκκινη Πέμπτη΄΄, θα στολίσετε τον Επιτάφιο και θα κάνετε ΄΄Τσίγκαρ και πάρσιμου΄΄την Πασχαλιά.

   Στη  ΄΄Χαρά΄΄ θα φάτει  ΄΄ρουβίθια μι ρύζ(ι)΄΄ και θα χορέψετε ΄΄κασαπιά΄΄ μαζί με τα παλικάρια, θα κοιμηθείτε πάνω σ’ ένα αμάξι (κάρο) και θα τσαλαβουτάτε επί ώρες στα νερά του καναλιού, παρέα με άλλα παιδαρέλια.

   Θα ψωνίστε από τον μπακάλη  ΄΄Γκίγκα΄΄  ή τον ΄΄Κουτσό΄΄, χαλβά, αρμυρά ψαρούδια, κασκαβάλ(ι) ή μέντες.

     Μπορείτε να πάτε να τινάξετε καρύδια ή με μια παρέα να βγείτε στα χωράφια για να βρείτε και να φάτε τα πιο νόστιμα ΄΄ασκάμνα΄΄.

   Ανεβάσμένοι επάνω σ’ ένα τσιαρντάκι θα δείτε διαφορετικά τον γύρω κόσμο σας  και στη ΄΄Βόλτα΄΄του σταθμού θα γνωρίσετε όμορφα κορίτσια και παλικάρια.

   Πάτε να βοσκήσετε τις αγελάδες, όπου θα φάτε φρέσκα καρπούζια ή σαλατικά.

   Ανοίξτε τ’ αλώνι, θερίστε τα ΄΄στιάρια΄΄και ηρεμείστε πάνω στη δουκάννη καθώς τη σέρνουν βαριεστεμένα οι αγελάδες.

   Πάτε στο ΄΄πανα’ύρ(ι) ΄΄ της Αγίας Παρασκευής για να γλεντήσετε και να αγοράστε καμιά ΄΄τσιακού΄΄ ή καμιά μεταλλική φλογέρα.

Μπορείτε να κόψετε ΄΄κιρπίτσια΄΄ με τη λάσπη αλλά μην πάτε να καθαρίσετε φκάλια, γιατί θα σας ενοχλεί η φαγούρα, θα βραχείτε προσπαθώντας να μαζέψετε τα φκάλια και θα νιώσετε την αβεβαιότητα στην επιβράβευση των κόπων σας.

   Αυτές είναι μερικές από τις συγκλονιστικές εμπειρίες που θα ζήσετε, μέσα από ένα κείμενο απλό , διανθισμένο με διαλόγους της γνήσιας ντοπιολαλιάς και με κωμικές και ενίοτε δραματικές καταστάσεις. Είναι ένα ευχάριστο κι αξέχαστο ταξίδι στα ΄΄Ονειρεμένα χρόνια΄΄.

                                                                             

                                                                         Φαρμακίδης Γιώργος 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 ΄΄ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ΄΄

Από ένα παιδί στο χωριό Ν. Βύσσα στα χρόνια 1955-1962

 
Το   ν ε ρ ό    τ ω ν   δ ι ψ α σ μ έ ν ω ν
(Από την ενότητα ΄΄Δημοτικό σχολείο΄΄)   

 

    Είμαι στην Στ΄ τάξη. Σ ’αυτήν την τάξη μου ανετέθη ένα σημαντικό έργο. Είμαι υπεύθυνος του πρατηρίου. Μέσα στην τάξη μας υπάρχει ένα εντοιχισμένο ντουλαπάκι. Σ’ αυτό έχουμε διάφορα σχολικά είδη. Ο υπεύθυνος δάσκαλος ,ο ΄΄Πασκάλ’ς΄΄ όπως τον λέμε, μου έδωσε το κλειδί  το οποίο κρεμόταν σε μια αλυσίδα, σαν κι αυτές που αγοράζουμε το καλοκαίρι που δεν έχουμε σχολείο για να κρεμάμε τις ΄΄τσιακές΄΄ (=σουγιές). Την αλυσίδα αυτή την πέρασα από το θηλύκι του παντελονιού μου για να μην το χάσω. Πόσο καμαρώνω γι’ αυτήν την αλυσίδα! Νιώθω σαν ένας κλειδούχος μιας μεγάλης περιουσίας! Μετά από τον προηγούμενο κτήτορα του κλειδιού που ήταν ο ΄΄Στέφανος του Γκουτσιουκούδ(η)΄΄ που απεφοίτησε, το παρέλαβα εγώ. Η αλήθεια είναι ότι από την προηγούμενη χρονιά το περίμενα, σαν καλός μαθητής που είμαι ,να μου ανατεθεί αυτό το έργο, πράγμα που έγινε.

     Η δουλειά δεν είναι τίποτα και εκτελείται σύμφωνα με τις οδηγίες του ΄΄Πασκάλ(η) του δάσκαλου΄΄. Γράφω σ’ ένα τετράδιο τα είδη που παραλαμβάνω: μουλύφια, τετράδια, σβηστήρια, μπουές ξυλιένες, ζουγραφιές, ξύστρες, μελανοδοχεία, μελάνη, πένες,  κοντυλοφόρους και στυπόχαρτα. Τις τιμές τις θυμάμαι απ’ έξω, οπότε δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα.  Πρέπει να προσέχω λίγο στα μουλύφια Όταν θέλει να  πάρει κάποιο παιδί μισό μουλύφ(ι), που κάνει μισή δραχμή, θα πρέπει να το κόψω στη μέση, οπότε θα πρέπει να είμαι εδώ ακριβοδίκαιος. Κι εδώ τα καταφέρνω. Δυσκολία υπάρχει όταν έρχονται να τους γεμίσω το μελανοδοχείο Γεμίζουν τα χέρια μου μελάνες, πασαλείβομαι και σχεδόν πάντα τα χέρια μου είναι, όσο κι αν τα πλένω,...μελανιασμένα.

    Έχω όμως και τα τυχερά μου. Ο ΄΄δάσκαλους Πασχάλ’ς΄΄ στην αρχή μου είπε:

    -Γιωργάκη, εσύ θα βάζεις όση μελάνη χρειάζεσαι, χωρίς να πληρώνεις.

    Τα χρήματα φυσικά δεν τα κουβαλώ μαζί μου, τα αφήνω μέσα στο πρατήριο. Νιώθω σαν ένα μικρός μπακάλης, ας πούμε σαν τον ΄΄μπακάλ(η) της Χήνας΄΄.

   -Γιώργη δεν έχου μουλύφ(ι) κι θέλου να μοι δώσ’ς μισό.

   -Εντάξ(ει) Τάσιου, να σοι δώσου.

   -Ναι αλλά δεν έχου μισή δραχμή να σοι δώσου.

   -Δεν πειράζ(ει) ρε Τάσιου. Μοι τη δίν’ς ταχιά.

   -Άμα στου σπίτ(ι) μας δεν έχουμει δραχμές. Θα σοι φέρου ταχιά ένα αυγό.

   -Τι να του κάνου ρε Τάσιου τ’ αυγό; Δεν μ’ είπει δάσκαλους να παίρνου κι αυγά.

   -Οχ , δε θα έχου να γράψου. Θα φάου ταχιά δαρμό.

   -Τάσιου έχου να σοι δώσου ένα μικρούτσ’κου μουλυφούδ(ι). Άμα χαλεύ’ς πάρτου. Το ’κανα και τσίμπα μι τη μηχανούδα. Πάρτου να γράψ’ς.

Το πότε τ’ άρπαξε απ’ τα χέρια μου ούτε που κατάλαβα. Ήταν βλέπετε γι’ αυτόν η ΄΄σανίδα σωτηρίας΄΄ από την επερχόμενη τιμωρία του.

   Πλησιάζει η γιορτή της 25ης Μαρτίου. Από ημέρες άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεγάλη εθνική γιορτή μας. Οι πρόβες για τα ποιήματα και τα τραγούδια έγιναν κανονικά. Την παραμονή της Εθνικής Επετείου όλα είναι έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή του σχολείου μας. Άνοιξαν οι δύο μεγάλες πόρτες  που χωρίζουν τις δύο αίθουσες των Γ΄-Δ΄ και Ε΄-ΣΤ τάξεων. Τα θρανία τοποθετήθηκαν σε μεγάλες σειρές για να καθίσει ο κόσμος. Στην ανατολική πλευρά κατασκευάστηκε μια μεγάλη σκηνή με την αυλαία, που κοίτα κάτι το παράξενο, μετακινείται με το τράβηγμα του σχοινιού. Εικόνες των ηρώων κρεμασμένες στους τοίχους, σαν να είναι ζωντανοί και να θέλουν να μας διηγηθούν τα μεγάλα τους κατορθώματα. Ο Καραϊσκάκης με τις μεγάλες του μουστάκες, ο Πετρόμπεης με τις κουμπούρες του, ο Παπαφλέσσας με το σαρίκι του, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με το καλυμμαύχι του, ο Μπότσαρης με το φέσι του, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με το καράβι της, ο Κανάρης με το δαυλό του και πολλοί άλλοι, αλλά απ’ όλους να ξεχωρίζει πιο πολύ ο Κολοκοτρώνης με τη γυαλιστερή περικεφαλαία του. Μεγάλες σειρές από σημαίες ελληνικές είναι τοποθετημένες  σταυρωτά μέσα στην αίθουσα, καθώς και μπροστά από τη σκηνή.

   Η ώρα πλησιάζει.. Ντυμένος με τσολιάδικα και φορώντας στα πόδια μου τσαρούχια φτάνω στο σχολείο. Μερικές γυναίκες έχουν έρθει από νωρίς και έχουν καταλάβει ήδη τις πρώτες θέσεις. Αρχίζουμε με το ΄΄Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον΄΄ και μετά  ΄΄βγάζ(ει) ου δάσκαλους λόγου΄΄. Ακούμε τα ποιήματα από τις μικρότερες τάξεις και τραγουδούμε με πολύ έπαρση  τα σπουδαία πατριωτικά τραγούδια, όπως ΄΄Τα Ευζωνάκια΄΄, ΄΄Τα Κλεφτόπουλα΄΄, ΄΄Το Θούριο του Ρήγα΄΄, ΄΄Όλη δόξα, όλη χάρη΄΄.

    Όλοι όμως περιμένουν το μεγάλο γεγονός που είναι να παρακολουθήσουν τη θεατρική παράσταση της Έκτης τάξης, ΄΄του διάλουγου΄΄όπως το λέμε. Εγώ έχω μεγάλη αγωνία, γιατί όχι μόνο συμμετέχω στην παράσταση, αλλά είμαι και ο …πρωταγωνιστής. Θα παίξουμε το θεατρικό έργο ΄΄Το νερό των διψασμένων΄΄. Αναφέρεται στον υπέρτατο αγώνα που δίνουν οι ΄΄Ελεύθεροι πολιορκημένοι΄΄ του Μεσολογγίου ενάντια στην στέρηση, την πείνα και τη δίψα.

     Ήρθε η ώρα να μπω μέσα στη σκηνή. Νιώθω μεγάλη αγωνία και  τα πόδια μου να τρέμουν. Όταν ανοίγει η αυλαία, η αγωνία μου κορυφώνεται. Μόλις όμως αρχίζω να λέω τα πρώτα λόγια, παίρνω θάρρος, νιώθω μια ανέλπιστη αυτοπεποίθεση, καταλαβαίνω ότι είναι όπως ήταν και στις πρόβες που κάναμε.

    Η υπόθεση του έργου κυλάει ομαλά. Τρεις Τούρκοι Μπέηδες έρχονται στον αρχηγό των Μεσολογγιτών, τον Θανάση Ραζικότσικα, τάχα για να συζητήσουν για ειρήνη, μα στην πραγματικότητα για να διαπιστώσουν πώς αντέχουν οι πολιορκημένοι χωρίς νερό.

    Αν όμως οι Τούρκοι είναι έξυπνοι, μπορεί οι Έλληνες να μην είναι πιο έξυπνοι; Ο  Ραζικότσικας δίνει εντολή να μαζέψουν ότι βρώμικο νερό τους απόμεινε, να το στραγγίσουν και να το βάλουν μέσα σ’ ένα λαγήνι, πράγμα το οποίο και γίνεται.

    Είμαι ο Ραζικότσικας και μπροστά μου παρουσιάζονται οι τρεις μπέηδες. Κάνουν διάφορους τεμενάδες και λένε διάφορα επαινετικά λόγια. Είναι τρεις συμμαθητές μου που φορούν τα ρούχα των παππούδων που τα λέμε ΄΄πουτούρια΄΄ και στο κεφάλι τους φορούν σαρίκι. Κάθονται ακριβώς μπροστά μου σταυροπόδι και σε κάποια στιγμή ένας απ’ αυτούς κάνει πως τάχα διψάει και θέλει να πιει νερό.

   -Να με συμπαθάς άρχοντα Ραζικότσικα, έφαγα λίγο παραπάνω αρνί και δίψασα. Μπορείς να μου προσφέρεις λίγο νερό;

    -Eυχαρίστως να σε κεράσω Μπέη μου.

Μετά γυρίζει και λέει στο βοηθό του:

   -Πήγαινε και φέρε νερό να κεράσουμε του Μπέηδες.

 Αυτός προθυμοποιείται, πηγαίνει και βάζει νερό από το λαγήνι που ήταν εκεί μπροστά μου.

   -Τι κάνεις μωρέ ; Το νερό που έχω να πλύνω τα τσαρούχια μου, δίνεις να πιουν οι Μπέηδες; Γρήγορα τσακίσου να φέρεις καθάριο νερό.    Αμέσως ,όπως επιβάλλει ο ρόλος μου, δίνω μια κλοτσιά στο λαγήνι, για να δείξω ότι δε με νοιάζει που θα χυθεί το νερό. Όμως το λαγήνι όπως το χτύπησα, φέρνει μια στροφή και πηγαίνει κι αρχίζει να αδειάζει… ανάμεσα στα πόδια του συμμαθητή μου του Μιχάλη που είναι ντυμένος Μπέης. Αμέσως αυτός τινάζεται προς τα πάνω, σκουπίζεται από τα νερά, τα νερά τρέχουν απ’ το ΄΄σιαλβάρ(ι)΄΄(=παντελόνι) που φοράει και φαίνεται σαν να…κατουράει καθώς τρέχουν προς τα κάτω τα νερά.

    Ο κόσμος γελάει δυνατά, με πιάνουν κι εμένα κάτι τρανταχτά γέλια.

   -Σταμάτα τα γέλια και συνέχισε τα λόγια σου κανονικά.

Είναι η σοβαρή φωνή του δασκάλου μας. Σοβαρεύομαι, ο κόσμος ησυχάζει και πάω να συνεχίσω τα λόγια μου. Όμως ο Μιχάλης κοιτάζει σοβαρός και παραξενεμένος το βρεγμένο μπροστά του παντελόνι, σαν να διαπιστώνει για πρώτη φορά ότι  είναι… κατουρημένος. Εγώ δεν κρατιέμαι και ξεσπάω πάλι σε δυνατά γέλια. Ταυτόχρονα ακούω την αγριεμένη φωνή του δασκάλου:

     -Μη γελάς, συνέχισε, ΄΄πήγαινε γρήγορα να φέρεις….΄΄

Σοβαρεύομαι, τα λέω κανονικά τα λόγια, μα ο ευλογημένος ο συμμαθητής μου ο Μιχάλης  συνεχίζει να τινάζεται, κοιτάζεται  από μπροστά του πάλι, εγώ σφίγγομαι, προσπαθώ, μα και πάλι αρχίζω να γελώ, όπως κι όλος ο κόσμος από κάτω.

    -Σταματήστε, αλίμονό σας, θα μπω μέσα και θα σας ρίξω ένα γερό ξύλο!

Και συ Μιχάλη, μην ασχολείσαι με τα παντελόνια σου και συγκεντρώσου στο έργο.

Ακούγοντας αυτήν την απειλή, σοβαρεύομαι, ξέρω ότι είναι σε θέση να την πραγματοποιήσει και συνεχίζω κανονικά ως το τέλος του έργου. 

    Απ’ ότι φαίνεται στο τέλος όλοι είναι πολύευχαριστημένοι και μας δίνουν θερμά

συγχαρητήρια. Δεν ξέρω όμως αν μας συγχαίρουν για την τραγωδία ή για την …κωμωδία που τους  παρουσιάσαμε.

 

Κ ό κ κ ι ν η   Π έ μ π τ η

(Από την ενότητα  ΄΄ Ήθη και έθιμα΄΄)

 

    Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα τα βράδια πηγαίνουμε στην εκκλησιά γιατί είναι ΄΄Καλονυχτιές΄΄. Για μας τα παιδιά είναι κάτι σαν διασκέδαση, αν και δεν καταλαβαίνουμε τίποτα απ’ αυτά που ψάλλουν ο παπάς και οι ψαλτάδες. Καθόμαστε μέσα, μιλάμε με άλλα παιδιά, λέμε αστεία, μας μαλώνουν οι μεγάλοι, μα και πάλι μας αρέσει. Πιο  πολύ μας αρέσει που κατά διαστήματα, καθώς κάνει και πολλή ζέστη απ’ τον πολύ κόσμο που είναι μαζεμένος, οι γυναίκες πίνουν νερό από ένα μπουκάλι που έχουν μαζί τους, ενώ εμείς… ξεροσταλιαζόμαστε κοιτάζοντάς τες, αφού δεν έχουμε μαζί μας μπουκάλι .

    Έτσι περνούν οι μέρες και φτάνουμε στην Μ. Πέμπτη. Είναι ξεχωριστή μέρα γιατί βάφουν τα κόκκινα αυγά. Γι’ αυτό τη λένε και ΄΄Κόκκινη Πέφτη΄΄, καθώς και από το πολύ ΄΄γαίμα΄΄ που έχυσε ο Χριστός, όπως μας εξηγεί η μάνα μας. Γι’ αυτό και ετοιμάζει τον παλιό τον τέντζερη. Βάζει μέσα την κόκκινη ΄΄πουλένια΄΄ μπογιά και τον βάζει επάνω στην ΄΄πυρουστιά΄΄(=πυρός εστία). Ανάβει τη φωτιά με τα ΄΄κιμπρίτια΄΄ (=σπίρτα) και όταν αρχίζει να βράζει το νερό βάζει μέσα και τα αυγά. Τα αφήνει να βράσουν αρκετά για να γίνουν σφιχτά, ενώ εμένα μ’ αρέσουν τα ΄΄ζουμερά΄΄, αλλά καμιά φορά δεν τα κάνει ζουμερά για να μην πασαλειφτούμε. Όταν τα βγάζει απ’ τη φωτιά διαπιστώνει ότι δεν έβαψαν και πολύ καλά.

    -Α! τι κρίμα, τς, τς, τς, δεν ήγκαν(=έγιναν) καλά. Κι αυτός ο Αγόρ’ς, τι μπουϊά μας δίν(ει). Χιτς(=καθόλου) καλή δεν είνει. Δεν βάφτ(ει) καλά.

Εμείς στεναχωριόμαστε για τη στεναχώρια της μάνας μας, αλλά δεν μας νοιάζει για τ’ αυγά. Εμάς μας νοιάζει να μας δώσει για την Πασκαλιά πολλά αυγά. Αλλά αυτό ξέρουμε ότι δεν γίνεται, γιατί κάθε χρόνο τα κρύβει τ’ αυγά και μας δίνει λίγα λίγα.

    -Στέργιου, πρέπ(ει) να διούμει πού θα κρύψ(ει) τ’ αυγά.

    -Ναι ρε Γιώργη, θα είμαστει ούλου από κουντά.

Πράγματι δεν το κουνούμε ούτε βήμα. Η μάνα μου για να με αποφύγει, μ’ έστειλε να κάνω μια δουλειά.

    -Γιώργη, πάεινει πηδί μ’ στην Ευγέν(η) να συ δώσ(ει) ένα μπιλιούρ(ι) (=ποτήρι) ρύζ(ι).

    Πήρα το ποτήρι κι έφυγα, ενώ η μάνα μου ήταν ήσυχη ότι θα κάνει την απόκρυψη με την ησυχία της. Ήσυχος ήμουν κι εγώ γιατί ήξερα ότι άφηνα πίσω μου ως κατάσκοπο τον μικρότερό μου αδερφό, τον Στέλιο, ενώ η μάνα μου τον θεωρούσε μικρό κι επομένως αφελή. Αυτός όμως πίσω από την πόρτα, απ’ τις χαραμάδες που υπάρχουν ανάμεσα στα σανίδια, κοιτάζει μέσα στο ΄΄χαϊάτ(ι)΄΄.

     Όταν επιστρέφω σε λίγο, με περιμένει και τρέχει προς το μέρος μου.

    -Γιώργη, είδια, τ’ αυγά τα παράχουσει μέσα στου στιάρ(ι). Εκεί στ’ αμπάρ(ι) μες στου χαϊάτ(ι).

    -Α! εντάξ(ει),θα τα κανουνίσουμει την Πασκαλιά.

Η μάνα μας παίρνει ένα φρεσκοβαμμένο αυγό και κατευθύνεται προς το εικονοστάσι.

   -Αυτό είναι της Πανα’ίτσας τ’ αυγό. Ελάτει να του βάλουμει στο ’κόνισμα.

Κάνει το σταυρό της τρεις φορές με μεγάλη ευλάβεια και πίστη.

   -Ελάτει να σας σταυρώσου στου τσιακάτ(ι) (=μέτωπο) μι τ’ αυγό να σας φυλάει Πανα’ίτσα.

Πλησιάζουμε με κάποιο δέος, διαισθανόμενοι την ιερότητα της στιγμής.

Με το αυγό κάνει σταυρό στο μέτωπό μου τρεις φορές λέγοντας και τα παρακάτω λόγια:

   -Καλώς ήρτει Πασκαλιά, Χριστός κι Πανα’ίτσα να σας φυλάει!

Νιώθω στο μέτωπό μου το αυγό ακόμα ζεστό, μαζί με τη ζεστασιά που μας δίνει η αγάπη και η φροντίδα της μάνας μας. Η ίδια ιεροτελεστία γίνεται και στον αδερφό μου το Στέλιο. Μετά κατεβάζει από το εικόνισμα το παλιό αυγό και εναποθέτει το φρέσκο.

   -Τα’ αυγό της Πανα’ίτσας θα του έχουμει ως του χρόν(ι) για να μας φυλάει για να μη μας βρει κανένα κακό.

Πράγματι θυμάμαι το καλοκαίρι που μας πέρασε που είχε πιάσει μια καταιγίδα που τη γύρισε σε σφοδρή χαλαζόπτωση. Η μάνα μας βλέποντας το μεγάλου μεγέθους χαλάζι μονολογούσε απελπισμένη:

  -Πανα’ίτσα μ’ , τι να κάειμει! Θα πάν’ τα φκάλια μας, θα τα τσακίσ(ει) του χαλάζ(ι), τίπουτα δε θ’ αφήσ(ει).

Έτρεξε στο εικονοστάσι, πήρε της Πανα’ίτσας τ’ αυγό και πήγε και το άφησε έξω στην αυλή. Όταν γύρισε ήταν μούσκεμα τα ρούχα της και στο πρόσωπό της έτρεχαν νερά σαν από ιδρώτα.

   -Η Πανα’ίτσα θα μας λυπηθεί  κι θα  μας βουηθήσ(ει) να σταματήσ(ει) του χαλάζ(ι).

Μετά από παρέλευση λίγου χρόνου, η χαλαζόπτωση σταμάτησε μαζί με την βροχή. Αυτό για μας ήταν ένα ολοφάνερο και χειροπιαστό θαύμα. Το επιβεβαίωσε και η ΄΄δόξα΄΄ που εμφανίστηκε σε λίγο. Δόξα για μας είναι το ουράνιο τόξο.

   Το βράδυ που πήγαμε στην εκκλησιά για τα Δώδεκα Ευαγγέλια, αναλογιζόμαστε την πλουσιοπάροχη Πασκαλιά που θα ζήσουμε, χωρίς να νιώθουμε καθόλου τύψεις για την επικείμενη κλοπή, μπροστά στα μάτια του παντογνώστη και μεγαλόψυχου Χριστού, που μας κοιτάζει μάλλον με κάποια  κατανόηση μέσα από την εικόνα του.

 

΄΄Ν α   β ο σ κ ή σ ο υ μ ε     τ ι ς    α’ε λ ά δ ε ι ς΄΄

( Από την ενότητα ΄΄Ασχολίες του καλοκαιριού΄΄)

       Τα ζώα που έχουμε χρειάζονται προστασία και περιποίηση.

Κυρίως όμως οι αγελάδες, που είναι τόσο πολύτιμες για την διαβίωση της οικογένειας, που τις αισθανόμαστε σαν ισότιμα μέλη της. Η φροντίδα είναι να τις καθαρίζουμε, κουβαλώντας τις κοπριές με το ΄΄κουπροκάλαθο΄΄ ή και με το  ΄΄καρότσι΄΄ και βάζοντάς τες στην ΄΄κου-πρά΄΄. Όταν μαζευτεί αρκετή κοπριά, φορτώνεται στο αμάξι και τοποθετείται έξω στ’ αλώνια, όπου υπάρχουν πολλές κουμούλες (=σωροί)  κοπριές. Όταν παλιώσει η κοπριά, μετά από 2-3 χρόνια, μεταφέρεται στο χωράφι και διασκορπίζεται για να λιπάνει το χώμα.

    Το πότισμά τους είναι μια βασική και μερικές φορές δύσκολη εργασία, γιατί πρέπει να μεταφέρουμε τις αγελάδες μακριά από το σπίτι, σε μέρος που έχει νερό. Τέτοια μέρη είναι το Κανάλι, ο Τσιουσμές και το χειμώνα για μας το Πολυβολείο.

    Η κυριότερη και βασικότερη εργασία  για τις αγελάδες είναι η εξεύρεση της τροφής τους. Το χειμώνα, που είναι σχεδόν κάθε μέρα μέσα στ’ αχούρι, τις δίνουμε άχυρο σε καθημερινή βάση και για εμπλουτισμό της διατροφής το ανακατεύουμε και με λίγα ΄΄κούσπο΄΄ (=υπολείμματα από την επεξεργασία του ηλιόσπορου). Άλλες φορές τις δίνουμε ΄΄μαντούκες΄΄(φύλλα) από τα φκάλια, καλαμπουκόφυλλα ή και κανένα δεμάτι ξερή ΄΄λιτσέρνα΄΄(=τριφύλλι).

    Το καλοκαίρι όμως για τις αγελάδες, όπως και για όλους τους ανθρώπους, είναι η εποχή ΄΄των παχέων αγελάδων΄΄. Τρώνε κάθε μέρα δροσερό πράσινο χορταράκι. Λι-τσέρνα(=μηδική) πράσινη, πάντα σε μικρή ποσότητα, γιατί μπορεί να ΄΄φουσκώσουν΄΄ και να ψοφήσουν, πράσινα φύλλα απ’ τα φκάλια, γλιστρίδα και ΄΄ντιριτζιάν(ι)΄΄ που τα μαζεύουμε μέσα απ’ τα φκάλια ή τα καλαμπούκια και κυρίως χορτάρι που το βόσκουν μόνες τους σε μέρη που πρέπει να το εντοπίσει ο ιδιοκτήτης.    Έχει και ΄΄τσιαΐρια΄΄ (=λιβάδια) με πολύ χορτάρι στα οποία κατά κανόνα οδηγούν τα ζώα τους για το βόσκημα τα παιδιά, στην περίοδο που δεν υπάρχουν πολλές γεωργικές εργασίες, οπότε επιδίδονται στη δουλειά αλλά και στο παιχνίδι Το ΄΄τερπνόν μετά του ωφελίμου΄΄ που λένε.

      Το νέο μάς το είπε ο πατέρας μας και μάς ήρθε αναπάντεχο. Θα μπορούσαμε να πάμε μαζί με τον συμπέθερό μας τον παππού τον ΄΄Γκ(ί)ντα΄΄ για να βοσκήσουμε τις αγελάδες του στο δικό μας χωράφι, την ΄΄Κατηγορία΄΄. Η χαρά μας είναι μεγάλη γιατί μας αρέσει αυτό το χωράφι, γιατί πηγαίνουμε πολλές φορές, αλλά και γιατί μας αρέσει γενικώς να πηγαίνουμε στο χωράφι. Τώρα τελευταία δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας αυτή, γιατί δεν έχουμε πλέον αγελάδες. Αφ’ ότου ψόφησε η μια αγελάδα κάναμε συνεταιρισμό για μια χρονιά και την επόμενη χρονιά πουλήσαμε την άλλη αγελάδα. Τώρα ο πατέρας μας δουλεύει πλέον στον μύλο του Μανόλη, ενώ παράλληλα ασχολείται και με τη γεωργική, χρησιμοποιώντας το άλογο του μύλου.

    Η χαρά μας λοιπόν που θα πηγαίναμε με τον αδελφό μου το Στέλιο στην Κατηγορία, είναι δικαιολογημένη. Σηκωθήκαμε από πολύ πρωί. Το σπίτι μοσχοβολάει από τον ΄΄Καϊγκανά με την ουσμάνκα΄΄ που μας ετοίμασε η μητέρα μας.

   -Να είστει καλά πηδιά και ν’ ακούτει τουν συμπέθερου. Είνει καλός άνθρωπους και να μη τουν σταναχωρέστει. Σας έβαλα μέσα στουν τουρβά και του σάκκου σας.

   -Τι να τουν κάειμει του σάκκου, τέτοιους καλός κηρός που είνει. Θα κάμ(ει) κι σήμιρα πιρ’σσή ζέστα.

   -Σχουρμένους ουμπάς ουμ (=πατέρας μου) έλεγει, του καλοκαίρ(ι) μη πας πουθινά χωρίς σάκκου κι του χειμώνα χωρίς ψουμί. Δεν ξέρ’ς τι θα ’έν(ει), μπουρεί να βρέξ(ει) κι να βγει κανένα κρύου. Πάρτει σεις του σάκκου σας κι ας μη χρειαστεί!

    Σε λίγο ήμασταν στο σπίτι του παππού Γκ(ί)ντα. Έβαλε επάνω στ’ αμάξι τη λαΐνα με το νερό μέσα σε μια θήκη σα φωλιά, φτιαγμένη από χορτάρι, για να μη σπάσει κι έριξε από πάνω το ΄΄γιλέκι΄΄ του για να είναι δροσερό. Κρέμασε τον ΄΄καβραμά΄΄(=δρεπάνι)  στην πίσω κλιμιά κι έστρωσε το ΄΄τσόλ(ι)΄΄ (=χοντρό ύφασμα) πάνω στους ΄΄ντιουσιαμέδες΄΄ για να καθίσουμε στα μαλακά.

   -Συμπιθιρούδια, τι πήρατει ψουμί; Γω πήρα, δεν χρειάζουνταν.

   -Μας τα’βαλει η μάνα μας, δεν ξέρουμει.

Βλέπουμε να πλησιάζει η συμπεθέρα μας προς το μέρος μας.

   -Κώτσιου, ήρταν τα πηδιά, τα συμπιθιρούδια;

   -Ναι ήρταν κι είμαστει έτοιμοι να παέζουμει.

Η καημένη είναι τυφλή. Πλησίασε κανονικά, σα να βλέπει, ενώ ξέρω ότι δε βλέπει. Την κοιτάζω για άλλη μια φορά στα μάτια, για να καταλάβω πώς γίνεται να μη βλέπει. Ένα σφάξιμο νιώθω μέσα μου αναλογιζόμενος το συνεχές μαρτύριο αυτής της γυναίκας.

  Με μια ευκινησία ασυνήθιστη για την ηλικία του, ο παππούς έφερε τις αγελάδες. Τις έζεψε , ανέβηκε επάνω και ξεκινήσαμε.

   -Ώρα καλή και να προσέχ’ς τα πηδιά. Τα μάτια σ’ δεκατέσσερα.

   -Μη σοι νοιάζ(ει),θα προσέχου, ξέρου γω.

Σε λίγο μπήκαμε στην ουρά των αμαξιών. Οι αγελάδες σέρνουν αργά, υπομονετικά, χωρίς καμιά καθοδήγηση το αμάξι. Ξέρουν ότι θα πρέπει να ακολουθούν σταθερά το προπορευόμενο κάρο, ότι θα αλλάξουν πορεία μόνο αν πάρουν κάποια εντολή από την τριχιά, την οποία ο παππούς δεν την κρατάει πλέον στα χέρια του. Το θεωρεί άσκοπο και γι’ αυτό την έδεσε στο  κουσιάκι(ι) (=κάθετο ξύλο του κανατιού).Ήδη τώρα πήραμε τη στροφή στα ΄΄Λοιμόρια΄΄ (=μνήματα). Στο δρόμο συνέχεια μας λέει διάφορα πράγματα, δε σταματά, ίσως το θεωρεί υποχρέωσή του να μας ενημερώσει ποιανού είναι το κάθε χωράφι κι από εκεί να μας πει τι καλός άνθρωπος είναι ο ιδιοκτήτης του.

    -Αυτός ο μπαχτσές (=περιβόλι) έχ(ει) πιρ’σσά γεμίσια (=φρούτα).. Ακόμα βγάζ(ει) κι πιρ’σσό ζαβζά. Μαντζάνεις, πιπιρόνεις, ντουμάτεις, πράσα, λάχανα, σαλατικά, απ’ ούλα έχ(ει). Τι να χαλέψ’ς  κι να μην του βρεις. Είνει δουλευτάρ’ς  κι καλός άνθρωπους ο Σακισλής.

     -Να αυτό του χουράφ(ι) μι τις καρυδιές είνει του Σαλαμόν(η). Τουν ξέρτει;

     -Ακουστά τουν έχουμει αλλά δεν τουν ξέρουμει.

    -Η θυγατέρα τ’ πήρει του γείτουνά σας τουν Δουνταρά.

    -Α ναι, την ξέρουμει.

    -Καλός άνθρουπους κι καλός νοικοκύρ’ς. Δουλευτάρ’ς κι πιρ’σσό προυκουμένους.

Ο επόμενος κι ο μεθεπόμενος κι ο παρακάτω κι όλους, όσους μας ανέφερε, είναι καλοί και δουλευτάρηδες και νοικοκύρηδες. Ο καλός άνθρωπος τους βλέπει όλους καλούς, σύμφωνα  με το δικό του μάτι. Ο  παππούς Γκ(ί)ντας είναι ένας καλοκάγαθος γεροντάκος. Έχει μουστάκια κι άσπρα μαλλιά. Φοράει ένα πουτούρι, επάνω μια φανέλα και πάνω απ’ τη φανέλα ένα ΄΄γιλέκι΄΄. Στα πόδια του έχει τα ΄΄κουντούρια΄΄ (=παπούτσια σαν παντόφλες) και στο κεφάλι του ένα ΄΄καλπάκι΄΄. Μας μιλάει αργά, σταθερά, καλοσυνάτα. Απ’ το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του βγαίνει μια αγάπη προς όλους και για όλα. Θαρρείς πως ο Θεός του έδωσε όλα τα καλά και πως είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μα ίσως και να είναι.

       Όταν φτάσαμε, οδήγησε το αμάξι κάτω από ένα δέντρο.

    - Όχα !!!  Συ!!!

        Με την ακατανόητη για μας αυτήν προσφώνηση αμέσως τα ζώα σταμάτησαν και περίμεναν υπομονετικά. Με αργές αλλά σταθερές κινήσεις κατέβηκε και ΄΄ξέζεψε΄΄ τις αγελάδες. Έριξε μια διερευνητική ματιά γύρω του, μέσα στο άδειο χωράφι .Είχε ΄΄φασούλια΄΄ τα οποία είχαμε βγάλει.

   -Έχ(ει) καλό χουρταρούδ(ι) για τις α’ελάδεις. Γιώργη συ που είσει

τρανός  θέλ’ς να τις   βουσκήσ’ς; Είνει πιρ’σσό γήμερεις (=ήμερες).

    -Ναι θέλου.

    Τις πήρα και τις οδήγησα στο χορτάρι. Είχε ρίξει μια δυνατή  βροχή και το άδειο από τις φασολιές μέρος έχει γεμίσει από δροσερό χορτάρι. Οι δυο αγελάδες τρώνε λαίμαργα, κουνώντας και τις ουρές τους για να διώξουν τις ενοχλητικές μύγες. Εγώ δεν κάνω τίποτα, μόνο κρατώ την τριχιά. Δίπλα μου κι ο Στέλιος ο αδελφός μου, με τον οποίο λέμε διάφορα αστεία. Επειδή βαρέθηκα να κρατώ το σχοινί, το τυλίγω γύρο από τον καρπό του χεριού μου και συνεχίζουμε τους αστεϊσμούς μας.

    Ξαφνικά νιώθω το σχοινί να σφίγγει δυνατά γύρω από το χέρι μου. Η μια αγελάδα τραβάει προς μια κατεύθυνση και η άλλη προς την αντίθετη, η καθεμιά προσπαθώντας να αρπάξει την λαχταριστή τροφή που εντόπισε. Τραβώ με όλη τη δύναμη του δεξιού μου χεριού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο κλοιός όλο και σφίγγει, το χέρι αρχίζει να πονάει. Υπάρχει κίνδυνος να μου κόψουν ακόμα και το χέρι, με την τεράστια δύναμη που διαθέτουν οι αγελάδες. Ο πόνος πλέον δεν υποφέρεται και ασυναίσθητα ξεπετάγεται μια δυνατή φωνή από μέσα μου:

    -Ωχ, βάι!  βάι!  βάι! 

Το επιφώνημα του πόνου είναι τόσο απότομο και ηχηρό, που τρομάζει η μια αγελάδα και απελευθερώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο το χέρι μου από το σφίξιμο. Αμέσως το αποσύρω και λέω ανακουφισμένος:

    -Ε τα έρμα.(=έρημα, άθλια)

    -Τι έπαθεις ρε Γιώργη, τι φωνάειζ’ς  έτσ(ι);

    -Δεν κατάλαβεις τίπουτα; Η τριχιά θα μ’ έκουβει του χέρ(ι).

    -Κι συ πάλι τι του τύλιξεις  στου χέρ(ι)  σ’.

    Συνεχίσαμε το βόσκημα των ζώων. Στο διάστημα αυτό ο παππούς δεν μένει άπραγος. Τυλίγοντας στο κεφάλι του ένα μαντίλι για να προστατευθεί από τον ήλιο, γυρίζει μέσα στα φκάλια και στα καλαμπούκια που ήταν στα γύρω χωράφια και μαζεύει χορτάρι, ντιριζιάνι . Τώρα το κουβαλάει και το φέρνει στο αμάξι. Είναι η τροφή που θα δώσει το βράδυ στις αγελάδες. Όταν τελειώνει, στρώνει κάτω απ’ το γίσκου το ΄΄τσόλ(ι)΄΄(=χοντρό ύφασμα), βγάζει τους τουρβάδες και μας λέει:

    -Συμπιθιρούδια, ελάτει να φάμει. Ήγκει μισμέρ(ι), γήλιους καίει πιρ’σσό κι θα καείτει. Τις α’ελάδεις θα τις τσιατίσω(=δένω σ’ έναν πάσαλο) μι μια ζεύλα κάτ’ απ’ του γίσκου.

    Καθόμαστε πάνω στο τσόλι σταυροπόδι. Βγάζει το ψωμί, το κόβει με το σβανά σε ΄΄φιλιά΄΄ κι ανοίγει το ΄΄μπακ(ι)ρτσούδι΄΄.

    -Σήμιρα θα φάμει καϊγκανά μι την ουσμάνκα. Σας διάλιξα ούλου ψαχνές μήρεις(=κρέας, από το μηρός). Αρέζ’τει ουσμάνκα;

   -Ου! άμα είνει ψαχνές μήρεις πιρ’σσό μας αρέσ(ει).Κι μάνα μας του ίδιου φαΐ μας έβαλει.

    -Δεν χρειάζονταν να σας βάλ(ει)

Ανακατεύει τους δυο καϊγκανάδες και μετά διαλέγει ένα ένα τα κομμάτια ψαχνού κρέατος και τα βάζει μέσα στο δικό μας δοχείο, βάζοντας και  μπόλικα απ’ τ’ αυγά.

   -Σεις θα φάτει τις ψαχνές μήρεις. Γω είμει γέρους, δεν έχου δόντια κι θα φάου τις παχιές. Είνει μαλακούτσκεις. Α, θα κάειμει κι ΄΄αριάν(ι)΄΄.(=Αραιάνι, αριάνι, από το αραιώνω)

    Βγάζει το γιαούρτι που ήταν μέσα σε μια ΄΄καραβανούδα΄΄, παίρνει  τη ΄΄λαΐνα΄΄ και ρίχνει μέσα νερό, για να το ανακατέψει  και για να το αραιώσει, να κάνει το αριάνι.

    -Α, τι έκανει η μπάμπου, αστόχσει(=ξέχασε) να βάλ(ει) ΄΄χουλιάρια΄΄ (=κουτάλια).Πώς θα του φάμει του αριάν(ι);

Παίρνει ένα πιρούνι κι ανακατεύει το γιαούρτι με το νερό, οπότε γίνεται το αριάνι .Τώρα μας λείπουν τα κουτάλια.

    -Καρτηρέξτει λίγουτσκου, θα έρτου  αγλήουρα.

    Κατευθύνεται προς ένα γειτονικό χωράφι και σε λίγο επιστρέφει και κάθεται. Στο χέρι του κρατάει ένα μεγάλο και στενόμακρο …κρεμμύδι! Το κόβει στη μέση, αφαιρεί τρία ημισφαίρια απ’ τα  στρώματα του κρεμμυδιού και τα κουτάλια είναι έτοιμα. Κρατώντας τα με το χέρι απ’ την άκρη, ρουφούμε το δροσερό αριάνι, το οποίο και μας φαίνεται νοστιμότατο, ίσως  γιατί έχουμε τα…φυσικά χουλιάρια!

 

 

 

Τ ο      ΄΄Π α ρ ά ν ο μ α΄΄

(Απόσπασμα από την ενότητα  ΄΄Το παράνομα΄΄΄)

 

    Κάθε πρόσωπο φέρει ένα όνομα, που του το δίνουν, όταν τον ΄΄εμβαπτίζουν΄΄ μέσα στην κολυμπήθρα και συνήθως διαμαρτύρεται, γιατί δεν ερωτάται, με κλάμα γοερό, και ένα επώνυμο που του το δίνει ο Γραμματέας της Κοινότητας, όταν με επίσημο ύφος καταγράφει την ληξιαρχική πράξη γέννησης. Αυτά είναι απαραίτητα και τα φέρει ο καθένας μας για όλη του τη ζωή, θέλει δε θέλει, του αρέσει δεν του αρέσει. Στο τέλος συμβιβάζεται, όπως συμβιβάζεται και για πολλά άλλα πράγματα στη ζωή του.

    Στο χωριό μας δυστυχώς, φορτώνεται κι από ένα άλλο βάρος, τις πιο πολλές φορές από τον πατέρα του ή τους φίλους του, το φέρει για όλη του τη ζωή και μ’ αυτό είναι γνωστός στους πάντες, μέσα στο χωριό. Είναι το ΄΄παράνομα΄΄* ,  το παρατσούκλι όπως το λένε. Το επώνυμο εξαφανίζεται, παραμένει μόνο στα άψυχα χαρτιά της Κοινότητας, του Σχολείου και της Αστυνομίας. Παντού, όπου και να πας, όπου και να θέλεις να γνωστοποιήσεις την παρουσία σου, πρέπει να αναφέρεις το΄΄ παράνομά΄΄σου ……………………………… …….

   

     Ας κάνουμε τώρα μια μικρή περιήγηση στα ΄΄παρανόμια΄΄ του χωριού μας:

    Ως  Μά’ειρας θα πρέπει να μπορείς να μαγειρέψεις. Στο έργο αυτό χρειάζεται βοήθεια από τον Πράσου, τον Λάχανου, τον Πατατά, τη Ματζάνα (=μελιτζάνα). Να μην ξεχνάμε και το εθνικό μας φαγητό και γι’ αυτό ας φωνάξουμε τον Φασουλά κι ας βάλουμε μέσα και τα απαραίτητα καρυκεύματα φωνάζοντας τον Σκουρδά, τον Κουρμμιδά και τον Μπαχάρη, για αυτούς βεβαίως που προτιμούν τα πικάντικα. Δίπλα μας η Παντζιάρα κι ο Ζουμής για να συμπληρωθεί η συνταγή. Για πρωινό έχουμε Τραχανά που τον φτιάχνει εξαιρετικά ο Κουρκούτ’ς.

    Ο Πατσιάκους θα μαγειρέψει το γνωστό μας πατσιά και η Μηλίνα τη νοστιμότατη αυτή πίτα και για να γίνει ακόμα πιο νόστιμη θα έρθει ο Αυγός κι ο Κρόκος. Αν δεν σας αρέσουν αυτά τα φαγητά θα ικανοποιήσουν σίγουρα τις ορέξεις σας η Σπανάκα και  ο   Μακαρόν(η)ς. Επιδόρπιο θα σας προσφέρει η Μηλιά, η Σταφυλιά, ο Μελίδης κι ο Ρόδης.

   Αν αρρωστήσουμε είναι ο Γιατρός που δεν τελείωσε ούτε το δημοτικό και μπορεί να τον βοηθήσει κι ο Νοσοκόμους,  τις γυναίκες όμως μόνο η Μαμή. Για να ασπρίσει και να καθαρίσει το σπίτι μας θα έρθει η Μαύρη, η Λέρα, ο Τσιμπούρας κι ο Ψύλλους.

   Γι αυτούς που θέλουν να πετούν στα ουράνια είναι ο …Αέρας και για τους αιθεροβάμονες ο …Αστρής ,γι’ αυτούς που αγαπούν  τη θάλασσα ο Ναύτης, ο Καΐκης, ο Ψάρατζης ,ο Ψαράς, ο Κάβουρας,  ο Τσίρους, ο Γιγίν’ς (=γουλιανός) κι η Καραβίδα,  για να τους φάει όλους αυτούς ο …Ψαροφάγους..

   Για τους μορφωμένους έχουμε για διάβασμα την… Εφημερίδα και για τους γνωρίζοντες και ξένες γλώσσες την…Γκαζέττα.

     Δε μας λείπει βέβαια ο Ράφτης, ο Τζιαμπάζης, , ο Κουνελάς, ο Μυλωνάς, ο Μουλιμπιτζής, , ο Κλητήρας, ο Κτηνίατρος ,Κασάπ’ς , ο Οδοντίατρος, ο Μπούγιας, ο Ράφτης κι ο Νταουλτζής.

   Για να μας κάνει αστεία είναι ο Παλιάτσος, για να μας λέει ανέκδοτα είναι ο Τότος και για να μας περιγράφει ποδοσφαιρικούς αγώνες ο Σπίκερ, κυρίως όταν παίζουν τα Τσικό.

Η πετρελαϊκή κρίση δεν μας αγγίζει γιατί έχουμε το Γκαζό και τον Σεΐχη και για όποιον ΄΄αποδημήσει εις Κύριον΄΄ είναι ο Παπάς, ο Ψάλτ’ς κι ο Νεκροθαύτης.

   Ο  Τενεκές μας λέει ότι ο Αγόρης είναι άντρας, λες και είναι κάποιος Μπουμπούνας για να μην το καταλάβει αυτό και για να μας διευκολύνει έρχεται και τα εξηγεί λεπτομερώς η Τερλή (=τρελή) , η Πονηρή, ο  Λοιπόν’ς ,ο Βουβός  και με πολλή ευγλωττία ο…Κεκές……………………………………………………………………

 

 


΄΄ Ύμνος  για τη  Ν. Ορεστιάδα ΄΄

***

Ορεστιάδα όμορφη κι απ’ όλους παινεμένη

στην άκρη της Ελλάδας μας είσαι τοποθετημένη.

Καύχημα της πατρίδας μας, δίπλα στην αιώνια Πόλη,

του Βυζαντίου στόλισμα, της Θράκης η πρώτη κόρη.

***

Ο μυθικός ο ήρωας, ο δύσμοιρος Ορέστης

στου Έβρου τα ήρεμα νερά έφθασε ως ικέτης.

Βαπτίστηκε, λυτρώθηκε από τις Ερινύες

που τον κατάτρεχαν σκληρά για κάποιες αμαρτίες.

***

Το όνομά του έδωσε στην όμορφη πολίχνη,

Ορεστιάδα ονομάστηκε τον Ορέστη να θυμίζει.

Στα πλούτη και στα γράμματα, ανθεί και προοδεύει,

όταν και το Βυζάντιο σε μονοπάτια της γνώσης οδεύει.

***

Έπεσες στα χέρια των εχθρών προτού πέσει η Πόλη,

προτού για πάντα σκλαβωθεί η αυτοκρατορία όλη.

Οι κατακτητές σε άλλαξαν, σε είπαν Καραγάτσι,

το όνομά πως  αλλοίωσαν είναι γνωστό ΄΄τοις πάσι΄΄.

***

Εκείνο που δεν άλλαξες, που κράτησες σαν ασπίδα,

είναι η ελληνική ψυχή κι η αγάπη για την πατρίδα.

Τα ήθη και τα έθιμα, την ελληνική τη γλώσσα,

τη θρησκεία τη χριστιανική διατήρησες αμόλυντα.

***

Με πόνο αποχαιρέτησες τα άγια χώματά σου

τους τάφους των πατέρων σου, όλα τα ιερά σου,

όπως το όριζε ρητά η Συνθήκη της Λοζάννης,

να φύγεις  απ’ τον τόπο σου χωρίς καιρό να χάνεις.

***

Ο νέος τόπος σε δέχτηκε, άνοιξε την καρδιά του

την πίκρα σου την έκρυψες μέσα στα σωθικά σου.

Νέα Ορεστιάδα είπανε το νέο όνομά σου

για να θυμίζει σ’ όλους μας την ιστορικότητά σου.

***

Σε νέο σχέδιο κτίστηκες με δρόμους και πλατείες

με πλήρη τετραγωνισμό σ’ όλες τις κατοικίες.

Η εργατικότητα των κατοίκων σου κι η φιλομάθειά τους

σε έκαναν την καλύτερη της περιφέρειάς τους.

***

Η όμορφη πλατεία σου, τα πεύκα σε ομορφαίνουν,

οι δρόμοι οι δεντροστόλιστοι τους ξένους περιμένουν,

να έρθουνε στα μαγαζιά να κάνουν πολλά ψώνια

στη Λαϊκή της αγορά να κάνουν καμιά βόλτα.

***

Πολλά θα μάθουν και θα δουν αν έρθουν στο Μουσείο

που για τη λαογραφία της περιοχής είναι ένα κειμήλιο.

Εκείνο που είναι  αξέχαστο και πρέπει να δοκιμάσουν,

τα γλέντια της νυχτερινής ζωής  μια νύχτα να απολαύσουν.

***

Ορεστιάδα  μου γλυκιά, πόλη μου παινεμένη,

του Έβρου και της Θράκης μας είσαι η χαϊδεμένη.

Θα το φωνάζω δυνατά μ’ όση δύναμη μου μένει,

για μένα είσαι φυλαχτό που στην καρδιά μου μπαίνει..

***

Φαρμακίδης Γιώργος 16-6-2004

 

 

 

΄΄ Υμνος του Σουφλίου΄΄

(Σύμφωνα με το ρυθμό του γνωστού τραγουδιού ΄΄Σουλτάνα΄΄)

***

Είσαι  σε όλους ξακουστό,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

γιατ’ έχεις ιστορία,

γνωστή σ’ όλο τον κόσμο.

***

Για την πατρίδα πρόσφερες,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

πολλά σου παλικάρια

που έπεσαν  στους αγώνες.

***

Οι κάτοικοι σου οι εργατικοί,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

πηγαίνουν με προθυμία

και δουλεύουν στα χωράφια.

***

Τ’ αμπέλια σου  είναι γνωστό,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

πως δίνουν τα σταφύλια,

άσπρα ή μυρωδάτα.

***

Και τα κρασιά σου είναι πολλά,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

ευφραίνουν και ζαλίζουν

αυτούς που γλυκοπίνουν.

***

Έχεις στον κάμπο τις μουριές,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

για να παίρνουνε τα φύλλα

και να τρέφουν τα κουκούλια.

***

Απ’ τα κουκούλια σου γίνονται,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

τα πιο ’μορφα τα ρούχα

μ’ ολόχρυσο μετάξι.

***

Λόγιους αμέτρητους έβγαλες.

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

ανθρώπους των γραμμάτων,

της τέχνης, της επιστήμης.

***

Θα σ’ αγαπώ αιώνια,

Σουφλί μου, Σουφλί μου,

για πάντα θα φωνάζω

πως το Σουφλί θαυμάζω.

***

Φαρμακίδης Γιώργος 16-7-2009

 ............................................................................................

Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 56) τον Φεβρουάριο 2010, πριν 15 χρόνια!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου