ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
------------------------------------------.
Η ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ
(Οι εντυπώσεις μου, από την πρώτη επίσκεψη)
(Μέρος Πρώτο)
Του Ανέστη Νικολαΐδη
Δε θα σας πάω πολύ πίσω, γιατί η γνωριμία μου, με την όμορφη πόλη της Ορεστιάδας, άρχισε πριν από μισό αιώνα και συγκεκριμένα από το 1955. Μολονότι Εβρίτης και εγώ (κατάγομαι από τον Πέπλο), δεν είχα αξιωθεί να γνωρίσω την πόλη πρωτύτερα..
Μετά τα θλιβερά Σεπτεμβριανά γεγονότα της Πόλης του 1955, πήρα εντολή-διαταγή-από την Περιφερειακή Διοίκηση Θράκης, να αναλάβω την διεύθυνση του Ταχυδρομείου Ορεστιάδας. Τα αισθήματά μου ήταν ανάμικτα. Από τη μία μεριά, την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε η Υπηρεσία μου, να μου αναθέσει για δεύτερη φορά, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, διεύθυνση Γραφείου, σε μια δύσκολη περιοχή της Χώρας και από την άλλη, τη βοήθεια που θα στερούνταν τα δύο μικρότερα αδέρφια μου, για τα οποία ήμουν ο προστάτης τους.
Ταξιδεύοντας με λεωφορείο και πλησιάζοντας την πόλη μετά το Διδυμότειχο, ένιωθα να ταξιδεύω σε άλλο μέρος, ξένης χώρας. Το οδικό δίκτυο, σε άθλια κατάσταση. Η περιοχή σε πλήρη εγκατάλειψη. Το Θρακιστάν σε όλο του το μεγαλείο, αλλά τούτο το κομμάτι, με τα χωριά του Τριγώνου, είχαν τα πρωτεία. Θα μου πείτε, που να πρωτοφτάσει το ταλαίπωρο Κράτος, καθημαγμένο ύστερα από την τριπλή κατοχή και τον εμφύλιο. Δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν και οι γεωστρατηγικοί λόγοι, ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο Βαρσοβίας τότε, που ήταν καθοριστικοί παράγοντες, για τις εξελίξεις της περιοχής. Γιατί μετά την κατάργηση των Στρατιωτικών Κέντρων Εκπαιδεύσεως Αλεξανδρουπόλεως, Δράμας, κλπ, έδειξε ότι, για τη συμμαχία του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα λογαριαζόταν από τον Όλυμπο και κάτω. Τέλος, ας τα παρακάμψω αυτά και ας έλθω στην ξενάγησή της πόλης, που είναι το θέμα μου και που θέλω να επικαλεσθώ την προσοχή σας.
Αγροτούπολη η Ορεστιάδα, με τεράστια πεδινή εύφορη έκταση, με εξαιρετική παραγωγή σε γεωργικά, κτηνοτροφικά προϊόντα, αρίστης ποιότητας, αλλά λόγω αποστάσεως από τα μεγάλα αστικά Κέντρα, βάραινε το κόστος μεταφοράς τους. Ανάμεσα στα εμπορεύσιμα προϊόντα, κυρίαρχη θέση είχε και το σκουπόχορτο, που απέφερε στους καλλιεργητές, στις παραποτάμιες ζώνες, πολύ καλό εισόδημα.
Η Ορεστιάδα, καθιερώθηκε σαν Κέντρο παραγωγής και εμπορίας προϊόντων σαρωθρόχορτου. Βιοτεχνίες επεξεργασίας και κατασκευής σαρώθρων (σκούπας), είχαν μεγάλη πέραση τότε. Σαρωθρέμποροι, όπως, καπνέμποροι, λαδέμποροι κλπ, με ονόματα ηχηρά, με οικονομική επιφάνεια και κοινωνική προσφορά, τιμούσαν την αγορά, της αναπτυσσόμενης πόλης. Οι παραγγελίες έπαιρναν και έδιναν, μέσω του Ταχυδρομείου και του Τηλεγραφείου. Ήταν η χρυσή εποχή, θα έλεγα, για την πόλη και την περιφέρεια, πριν εμφανιστούν τα πλαστικά και τα νάιλον, οπότε το προϊόν πέρασε στην παρακμή, την φθίνουσα πορεία, μέχρι που να εκτοπιστεί σχεδόν ολότελα από την αγορά. Να σημειώσω επίσης, εκτός από το χόρτο, εξαιρετική ζήτηση είχε και ο σκουπόσπορος, πολύ καλή τροφή για την πτηνοτροφία. Τώρα το σκουπόχορτο και τη σκούπα (σάρωθρο), ελάχιστοι τα θυμούνται. Πέρασαν στην ιστορία, Τα σάρωσε η μοντέρνα εξέλιξη, όπως σάρωσε και πολλά άλλα γνήσια-φυτικά, φυσικά- προϊόντα.
Αν θυμάμαι καλά, πριν από το 1955 είχε γίνει κάποιος σεισμός απέναντι στη Ανατολική Θράκη και το παλιό κτήριο που συστεγαζόταν το Ταχυδρομείο με την Εφορία και το Δημόσιο Ταμείο, είχε υποστεί ρωγμές και κρίθηκε ακατάλληλο για στέγαση. Έτσι την επόμενη χρονιά αλλάξαμε στέγη. Εγώ, νοίκιασα μια αποθήκη των Αφων Μπέδρελη, την οποία διασκεύασα σε τραπεζικό στυλ. Οι παλιοί θα το θυμούνται που ήταν πίσω από το σημερινό Δημαρχείο. Κατά την μεταφορά του αρχείου, ήρθε στη επιφάνεια, το μητρώο των πελατών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Μου έκανε κατάπληξη, πάνω από τρεις χιλιάδες καταθέτες ταμιευτηρίου και άλλοι τόσοι, πωληθέντες κουμπαράδες και αναφέρομαι βέβαια για την προπολεμική περίοδο, δηλαδή την προ του 1940.
Αυτό μου έδωσε την αφορμή να μελετήσω σε βάθος και να ανατρέξω στην ιστορία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της πόλης. Γιατί οι Ορεστιαδίτες, πέρα από την νοικοκυροσύνη, την αρχοντιά και την απλοχεριά, ήταν κιμπάρηδες, είχαν και την φήμη των ανθρώπων του (παραλή).
Η προτίμηση των κατοίκων σε λογαριασμούς του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ανατρέχει ακόμα και πριν από την δικτατορία του Μεταξά. Η επί μακρόν χρόνο διακυβέρνηση της χώρας, υπό τον Εθνάρχη Ελ. Βενιζέλο, δημιουργό της Εθν. Παιδείας και ανορθωτή του Ελλ. Κράτους, καλλιεργήθηκε κλίμα φιλαλληλίας και εμπεδώθηκε αμοιβαίο αίσθημα στοργής και αγάπης, ανάμεσα σε πολίτη και κράτος. Θέλω να πω, πόσο σωστά καλλιεργήθηκε το πνεύμα της αποταμίευσης στο Λαό, στους κατοίκους της υπαίθρου και ιδιαίτερα στην μαθητιώσα νεολαία. Η οικονομική ευμάρεια, των κατοίκων της περιοχής, εξηγεί και τον μεγάλο αριθμό καταθετών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Να σημειώσω εδώ ότι, όλες γενικώς οι καταθέσει, με την κήρυξη του πολέμου το 1940, δεσμεύτηκαν και εξανεμίσθηκαν από τον στρατό κατοχής, αφού δεν υπήρχε πλέον κράτος.
Λίγο πιο κάτω από το Γραφείο μου, καθόταν ο Β.Μ., δικαστικός υπάλληλος εξαίρετος οικογενειάρχης ο οποίος είχε σεβαστά ποσά σε προπολεμικές καταθέσεις στο Ταχ. Ταμιευτήριο και σε τράπεζες και φυσικά το έφερε βαρέως για την απώλειά τους. Τα πρωινά που περνούσε από το Γραφείο μου, αντί για καλημέρα, καλαμπουρίζοντας πάντοτε, με ξεφώναζε για κλέφτες που του φάγαμε τα λεφτά.
Το 1956, αν θυμάμαι καλά, έγινε ο περιβόητος Νόμος του Σβώλου, που ενεργοποιούσες όλους τους λογαριασμούς του Ταχ. Ταμιευτηρίου με 10%, πάνω στο κεφάλαιο της τελευταίας πράξης. Μπορεί να μην ήταν σεβαστό το ποσοστό που έδινε ο Νόμος, αλλά η πράξη σαν χειρονομία και ηθικό βάρος είχε τεράστια εθνική σημασία και ευμενή απήχηση, στον Ελληνικό Λαό.
Φέρε μου, τα βιβλιάριά σου, του λέω, να σου δώσω από τα κλεψιμαίικα. Και μου έφερε 3-4 βιβλιάρια της οικογένειάς του. Όταν του τα παρέδωσα, χρειάστηκε μισή ώρα να συνέλθει από τη συγκίνηση. Θυμάμαι τα λόγια του, Προϊστάμενε, μου λέει, αυτό το κράτος το καθημαγμένο, από τη λαίλαπα του πολέμου, μ’ όλη του τη φτώχεια, θυμήθηκε τα παιδιά του και έβγαλε από το υστέρημά του και μας έδωσε κάτι, ενώ οι τράπεζες που αβγατίζουν τα κέρδη τους, κάνουν το κορόιδο.
Κλείνοντας το σημείωμά μου, θέλω να πω ότι, το κράτος, το πραγματικό κράτος, που αγαπάει τον πολίτη, τα παιδιά του, δεν τα λησμονεί, κόβει και δίνει από το υστέρημά του. Τα έχει κάτω από τις φτερούγες του, όπως η κλώσα, με τα κλωσόπουλα και αυτά σε αναγνώριση της στοργής του, ανταποκρίνονται πρόθυμα, στο πρώτο κάλεσμα του, όπως έπραξαν στο προσκλητήριο του 1940 και έγραψαν το Αλβανικό έπος. Και να προσθέσω ακόμα ότι, πόσο αμοιβαία ήταν τότε η σχέση ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, ιδιαίτερα ο σεβασμός του τελευταίου προς αυτό. Κάτι που δυστυχώς στις μέρες ακούγεται παράξενα, γιατί το κράτος μας, έχει περιβληθεί με τον μανδύα της εξουσίας, του εξουσιαστή, γι’ αυτό βρίσκεται διαρκή αντιδικία, με τους πολίτες του.
.............................................................................................................................................................
Δημοσιεύτηκε στον "Βορέα"(τεύχος 43) τον Ιανουάριο 2009,πριν 15 χρόνια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου