Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Στέλιος Ντουρανίδης


ΓΡΑΠΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του Στέλιου Ντουρανίδη και το πρώτο του σε πεζό λόγο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Καταγράφει τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής και γεγονότα, μικρά και μεγάλα, ήθη, έθιμα και παραδόσεις που συνθέτουν την εικόνα και την ταυτότητα μιας μικρής τοπικής κοινωνίας, την κοινωνικής-οικονομικής και πολιτιστικής πραγματικότητάς της, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται, συγκροτείται και βιώνεται από τους κατοίκους του χωριού Σπηλαίου, όπου γεννήθηκε, ζει και δημιουργεί ο συγγραφέας του βιβλίου.
Δεν θα ήταν υπερβολικό, αν το χαρακτηρίζαμε ως ένα ντοκουμέντο τοπικής ιστορίας, αφού μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει τη δυναμική και την πορεία των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών στους αγροτικούς οικισμούς, τον πλούτο και τις συνήθειες του κοινωνικού βίου τους, τις αγωνίες των κατοίκων για το παρόν και το μέλλον των χωριών τους.
«Ο Στέλιος Ντουρανίδης», γράφει στον πρόλογό του ο πρώην υπουργός και βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης Στέλιος Παπαθεμελής, «είναι ένας απλός, αλλά αυθεντικός άνθρωπος της δυστυχώς ερημούμενης ελληνικής υπαίθρου… Το απόσταγμα της ζωής που μας δίνει μ’ αυτό το βιβλίο δεν το κράτησε για τον εαυτό του. Με κοφτές φράσεις που θυμίζουν Μακρυγιάννη στοιχειοθετεί τα του βίου του, όσα είδε, έζησε. Βιώματα και εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής με αναμεπταμένες τις κεραίες. Μεγάλα και μικρά γεγονότα, αλλά πάντοτε ουσιώδη… Δίνει τα απομνημονεύματα του απλού και μάλλον λησμονημένου πολίτη. Η παρατηρητικότητά του είναι εκπληκτική: κοιτάζει μέσα και πίσω από τα φαινόμενα που εν τούτοις περιγράφει με ακρίβεια. Μαρτυρεί για πολλά που ο ιστορικός δεν πρόκειται, δεν φτάνει να ασχοληθεί.
»Πονάει για την αιμορραγία της ιδιαίτερης πατρίδας του, αιμορραγία ολόκληρης της περιφέρειας και φωνάζει προς πάντα αρμόδιο, υπεύθυνο και ανευθυνοϋπεύθυνο να δουν, να βοηθήσουν, να σπεύσουν πριν είναι αργά.
»Ο Στέλιος Ντουρανίδης μακάρι να ακουσθεί και προ παντός να εισακουσθεί. Ούτως ή άλλως πάντως, η γραφή του θα λειτουργεί πάντα ως Ερινύα για όσους μπορούν αλλά αδιαφορούν. Αυτούς δεν θα τους αφήνει να κοιμηθούν».

*
*   *

Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΔΙΚΑΙΩΝ


Τον Μάιο του 1943,  η Εθνική Αντίσταση με έναν Αμερικάνο, αν δεν απατώμαι, ανατίναξαν τη σιδηροδρομική γέφυρα έξω από τα Δίκαια. Μ’ αυτό που έγινε, οι Γερμανοί αγρίεψαν και ήθελαν να εκδικηθούν τον απλό τον κόσμο και να τους εκτελέσουν στην πλατεία του χωριού μας. Από κάθε χωριό ήθελαν να πάρουν από δέκα άτομα.
Μια μέρα στο χωριό Δίκαια, που ήταν και έδρα των Γερμανών, μάζεψαν τον κόσμο στο σχολείο μπροστά με τον πρόεδρο των Δικαίων. Πρόεδρος ήτανε τότε ο Καραμπάσης Απόστολος. Του ζητήσανε δέκα άτομα. Τότε αυτός τους λέγει, προς τιμήν του βέβαια: «Πάρτε εμένα, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Εγώ άτομα δεν μπορώ να σας υποδείξω».
Αυτό που έκανε ο πρόεδρος των Δικαίων, δεν το έκανε κανένας άλλος πρόεδρος. Οι άλλοι πρόεδροι είχαν ετοιμάσει τα άτομα να τα παραδώσουν στους Γερμανούς, λέγοντας τα είχαν ετοιμάσει, είχαν γραμμένα τα ονόματα.
Οι Γερμανοί όμως πήραν από τα Δίκαια μερικά ύποπτα άτομα και τα κλείσαν στα κρατητήρια του Διδυμοτείχου. Τα ανέκριναν κάθε μέρα, ακόμη και τη νύχτα τα ξυπνούσαν και τους ανέκριναν. Τα άτομα αυτά ήταν ο Καραμπάσης Απόστολος, ο οποίος ήταν και πρόεδρος των Δικαίων, ο Ματουσίδης Αθανάσιος, ο Ματουσίδης Γεώργιος, ο Ματουσίδης Ευάγγελος, ο Δαλακούρας Γεώργιος, ο Τσαλαγράδας Χρήστος και ο Φωτιάδης Σιδέρης.


*
*   *

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Όταν γινότανε πανηγύρι στα χωριά, σ’ αυτό το χωριό που γιόρταζε ο καθένας έπρεπε να κάνει την ετοιμασία. Δηλαδή να ετοιμάσει φαγητά σε όσους επισκέπτονταν το σπίτι τους. Πολλές φορές έβγαινε και ο ίδιος έξω να βρει αυτούς τους φίλους που δεν πήγαν στο σπίτι του για φαγητό. Ο σοφράς ήταν στρωμένος όλη την ημέρα για τους επισκέπτες. Εάν δεν χωρούσαν στο σοφρά, έστρωναν ένα καθαρό πανί επάνω στην ψάθα. Το πανί το λέγαν «μισάλα» και κάθονταν γύρω-γύρω. Άλλος καθόταν σταυροπόδι, άλλος στα γόνατα και άρχιζε η μάχη με τα κουταλοπίρουνα, ποιος θα βγει νικητής.
Ο σοφράς ήταν στρόγγυλος, φτιαγμένος από σανίδι και το ύψος τους δεν ξεπερνούσε τους είκοσι πέντε πόντους, για να κάθονται πιο άνετα κάτω,
Τα πανηγύρια άρχιζαν από το πρωί, όχι όπως τώρα μόνο το βράδυ. Ο κόσμος πηγαινοέρχονταν όλη την ημέρα, έκαναν βόλτα στον κεντρικό δρόμο ή στην πλατεία του χωριού. Οι πραματευτάδες άπλωναν την πραμάτεια τους από το πρωί ως το βράδυ. Οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι. Η σκόνη σηκωνόταν σαν καπνός από τον κόσμο που έκανε βόλτα μέρα μεσημέρι. Νόμιζες πως περπατούσαν μες στη στάχτη, αλλά η βόλτα συνεχιζόταν. Άλλοι πήγαιναν στα γνωστά σπίτια για να φάνε κι άλλοι γύριζαν λυγιστοί, καμαρωτοί και προπαντός χορτασμένοι και συνέχιζαν τη βόλτα μέχρι το βράδυ. Ο κόσμος τότε δεν είχε μεταφορικό μέσο να πηγαίνει στα πανηγύρια όπως σήμερα. Όταν γύριζαν από το πανηγύρι και κοίταζες στο δρόμο, νόμιζες πως ήτανε στρατός που γύριζε από κάποια επιχείρηση. Γυναίκες, άντρες με μικρά παιδιά, άλλο στην αγκαλιά, άλλο στην κοιλιά κι άλλο απ’ το χέρι πιασμένοι περπατούσαν στο δρόμο όμως ήταν όλοι ευχαριστημένοι που τους καλοδέχτηκαν στην πανήγυρη. Αν ρωτήσετε πόσα χρήματα έπαιρναν μαζί τους …. Υπήρχαν όμως και άλλοι που δεν είχαν καθόλου χρήματα.
Τα παπούτσια την εποχή εκείνη ήταν πολυτέλεια. Όλοι φορούσαμε τσαρούχια από δέρμα χοιρινό η βοδινό. Τυλίγαμε στα πόδια μας ένα πανί μάλλινο στον αργαλειό υφασμένο που κρατούσε ζεστά τα πόδια μας. Το πανί το λέγαμε ποδόπανο, τυλίγαμε κι ένα μαύρο σχοινί σαν γκέτα, που φορούσαν παλιά οι στρατιώτες. Αυτό το σχοινί το λέγαμε τσαρουχόσκοινο. Αυτά τα τσαρουχόσκοινα τα φορούσαμε συνήθως όταν ήτανε γιορτή και βγαίναμε στην πλατεία του χωριού όπου γινότανε χορός, Πάσχα, Χριστούγεννα και όλες τις μεγάλες γιορτές. Όλος ο κόσμος έβγαινε στην πλατεία και χόρευαν κυκλικό χορό. Οι γυναίκες ήταν χωρισμένες σε δυο ομάδες, δηλαδή σε δυο παρέες. Όταν άρχιζε η μια παρέα να τραγουδά, σταματούσε η άλλη και χόρευαν όλες μαζί. Πολλές φορές έβγαιναν και τα όργανα οικιοθελώς και έπαιζαν κι αυτά για να χορέψει όλος ο κόσμος. Μάλιστα την δεύτερη αποκριά του Πάσχα χόρευαν όλοι για να γίνουν τα βαμβάκια που θα έσπερναν, έτσι έλεγαν τότε. Όσοι έπαιρναν το χορό έδιναν χρήματα στα όργανα για να παίζουν με πιο πολλή όρεξη. Μερικοί έβγαζαν το καπέλο τους και γύριζαν μέσα στο πλήθος και μάζευαν λεφτά για τα όργανα. Όταν άκουγαν τα όργανα, έβγαιναν όλοι στην πλατεία, νέοι, γέροι και παιδιά, και πιάνονταν στο χορό. Εκεί γινόταν και το νυφοπάζαρο. Την δεύτερη αποκριά του Πάσχα είχαμε ένα πολύ ωραίο έθιμο. Όταν βράδιαζε και διαλούσε ο χορός που γινότανε στην πλατεία του χωριού, όλοι πηγαίναμε να κάνουμε συγχωρεμένα. Ο γιος πήγαινε στον πατέρα του, ο αδερφός στον μεγάλο αδερφό, ο κουμπάρος στον σύντεκνό του, ο φίλος στον μεγάλο φίλο του και ο γείτονας στον γείτονα. Όταν πήγαιναν στον πατέρα τους, έπαιρναν κι ένα μπουκάλι κρασί του έδιναν να πιει και του φιλούσαν το χέρι. Το ίδιο γινόταν και στο σύντεκνο και στο μεγάλο αδερφό. Τότε υπήρχε μεγάλος σεβασμός στους μεγαλύτερους.
Στα σπίτια που πηγαίνανε, το τραπέζι ήταν στρωμένο με αποκριάτικα φαγητά, αυτά που κάναμε για να αποκρέψουμε. Την Καθαρά Δευτέρα τρώγαμε μόνον λαδερά. Μ’ αυτό το ωραίο έθιμο, τα συγχωρημένα, δινόταν η ευκαιρία να τα βρουν αυτοί που ήταν παραξηγημένοι. Βρίσκανε τον καλό τους εαυτό.
Εκείνη τη βραδιά όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κόσμο που πηγαινοέρχονταν στα σπίτια. Συναντιόντουσαν στο δρόμο και εφάρμοζαν το έθιμο, δηλαδή τα συγχωρημένα. Επίσης, εκείνη τη βραδιά για τα παιδιά κρεμούσαν χαλβά στο ταβάνι. Τον έδεναν μ’ έναν σπάγκο, κάποιος τον έσπρωχνε και τα παιδιά που κάθονταν γύρω γύρω προσπαθούσαν με το στόμα να τον πιάσουν. Αυτός που δεν μπορούσε με την πρώτη φορά έκανε προσπάθεια και άλλη φορά μέχρι να πιάσει το χαλβά κι αυτός. Πάντως όλοι, παιδιά και μεγάλοι, ήταν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι στις γιορτές αυτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου