Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Πριν την παγκοσμιοποίηση υπήρχαν οι φιλοξενούμενοι εργάτες-Gastarbeiter-Ο Ματίας Χάρντερ γράφει για τον φωτογράφο της μετανάστευσης και του Μονάχου Δημήτρη Σούλα!


Το 19ο αιώνα τα πράγματα ήταν αντιστρόφως αντίθετα. Μετά το νικητήριο απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στις τουρκικές δυνάμεις κατοχής αρκετοί μισθοφόροι και φιλοξενούμενοι εργάτες μετακινήθηκαν από τη Βαυαρία προς την Ελλάδα για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια νέα, ανθούσα κοινωνία και να συνδράμουν στη διακυβέρνηση του Όθωνα του Α΄.

Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα  η χείρα βοηθείας κινήθηκε σε αντίστροφη φορά από το Νότο προς το Βορρά. Το 1960 εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες συνέρευσαν στη Γερμανία με σκοπό να βοηθήσουν τη χώρα αυτή στην υλοποίηση του οικονομικού θαύματος και να αποκομίσουν οφέλη από την προσφορά εργασίας για τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους που συχνά παρέμεναν στην Ελλάδα. Από τη σημερινή σκοπιά, οι φιλοξενούμενοι αυτοί εργάτες φαίνεται να αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή της παγκοσμιοποίησης, ενός φαινομένου που δύσκολα μπορούσε να φανταστεί κανείς λίγο μετά το τέλος του Παγκοσμίου και του Εμφυλίου Πολέμου.

Την εποχή εκείνη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσέλκυε τους φιλοξενούμενους εργάτες χωρίς να δίνει ιδιαίτερο βάρος στην αμφίδρομη γόνιμη πολιτισμική ανταλλαγή και ενσωμάτωση όπως παραδείγματος χάριν συνηθιζόταν και συνηθίζεται στις ΗΠΑ. Στη Γερμανία το ζητούμενο στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν μια απλή ανταλλαγή του τύπου «χρήματα έναντι εργασίας», υπό την προϋπόθεση ότι κάποια στιγμή θα εκδιδόταν και το εισιτήριο επιστροφής στην πατρίδα. Το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς που ήρθαν στη χώρα εξοικειώθηκαν τελικά εντός της διασποράς παρά την κουραστική χειρωνακτική εργασία και τις χρόνιες στερήσεις αποφασίζοντας να παρατείνουν την παραμονή τους, ήταν μια απρόσμενη εξέλιξη με όλες τις θετικές παραμέτρους που διακρίνουμε σήμερα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία όπως η γερμανική μετά την πτώση του Τείχους. Σήμερα πλέον στη Γερμανία ζουν περίπου 350.000 Έλληνες μετανάστες που συγκροτούν τη μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα στην Ευρώπη.

Το 1969 στη δεύτερη ταινία μυθοπλασίας που γύρισε ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, τον «Έλληνα γείτονα» (Katzelmacher) ο σκηνοθέτης υποδύεται έναν Έλληνα εργάτη που δεν περνάει και τόσο καλά στο προάστιο του Μονάχου όπου ζει. Ο χαρακτήρας της ταινίας, ο Γιώργος φέρνει αντιμέτωπους τους Γερμανούς νεαρούς με την αχρηστία και την ανία που οι ίδιοι νιώθουν αφυπνίζοντας την επιθετικότητά τους που τους οδηγεί να ξεσπάσουν πάνω του, πάνω στον «ξένο». Ταυτόχρονα και ιδιαίτερα από το 1967 έως το 1974 στο Βερολίνο, στη Φρανκφούρτη και στο Μόναχο, δεν ήρθαν μόνο οι λεγόμενοι γκασταρμπάιτερ, αλλά και πολλοί Έλληνες φοιτητές γυρίζοντας τις πλάτες στη χώρα τους που τελούσε υπό στρατιωτική διακυβέρνηση, μεταξύ αυτών και ο σημερινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κύριος Παπούλιας. Το 1973 η παγκόσμια οικονομική και ενεργειακή κρίση οδήγησε σε αναστολή της προσέλκυσης εργατών προς τη Γερμανία, ένα συμβάν που κατά παράδοξο τρόπο σηματοδότησε για πολλούς από τους φιλοξενούμενους εργάτες το ξεκίνημα της μόνιμης εγκατάστασής τους στη Γερμανία. Αρκετοί έφεραν τις οικογένειές τους από την Ελλάδα και έμειναν μέχρι σήμερα. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους γεννήθηκαν στη Γερμανία.

Από το 1967 έως το 1974 ο Δημήτρης Σούλας εστίασε το φακό του σε πολλά θέματα μεταξύ άλλων και στους συμπατριώτες του που ζούσαν στο Μόναχο. Τα έργα που προέκυψαν παρουσιάζουν κωμικές έως και μελαγχολικές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα στην Αθήνα επί του Ίσαρος, όπως μερικοί αρέσκονται να αποκαλούν το Μόναχο, από το πρίσμα του κλασικισμού των φιλελλήνων Βίττελσμπαχερ. Ο Σούλας είχε έρθει στη Γερμανία ήδη από το 1969 για να σπουδάσει οικονομικά στη Φρανκφούρτη. Το 1967 όταν έγινε το πραξικόπημα των στρατιωτικών στην Ελλάδα, ίδρυσε την Αντιδικτατορική Ένωση, γεγονός που του στοίχισε τη θέση του ως υπάλληλος στο τμήμα του μάρκετινγκ μιας εταιρίας. Μια χρονιά αργότερα ξεκίνησε η σύντομη σταδιοδρομία του ως φωτορεπόρτερ στο Μόναχο, για τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας tz. Στο πλαίσιο αυτής του της δραστηριότητας τραβήχτηκαν και οι περισσότερες φωτογραφίες συμπατριωτών των. Εκείνο που τον γοήτευε πάντα ήταν η ζωή στο δρόμο καις τους δημόσιους χώρους, η συνύπαρξη των δυο φύλων. Όμως, δεν παρατηρούσε μόνο τα αθώα φλερτ, συνόδευε φωτογραφικά τους συμπατριώτες του και στις δουλειές τους, του οδοκαθαριστή ή του οικοδόμου, στο σιδηροδρομικό σταθμό ή κατά το μακρύ ταξίδι με προορισμό την πατρίδα. Ο θρυλικός L. Fritz Gruber τον αποκάλεσε κάποτε –παραπέμποντας στον Γάλλο συνάδελφό του Hemri CartierBresson- -«φωτογράφο της αποφασιστικής στιγμής». Ο χαρακτηρισμός αυτός που αποτελεί ταυτόχρονα και το μόνο που θα μπορούσε να προσθέσει κανείς είναι η επιλογή του πληθυντικού, καθώς στην περίπτωση του Σούλα η περίσταση δεν συμπυκνώνεται στη μειωμένη εικόνα γιατί ο ίδιος συχνά επιλέγει της σεκάνς ως υφολογικό μέσο οπτικοποίησης της καθημερινότητας πέρα από σύμβολα.

Ο Δημήτρης Σούλας αφηγείται με το φακό του χαρούμενες και λυπητερές  ιστορίες, στα έργα του οι εικονιζόμενοι γελούν και υποφέρουν, φλερτάρουν και ονειρεύονται. Σε δρόμους και σταθμούς, στο Οκτόμπερφεστ και σε διαδηλώσεις συναντούμε με μια εγκάρσια τομή στο γερμανικό κοινωνικό ιστό που μας παρουσιάζεται στο πάλκο της ζωής. Ο Σούλας ήταν πάντα μέσα στα γεγονότα και ταυτόχρονα ένας διακριτικός παρατηρητής. Τα πορτραίτα και οι ηθογραφικές σκηνές δεν δίνουν ποτέ την εντύπωση του στημένου, που και που ερχόμαστε απευθείας αντιμέτωποι με το βλέμμα των πρωταγωνιστών και όσον αφορά τους συμπατριώτες του τους απεικονίζει πάντα έχοντας πρώτα ζητήσει τη συγκατάθεσή τους. Κι έτσι ο Σούλας, όπως και ο συνάδελφός του από το Μόναχο, ο Stefan Moses πετυχαίνει ως φωτογράφος να εξελιχθεί όχι μόνο σε οπτικό ανθρωπολόγο, αλλά και σε μεγάλο επικοινωνιολόγο.

Συμβαίνει να συναντάμε πλήθος εικόνων της Γερμανίας στις οποίες δεν αποτυπώνεται μόνο η ψυχική διάθεση των κατοίκων της, συμπεριλαμβανομένων και των εικόνων εκείνων που αντικατοπτρίζουν τη ματιά αυτών που βρίσκονται εκτός χώρας, αλλά και εικόνες που υπηρετούν γερμανικά στερεότυπα. Η αδυσώπητη προσέγγιση ενός  Dirk Reinartz ή ενός  Michael Schmidt στην περιγραφή της γερμανικής καθημερινότητας και του γερμανικού πολιτισμού δεν επιλέγεται από τον Σούλα. Εκείνο μάλλον που τον χαρακτηρίζει είναι μια τρυφερή και ειρωνευόμενη ματιά που στρέφεται προς το Μόναχο και τους κατοίκους του. Η επανακάλυψη του έργου του διευρύνει την αντίληψη που έχουμε για τη χώρα μας όχι μόνο όσον αφορά στην περιγραφή της ελληνικής διασποράς των δεκαετιών του ’60 και του ’70 αυτού του συναρπαστικού μικρόκοσμου, στον οποίο εισχώρησαν άνθρωποι από διαφορετικά μέρη και κοινωνικά στρώματα που ανέπτυξαν δεσμούς μεταξύ τους. Αυτή η βασική ιδέα της τεκμηρίωσης δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του Σούλα. Πολλοί από τους συναδέλφους του συνειδητοποίησαν υπό το πρίσμα της δικής τους πολιτισμικής ταυτότητας το ποιοι είναι όταν βρέθηκαν στα ξένα.

...........................................................................................................................................

Είχε δημοσιευτεί στον "Βορέα"(τεύχος 55) τον Ιανουάριο 2010, πριν 15 χρόνια!










 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου