Η μελέτη αυτή διερευνά την ιστορία του εκπαιδευτικού συγκροτήματος των Αρχιγενείων (τμήμα θηλέων 1857-1922, αρρένων 1868-1894), από την ίδρυσή του το 1857 έως την παύση της λειτουργίας του το 1922, τα δίκτυα επαγγελματικής κινητικότητας και την κοινωνικότητα των αποφοίτων του. Η διερεύνηση ανέδειξε τις διαφορετικές διοικήσεις υπό τις οποίες λειτούργησαν τα Αρχιγένεια και τις αντίστοιχες εκπαιδευτικές επιλογές και πρότυπα: την «Aρχιγένειο» διοίκηση κατά το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα, την «Πατριαρχική» ως ανώτερο εθνικό ίδρυμα’, και εκείνη της Ελληνικής Πολιτικής Διοίκησης Θράκης κατά τον τύπο του Αρσακείου. Παρά τα διαφορετικά εκπαιδευτικά πρότυπα, σταθερά γνωρίσματα υπήρξαν η συνεχής επικοινωνία με τα παιδαγωγικά και μουσικά ευρωπαϊκά ρεύματα, ο πρακτικός χαρακτήρας των σπουδών, ο προσανατολισμός στην κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της περιφέρειας, και η προσαρμογή των εκπαιδευτικών επιλογών στη μεταβαλλόμενη πολιτική συγκυρία, όπως: η έμφαση στα μαθήματα «ελληνικότητας» (ελληνικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστική μουσική), όταν εντείνονται οι εθνικοί και θρησκευτικοί ανταγωνισμοί ή επιδιώκεται η προσέγγιση των τουρκοφώνων ορθοδόξων από άλλα δόγματα, και η επαναλειτουργία του Οικοτροφείου, για την εκπαίδευση μεγαλύτερου αριθμού διδασκαλισσών, κατά την κορύφωση της αντιβουλγαρικής πολιτικής.
Η
ίδρυση και λειτουργία των Αρχιγενείων αποτέλεσε συμβολή
στον εκσυγχρονισμό της ελληνορθόδοξης κοινότητας στο πεδίο
της εκπαίδευσης, τομή στα μοντέλα ζωής των κοριτσιών, που
συνήθιζαν να εγκλείονται στο σπίτι έως τον γάμο τους, και
εφαρμογή στην πράξη της ριζοσπαστικής φιλοσοφικο-πολιτικής
άποψης για την ανάγκη εκπαίδευσης όλων, ανεξαρτήτως
κοινωνικο-οικονομικής καταγωγής. Ιδρύθηκε για την ωφέλεια
του έθνους’ εκτός αστικού χώρου, στον οποίο συνήθως αναγείρονταν
παρόμοια ιδρύματα∙ διαδραμάτισε ρόλο στη διάδοση της
ελληνοφωνίας, με το εκτεταμένο δίκτυο γεωγραφικής
κινητικότητας των αποφοίτων του διδασκαλείου, που συνήθιζαν
να αποκτούν δύο πτυχία, δασκάλας και νηπιαγωγού, για να
διδάξουν στην περιφέρεια, ενώ στο μικρασιατικό τμήμα (βόρειο
και κεντρικό), το δίκτυο αποκτά διττή λειτουργία,
εκπαιδευτική ή/και γαμήλια, ως τρόπο καταπολέμησης της
τουρκοφωνίας. Το ίδρυμα ενέταξε τις απόφοιτες στη
συλλογικότητα των «αρχιγενίδων», ενδυναμώνοντας την
αυτοπεποίθησή τους, με αποτέλεσμα, παρά τους περιορισμούς
που έθεταν ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος, να παραμένουν στο
επάγγελμα, με πολύμορφες προσαρμογές «εαυτού», και να
αναλαμβάνουν συλλογική δράση με κοινωνικοπολιτικές
προεκτάσεις.
Η Μαριάνθη Φ. Παλάζη γεννήθηκε και ζει στους Νέους Επιβάτες Θεσσαλονίκης. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και έλαβε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα από το King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Εκπόνησε διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου διεξήγε και μεταδιδακτορική έρευνα με υποτροφία του ΙΚΥ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όπου συνεχίζει συμμετέχοντας σε διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα συνεργασίας μεταξύ των Τμημάτων Ιστορίας και Ιατρικής. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ιστορία της ελληνορθόδοξης κοινότητας της ύστερης οθωμανικής περιόδου, όπως και στην ιστορία της εκπαίδευσης και των γυναικών. Στην εργογραφία της περιλαμβάνονται, εκτός από επιστημονικά άρθρα, η μονογραφία Ένα Όνομα, Δύο Τόποι: Επιβάτες Ανατολικής Θράκης, Νέοι Επιβάτες Θεσσαλονίκης (Αθήνα: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2009). Έχει επίσης συμμετάσχει σε συνέδρια και επιστημονικές εκθέσεις (για τον γυναικείο Τύπο και την εκπαίδευση της ελληνορθόδοξης κοινότητας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου