Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Τι κατάλαβα διαβάζοντας τον Κρίκο της Κυριακής Καζακίδου-«Πως μπλέκουν, λέω, οι ιστορίες και των ανθρώπων οι τροχιές».-Του κοινωνιολόγου Παναγιώτη Δαμάσκου



=
Μιας και η συγγραφέας επέλεξε στίχους τραγουδιών για να
εισαγάγει τα περισσότερα κεφάλαια του νέου της βιβλίου θα την
ακολουθήσω. Έτσι λοιπόν το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό
κλείνοντας το βιβλίο ήταν ο παραπάνω στίχος του Τάσου Σαμαρτζή. Δεν
θα σταθώ στο λογοτεχνικό ύφος και τον τρόπο γραψίματος αλλά στις
σκέψεις που έκανα όταν αυτά τα άφησα πίσω μου.
Στο πρώτο της βιβλίο η Κούλα Καζακίδου μας ταξίδεψε όχι μόνο
στην ιστορία μιας οικογένειας αλλά μιας ολόκληρης περιοχής. Στο
δεύτερο βιβλίο της η συγγραφέας, διατηρώντας την λιτότητα της
γραφής της, δεν θέλει -αν και είχε την δυνατότητα - να γράψει ένα έπος
αλλά να αφηγηθεί τις ζωές απλών ανθρώπων. Των δικών της
ανθρώπων. Συνειδητά ίσως δεν εστιάζει στο ψυχολογικό πορτρέτο των
χαρακτήρων. Σκιαγραφούνται περισσότερο μέσα από τις σκέψεις και τις
πράξεις τους και αυτό γιατί τελικά κάθε χαρακτήρας δεν εκπροσωπεί

μια προσωπική ιστορία αλλά μια χρονική ή καλύτερα κοινωνικό-
ιστορική περίοδο και αυτό που μοιάζει ως συνέχεια μιας οικογένειας

μέσα στην ιστορία δεν είναι παρά το συνεχές της ίδιας της ιστορίας. Οι
κοινωνικές αλλαγές είναι εμφανείς. Κάποιοι τις αντέχουν (ή
αναγκάζονται να τις αντέξουν) και προσπαθούν να προσαρμοστούν,
κάποιοι όχι. Η ανταλλακτική οικονομία δίνει την θέση της στην
εγχρήματη οικονομία και αυτό έχει συνέπειες. «Όχι άλλα αυγά για
ψώνια μόνο χρήματα»*- «Βερεσέ τέλος»*. Και ο Ανδρέας εγκαταλείπει
την τσάπα και το χωράφι και παίρνει τον δρόμο για την Γερμανία για να
γίνει μέρος της βιομηχανικής ανάπτυξης. Η εκτεταμένη οικογένεια δίνει
την θέση της στην πυρηνική. Εκεί που το ζευγάρι μαζί με τα παιδιά ζει
με την γιαγιά και τον παππού (που αναγνωρίζεται και χαίρει σεβασμού
ως αρχηγός της οικογένειας) τώρα το ζευγάρι είναι μόνο του. Η γιαγιά
και ο παππούς αποκτούν ένα πιο σημερινό ρόλο, αυτόν του φύλακα των
παιδιών. Ο τρόπος που η Γιαννούλα συμμετέχει στα οικονομικά της
οικογένειας αλλάζει και κατά κάποιο τρόπο αρχίζει να αλλάζει και η
θέση και ο ρόλος της. Συμβάλλει πλέον στον οικογενειακό
προϋπολογισμό με τον μισθό της. Μια χαραμάδα προς την
ανεξαρτησία. Ο αγροτικός τρόπος ζωής δίνει την θέση του στον αστικό.
Τα λουλούδια του κήπου αντικαθιστώνται από τα ακίνητα τυπωμένα

2
ανθάκια πάνω στην ταπετσαρία και πνίγουν. Η γιαγιά ασφυκτιά να ζει
στο διαμέρισμα, προτιμάει την αυλή και τις κότες της έστω και αν είναι
αναγκασμένη να μείνει μόνη της νοσταλγώντας παιδιά και εγγόνια.
Εδώ γράφεται η ιστορία της νεώτερης μετανάστευσης που όμως
φέρνει τα σημάδια παλαιότερων μετακινήσεων και διαμορφώνει τον
τρόπο των επόμενων. Η συγγραφέας καταθέτει τα κομμάτια της δικής
της μετανάστευσης κλείνοντας το μάτι σε αυτούς και αυτές που την
γνώρισαν εκείνη την περίοδο. Το δωμάτιο του Κωνσταντίνου, με ένα
στρώμα στο πάτωμα κάτω από την επικλινή στέγη που αφήνει ένα
κομμάτι ουρανού να περάσει από τον φεγγίτη, είναι το δικό της
δωμάτιο στην Bahnhofstrasse. Η ιστορία με το σκόρδο της Γιαννούλας
είναι η ιστορία της πεθεράς της. Οι φίλοι τα νέα στηρίγματα στην νέα
καθημερινότητα.
Από τις πρώτες σελίδες το ερώτημα τίθεται σαφέστατα έστω και
εάν αφορά κάποιον άλλο λαό. Μπορούμε να ξεχάσουμε ή να
διαγράψουμε μια χρονική περίοδο για να πάμε μπροστά; Τι είμαστε
χωρίς την ιστορική και κατά συνέπεια την συλλογική μνήμη; Πως
μπορούμε να λειτουργήσουμε στο παρόν και να κάνουμε το επόμενο
βήμα για το μέλλον εάν δεν γνωρίζουμε ή απαρνιόμαστε το παρελθόν;
Στην αρχαιοελληνική κοσμοθεώρηση η σπείρα αποτελεί σύμβολο
της ανάπτυξης, της συνέχειας αλλά και της πορείας της ίδιας της ζωής.
Και με αυτήν την μορφή ρέουν ο χρόνος και η ιστορία. Το παρελθόν

εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά μας -μακριά μεν αλλά μπροστά μας-
ακόμα και εάν δεν το συνειδητοποιούμε. Τα ημερολόγια του διωγμού

της προγιαγιάς Φωτεινής κλειδώνονται σε ένα μπαούλο για να
φτάσουν στα χέρια του δισέγγονου, που του ξυπνάνε την δίψα της
αναζήτησης για το παρελθόν. Αυτή η αναζήτηση με την σειρά της θα
διαμορφώσει δραματικά το μέλλον του. Το αυτοκίνητο του πατέρα με
ένα παιχνίδι της μοίρας -τέχνασμα που χρησιμοποιεί συχνά η
συγγραφέας- φτάνει με άλλη μορφή και αξία στα χέρια του γιου και
από εργαλείο κάλυψης μιας ανάγκης γίνεται σύμβολο καιροσκοπίας
και νεοπλουτισμού, χαρακτηριστικά μιας άλλης νέας εποχής, ενός
άλλου ήθους.
Βασικά αυτό που μας λέει η συγγραφέας είναι ότι οι άνθρωποι, οι
χαρακτήρες οι λαοί και οι πολιτισμοί τελικά βρίσκονται σε μια αέναη
κίνηση, αλληλεπίδραση και ανταλλαγή. Οι ήρωες της συνδιαλέγονται

3
με τις έννοιες διαπολιτισμικότητα, ένταξη, ενσωμάτωση, αφομοίωση,
περιθωριοποίηση. «Φωνάξαμε εργατικό δυναμικό και μας ήρθαν
άνθρωποι!» θα πει ο Ελβετός συγγραφέας φιλόσοφος Max Frisch το
1965 περιγράφοντας καυστικά τον τρόπο αντιμετώπισης των
μεταναστών εκείνης (;) της εποχής και τις ελλείψεις μιας
μεταναστευτικής πολιτικής που επικεντρώνεται μόνο στο οικονομικό
σκέλος παραμερίζοντας και παραβλέποντας τον άνθρωπο. «Για τα χέρια
μας μας θέλουν»* λέει ο ήρωας του βιβλίου. Όπως εμείς τους θέλουμε
να μας χτίζουν σπίτια, να μας μαζεύουν τα πορτοκάλια, τις ελιές και τις
φράουλες, να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς μας, αλλά
δυσανασχετούμε όταν μένουν δίπλα μας, όταν κάνουν περίπατο στην
ίδια πλατεία με εμάς όταν μπαίνουν στα ίδια λεωφορεία με εμάς. Τότε
μας φαίνονται πολλοί!
Η Ελλάδα μια χώρα ταλανισμένη από την προσφυγιά και την
μετανάστευση σήμερα έχει μεταλλαχθεί από χώρα αποστολής (αν και
συνεχίζει να είναι) σε μια χώρα υποδοχής μεταναστών (αν και πάντα
ήταν). Στο βιβλίο αποτυπώνονται οι διάφορες μορφές και τύποι
μετανάστευσης, διωγμοί, προσφυγιά, οικονομική μετανάστευση,
επανένωση οικογενειών, παιδιά με δύο πατρίδες, διαρροή εγκεφάλων
(brain drain) και σκιαγραφούνται τα αίτια που οδήγησαν σε αυτές.
Ακόμα και η εθελούσια μετανάστευση-«το φευγιό που κάνεις με την
θέλησης σου»* - αναρωτιέται κανείς πόσο εθελούσια είναι. Ακόμα και
σε μια Ευρώπη χωρίς σύνορα. Φεύγεις όταν κάτι δεν μπορεί ή δεν
αντέχει να σε κρατήσει. Όπως λέει η κενυάτικης καταγωγής ποιήτρια
Ουαρσάν Σαίρ «Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα
είναι μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε....».
Η συγγραφέας βάζει μπροστά μας έναν καθρέφτη και χωρίς να το
αποτυπώνει πουθενά προκύπτει ένα ερώτημα: «Πως μπορούμε να
καταλάβουμε τους πρόσφυγες και μετανάστες που υποδεχόμαστε εάν
δεν έχουμε (ανα)γνωρίσει και κατανοήσει την δική μας προσφυγιά και
μετανάστευση;». Πως μπορούμε να συμβιώσουμε με άλλους
πολιτισμούς όταν δεν έχουμε ακούσει πως εμείς συμβιώσαμε με και
πως επιβιώσαμε μέσα σε άλλους πολιτισμούς. Τι κρατήσαμε φυλαχτό,
τι δώσαμε και κυρίως τι πήραμε και γίναμε πιο πλούσιοι και πλούσιες.
Όμως τελικά ποιος είναι ο κρίκος; Είναι αυτό που μας συνδέει με
μια πατρίδα, με κάποιους ανθρώπους ή με κάποια ομάδα ή με το

4
παρελθόν μας; Είναι εκεί για να εξηγήσει κάποια γεγονότα ή για να
διασφαλίσει μια συνέχεια; Είναι αναζήτηση ή είναι αποστολή;
Στο βιβλίο ένας χαρακτήρας ωθείται να γίνει ιεροφύλακας της
μνήμης. Να γίνει ο κρίκος που θα ενώσει τα γεγονότα και τις ιστορίες.
Αλλά και κάθε χαρακτήρας μοιάζει να είναι κρίκος μιας σειράς
γεγονότων που σμιλεύουν την ιστορική μας μνήμη. Κάθε βίωμα
αποτελεί κρίκο στην αλυσίδα της ιστορίας που κατασκευάζει την μνήμη.
Αλλά δεν ψάχνουμε τον κρίκο που θα κλείσει τον κύκλο. Ο κρίκος, ως
μέρος μιας ατελείωτης γραμμής, θα μας περάσει στο επόμενο επίπεδο
της σπείρας της ιστορίας που μέσα από την δυναμική του χρόνου θα
διατηρήσει και την συνέχεια.
Μήπως κρίκος είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος ή οι τρόποι
που η βιωμένη εμπειρία περνάει στην συλλογική μας μνήμη, που αυτή
με την σειρά της διαμορφώνει την συλλογική μας συνείδηση και την
συλλογική μας ταυτότητα; Με αυτήν την έννοια το ίδιο το βιβλίο και
κατά συνέπεια η ίδια η συγγραφέας είναι τελικά ο κρίκος.
Διαβάστε το βιβλίο και βρείτε την δική σας απάντηση.

Παναγιώτης Δαμάσκος
Ωρωπός – Αθήνα Καλοκαίρι 2024

*Φράσεις από το βιβλίο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου