Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

Η ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ: ΤΟ ΣΟΥΦΛΙ ΩΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ-ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΦΥΛΛΑΡΙΔΗ
















 

 

 

 

 

«Όπως είναι φυσικό οι ιδιότητες στα φυτά να κληρονομούνται για πολύ καιρό και όλα ίσως τα φυτά να μοιάζουν με εκείνα απ'τα οποία βλάστησαν, έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Έιναι εύλογο, τα ήθη των απογόνων να είναι παραπλήσια με εκείνα των προγόνων.»

 

                            Ιουλιανός, Αντιοχεικός ή Μισοπώγων

 

 

 

 

 

Τα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα η περιοχή της Θράκης, αποτελούσαν από τα χρόνια της αρχαιότητας ακόμη μία από τις ποιό σημαντικές ιστορικά περιοχές της Ευρώπης. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους ιστορικούς είναι και οι ξεχωριστές πολιτισμικές παραδόσεις που παρουσιάζουν η καθεμιά από τις περιοχές των Βαλκανίων ξεχωριστά. Η Θράκη όμως πέρα από το πλεονέκτημα να αποτελεί μία περιοχή που βρίσκεται στην ιδιαίτερη αυτή στρατιγικής σημασίας γεωγραφική θέση των Βαλκανίων, παρουσιάζει άλλο ένα, ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα, που αυτό ίσως να στάθηκε και ως κύρια αιτία του γεγονότος ότι παρουσίασε μέσω των αιώνων μία ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά. Και το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι αποτελεί "γέφυρα" μεταξύ των δύο μεγάλων ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, σημείο ένωσης των δύο μεγάλων και διαφορετικών πολιτισμών, του δυτικού και του ανατολίτικου, γεγονός που την έκανε να μην χάσει την ευκαιρία να αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλους τους δρόμους που πέρασαν μέσα από αυτήν μέσα στους αιώνες, πέρνοντας έτσι στοιχεία που συντέλεσαν στην δημιουργία ενός μεγάλου μέρους της ξεχωριστής της παράδοσης. Στην παρούσα έρευνα ως κύριο σημείο ενασχόλησης μας θα αποτελέσει ένας από τους δρόμους αυτούς που πέρασαν μέσα από την Θράκη, με έναν από τους δρόμους που μέχρι και σήμερα της προσδίδουν ένα ξεχωριστό πρόσωπο. Και ο λόγος για τον δρόμο του μεταξιού , που έμεινε στην ιστορία του παρελθόντος ως ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο δρόμος που κορύφωσε και έδωσε μία ξεχωριστή λάμψη στην μακρόχρονη πορεία της Θρακικής πολιτισμικής κληρονομιάς, που ανέβασε την περιοχή μας στα ικανοποιητικά επίπεδα του παγκοσμίου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Ωστόσο οι αιώνες που έχουμε διανήσει από τις χρυσές εποχές της ανάπτυξης του μεταξιού αλλά και οι δεκαετίες που πέρασαν από την εποχή της οικονομικής άνθησης λόγο του τομέα αυτού, μας κάνουν να σκεφτούμε πως η μακραίωνη αυτή Ελληνική παράδοση του μεταξιού απαιτεί την δικαίωση της. Άλλωστε στην εποχή λεγόμενης ελεύθερης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, της αμφισβήτησης των πολιτιστικών παρακαταθηκών, και της επίδοξης προσπάθειας για την αλλαγή και την διαγραφή της πραγματικής ιστορίας , είναι αναγκαία η προσπάθεια εκ μέρους μας για την διάσωση ενός σημαντικού μέρους του πολιτισμού μας, σκοπός που βέβαια θα επιτευχθεί μονάχα με την διάσωση και την διάδοση της πραγματικής ιστορικής μας μνήμης. Συνεπώς, έπειτα από την μακρόχρονη και επίμονη έρευνα μας, και με την βοήθεια ορισμένων ειδικών που εδώ και καιρό ασχολούνται με την ιδιαίτερη αυτή παράδοση του μεταξιού, αλλά και με την συμβολή ανθρώπων που έχουν αφιερώσει αρκετά χρόνια στην ενασχόληση με αυτόν τον τομέα, παρουσιάζουμε τα στοιχεία που προέκυψαν από αυτή την αναζήτηση με σκοπό αφενός να επαναφέρουν στο μυαλό μας τις πολύτιμες εκείνες εικόνες του παρελθόνοτος και αφετέρου να αποτελέσουν έναυσμα για μία μεγαλύτερη συμβολή των τοπικών αρχών στην ανάπτυξη του τομέα αυτού.

 

 

 

1.Το Μετάξι στο μονοπάτι της Ιστορίας

Ο Γκαίτε είπε ότι η υφαντική ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο. Πράγματι, η ιστορία του πολιτισμού είναι συνυφασμένη με το ύφασμα και το μετάξι. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πού και πότε ξεκίνησε ιστορικά και για πρώτη φορά η τεχνική του υφαντού. Τα στοιχεία είναι λιγοστά. Ο τόπος μεταφέρεται κατά καιρούς, κάτω από το φως των νέων ευρημάτων και αποκαλύψεων.

Τα επικρατέστερα στοιχεία μας μαρτυρούν πως η πραγματική ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι άρηκτα συνδεδεμένη με ανατολικές παραδόσεις και μύθους. Οι πρώτες τεκμηριωμένες αναφορές σχετικά με την ιστορία του μεταξιού και την ανακάλυψη και εκτροφή του μεταξοσκώληκα βρίσκονται στο πανάρχαιο κινεζικό έργο "Σου-Κίνγκ- Το Ιερό Βιβλίο των Γραφών", που σύμφωνα με κάποιους είναι το αρχαιότερο επιστημονικά τεκμηριομένο βιβλίο παγκοσμίως. Στο ιερό αυτό για τους Κινέζους βιβλίο αναφέρεται πως η τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και της κατεργασίας του μεταξιού ανακακαλύφθηκε τυχαία από την βασίλησα Λινγκ-Τσι, σε μία εποχή που με το σύγχρονο ημερολόγια αντιστοιχεί περίπου στο 2690 π.Χ.! Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο η πριγκίπισα έπινε τσάϊ στον κήπο της, όταν ένα κουκούλι ξαφνικά έπεσε μέσα στο βραστό νερό. Ενώ προσπαθούσε να το βγάλει, τράβηξε μία
ανθεκτική κλωστή, την πρώτη κατεργασμένη ουσιαστικά κλωστή. Το τυχαίο αυτό κατά τα άλλα περιστατικό που συναίβει με την πριγκίπησα, στάθηκε και ως αιτία να κερδίσει την εκτίμηση του λαού της, που την ανέβασε στο πάνθεο της αρχαίας Κίνας ως προστάτιδα της ιερής τέχνης της Σηροτροφίας.

Αυτή είναι και η αρχή της ανάπτυξης της τέχνης του μεταξιού στην Κίνα, τέχνη που για αρκετούς ιστορικούς την εποχή εκείνη ήταν ακρώς μυστική καθως οι όλες λειτουργίες της είχαν παραμείνει κάτω από ένα πέπλο μυστικότητας για περισσότερο απο 20 αιώνες.

Εδώ αξήζει να δούμε και μία σημαντική αναφορά για την τέχνη του μεταξιού στην Κίνα των πανάρχαιων χρόνων από τον ίδιο τον πατέρα της Κινεζικής

φιλοσοφίας, τον Κομφούκιο. Λέει λοιπόν στον έργο του "Χρονικά των Τεσσάρων πρώτων Δυναστειών" πως η αυτοκράτειρα Σι-Λινγκ-Τσι πήρε πρωτοβουλίες

για την συστηματική εκτροφή του μεταξοσκώληκα στα ανάκτορα της και υποχρέωνε τον λαό της να παροκολουθεί τα ειδικά μαθήματα για την ανάπτυξη της σηροτροφίας

που είχε η ίδια θεσπίσει. Το γεγονός όμως ότι η τέχνη του μεταξιού συνυφάνθηκε με την καθημερινή ζωή των αυτοκρατώρων της Κίνας, δεν αποδυκνίεται μονάχα

από τα γραπτά έργα. Κάτι τέτοιο αποδικνείουν και ορισμένες από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο σύνολο της περιοχής

της Κίνας. Το ποιό χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εύρεση κομματιών μεταξωτού υφάσματος σε ιερής σημασίας για τους Κινέζους βασιλικούς τάφους που βρίσκονται κοντά στο μέρος όπου ετάφη ο μεγάλος αυτοκράτωρας της Κίνας "Χόανγκ-Τι".

Όμως πρέπει να τονίσουμε πως η σηροτροφία δεν ήτανε διαδεδομένη στο ευρή κοινό με τον τρόπο που το αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα. Τα ιστορικά στοιχεία αλλά

και οι διάφορες μυθολογικές αφηγήσεις που έχουμε σήμερα μας κάνουν να καταλάβουμε πως αντιθέτως, η σηροτροφία και τα μυστικά της τέχνης της ήταν κάτι

που αποτελούσε κοινό μυστικό των αυτοκρατωρικών κύκλων της αρχαίας Κίνας, και απαγορευόταν με αρκετά αυστηρούς νόμους η διάδοση της, και οι οποιεσδήποτε

πρακτικές σχετιζόταν με αυτήν. Και ο σχετικός νόμος γινόταν ακόμη ποιοό αυστηρός σε περίπτωση της εξαγωγής του μεταξοσκώληκα, που τιμωρούνταν με θάνατο.

Ωστόσο η οποιαδήποτε εμπορική κίνηση που σχετιζόταν με την σηροτροφία περιοριζόταν μονάχα στην εξαγωγή κατεργασμένων νομάτων και υφασμάτων, με την πρώτη

ύλη να παραμένει και πάλι ένα μεγάλο μυστικό. Αυτή όμως ήταν και πρακτική που στάθηκε που στάθηκε ως αίτιο της αποκληστικότητας της σηροτροφίας από τους
Κινέζους που ουσιαστικά "επλεξε" έναν ολόκληρο μύθο γύρω από την τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα και κατ'επέκταση την παραγωγή του μεταξιού. Όταν

όμως "έσπασε" η αποκληστικότητα αυτή που για αιώνες κατείχε η Κίνα με την τέχνη του μεταξιού, και αποκαλύφθεικε το "μυστικό" της ανάπτυξης της σηροτροφίας,

αυτό είχε και ένα δίχως προηγούμενο αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα που συνέβαλε αρκετά στην χάραξη ενός ιστορικής σημασίας δρόμου που προσέφερε σημαντικα πολιτισμικά, εμπορικά, και οικονομικά πλεονεκτήματα ανάμεσα στην Κίνα και τον Δυτικό κόσμο . Και αυτός δεν ήταν άλλος παρά ο περίφημος «Δρόμος του Μεταξιού»......

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η ιστορική αυτή έννοια «Δρόμος του Μεταξιού» είναι αρκετά σύγχρονη και ανάγεται μόλις στον προηγούμενο αιώνα. Αρχικά

δώθηκε ως ορισμός από τον γνωστό και μεγάλο Γερμανό γεωγράφο και γεωλόγο Φερντινάν Φράϊερ Φον Ριχτχόφεν, τον πρώτο άνθρωπο της επιστιμονικής

κοινότητας που ερεύνησε τα πολιτιστικά στοιχεία της δυτικής Κίνας, και περιγράφει  στο σχετικό έργο του με λεπτομερή και σαφή τρόπο τον δρόμου του

μεταξιού. Αυτή ήταν και η αρχή της χρησημοποίησης της φράσης "δρόμος του μεταξιού" ορισμός που μέχρι σήμερα χρησημοποιήται από όλους όσους θέλουν

να αναφερθούν στον πανάρχαιο εμπορικό και πολιτισμικό δρόμο που συνέδεε την Κίνα με την Ευρώπη, και κατ'επέκταση με τον δυτικό κόσμο.

Τα τελευταία χρόνια αρκετοί ήταν οι ερευνητές και οι ιστορικοί που διατύπωναν μέσα από αρκετά άρθρα και μελέτες τους πως ο δρόμος του μεταξιού ήταν

ένα ιστορικό γεγονός που πλέον έχει περάσει στις "πίσω σελίδες" της ιστορίας, ωστόσο με το πέρασμα των καιρών η ιστορική πραγματικότητα μας έδειξε ξεκάθαρα πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. ένα από τα εντονότερα δείγματα αυτής της άποψης είναι κα τα σημαντικά πολιτισμικά στοιχεία που άφησε πισω του ο δρόμος του μεταξιού, τα οποία μέχρι και σήμερα αποτελούν πολιτισμική ταυτότητα για αρκετά από τα μέρη που πέρασε ο δρόμος αυτός. Άλλωστε η πολιτιστική κληρονομιά του μεταξιού και οι ανταλλαγές μεταξύ του Ευρωπαϊκού και του Κινεζικού πολιτισμού, γεγονότα που ταυτίζονται με τον δρόμο αυτό, ήταν και αυτό που προκάλεσε και το έντονο ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστιμονικής κοινότητας.

Συγκεκρημένα η UNESCO με το πρόγραμμα «Μελέτη του Δρόμου του Μεταξιού: Δρόμος Διαλόγου», έχει ως κύριο στόχο την διεύρηνση των πλουσίων πολιτιστικών ανταλλαγών και επαφών μέσω του αρχαίου δρόμου του μεταξιού. Στο πλαίσιο αυτού του ερευνητικού προγράμματος η UNESCO έχει διογρανώσει μία σειρά αποστολών από ξηρά και θάλασσα για την χάραξη απο πλευράς διεθνών ομάδων επιστημόνων, των διαδρομών που σχετιζόταν με τον δρόμο του μεταξιού. Οι επιστήμονες όμως που διενεργούσαν τις συγκεκρημένες έρευνες, βρέθηκαν σε μία ιστορική ανακάλυψη η ύπαρξη της οποίας τα προηγούμενα χρόνια αμφισβητούνταν. Οι διαδρομές που αποτελούσαν τον δρόμο του μεταξιού δεν αποτελούσαν μονάχα επικοινωνιακό δίκτυο μεταξύ ανατολής και δύσης. Όπως αποδείχτηκε έπειτα από την μακροχρόνια έρευνα τους, οι δρόμοι αυτοί εξυπηρετούσαν και τις ελεύθερες εμπορικές διακινήσεις μεταξύ του βορρά και του νότου.

Επίσης εάν προσπαθήσουμε να ορίσουμε χρονολογικά την λειτουργία του δρόμου του μεταξιού, θα δούμε πως ο δρόμος αυτός

χρονολογείται από τον 1ο π.Χ. αιώνα. Όσον αφορά τον γεωγραφικό ορισμό του, καλύπτει μία απόσταση πάνω απο 8.000 χιλιόμετρα,

διασχίζοντας ολόκληρο το κέντρο του ασιατικού οροπεδίου, και έχοντας παρουσιάση μία συνεχή λειτουργία 15 περίπου αιώνων, ουσιαστικά

σταμάτησε με την εποχή της ραγδαίας

και ολικής εξάπλωσης του Ισλάμ, που ουσιαστικά απέκοψε και τον χερσαίο δρόμο που συνέδεε την Κίνα με τις χώρες της Ευρώπης.

Αν και τα κυριότερα στοιχεία που σχετίζονται με την ιστορική ορολογία "Δρόμος του Μεταξιού" πιστεύω πως έχουνε παρουσιαστεί μέσα από τα παραπάνω στοιχεία με έναν σαφή τρόπο, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε πως είμαστε σε θέση να συγκεντρώσουμε τα ικανοποιητικά εκείνα στοιχεία που θα μπορέσουν να μας δώσουν μία ολοκληρομένη και δίχως ελείψεις εικόνα για το όλο περιεχόμενο του όρου "Δρόμος του Μεταξιού" καθώς τα στοιχεία που προκύπτουν μέσα από τις διαχρονικές έρευνες φέρνουν στο φως ολοένα και περισσότερες πληροφορίες που πολλές φορές καταρήπτουν παλαιότερες εκδοχές που είχαμε για τον συγκεκρημένο τομέα.

Αυτά όμως είναι τα ιστορικά στοιχεία και οι μαρτυρίες που σχετίζονται με την αρχική ανάπτυξη της σηροτροφίας στην αρχαιότητα της  Κίνας και η μετέπειτα μεταφορά της όλης τέχνης προς την Δύση. Συνεχίζοντας την έρευνα μας, θα παρουσιάσουμε τα στοιχεία που προέρχονται από ορισμένα σημαντικά κείμενα της Ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και από τις έρευνες νεότερων μελετητών και επιστημόνων, που μας δείνουν μία σαφή εικόνα για την παρουσία αλλά και τις συνθήκες ανάπτυξης και επεξεργασίας του μεταξιού στην εποχή της Ελληνικής αρχαιότητας.

 

Αν και τα τελευταία χρόνια τόσο στην σχετική ιστοριογραφία όσο και στην κοινή γνώμη επικρατεί η άποψη σύμφωνα με την οποία το μετάξι και η όλη γνώση της επεξεργασίας του εμφανίστηκε κατά την Βυζαντινή περίοδο δίχως να υπάρχει κάποια προηγούμενη τεχνογνωσία και εμπειρία επάνω στην κατεργασία του, ωστόσο η άποψη αυτή φαίνεται πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από

επιφανειακή. Και αυτό γίνεται ιδιαίτερο αισθητό αν ανατρέξουμε στα αρχαία κείμενα της Κλασσικής περιόδου όπου βρίσκουμε αρκετές σαφείς αναφορές σχετικά με την παρουσία του μεταξιού κατά την Ελληνική αρχαιότητα.Έτσι με μία λεπτομερή μελέτη

μας στα έργα ορισμένα από τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων της Ελληνιστικής εποχής θα διαπιστώσουμε πως το μετάξι αλλά και η τέχνη της επεξεργασίας του δεν ήταν άγνωστα στις ακμάζουσες πόλεις της Ελληνικής αρχαιότητας.

Κατ'αρχήν, ξεκινόντας αυτή την έρευνα μας για τον εντοπισμό των όποιων δραστηριοτήτων σχετικά με το μετάξι στην αρχαιότητα θα πρέπει να αναφέρουμε πως υπάρχει και μία όχι και τόσο μικρής κλίμακας άποψη, κατά την οποία ο δρόμος του μεταξιού άνοιξε για πρώτη φορά με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (336-323 π.Χ.) οπότε και το μετάξι για πρώτη φορά εισήχθη στις ακμάζουσες τότε Ελληνικές πόλεις.

Επίσης ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος δεν έχασε την ευκαιρία να στείλει μεταξένιες φούσκες στον σόφο διδάσκαλο του, τον Αριστοτέλη, θέλοντας έτσι να μάθει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού. Αυτό όμως που εξίζει ιδιαίτερης αναφοράς είναι πως ο Αριστοτέλης

υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας στην ιστορίες που διατύπωσε στις ιστορικές αναφορές του το γεγονός ότι το μετάξι είναι ζωικό προϊόν και κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός είδους "σκώληκος μεγάλου", του οποίου περιγράφει λεπτομερώς τις μεταμορφώσεις αλλά και τη διαδικασία του τραβήγματος της κλωστής: "Εκ δε τούτου του ζώου και τα βομβύκια αναλύουσι των γυναικών τινές αναπηνιζόμεναι κάπειται υφαίνουσι" ( Ζωική Ιστορία 5, 717, 551 b ). Πέρα από αυτήν την λεπτομερή αναφορά, μέσα στο διαφωτιστικό αυτό έργο του

Αριστοτέλη βρίσκουμε άλλο ένα σχετικό εδάφιο που μας επαληθεύει αυτή την ιδιότυπη παρουσία της τέχνης του μεταξιού στην αρχαία Ελλάδα. Συγκεκρημένα αναφέρει πως η ποιό ονομαστή τεχνίτισσα μεταξιού για την εποχή της ήταν η υφάντρα Παμφίλη, η κόρη του

Πλάτωνα από την Κω, η οποία ύφαινε μετάξι. Εκτός αυτού, ο έτερος γνωστός ιστοριογράφος της αρχαιότητας, ο Πλίνιος, στο έργο του "Φυσική Ιστορία" περιγράφει την διαδικασία της αναπήνισης και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν θα πρέπει να στερήσουμε από την

Παμφίλη τη δόξα πως βρήκε τον τρόπο να γδύνει τις γυναίκες ντύνοντας της, υπονοόντας έτσι την απαλότητα αλλά και την ευεργεσία που έχει προς το ανθρώπινο σώμα το μετάξι.

Υπάρχουν όμως και διάφορες άλλες ιστορικές μαρτυρίες, και κυρίως αυτές του Διονύσιου του Αλικαρνασέως, κατά τις οποίες οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, γνώριζαν για την ύπαρξη αλλά και την χρησημοποίηση του μεταξιού ακόμη από τον 2ο π.Χ. αιώνα, αλλά θεωρούσαν

ότι η ίνα του ήταν παράγωγο φυτικού προϊόντος.

Η μεγαλύτερη όμως αναφορά - και ίσως η αρχαιότερη στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας- για την γνώση που κατείχαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι σχετικά με την παραγωγή του μεταξιού αλλά και την ύφανση των μεταξωτών, έρχεται από το έργο του δημιουργού

που όλοι οι αρχαίοι αποκαλούσαν με χαρακτηριστικό τρόπο ως "ποιητή", και δεν είναι άλλος από τον Όμηρο, ο οποίος στην Οδύσσεια κάνει λόγο για ένα σπήλαιο στην Ιθάκη όπου οι Ναϊάδες Νύμφες με λίθινους αργαλιούς υφαίνουν μεταξωτά με χρώμα κόκκινο βαθύ,

θαύμα να το κοιτάζεις όπως λέει. (Οδυσ. ραψ.ν 102-112).

Η εποχή όμως που σηματοδότησε και την ανάπτυξη και κατ'επέκταση το πέρασμα της πανάρχαιας τέχνης του μεταξιού στη σύγχρονη εποχή, ήταν η περίοδος του Βυζαντίου. Ένας από τους λόγους της ακμής του στην συγκεκρημένη περίοδο είναι και το γεγονός ότι μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα η παραγωγή του ελεγχόταν αποκλειστικά από τους Πέρσες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουνε ιδιαίτερα περιθώρια έρευνας εκ μέρους άλλων λαών για την περετέρω βελτίωση των τότε μεθόδων επεξεργασίας και παραγωγής.

Άλλωστε στην Βυζαντινή εποχή ανάγεται και εκείνη η παράδοση που θέλει την διάδοση της μεταξοκαλλιέργειας από την Ανατολή στην Δύση από κάποιους καλόγερους. Την επικρατούσα αυτή άποψη φαίνεται να διασώζει μέσα από τα έργα του ο γνωστός χρονογράφος της Βυζαντινής περιόδου, Προκόπιος, σύμφωνα με τον οποίο οι Έλληνες μοναχοί με εντολή του Ιουστινιανού περιηγήθηκαν την Περσία και την Κίνα μεταδίδοντας την Χριστιανική θρησκεία. Συγχρόνως όμως μελετούσαν κάθε τι που είχε σχέση με τον μεταξοσκώληκα. Στο τέλος της περιοδείας τους το 554 μ.Χ. μετέφεραν κρυφά, μέσα στα ραβδιά τους, αβγά μεταξοσκώληκα και σπόρους μουριάς. Έτσι η σηροτροφία μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί διαδόθηκε στην κοντινή Θράκη, Μακεδονία , Θεσσαλία και Πελοπόννησο.

Δεν πρέπει όμως να παραλήψουμε και το γεγονός ότι για αρκετούς αιώνες η εκτροφή του μεταξοσκώληκα αποτελούσε παραδοσιακή απασχόληση των κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρόλο που μέχρι της αρχές του 19ου αιώνα η σημασία της για την οικονομική ζωή της περιοχής ήταν μικρή.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΟΥΦΛΙ & ΜΕΤΑΞΙ

Όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές μελέτες των τελευταίων χρόνων η ίδρυση του Σουφλίου χάνεται μέσα  στα μονοπάτια του χρόνου και βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Και αυτό διότι τόσο η έλληψη σαφών ιστορικών στοιχείων αλλά και μαρτυριών έφεραν ως αποτέλεσμα του να υπάρχουν διάφορες πιθανές εκδοχές για την καταβολή του Σουφλίου χωρίς ωστόσο να μας προϋποθέτουν την ακριβή χρονολογία αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε το Σουφλί στην ίδρυση του. Η παράδοση θέλει το Σουφλί να ιδρύεται από νομάδες που εγκατέληψαν του Σούλι όταν αυτό καταστράφηκε από τις βαρβαρικές πολεμικές δυνάμεις των τούρκων, οι οποίες αναζητόντας ένα ίσυχο και άρα ποιό ασφαλές μέρος επέλεξαν να εγκατασταθούν στην πλαγιά των λόφων που καταλήγουν στις όχθες του κεντρικού Έβρου.

Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που θέλει τους πρώτους Σουφλιώτες να είναι ελληνικοί χριστιανικοί πλυθησμοί που εγκατέλειψαν διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Θεσσαλίας κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας αναζητόντας νέα μέρη. Όμως εκτός αυτού δεν είναι μικρό και το ενδεχόμενο οι όποιοι πλυθησμοί που ήρθαν εδώ να συμβίωσαν με τους είδη κατοικούντες στην περιοχή Θράκες, οι οποιοί ικάζεται πως πρώτοι από όλους εγκαταστάθηκαν στο Σουφλί εγκαταλείποντας τις ορεινές περιοχές του σημερινού κεντρικού Έβρου. Άλλωστε ορισμένα από τα τοπικά λαϊκά δρώμενα που θυμίζουν αρκετά αντίστοιχες εορτές της αρχαιότητας αλλά και τα αρχαιο-ελληνικά γλωσσικά στοιχεία που εντοπίζονται στην τοπική διάλεκτο του Σουφλίου, αποτελούν δείγματα της άρηκτης σχέσης της περιοχής με την Ελληνική αρχαιότητα. Αυτό όμως που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως το Σουφλί στο παρελθόν υπήρξε επίκεντρο της ιστορικής αλλά  και της εμπορικής πορείας του μεταξιού, μέσα σε μία περιοχή που στο άμεσο παρελθόν υπήρξε ένα από τα κυριότερα κέντρα εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών της ευρήτερης περιοχής της Μεσαογείου. Άλλωστε το γεγονός ότι το Σουφλί υπήρξε σημαντικό εμπορικό κέντρο μιάς ευρήτερης περιφέρειας καθώρισε αναμφισβήτητα και την ιστορικότητα του ως πόλη. Κάτι τέτοιο άλλωστε γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό εάν λάβουμε υπόψην μας την σημαντική πληθυσμιακή συγκέντρωση που είχε τότε η περιοχή αλλά και την ανυπαρξία αντίστοιχων αστικών κέντρων σε κοντινή απόσταση, γεγονός που βέβαια ευνοούσε την ανάπτυξη αλλά και την σύνθεση των συνθηκών αυτών.

Μπορούμε να πούμε πως η τέχνη της παραγωγής του μεταξιού ήταν μία δραστηριότητα που χαρακτήριζε αρκετές από τις σημαντικές για την εποχή πόλεις της Ανατολικής Θράκης, ενώ αρκετές από τις πόλεις αυτές συνέβαλαν με τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στην βελτίωση της διαδικασίας παραγωγής του μεταξιού.

Όπως γνωρίζουμε η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα αποτελούσε για αρκετούς αιώνες παραδοσιακή ενασχόληση των κατοίκων του Βιλαετίου της Ανδριανούπολης .

Κατά τα επικρατέστερα στοιχεία η απαρχή της μεγάλης ανάπτυξης της σηροτροφίας στην περιοχή τοποθετείται την περίοδο 1823-24 περίπου, όταν ένας Αγγλικός οίκο παραγωγής μεταξιού έδειξε το αρχικό ενδιαφέρον για την αγορά ακατέργαστης πρώτης ύλης μεταξιού, δίνοντας έτσι τα έναυσμα για την άνοδο της τιμής του μεταξιού στον εμπορικό κόσμο. Εκείνο όμως το γεγονός που έδωσε ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις στην διακίνηση και στο εμπόριο του μεταξιού και κυρίως στις εξαγωγές μεταξιού προς την δυτική ευρώπη, ήταν η εμφάνηση της αρρώστιας του μεταξοσκώληκα στην Γαλλία και την Ιταλία που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη ζύτηση του μεταξιού που έφερε σε αρκετά υψηλό επίπεδο την τοπική παραγωγή μεταξιού. Αυτό όμως που πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι πως στην αρχική φάση της περιόδου ανάπτυξης της σηροτροφίας στην Θράκη, και κυρίως μέχρι το 1870, το Σουφλί δεν κατατάσεται στα σημαντικότερα κέντρα σηροτροφίας στην περιοχή, καθώς τα στοιχεία που παρουσίαζαν οι αναφορές του Αγγλικού προξενίου της Ανδριανούπολης, συμπεριλάμβαναν
στη λίστα αυτή την Ανδριανούπολη, την Μακριά Γέφυρα, το Μπαμπά-Εσκί καθώς και ορισμένες άλλες πόλεις της Αν.Θράκης.

 

 

   Ιστορικοί περίοδοι ανάπτυξης της παραγωγής μεταξιού

Στην συνέχεια της έρευνας μας θα μιλήσουμε για τις τρείς σημαντικές περιόδους του μεταξιού, οι οποίες αν και δεν έχουνε ορισθεί ποτέ στο παρελθόν, από κανέναν ιστορικό ή ερευνητή, ωστόσο η παρατήρηση των γεγονότων αλλά και των μεταβολών που δέχθηκε η παραγωγή του μεταξιού στο Σουφλί, μας πείθουν για την εγκυρότητα του ορισμού τους.

Το Σουφλί αναφέρεται για πρώτη φορά ως σημαντικό κέντρο  της σηροτροφίας και της παραγωγής του μεταξιού στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλεόν ήταν σε θέση να παράγει το 40% περίπου των χλωρών κουκουλιών της Ανδριανούπολης.

Και έτσι ξεκινάει η πρώτη περίοδος του μεταξιού (1870-1908), η οποία ουσιαστικά αποτελεί και την αρχή του κύκλου ανάπτυξης της τέχνης του μεταξιού στην περιοχή.

Κυριότερο χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου του μεταξιού ήταν η απότομη άνοδος της σηροτροφίας που βέβαια  είχε ως αποτέλεσμα και την προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της διαδικασίας παραγωγής αλλά και την βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού των κέντρων παραγωγής. Έτσι ο παραδοσιακός τρόπος επεξεργασίας και ο καθαρά οικογενιακός χαρακτήρας της τέχνης του μεταξιού αρχίζουν σταδιακά να περνάνε σε ένα βιομηχανικό επίπεδο.

Αρχικά λειτούργησε το πρώτο βιομηχανικά δομημένο μεταξουργείο από τους Εβραϊκής καταγωγής αδελφούς Αζαρία το 1903, και διέθετε 84 με 86 χειροκίνητες λεκάνες, γεγονός που πλέον έφερε την παράγωγή αλλά και την επεξεργασία του μεταξιού σε ένα ανώτερο τεχνολογικά επίπεδο. Σε δεύτερη φάση της γρήγορης αυτής βιομηχανοποίησης της παραγωγής του μεταξιού, το 1909 έρχεται ο εμπορικός οίκος του Μιλάνου"Ceriano Fratelli" που ιδρύει το δεύτερο αναπηνιστήριο μεταξιού δυναμικότητας 40 ατμοκίνητων λεκανών.

Ωστόσο, στην έκθεση του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται την ίδια εποχή και ένα τρίτο μεταξουργίο σημαντικών παραγωγών, που μάλιστα διέθετε ως μηχανολογικό εξοπλισμό12 λεκάνες, και δεν ήταν άλλο από του εμπορικού οίκου Ι.Κουκούλη & Υιών.

Αυτή είναι λοιπόν και μία σύντομη εισαγωγική ανασκόπιση της βιομηχανικής ανάπτυξης του μεταξιού στο Σουφλί που αν και διήρκησε λιγότερο από πενήντα χρόνια (1870-1908) ωστόσο είναι αναμφισβήτητη η συμβολή της στην παράδοση του μεταξιού που ταυτίστηκε με το Σουφλί, καθώς απτέλεσε και το πρώτο βήμα για την αρχή ενός κύκλου που έφερε την συροτροφία αλλά και εν γένει την τέχνη του μεταξιού σε ένα τέτοιο επίπεδο που την συνέδεσε άρρηκτα με την πολιτιστική κληρονομιά αυτού του τόπου.

Μετά την λήξη αυτής της περιόδου παρατηρείται η μείωση των εξαγωγών σε ξηρά κουκούλια γεγονός που οφείλεται στην ταχύτατη απορόφηση μεγάλου τμήματος της εγχώριας σηροτροφικής παραγωγής από τα τοπικά εργοστάσια, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το να καθορίζεται μία συγκεκριμένη τοπική παραγωγή. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τα στοιχεία του Γαλλικού προξενίου της Ανδριανούπολης, το 1911 η συνολική παραγωγή χλωρών κουκουλιών στο Βιλαέτι της Ανδριανούπολης έφτασε στα 1620 χιλ. κιλά, και το Σουφλί συμμετείχε στην παραγωγή αυτή με 850 χιλ. κιλά, δηλαδή κατείχε λίγο περισσότερο από το 50% της συνολικής παραγωγής.

Ωστόσο την προηγούμενη αυτή πορεία της παραγωγής του μεταξιού ήρθε να ανατρέψει  η πολιτική συγκηρία που ουσιαστικά έδωσε μία άλλη τροπή στο εμπορικό και οικονομικό γίγνεσθαι της σηροτροφίας, δημιουργόντας μία νέα εποχή για τον συγκεκριμένο τομέα (ασχέτως αν αυτή είχε αρνητικές επιπτώσεις).

Αρχικά οι Βαλκανικοί πόλεμοι αλλά και το ξέσπασμα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου στη συνέχεια ήταν και τα πρώτα γεωπολιτικά γεγονότα που επιρέασαν την πορεία της τοπικής σηροτροφίας. Και αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε καλύτερα αν λάβουμε υπόψη πως η όλη περιοχή είχε μετατραπεί σε ένα πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων που σαφώς είχαν ως αποτέλεσμα την μεγάλη σηροτροφική κρίση στην περιοχή.

Η νέα όμως περίοδος για την τοπική σηροτροφία ξεκίνησε με την κατάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατωρίας και την ενσωμάτωση του Σουφλίου στην Ελλάδα. Μετά από την χάραξη των νέων συνόρων το Σουφλί ουσιαστικά έχασε το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων με μορεοφυτείες που χρησημοποιούσε για την εκτροφή των κουκουλιών, καθώς αυτές βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του Έβρου. Έτσι η πτώση της παραγωγής ήταν κάθετη και από τους 700 τόνους χλωρών κουκουλιών που παρήγαγε η ποσότητα αυτή διαμορφώθηκε στους 300 με 400 περίπου τόνους κατά μέσο όρο. Τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων ήταν να πέσουνε κατακόρυφα και τα εισοδήματα στο Σουφλί και ουσιαστικά να υποβαθμιστεί η δίχως προηγούμενο εμπορική σημασία του Σουφλίου.

Μετά το τέλος της βιομηχανοποίησης της σηροτροφίας και το πέρασμα της παραδοσιακής κατεργασίας του μεταξιού η παραγωγή περνάει σε μία δεύτερη φάση, η οποία ορίζεται ως   δέυτερη περίοδος του μεταξιού (1920-1945).

Η περίοδος αυτή ξεκινάει με την ίδρυση της μεγαλύτερης ίσως μεταξοβιομηχανίας στο Σουφλί. Το 1920, δύο Εβραίοι έμποροι κουκουλιών από το Διδυμότειχο, ο Μποχώρ και ο Ελιέζερ Τζιβρέ, αγοράζουν το εργοστάσιο «Ceriano»  που είχε σχεδιαστεί από Ιταλούς αρχιτέκτονες και του προσθέτουν 54 χειροκίνητες λεκάνες, ενώ επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες πάνω στο μετάξι νοικιάζοντας το μεταξουργίο του Αζαρία. Πέρα όμως από τον Τζίβρε, το 1925 ιδρύεται και ένα τρίτο εξίσου σημαντικό μεταξουργίο από τον Π.Χατζησάββα που ήταν πρόσφυγας από την Προύσα , και είχε την παραγωγική δυνατότητα των 28 λεκανών. Λίγα όμως χρόνια αργότερα, το 1930 οι Τζίβρε εκμισθώνουν και το εργοστάσιο Χατζησάββα πέρνοντας ουσιαστικά τον όλο έλεγχο της παραγωγής μεταξιού στα χέρια τους, και έτσι, ένα χρόνο αργότερα η «Ομόρρυθμη Εταίρα Μποχώρ & Ελιέζερ Τζίβρε» μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «Ευτέρπη». Το εργοστάσιο αυτό που ήταν άλλωστε και ένα από τα υψηλότερης σημασίας στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνο και για την προμήθεια μεταξωτών υφασμάτων προς τις τότε μεγάλες αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ αργότερα μεγάλο μέρος του συνόλου παραγωγής κατευθηνόταν στην μεγάλη μεταξουργία των Αθηνών, την περίφημη «Χρυσαλλίδα».

Η νέα εποχή που γνώριζε εκείνη την περίοδο το μετάξι είχε φυσικά και τις εκπλήξεις της οι οποίες καθόρισαν σε έναν μεγάλο βαθμό το μέλλον και τον χαρακτήρα της τοπικής μεταξουργίας. Από την μία πλευρά η έντονη παρεμβατική πολιτική της τότε κυβέρνησης αλλά και ο συγκερασμός της με τις διεθνείς εξελήξεις στέρησαν στην τοπική μεταξοβιομηχανία την έξοδο των προϊόντων της προς τους παλαιότερους εμπορικούς τους προορισμούς που ήταν η Λυών και το Μιλάνο, και έτσι η μειωμένη πλέον παραγωγή περιορίστηκε στα στενά όρια της Ελληνικής επικράτειας. Φυσικά αυτές οι συγκηρίες είχαν ως αποτέλεσμα την πτωτική πορεία της παραγωγής, που σε συνδυασμό με τις πολεμικές εξελήξεις κατά την περίοδο του 1930-1940 είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των μέσων παραγωγής και το κλείσιμο του εργοστασίου του Τζίβρε, γεγονότα που σηματοδότησαν το προηγούμενο σύστημα παραγωγής και έδωσαν ουσιαστικά τέλος στην δεύτερη περίοδο του μεταξιού.

Ουσιαστικά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε ως αιτία του να σταματήσει κάθε είδους εμπορική και πνευματική δραστηριότητα. Ωστόσο με την αποχώρηση των Γερμανών τον Αύγουστο του 1944, και με το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου, ξεκινάει μία νέα περίοδος για την περιοχή. Παρ'όλη την ανάπτυξη που γνώριζαν όλοι οι υπόλοιποι τομείς της περιοχής, η παραγωγή του μεταξιού  μειώθηκε σημαντικά, καθώς η απόλεια του προηγούμενου τεχνολογικού συστήματος παραγωγής και επεξεργασίας, σε συνδιασμό με την δίχως προηγούμενο αύξηση των συνθετικών υποκατάστατων του μεταξιού έφεραν ένα οριστικό τέλος στην μαζική παραγωγή μεταξιού.  Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος για την τοπική σηροτροφία και  κατ'επέκταση την τοπική παραγωγή μεταξιού, κατά την οποία η παραγωγή επιρεασμένη από τις γωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις που σημάδευσαν την περιοχή, έφτασε σε ένα νέο επίπεδο. Αυτή είναι και  η τρίτη περίοδος του μεταξιού, η οποία με αφετηρία το 1949 συνεχίζει να υφήσταται μέχρι τις μέρες μας, περιλαμβάνοντας και την σύγχρονη παραγωγή του μεταξιού στο Σουφλί.  Κατά την περίοδο αυτή το Σουφλιώτικο μετάξι από προϊόν που αποτελούσε "σημείο κατατεθέν" σε Ευρωπαϊκό
και Βαλκανικό επίπεδο, περιορίστηκε πλέον στις Ελληνικές αγορές, ενώ από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα  άρχισε να προσδίδει ως τοπικό προϊόν λαϊκής τέχνης έναν ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα στην περιοχή.  Αρχικά, με την λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου ξαναλειτούργησε μόνο το μεταξουργείο των αδελφών Τζίβρε, το οποίο εκμίσθωσε και το εργοστάσιο του Χατζησάββα, ωστόσο η μειωμένη ζύτηση των μεταξωτών προϊόντων και διαφορά της τιμής του με το τεχνιτό μετάξι, 14 χρόνια αργότερα, το 1963 έφεραν το ιστορικό αυτό εργοστάσιο σε θέση να κλείσει οριστικά. Από το 1950 μέχρι το 1980 λειτούργησε το αναπηνιστήριο του Μαυρουδή Μπρίκα, που  απασχολούσε 5 εώς 10 γυναίκες. Από το 1953 μέχρι το 1979 άρχισε να λειτουργεί το διαλογητήριο και ψήσιμο κουκουλιών από τους Αντωνίτση-Κίτσιο. Από το 1953 περίπου μέχρι το 1979 άρχισε το κρατικό μεταξεργοστάσιο(αναπηνιστήριο), το οποίο αν και αρχικά δεν λειτούργησε, την περίοδο 1963-1976 νοικιάστηκε στον Δ.Σακελλαρίδη.  Συγχρόνως με τα μεταξουργία, λειτούργησαν και αρκετές οικοτεχνίες και βιοτεχνίες μεταξωτών, αρκετές από τις οποίες συνεχίζουν μέχρι και σήμερα την ασταμάτητη παραγωγή των παραδοσιακών προϊόντων μεταξιού, που καθηστούν  το Σουφλί ως ένα από τα λιγοστά μέρη στην Ελλάδα που φέρει στην σύγχρονη εποχή μία τόσο μακραίωνη παραδοσιακή τέχνη. Σήμερα λοιπόν στο Σουφλί λειτουργούν ως ένα είδος "μετεξέληξης" της παραδοσιακής αγοράς μεταξιού οι βιοτεχνίες και οι οικοτεχνίες μεταξωτών προϊόντων, οι οποίες διαθέτουν και τα αντίστοιχα πρατήρια-καταστήματα τους τόσο στην κεντρική αγορά του Σουφλίου όσο και σε άλλα μέρη του Έβρου. Ας δούμε ποιοί είναι αυτοί οι σύγχρονοί οίκοι μεταξιού: Μεταξουργία Τσιακίρη, που ξεκίνησε το 1986 με χειροκίνητους αργαλειούς ύφανσης μεταξωτών, τους οποίους αντίκατέστησε με μηχανικούς το 1960. Μεταξουργία Αθ. Μουχταρίδη από το 1976. Υφαντήριο Λ.Σαρδανίδη από το 1978. Υφαντήριο Στ.Πίττα την περίοδο 1984-1987, και απο το 1990 άρχισε η λειτουργία βιοτεχνίας κεντιμάτων του Κ.Παπαδόπουλου.

Έκθεση χειροποίητων μεταξωτών και κεντιμάτων Αφών Δεμερτζή.

Οικοτεχνία Νικόλαου Τερζή που έχει παρουσία στο χώρο επεξεργασίας μεταξιού περισσότερο από 30 χρόνια.

Στο σύνολο των τοπικών παραγωγών μεταξιού βρίσκεται και η οικοτεχνία Μπουρουλίτη που διατηρεί και ιδιωτικό μουσείο της Θρακικής λαϊκής τέχνης.

Τα μεταξωτά Κάλφα συνεχίζουν στην πώληση τοπικών μεταξωτών προϊόντων σε μία συνέχεια δεκαετιών, ενώ σημαντική είναι και η έκθεση μεταξωτών των Ναλμπάντη – Κουγιουμτζή.

 

 

Αυτή λοιπόν είναι και μία σύντομη αλλά διαφωτιστική εισαγωγή στην ιστορία της τόσο μακραίωνης παράδοσης του μεταξιού, η οποία διανύοντας τόσους αιώνες και περνώντας μέσα από τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς, έφτασε μέχρι τις μέρες μας για να δεθεί άρρηκτα με τον τόπο που πλέον έχει ταυτιστεί ιστορικά.

 Όμως εκτός από τα ιστορικά στοιχεία θα περάσουμε να δούμε τις πληροφορίες που προέκυψαν από την έρευνα μας σχετικά με την ξεκίνημα της όλης διαδικασίας παραγωγής του μεταξιού, ενώ στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξειγείσουμε και τον τρόπο με τον οποίο η πρώτη ύλη του περνάει στην σύγχρονη βιομηχανική επεξεργασία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.Η ΕΚΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑ

 

Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα είναι εκείνη η περίοδος που ξεκινάει με την εκκόλαψη του μεταξοσκώληκα και κορυφόνεται με την τελειοποίηση του, δηλαδή με τον σχηματισμό της φούσκας του κουκουλιού που έπειτα από την κατάλληλη επεξεργασία είναι διαθέσημη στους παραγωγούς για την παραγωγή του μεταξιού.

Έχοντας εντοπίσει τις περιγραφές που με τόση σαφήνεια περιγράφονται στην εξαίρετη συλλογική έρευνα «Η Σηροτροφία στο Σουφλί», αλλά και τα άλλα στοιχεία από παλαιότερες καταγραφές επάνω στην τέχνη της σηροτροφία, θα παρουσιάσουμε με

 

 

 

ΕΚΚΟΛΑΨΗ

i) Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα αρχίζει με την εκκόλαψη του σπόρου που γίνεται στο τέλος

Απριλίου με αρχές Μαϊου. Το πρώτο σημαντικό στάδιο αυτής της φάσης είναι τοποθέτηση

των αβγών του μεταξοσκώληκα (μεταξόσπορων) σε μικρά παραλληλεπίπεδα πλαίσια, τα οποία είναι γνωστά και ως «κουτιά». Το κάθε «κουτί» αποτελεί και την βασική μονάδα μέτρησης στη σηροτροφία, και μέχρι το 1980, ένα κουτί είχε σπόρο βάρους 25 γραμ. και 40,000 αβγά περίπου. Στις μέρες μας η μονάδα αυτή μέτρησης έχει αλλάξει, και το ένα «κουτί» ζυγίζει 12,5 γραμ. και περιέχει 20,000 αβγά περίπου. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι τα αβγά του μεταξοσκώληκα (μεταξόσποροι) που το μέγεθος τους δεν ξεπερνάει σε μέγεθος το κεφάλι μιάς καρφίτσας, εκκολάπτονται για 12 με 15 ημέρες σε θερμοκρασία 20-25 βαθμούς κελσίου.

 

ΗΛΗΚΙΑΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑ

ii) Με το τέλος της εκκόλαψης έχουμε τα αβγά από τα οποία βγαίνουν οι μεταξοσκώληκες. Συνήθως το μέγεθος τους είναι περίπου 3 χιλιοστά και έχουν χρώμα μαυριδερό. Μετά την έξοδο τους από τα αβγά, οι μεταξοσκώληκες απλώνονται στα κρεβάτια που βρίσκονται μέσα στο σηροτροφείο σε σειρές, και ταϊζονται έξι φορές το 24ωρο με ψιλοκομμένα φύλλα μουριάς. Για το κατάλληλο κόψιμο των φύλλων υπάρχει ένα ειδικό μαχαίρι η παλέτα. Τα φύλλα της μουριάς κόβονται όπως κόβεται το μαρούλι ούτως ώστε να μπορεί εύκολα ο μεταξοσκώληκας να τα φάει. Επίσης υπαρχει και μία ειδική μέθοδος μεταχείρησης των φύλλων της μουριάς για το τάϊσμα των μεταξοσκώληκων. Συγκεκριμένα ο μεταξοσκώληκας δεν τρώει τα φύλλα αν αυτά δεν έχουνε την κατάλληλη υγρασία. Και γι’αυτό διατηρείται η υγρασία των κομμένων φύλλων περισσότερο χρόνο με την εξής διαδικασία. Τα κρεβάτια όπου γίνεται η εκτροφή τους στις πρώτες ηλικίες σκεπάζονται με νάϊλον.

Εδώ όμως αξήζει να δούμε και τα 5 κύρια στάδια από τα οποία περνάει ο μεταξοσκωληκας από την στιγμή που θα εκκολαφθεί μέχρι την ώρα που θα πλέξει το κουκούλι. Τα στάδια αυτά είναι γνωστά και ως «ηλικίες», και το ένα ξεχωρίζει από το άλλο από ένα μεσοδιάστημα που λέγεται «ύπνος». Με την γέννηση του ο μεταξοσκώληκας εισέρχεται στην πρώτη του ηλικία. Όταν σημπληρωθούν 4,5 μέρες μετά την εκκόλαψη του, σταματά και η τροφή του.

Η κατάσταση του «ύπνου» χαρακτηρίζεται και από την εξής χαρακτηριστική κίνηση του μεταξοσκώληκα αλλά αυτό είναι κάτι που εξαρτάται και από την ηλικία του.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η ανάπτυξη του μεταξοσκώληκα είναι αντιστρόφως ανάλογη από αυτήν του δέρματος του, και έτσι όταν έχει φτάσει στο σημείο να έχει μεγαλώσει αρκετά το δέρμα του δεν τον χωρά. Στη συνέχεια έπειτα από κάποιες διεργασίες που γίνονται, δημιουργείται κάτω από το παλιό δέρμα, ένα καινούργιο ποιο ευρύχωρο, που είναι αναγκαίο για την ομαλή ανάπτυξη και σύναμα την υγιή λειτουργία του μεταξοσκώληκα. Έτσι το παλιό το δέρμα σχίζεται και με ορισμένες κινήσεις που κάνει θα αποβάλει το παλιό του δέρμα. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή και ως «αποδερμάτωση», ενώ στην γλώσσα των σηροτρόφων ονομάζειται «άλλαγμα πουκαμίσου».

Κατά τη τη διάρκεια του ύπνου πρέπει να αποφεύγονται τελείως οι οποιοιδήποτε θόρυβοι μέσα στην αίθουσα του σηροτροφείου και δεν επιτρέπεται να μετακινούνται ή να ενοχλούνται οι μεταξοσκώληκες . Όμως με το πέρας του σταδίου του ύπνου, οι υπεύθυνοι σηροτρόφοι αραιώνουν τους μεταξοσκώληκες, διαδικασία που επιτυγχάνεται με την μεταφορά τους σε άλλα κρεβάτια. Στη συνέχεια ακολουθούν διαδοχικά οι επόμενες «ηλικίες» και «ύπνοι».

Υπενθυμίζουμε ότι ο μεταξοσκώληκας περνάει από 5 ηλικίες και 4 ύπνους. Η ποιότητα και η αποδοτηκότητα της εκτροφής εξαρτάται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιούνται οι απαραίτητες διεργασίες αλλά και από την έμφαση των ίδιων των σηροτρόφων προς τις κατάλληλες εργασίες.

 

ΤΟ ΚΛΑΔΩΜΑ

iii) Κατά την ιδιαίτερης σημασίας διαδικασία του κλαδώματος, τοποθετούνται στα κρεβάτια όπου γίνεται και η εκτροφή ορισμένων κλαδιών, όπου οι μεταξοσκώληκες πλέκουν το κουκούλι τους. Τα συγκεκριμένα κλονάρια προέρχονται είτε από πουρνάρι είτε από πεύκο, καθώς οι σηροτρόφοι των παλαιότερων χρόνων μπορούσαν να τα προμηθεύονται εύκολα από τις γύρω περιοχές του Σουφλίου. Σύμφωνα με τις οδηγίες εκτροφής του μεταξοσκώληκα, τα κλαδιά αυτά δεν πρέπει να είναι φρεσκοκομένα αλλά ούτε και να έχουνε αγκάθια, γι’αυτό και οι σηροτρόφοι είχαν φροντίσει αρκετά νωρίτερα από το τέλος της εκτροφής να προμηθευτούν τα κλαδιά, τα οποία διατηρούσαν σε καθαρό και στεγνό χώρο μέχρι τη διαδικασία το κλαδώματος. Ακόμη όμως και για την τοποθέτηση των κλαδιών στα κρεβάτια πρέπει να τηρηθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία. Τα κλαδιά πρέπει να τοποθετηθούν με προσοχή στα κρεβάτια ώστε να μην πληγωθούν οι μεταξοσκώληκες, και να ταξινομηθούν σε συγκεκριμένη σειρά, για να μη διευκολύνεται το ανέβασμα των κουκουλιών σε αυτά.

Μετά το τέλος της εκτροφής των μεταξοσκωλήκων ξεκινάει ένα χρονικό διάστημα 48 ωρών κατά τη διάρκεια του οποίου αναζητούν την κατάλληλη θέση στα κλαδιά και ξεκινάν το πλέξιμο των κουκουλιών. Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει εξαρχής η σωστή τοποθέτηση των κλαδιών, οι μεταξοσκώληκες απλώνουν άτακτα το μετάξι τους δημιουργόντας τις λεγόμενες «πάνες».

 Αρχικά ο μεταξοσκώληκας βγάζει από τους δύο μεταξογόνους αδένες του το μετάξι και με τις κατάλληλες κινήσεις του σώματος του πλέκει το κουκούλι. Πριν ξεκινήσει να βγάζει το πραγματικό μετάξι, ρίχνει αραιά μεταξονήματα που είναι γνωστά και ως «γνάφαλα», με σκοπό να στερεώσει το κουκούλι στα κλαδιά. Το κουκούλι πλέκεται από έξω προς τα μέσα σχηματίζοντας οκτάρια, ενώ ο μεταξοσκώληκας αρχίζει σιγά-σιγά να κλείνεται μέσα στο κουκούλι, του οποίου το κλείσιμο ολοκληρώνεται σε 50 περίπου ώρες.

 Το ανέβασμα των μεταξοσκωλήκων στα κλαδιά διαρκεί τρείς με τέσσερις περίπου ημέρες, μέχρι να κλαδώσουν και οι τελευταίοι μεταξοσκώληκες, ενώ τα κουκούλια παραμένουν κλαδωμένα για 7 έως 8 περίπου ημέρες μέχρι το ξεκλάδωμα.

Καθ’όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του κλαδώματος πρέπει να επικρατεί απόλυτη ησυχία και να μην υπάρχει το παραμικρό ίχνος φωτισμού, και αυτό επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση χαρτιών που ονομάζονται «καπάκια» στην εξωτερική πλευρά των κρεβατιών όπου γίνεται η εκτροφή. Ωστόσο το μέγεθος και το βάρος της φούσκας δεν είναι ίδιο για όλους τους μεταξοσκώληκες. Οι ποιο μικροί και άρα ποιο αδύναμοι από αυτούς που πλέκουν μικρό κουκούλι ονομάζονται χαρακτηριστικά «παπαίοι».

 

 

iv) ΤΟ ΞΕΚΛΑΔΩΜΑ

Εφ’όσον περάσει ένα διάστημα 7-8 ημερών από το κλάδωμα, αρχίζει το ξεκλάδωμα, δηλαδή η διαλογή κουκουλιών. Από τα παλαιά ακόμη χρόνια το ξεκλάδωμα αποτελεί μία χρονοβόρα αλλά και δύσκολη διαδικασία γι’αυτό και βασίζεται στην αλληλοβοήθεια από συγγενείς και γείτονες.

Η όλη διαδικασία του ξεκλαδώματος δεν διαρκεί περισσότερο από 2-3 ημέρες, και πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή για να μην καταστραφούν τα κουκούλια. Κατά το ξεκλάδωμα γίνεται και η πρώτη διαλογή των κουκουλιών, ενώ λίγο αργότερα τα κουκούλια καθαρίζονται από τα λεγόμενα «πιλιούνια». Στην συνέχεια τα κουκούλια τοποθετούνται σε μεγάλα κοφίνια («γκούφες») και μεταφέρονται σε ειδικά διαμορφωμένο και καθαρό χώρο μέχρι να γίνει η απόπνιξη.

 

v) Η ΑΠΟΠΝΙΞΗ

Μετά την κορύφωση της διαδικασίας του ξεκλαδώματος, το αργότερο σε 15 ημέρες πρέπει να γίνει και η απόπνιξη των χλωρών κουκουλιών. Μέθοδος που είναι αναγκαία για την τελική πραγματοποίηση της εκτροφής των κουκουλιών, καθώς ως διαδικασία έχει ως σκοπό το ψήσιμο της πεταλούδας που βρίσκεται στο εσωτερικό των κουκουλιών. Στην αντίθετη περίπτωση η πεταλούδα τρυπάει το κουκούλι, απομακρίνοτας τις μεταξωτές κλωστές, και βγαίνει έξω. Ωστόσο η περίπτωση αυτή αποφεύγεται αυστηρά από τους σηροτρόφους καθώς τα τρύπια κουκούλια είναι ακατάλληλα για αναπινισμό, και η νηματοποίηση τους, δηλαδή το μάζεμα της μεταξένιας κλωστής στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει μόνο με το χέρι.

Κατά τα παλαιότερα χρόνια ακολουθούνταν η λεγόμενη σήμερα «παραδοσιακή μέθοδος απόπνιξης», όπου το ψήσιμο των κουκουλιών γινόταν σε ειδικούς φούρνους, που είχαν 5 έως 10 ξύλινα συρτάρια όπου τοποθετούσαν τα κουκούλια. Τα συρτάρια αυτά ήταν κατά τέτοιο τρόπο διαμορφωμένα και στο κάτω μέρος είχαν διχτυωτή λαμαρίνα για να επιτρέπεται η διέλευση του ατμού μέχρι το τελευταίο συρτάρι και να επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη απόπνιξη των κουκουλιών.

Ωστόσο αυτοί οι φούρνοι αντικαταστάθηκαν από άλλους μεγαλύτερους και ποιο εξελιγμένους που λειτουργούσαν με πετρέλαιο, και αποτελούσαν ιδιοκτησίες των κουκουλεμπόρων.

 

vi)Ο ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΟΓΗ ΤΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΝ

Τα κουκούλια που προορίζονται για την αναπήνιση  πρέπει να είναι καλοσχηματισμένα και το μέγεθος τους να είναι ίσιο, και γι’αυτό γίνεται η δεύτερη διαλογή από τους παραγωγούς.

Κατ’αρχήν, τα κουκούλια καθαρίζονται καλά από τα γνάφαλα, διαδικασία που επιτυγχάνεται με την βοήθεια μίας ειδικής μηχανής για το καθάρισμα των κουκουλιών. Κατά τη διαλογή ξεχωρίζονται τα γερά, καλοσχηματισμένα και ισομεγέθη κουκούλια, τα οποία θα αναπηνιστούν από τα σκάρτα – όπως λέγονται- τα οποία γνέθονται στο χέρι. Σκάρτα κουκούλια είναι τα εξής: τα αδύνατα («τσίπες») που δεν έχουν κλωστή, τα διπλά, όταν δύο μεταξοσκώληκες έχουν πλέξει μαζί το κουκούλι τους, τα στραβά, δηλαδή τα κακοσχηματισμένα και ανισομεγέθη, τα λερωμένα, τα κουφά, που το άρρωστο σκουλήκι δεν ολοκληρώνει το πλέξιμο του κουκουλιού και συρρικνώνεται μέσα στο κουκούλι του, και τα τρύπια, από τα οποία έχει πετάξει η πεταλούδα ή τα έχουν τρυπίσει τα ποντίκια. Ωστόσο ακόμη και τα λεγόμενα «σκάρτα» κουκούλια ουσιαστικά δεν είναι άχρηστα. Οι έμποροι τα αγόραζαν σε χαμιλή τιμή και τα έστελναν στα μεταξουργία της Γαλλίας για κατασκευή πλημάτων ή τα επεξεργάζονταν οι γυναίκες στο σπίτι και κατασκεύαζαν τα κουκουλάρικα υφαντά.

 

 

 

 

 

 

 

3.Μεταποίηση και βιομηχανική επεξεργασία του κουκουλιού
Μεταξύ του ξερού κουκουλιού και του γνωστού εμπορεύσημου μεταξωτού υφάσματος διαμεσολαβεί ένα μεσοδιάστημα κατα το οποίο γίντονται οι απαραίτητες εκείνες διεργασίες που ως σκοπό έχουνε την τελική παραγωγή του μεταξιού. Η μεταποίηση με την σύγχρονη μορφή της εγκυάται μία βελτιωμένη και ποιοτικά εμπιστευτική επεξεργασία της πρώτης ύλης μεταξιού και κατ'επέκταση την τελική παραγωγή μεταξωτών προϊόντων. Αναζητόντας κανείς τις ιστορικές περιγραφές αλλά και τις παλαιότερες αναφορές σχετικά με την παραγωγή του μεταξιού, εύκολα καταλαβαίνει πως ουσιαστικά η σημερινή μέθοδος μεταποίησης και βιομηχανικής επεξεργασίας του κουκουλιού, δεν αποτελεί τίποτα άλλο εκτός από μία βελτιωμένη και τεχνολογικά αναπτυγμένη μετεξέληξη της παλαιού παραδοσιακού τρόπου μεταποίησης που πραγματοποιούνταν στο Σουφλί επί ολόκληρες δεκαετίες. Για να μπορέσουμε να έχουμε μία ξεκάθαρη γενική εικόνα από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η μεταποίηση αυτή ας δούμε ορισμένες από τις κυριότερες διεργασίες της συνοπτικά, ενώ στη συνέχεια ας περάσουμε να δούμε και το περιεχόμενο της.  Βασική διεργασία θεωρείται σήμερα από τους παραγωγούς μεταξιού η νηματοποίηση, δηλαδή η μετατροπή της μεταξωτής ίνας σε νήμα και η ύφανση. Οι διάφορες διαδικασίες μετατροπής της μεταξωτής ίνας σε νήμα και κατόπιν σε ύφασμα είναι, σε γενικές γραμμές, οι ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται στην επεξεργασία των άλλων υφαντικών υλών που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο: τις ζωικές (μαλλί) και τις φυτικές (βαμβάκι, λινάρι).
Ας περάσουμε όμως να δούμε όμως αναλυτικά και την διαδικασία μεταποίησης και βιομηχανικής επεξεργασίας, με οδηγό την εξέρετη έρευνα του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Σουφλίου:



Αναπήνιση
Αναπήνιση (ή τράβηγμα ή ξετύλιγμα) είναι η διαδικασία κατά την οποία ξετυλίγεται η κλωστή από το κουκούλι και τυλίγεται σε ανέμες. Είναι ένα στάδιο δαπανηρό και χρονοβόρο που διαφοροποιεί την επεξεργασία του μεταξιού από τις άλλες υφαντικές ύλες.
Τα κουκούλια τοποθετούνται σε ειδικές μικρές λεκάνες με ζεστό νερό 50° -60° C για να διαλυθεί η μεταξόκολλα και να ξετυλιχτεί ευκολότερα η ίνα. Έμπειρες γυναίκες χτυπάνε τις ζεματιστές φούσκες με ειδικές βούρτσες για να βρεθούνε οι άκρες των μεταξονημάτων, οι οποίες σκαλώνουν στις άκρες της βούρτσας. Έπειτα ενώνονται 8-10 ίνες στην ίδια ανέμη όπου τυλίγεται το πρώτο νήμα. Σε όλη τη διάρκεια της αναπήνισης οι φούσκες βρίσκονται συνεχώς μέσα στο ζεστό νερό και το ξετύλιγμα γίνεται ταχύτατα, όπως θα ξετυλιγόταν ένα κουβάρι αν τραβούσαμε την άκρη του νήματος. Κατά την επεξεργασία αυτή απαιτούνται πολύ μεγάλες ποσότητες νερού. Υπολογίζεται ότι για κάθε κιλό μεταξιού αντιστοιχούν 850-1100 λίτρα νερού.
Καλάμισμα (μασούρισμα ή καρούλιασμα)
Στο καλάμισμα το μετάξι ξετυλίγεται από τις θηλές και μαζεύεται σε μασούρια. Στη συνέχεια γίνεται μια παρόμοια εργασία, το ξαναμασούρισμα, όπου τα μασούρια ξανατυλίγονται σε άλλα και παράλληλα το νήμα περνώντας από μια λεπτή σχισμή καθαρίζεται από τους κόμπους και τα εξογκώματα.

Ζευγάρωμα - Στρίψιμο
Το νήμα πλέον έχει φτάσει στην τελευταία φάση που είναι το ζευγάρωμα και το στρίψιμο. Με το ζευγάρωμα συνενώνονται δύο ή περισσότερα νήματα, στρίβονται και δημιουργείται έτσι μια πολύ ανθεκτική κλωστή. Η κλωστή αυτή μαζεύεται σε καρούλια και είναι έτοιμη να χρησιμοποιηθεί στην ύφανση των μεταξωτών.

Διάσιμο
Με το διάσιμο (που στην παροδοσιακή ορολογία είναι γνωστό ως «γίδιασμα») όπως λέγεται περνάμε ουσιαστικά στο κυρίως μέρος της ύφανσης. Το γίδιασμα, που αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία πριν την αρχή της ύφανσης, είναι η τακτοποίηση του νήματος που βρίσκεται σε καρούλια για να αποτελέσει το στημόνι ενός υφαντού.

Μίτωμα
Το μίτωμα ή αναβόδι είναι το πέρασμα του διασιδιού (στημονιού) στα μιτάρια και από κει στο χτένι, για να δεθεί στη συνέχεια στο μπροστινό αντί του αργαλειού, όπου τυλίγεται το έτοιμο πανί.

Ύφανση
Ύφανση είναι η διαδικασία με την οποία το νήμα πλέκεται σε ύφασμα. Η ύφανση, τόσο στην παραδοσιακή όσο και στη βιομηχανική κοινωνία, βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των γυναικών. Για όλα τα είδη υφαντών (υφασμάτων) υπάρχει ένας τύπος αργαλιού, ο οριζόντιος ή καθιστός όπως λέγεται. Οι αργαλειοί μπορεί να είναι ξύλινοι χειροκίνητοι στην παραδοσιακή οικοτεχνία ή αυτόματοι ηλεκτροκίνητοι στη βιοτεχνία και βιομηχανία.
Το βάψιμο και το φινίρισμα των μεταξωτών
Οι διαδικασίες αυτές γίνονται είτε στο μεταξωτό νήμα (θηλιές) είτε στο μεταξωτό ύφασμα και περιλαμβάνουν τα εξής στάδια: αποκολλάρισμα, πλύσιμο, λεύκανση και βάψιμο. Τα διάφορα στάδια και η τεχνική που εφαρμόζεται κατά την επεξεργασία ποικίλλουν ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μετάξι, σε νήμα ή σε ύφασμα.

Αποκολλάρισμα και λεύκασμα.

Το αποκολλάρισμα είναι η διαδικασία αφαίρεσης (ή ελλάτωσης) της φυσικής κόλλας που έχει η μεταξωτή κλωστή. Το στριμμένο νήμα ή το μεταξωτό ύφασμα πρέπει να βραστεί καλά σε καυτό νερό σαπούνι και σόδα, για να φύγει η κόλλα του. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί δυο και τρεις φορές μέχρι το μετάξι να αποκολλαριστεί τελείως και αποκτήσει την ελαστικότητα που πρέπει.
Για τη διατήρηση του φυσικού χρώματος, ακολουθεί η διαδικασία της λεύκανσης.
Βάψιμο. Το βάψιμο ή ρόιδισμα των μεταξωτών, γίνεται με δυο διαφορετικούς τρόπους: σε θηλιές, όταν γίνεται σε νήμα στριμμένο και σε έτοιμο μεταξωτό ύφασμα.
Το βάψιμο του μεταξιού σε θηλιές γίνεται όταν το νήμα προορίζεται για την κατασκευή λεπτών υφασμάτων, π.χ. πουκαμισόπανων.
Το μεταξωτό ύφασμα βάφεται μονόχρωμο ή εμπριμέ σε ειδικό τυποβαφείο.
Ως τις αρχές του 20ού αι. τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο των νημάτων και των υφασμάτων , ήτανε κατ’ εξοχήν φυτικά. Τα φυτά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή των φυτικών χρωμάτων ήταν αυτοφυή στον ελληνικό χώρο.
Από τις αρχές του αιώνα περίπου, με τη διάδοση των χημικών βαφών και την αλλαγή των αισθητικών αντιλήψεων, άρχισαν να χρησιμοποιούν βαφές του εμπορίου για το βάψιμο των μεταξωτών.

 

 

 

 

 

 

4.Το Παραδοσιακό Σουφλιώτικο Σπίτι

 

Πέρα από την εκσυγχρονισμένη πλέον παραγωγή του μεταξιού, όπως φαίνεται, η «χρυσή εποχή» της οικονομικής και πολιτιστικής άνθησης άφησε στο σημερινό Σουφλί άλλο ένα στοιχείο που αν μη τι άλλο μαρτυρά το πέρασμα της εποχής της μεγάλης άνθησης της σηροτροφίας. Και ο λόγος για τα παλαιά αρχοντικά κτίσματα η αρχιτεκτονική δομή των οποίων σπάνια σηναντάτε σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Αν και ως κτίσματα αποτελούν απομηνάρια της πάλαι ποτέ ακμάζουσας εποχής του Σουφλίου, ωστόσο η αξία τους αγνοούνταν επί ολόκληρες δεκαετίες (ενώ αρκετά από αυτά μικρότερου κυρίως μεγέθους αγνοούνται ακόμη και σήμερα). Ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε πως η πρώτη κίνηση για τη διάσωση τους έγινε κατά την δεκαετία το '80 όταν η τότε δημοτική αρχή του Δήμου Σουφλίου σε συνεργασία με την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη έφερε ως αποτέλεσμα το να χαρακτηριστούν ως διατηρητέα, γεγονός που έθεσε και τα θεμέλια για την μετέπειτα αξιοποίηση τους.
Αφήνοντας όμως τις οποιεσδήποτε ιστορικές αναφορές που σχετίζονται με αυτά, ας δούμε την σημαντική χρησημότητα που διαδραμάτισαν στο παρελθόν αλλά και το πως καθόρισαν την ανάπτυξη της τέχνης του μεταξιού.
Κατ'αρχήν πρέπει να αναφέρουμε ότι η μορφολογία του Σουφλιώτικου παραδοσιακού σπιτιού και η λειτουργική του οργάνωση επιρρεάστηκε άμεσα από την σηροτροφία και τις όποιες ανάγκες της. Τα κτίσματα αυτά δηλαδή χτιζόταν σύμφωνα με τις ανάγκες του μεταξοσκώληκα που είχε προτεραιότητα, και όχι με τις ανάγκες της καθημερινότητας των ανθρώπων. Παρατηρόντας κανείς την αρχιτεκτονική δομή τους, διαπιστώνει κοινό γνώρισμα των περισσότερων απο αυτά είναι η ιδιόρυθμη αρχιτεκτονική δομή τους. Τα περισσότερα έιναι δυόροφα έχουν σχήμα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο και είναι κατασκευασμένα από παραδοσιακά υλικά (ξύλα που προέρχονται από τα αιωνόβια θρακικά δάση, πέτρες από την ορεινή περιοχή του κεντρικού Έβρου, αλλά και εξαιρετικής κατασκευής τούβλα που χρησημοποιούνταν σε συγκεκρημένα κτίσματα της Θράκης). Όλα τα κουφώματα είναι ξύλινα, ενώ στα παράθυρα του εισογείου συνήθως υπάρχουν σιδεριές. Όσον αφορά τους ορόφους, τα παράθυρα των δωματίων και της σάλας είναι πυκνά και κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου, και εξωτερικά κλείνουν με ξύλινα παντζούρια. Επίσης, στους επάνω ορόφους υπάρχει πόρτα χωρίς μπαλκόνι ή εξωτερική σκάλα, και χρησημεύει μόνο για να ρίχνουν από εκεί τα άχρηστα υλικά από την εκτροφή. Ένα άλλο έντονο χαρακτηριστικό που παρουσιάζουν αυτά τα σπίτια είναι οι ασοβάντιστοι εξωτερικοί τοίχοι, ενώ στην εσωτερική τους διαμόρφωση κυριαρχεί η λιτότητα.
Σχεδόν σε όλα αυτά τα παραδοσιακά σπίτια συναντάμε και ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό. Διαθέτουν σχετικά ευρύχωρη αυλή η οποία χρησημεύει στο ξεφόρτωμα των μορεόφυλων από το αμάξι. Εκεί υπάρχουν και βοηθητικά κτίσματα, δηλαδή φούρνοι, αποθήκες, βοηθητικά μαγειρεία αλλά και ειδικοί χώροι υγιεινής, ενώ οι ποιό εύπορες οικογένειες διέθεταν και πηγάδια για τις όποιες οικιακές τους ανάγκες. Οι αυλές είναι ανοιχτές στο δρόμο και με ιδιαίτερο μεράκι κατασκευαζόταν και οι αυλόπορτες που έδιναν έναν ξεχωριστό γραφικό χαρακτήρα στη γειτονιά. Συνήθως ήταν τρίφυλλές, ενώ άλλη μία μικρότερη πόρτα ακριβώς δίπλα εξυπηρετούσε την διέλευση των ανθρώπων.
Σε όλα τα κτίσματα υπάρχει σαφής διαχωρισμός των λειτουργιών και των χρήσεων των χώρων.
Τα μονόροφα κτήσματα έχουν συνήθως τρείς χώρους, τον χώρο της κατοικίας που αποτελείται απο δύο-τρεία δωμάτια, τον στάβλο και το κελάρι. Ο χώρος είναι γενικά πολυλειτουργικός και έχει απλό εξοπλισμό. Η κυρίως αίθουσα έχει μεγάλο τζάκι ενώ αριστερά και δεξιά από αυτό υπάρχουν χαμηλά ντιβάνια που αποτελούν και την μοναδική επίπλωση της κάμαρας.
Ένας άλλος χώρος είναι και το κελάρι που χρησημεύει με πολλές δυνατότητες καθώς εδώ κατά τους μήνες Μάϊο - Ιούνιου στήνονται τα κρεβάτια για την εκτροφή των μεταξοσκωλήκων. Ωστόσο το κελάρι δεν αποτελεί αχρησημοποίητο χώρο και κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου. Εδώ γίνεται και το στέγνωμα των φθινοπορινών μορεόφυλλων και χόρτων, αλλά και η αποθήκευση καρπών και προμηθειών για τον χειμώνα. Οι εισόγειοι χώροι είναι λιθόκτιστοι και το μεγάλο πάχος των τοίχων τους εξασφαλίζει κατάλληλες συνθήκες.
Στα παραδοσιακά κουκουλόσπιτα η χωροθεσία του σηροτροφικού χώρου εξαρτάται από την τεχνοτροπία του κτηρίου. Στα διόροφα κτίσματα ο σηροτροφικός χώρος ( η "σάλα") βρίσκεται στον όροφο. Κατά την περίοδο της σηροτροφίας χρησημοποείται συνεχώς για τις όλες διαδικασίες της, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο χρησημοποιείται ως χώρο αποθήκευσης γεωργικών προϊόντων. Επίσης στον χώρο αυτό τοποθετούνται τα ξύλινα κρεβάτια όπου γίνεται η εκτροφή του μεταξοσκώληκα. Τα κρεβάτια αυτά ειναι μόνημα εγκατεστημένα στη σάλα, αλλά πολλές φορές διαλύονται, δηλαδή αφαιρούνται τα συρτάρια, για να εκμεταλλευτούν τ χώρο και σαν αποθήκη, και ξαναστείνονται την περίοδο της εκτροφής.
Στο ισόγειο ο χώρος κατοικίας, το κελάρι, και ο στάβλος, παραμένουν όπως ακριβώς και στα μονόροφα κτήσματα, ωστόσο είναι πιό ευρύχωροι. Σε αρκετές περιπτώσεις σε ένα τμήμα του ορόφου κατασκευάζονται υπνοδωμάτια . Στα σπίτια των εύπορων οικογενειών υπάρχει και δωμάτια υποδοχής, που χρησημοποιείται κατά τις γιορτές για την φιλοξενία των καλεσμένων, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου φυλασσόταν με ιδιαίτερη καθαριότητα και ήταν αυστηρώς συγυρισμένο.
Συνεπώς, η όλη διαδικασία της σηροτροφίας επιρέαζε την διαμόρφωση του χώρου των παραδοσιακών αυτών κτισμάτων αλλά και την ζωή σε αυτό, καθώς κατά τους δυο μήνες όπου κορυφωνόταν η εκτροφή των μεταξοσκωλήκων, η οικογένεια εκτοπιζόταν από τον κυρίως χώρο δίνοντας  έτσι προτεραιότητα στις διεργασίες που προαπαιτούσε η ολοκλήρωση του κύκλου της σηροτροφίας. Και όπως ήταν φυσικό αυτό το γεγονός καθόριζε και την μορφολογία του.

Όπως είναι γνωστό η σημερινή πόλη του Σουφλίου έφτασε στο ζενίθ της ανάπτυξης της και πήρε τη μορφή που όλοι σήμερα γνωρίζουμε κατά την περίοδο της οικονομικής και εμπορικής ακμής της, που εντοπίζετααι στο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, εποχή που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη διαφοροποίηση της δομής  της κοινωνίας του Σουφλίου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνηση της πρώτης αστικής τάξης στην περιοχή, μέλη της οποίας διαδραμάτησαν σημαντικό ρόλο στο πολιτικό και στο οικονομικό γίγνεσθαι της περιοχής αλλά και ολόκληρης της Θράκης.
Χαρακτηριστικά είναι και τα οικήματα που συνδέθηκαν με την νέα αυτή σελίδα που άνοιξε για τον τόπο αυτό, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως αρχοντικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά οικήματα αν και εκ πρώτης όψεως δεν διαφέρουν αρκετά - όσον αφορά την αρχιτεκτονική τους δομή - με τα υπόλοιπα παραδοσιακά κτίσματα του Σουφλίου, ωστόσο αυτό που τα διαφοροποιεί είναι το γεγονός ότι αποτέλεσαν χώρο κατοικίας ορισμένων εκ των αστών της εποχής εκείνης.
Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της αρχιτεκτονικής μορφής είναι τα γνωστά αρχοντικά του Μπρίκα και του το Κουρτίδη, που σήμερα πλέον έχουν αναδειχθεί σε μουσειακούς χώρους.

Το Αρχοντικό Μπρίκα είναι ένα επιβλητικό τριόροφο κτίσμα που πληρεί όλες τις προϋποθέσεις της παραδοσιακής Σουφλιώτικης αρχιτεκτονικής που ωστόσο παρουσιάζει κάποια γνωρίσματα που του προσδίδει μία διαφορετική «εικόνα» σε σήγκρηση με τα υπόλοιπα παραδοσιακά κτίσματα.  Έχει ιδιαίτερα τονισμένες γωνίες, τριπλά υπέρθυρα, ξύλινο αέτωμα και ελαφρά τοξωτή βάση, χαρακτηριστικά που δεν συναντούνται στα υπόλοιπα κτίσματα του Σουφλίου.

 Το συγκεκρημένο αρχοντικό κτίστηκε το 1890 κατά τις ανάγκες της σηροτροφείας από ειδικούς μάστορες από την Προύσα, ενώ ο κάτοχος του ήταν ένας από τους κατ’ εξοχήν εύπορους έμπορους μεταξιού στο Σουφλί. Το συγκεκρημένο οίκημα αγοράστηκε προ ολίγων ετών από τον Δήμο Σουφλίου, και σύμφωνα με την νυν δημοτική αρχή πρόκειται να αποτελέσει μουσειακό χώρο.

Το έτερο εντυπωσιακό και ιδιαίτερο κτίσμα που ταυτίζεται με την τοπική παράδοση του μεταξιού είναι το Αρχοντικό Κουρτίδη, που πλέον αποτελεί σήμα κατατεθέν του Σουφλίου. Το συγκεκρημένο Αρχοντικό που κτίστηκε το 1855 συνδέθηκε με μία από τις σημαντικότερες ηγετικές φυσιογνωμίες στην νεότερη ιστορία της Θράκης, τον Κωνσταντίνο Κουρτίδη ( 1870-1944), ο οποίος υπήρξε βουλευτής Ν.Έβρου, Διοικητής της Θράκης, αλλά και συγγραφέας αρκετών εξαίρετων βιβλίων σχετικά με την ιστορία της Θράκης και την πνευματική παράδοση της Ελληνικής Αρχαιότητας

( «Ιστορίας της Θράκης, Τα Αρχαία Ελληνικά Μυστήρια, Τα Θρακικά)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.Η Μουριά

Η μουριά είναι το μοναδικό δένδρο το φύλλο του οποίου αποτελεί την κατάλληλη τροφή για το κουκούλι, και τους προσδίδει την ικανότητα να παράγει την μεταξένια ίνα.

Η μουριά ανήκει στο γένος Morus της οικογένειας Moracae. Είναι συνήθως μόνοικο φυτό, δηλαδή φέρει τα θηλυκά και τα αρσενικά άνθη επάνω στο ίδιο δέντρο.

Είναι δέντρο αρκετά ανθεκτικό στις δύσκολες συνθήκες της υποτροπικής και εύκρατης ζώνης όπου καλλιεργείται και σε εδάφη ποικίλης σύνθεσης. Για να αποδώσει όμως καλή και αρκετή παραγωγή θέλει ήπιο και δροσερό περιβάλλον και έδαφος γόνιμο, με καλή στράγγιση και ουδέτερο PH.

Αν και παγκοσμίως υπάρχουνε δώδεκα διαφορετικά είδη μουριάς, ωστόσο οι μουριές που σχετίζονται με την σηροτροφία και την εκτροφή των κουκουλιών είναι οι εξείς:

Η μαύρη μουριά (Morus nigra)  που κατάγεται από την περιοχή της Κασπίας Θάλασσας και έχει εισαχθεί και στη Ελλάδα  από αρχαιοτάτων χρόνων. Από τα ιστορικά εγχειρίδια της αρχαιότητας πληροφορούμαστε πως το συγκεκρημένο είδος μουριάς ήταν γνωστό και κατά τα χρόνια της Ελληνικής αρχαιότητας με το όνομα Συκάμινος ( κατά τον Θεόφραστο) και Μορέα ( κατά τον Διοσκουρίδη ).

Η λευκή μουριά (Morus alba) κατάγεται κατά πάσα πιθανότητα από την Κίνα και οφείλει το όνομα της στους λευκούς καρπούς της. Τα τελευταία 2 χιλιάδες χρόνια διαδόθηκε σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ασίας, την Ευρώπη, σε μερικές περιοχές της Αφρικής αλλά και στη Β. Αμερική. Στη Ελλάδα έρχεται για πρώτη φορά την Βυζαντινή περίοδο μαζί με τα αυγά μεταξοσκώληκα από την Κίνα ( κατά τον Προκόπιο).

Επίσης, υπάρχει και η λεγόμενη κόκκινη μουριά (Morus rubra) η οποία είναι γηγενής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

 

 

  Ζήσης Φυλλαρίδης

 

 

 

* Η παρούσα έρευνα έγινε με την βοήθεια των στοιχείων που καταγράφονται στην σχετική βιβλιογραφία που παρουσιάζεται. Επίσης ευχαριστούμε θερμά για την υποστήριξη τους αλλά και την προσφορά αρχειακού υλικού τους:    Νίκο Μπουρουλίτη, Γεώργιο Τσιακίρη και Καλέση Ελίζα                                                                                       

 

 

 

 

[ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ]

 

 

-          Π.Γκαγκούλια, Α.Λούβη, Μ. Οικονόμου, Στ. Παπαδόπουλος, Μ, Ρηγινός, Η Σηροτροφία στο Σουφλί, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ

 

-          Οι Περιπέτειες του μεταξοσκώληκα στην πόλη του μεταξιού, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Σουφλίου

 

-          Δούλιας Κώστας, «Σηροτροφία» , Σουφλί – Θεσσαλονίκη 1995

 

-          Helmut Uhlig, Ο Δρόμος του Μεταξιού, Εδκόσεις Κονιδάρη

 

-          Δαμιανός Πασχαλίδης, Αντωνία Βαλαβάνη, Χημεία & Καθημερινή ζωή – Υφάνσιμες Ίνες – Μετάξ, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

 

-          Πτυχιακή Εργασία με θέμα «Σουφλί & Μετάξι, Καλλιέργεια και οικονομική σημασία». Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης

 

-          Α. Οικονόμου, «Ξετυλίγοντας ένα κουκούλι», ΥΠΕΠΘ 1996 – Πρόγραμμα Μελίνα

 

-          Αναφορά από την Κινέζικη ομάδα ειδικών στη σηροτροφία «Για την αναβίωση και ανάπτυξη της σηροτροφίας στην περιοχή Σουφλίου», Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής & Τουριστικής Ανάπτυξης Σουφλίου, 1989

 

-          Αθανασάκης Α. – Κουσούρης Θ. – Κονταράτος Σ. «Αρχές Περιβαλλοντικών Επιστιμών», ΥΠΕΠΘ 1998

 

-          Έκθεση της Βουλγαρικής Ομάδας ειδικών στη σηροτροφία «Praktitsesko Bubarstvo», Κομοτηνή 1999

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διαδυκτιακοί χώροι σχετικά με το Μετάξι και την Παράδοση του Σουφλίου:

 

www.soufli.gr/

 

www.souflimetaxi.gr/

 

www.metaxota-soufliou.gr

 

www.metaxvta.gr/

 

www.kpesoufliou.gr

 

www.tsiakiris.gr/silk

 

www.metaxi.gr/

 

www.soufli.gr

 

http://users.otenet.gr/~kpe-soufli/biblio.htm

 

http://users.otenet.gr/~kpe-soufli/soufli.htm

 

alex.eled.duth.gr/kipouros/metaxi.pdf

 

http://www.greekathlon.com/Soufli_Profile.html

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου