Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Ο ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ TORONTO STAR ΠΡΙΝ 90 ΧΡΟΝΙΑ (1922-2012) ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗΛΗ, ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ



Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Η ΣΙΩΠΗΛΗ, ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Σε μια ατέλειωτη, ιλιγγιώδη πορεία, ο χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης στριμώχνεται στους δρόμους προς τη Μακεδονία. Η κύρια φάλαγγα, που περνάει τον ποταμό Έβρο, έχει μήκος τριάντα δύο χιλιομέτρων. Τριάντα δυο χιλιόμετρα κάρα που τα σέρνουν αγελάδες, ταύροι και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ δίπλα τους, εξουθενωμένοι και ζαλισμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά με κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους, περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους.
Το κύριο αυτό ρεύμα τροφοδοτείται από ολόκληρη την ενδοχώρα. Δεν ξέρουν που πάνε. Άφησαν τα κτήματά τους, τα χωριά τους και τα ώριμα, σκουρόχρωμα χωράφια τους για να προστεθούν στο κύριο ρεύμα των προσφύγων, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Τούρκος. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να κρατούν τις θέσεις τους σ’ αυτή τη φρικαλέα φάλαγγα, ενώ το πιτσιλισμένο με λάσπες ελληνικό ιππικό τους οδηγεί, όπως οι γελαδάρηδες τα γελάδια.
Είναι μια σιωπηλή φάλαγγα. Ούτε που γκρινιάζει κανένας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συνεχίζουν να κινούνται. Οι όμορφες τοπικές τους ενδυμασίες είναι βρεγμένες και λασπωμένες. Κοτόπουλα κρέμονται απ’ τα πόδια στα κάρα. Τα μοσχαράκια μαζεύονται γύρω από τα ζεμένα βόδια, κάθε φορά που ένα φρακάρισμα σταματάει τη φάλαγγα. Ένας γέρος περπατάει γέρνοντας από το βάρος ενός γουρουνιού, ενός δρεπανιού κι ενός όπλου, με ένα κοτόπουλο δεμένο στο δρεπάνι. Ένας άντρας απλώνει μια κουβέρτα πάνω από μια γυναίκα που δουλεύει πάνω σ’ ένα κάρο, για να την προστατεύσει από βροχή. Εκείνη είναι ο μόνος άνθρωπος που κάνει κάποιο θόρυβο. Η μικρή της κόρη την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η φάλαγγα συνεχίζει να κινείται.
Στην Αδριανούπολη, από όπου περνάει το κύριο ρεύμα, δεν υπάρχει κανένας Σταθμός της Βοήθειας για τη Μέση Ανατολή. Τα μέλη της οργάνωσης αυτής κάνουν πολύ καλή δουλειά στη Ρεδαιστό, στην ακτή, χωρίς όμως να πετυχαίνουν τίποτε ουσιαστικό.
Μόνο από την Ανατολική Θράκη, πρέπει να απομακρυνθούν 20 χιλιάδες χριστιανοί πρόσφυγες. Τα βουλγαρικά σύνορα είναι κλειστά γι’ αυτούς. Δεν υπάρχουν παρά μόνο η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη για να δεχτούν τον καρπό της επιστροφής του Τούρκου στην Ευρώπη. Σχεδόν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες βρίσκονται τώρα στη Μακεδονία. Πως θα τραφούν; Κανείς δεν ξέρει˙ τον άλλο μήνα όμως, όλος ο χριστιανικός κόσμος θα ακούσει την κραυγή: «Ελάτε στη Μακεδονία να μας βοηθήσετε».


ΠΡΩΤΑ Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ, ΜΕΤΑ Η ΗΤΤΑ ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Καθώς γράφω, τα ελληνικά στρατεύματα έχουν αρχίσει να εκκενώνουν την Ανατολική Θράκη. Μέσα στις άχαρες αμερικανικές στολές τους, οι Έλληνες στρατιώτες, προχωρούν κουρασμένοι στο ανώμαλο έδαφος, με προφυλακές ιππικού μπροστά. Οι στρατιώτες βαδίζουν σκυθρωποί, αλλά πότε πότε μας χαμογελούν, ενώ περνάμε δίπλα από μακριές, ταλαντευόμενες φάλαγγές τους. Έχουν κόψει όλα τα τηλεγραφικά σύρματα πίσω τους˙ τα βλέπετε να κρέμονται από τα τηλεγραφόξυλα σαν γαϊτανάκια. Έχουν εγκαταλείψει τα αχυρένια καλύβια τους, τις καμουφλαρισμένες θέσεις των πυροβόλων τους, τις φωλιές των πολυβόλων τους και όλες τις εκτεταμένες, οχυρωμένες ράχες, όπου σχεδίαζαν να δώσουν την τελευταία τους μάχη ενάντια στον Τούρκο.
Φορτηγά κάρα με βαριές ρόδες, που σέρνονται από λασπωμένα βουβάλια με κέρατα γυρτά προς τα πίσω, κινούνται κοπιαστικά στον σκονισμένο δρόμο. Μερικοί φαντάροι είναι ξαπλωμένοι πάνω στα μπαγκάζια, ενώ άλλοι οδηγούν τα βουβάλια. Μπροστά και πίσω από τα φορτηγά κάρα, απλώνονται τα στρατεύματα. Αυτό είναι το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής περιπέτειας.
Το τι θα μπορούσε να γίνει, πιθανότητες και δυνατότητες αν δεν γινόταν αυτό, είναι μια θλιβερή ιστορία, όπως και το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος˙ δεν φταίει όμως γι’ αυτό ο απλός Έλληνας στρατιώτης. Ακόμα και στην υποχώρηση, οι Έλληνες φαντάροι φάνηκαν καλοί στρατιώτες. Φάνηκαν σκληρά καρύδια, αποφασισμένοι, πράγμα που σήμαινε ότι θα δυσκόλευαν τα πράγματα για τον Τούρκο, αν ο κεμαλικός στρατός ήταν υποχρεωμένος να πολεμήσει για τη Θράκη, αντί να την πάρει σαν δώρο στα Μουδανιά.
Ο λοχαγός Γουίταλ του ινδικού ιππικού, αποσπασμένος στον ελληνικό στρατό στην Ανατολία ως παρατηρητής, στη διάρκεια του πολέμου εναντίον του Κεμάλ, που περιέγραψε τα παρασκήνια της ίντριγκας που οδήγησε στην κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία:
«Οι Έλληνες στρατιώτες είναι μαχητές πρώτης τάξης», είπε ο λοχαγός Γουίταλ. «Διοικούνταν καλά από αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει με τους Αγγλογάλλους στη Θεσσαλονίκη, και ήταν κατά πολύ καλύτεροι από τον κεμαλικό στρατό. Πιστεύω ότι θα καταλάμβαναν την Άγκυρα, αν δεν είχαν προδοθεί.
»Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι αξιωματικοί του μάχιμου στρατού διώχτηκαν ξαφνικά, από τον γενικό διοικητή, μέχρι και τους διμοιρίτες. Οι αξιωματικοί εκείνοι, πολλοί από τους οποίους είχαν προαχθεί από το βαθμό του στρατιώτη, ήταν καλοί στρατιωτικοί και εξαίρετοι ηγέτες. Απομακρύνθηκαν ωστόσο και αντικαταστάθηκαν από αξιωματικούς του κωνσταντινικού κόμματος, οι περισσότεροι από τους οποίους, στη διάρκεια του πολέμου, βρίσκονταν αυτοεξόριστοι στην Ελβετία ή στη Γερμανία και δεν είχαν ρίξει και δεν άκουσαν ούτε μια τουφεκιά. Αυτό ήταν που προκάλεσε την πλήρη κατάρρευση του στρατού και που ευθύνεται για την ελληνική ήττα».
Ο λοχαγός Γουίταλ μου είπε πως αξιωματικοί πυροβολικού, που δεν είχαν καμιά απολύτως προηγούμενη εμπειρία, ανέλαβαν τις διοικήσεις πυροβολαρχιών και μακέλεψαν το ίδιο το δικό τους πεζικό. Μου είπε για αξιωματικούς πεζικού που χρησιμοποιούσαν πούδρα προσώπου και όχι μπαρούτι, καθώς και ρουζ μου είπε ακόμα για επιτελικά σχέδια που ήταν εγκληματικά ως προς την άγνοια και την ελαφρότητά τους.
«Στο ένα και μοναδικό θέαμα στη Ανατολία» συνέχισε ο λοχαγός Γουίταλ, «το ελληνικό πεζικό πραγματοποίησε ένα απόλυτα θαυμάσιο έργο, και το πυροβολικό του το έθαψε. Ο ταγματάρχης Τζόνσον (ο άλλος Βρετανός αξιωματικός, που αργότερα υπηρέτησε ως αξιωματικός υπεύθυνος Τύπου στην Κωνσταντινούπολη) είναι πυροβολητής, ξέρετε. Και μάλιστα καλός πυροβολητής. Λοιπόν ο ταγματάρχης Τζόνσον έβαλε τις φωνές με όσα έκαναν εκείνοι οι πυροβολητές στο πεζικό τους. Είχε μάνιασε να αναλάβει τη διοίκηση του πυροβολικού. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε. Είχαμε διαταγές να διατηρήσουμε αυστηρή ουδετερότητα  και δεν μπορούσε να γίνει τίποτε».
Αυτή είναι η ιστορία της προδοσίας του ελληνικού στρατού από τον Κωνσταντίνο. Κι αυτός είναι ο λόγος που η επανάσταση στην Αθήνα δεν ήταν ψεύτικη, όπως ισχυρίστηκαν πολλοί. Ήταν ο ξεσηκωμός ενός στρατού, που είχε προδοθεί, εναντίον εκείνου που τον είχε προδώσει.
Οι παλιοί βενιζελικοί αξιωματικοί επέστρεψαν μετά την επανάσταση και αναδιοργάνωσαν το στρατό στην Ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα έβλεπε τη Θράκη σαν ένα Μάρνη, όπου έπρεπε να δώσει την τελευταία της μάχη και να κρατήσει ή να χαθεί. Στρατεύματα στάλθηκαν βιαστικά. Όλοι βρίσκονταν σε πυρετώδη κινητοποίηση. Έπειτα οι Σύμμαχοι πρόσφεραν τη Θράκη στον Τούρκο και στον ελληνικό στρατό έδωσαν τρεις μέρες προθεσμία για να αρχίσει να φεύγει.
Ο στρατός περίμενε, μη πιστεύοντας ότι η κυβέρνησή του θα υπέγραφε τη συνθήκη των Μουδανιών˙ το έκανε, όμως, και ο στρατός, όντας στρατός, υπάκουσε στην ηγεσία του. Όλη μέρα περνούσα από δίπλα τους, από βρόμικους, κουρασμένους, αξύριστους, ανεμοδαρμένους στρατιώτες που περπατούσαν στα μονοπάτια της καφετιάς, ατέλειωτης, γυμνής, λοφοσκέπαστης θρακικής υπαίθρου. Ούτε ορχήστρες, ούτε σταθμοί οργανώσεων βοηθείας, ούτε άδειες˙ τίποτε άλλο πέρα από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνούπια τις νύχτες. Είναι οι τελευταίοι της ελληνικής δόξας, της δόξας που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος του δεύτερου Τρωικού Πολέμου τους.


Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΦΑΛΑΓΓΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Είμαι σε ένα άνετο τρένο, με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης πίσω μου, που αρχίζει ήδη να μου φαίνεται εξωπραγματική. Αυτό είναι το δώρο της μνήμης μας.
Περιέγραψα εκείνη την εκκένωση από την Αδριανούπολη. Δεν θα ήταν καλό σε κανένα να την επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται ακόμα. Ανεξάρτητα από το πόσο θα κάνει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, να είστε σίγουροι, όταν το διαβάζετε στο Σταρ, ότι η ίδια μακάβρια πορεία ανθρώπων που τρεκλίζουν, που τους διώχνουν από τα σπίτια τους, συνεχίζεται αδιάκοπα πάνω στον λασπωμένο δρόμο που οδηγεί στη Μακεδονία. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι χρειάζονται πολύ χρόνο να κινηθούν.
Η ίδια η Αδριανούπολη δεν είναι ένας ευχάριστος τόπος. Κατεβαίνοντας από το τρένο στις έντεκα τη νύχτα, βρήκα το σταθμό να μοιάζει με μια λασπότρυπα γεμάτη στρατιώτες, δέματα, στρώματα κρεβατιών, κουβέρτες, ραπτομηχανές, μωρά, σπασμένα κάρα, όλα μέσα στη λάσπη και στη βροχή που έπεφτε ψιχάλα. Λάμπες πετρελαίου φώτιζαν τη σκηνή. Ο σταθμάρχης μου είπε ότι είχε στείλει εκείνη τη μέρα, πενήντα εφτά βαγόνια με στρατεύματα που υποχωρούσαν στη Δυτική Θράκη. Τα τηλεγραφικά σύρματα συγκεντρώνονταν και δεν υπήρχαν μέσα να μεταφερθούν.
Στης μαντάμ Μαρί, είπε ο σταθμάρχης, ήταν το μόνο μέρος στην πόλη όπου θα μπορούσε κάποιος να κοιμηθεί. Ένας στρατιώτης με οδήγησε στης μαντάμ Μαρί από τα στενά σοκάκια. Περπατήσαμε μέσα στις λάσπες και περάσαμε γύρω από βούρκους που ήταν πολύ βαθοί για να τους διασχίσουμε. Στης μαντάμ Μαρί ήταν σκοτεινά.
Χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε ένας Γάλλος ξυπόλητος με παντελόνι. Δεν υπήρχε δωμάτιο, αλλά θα μπορούσα να κοιμηθώ στο πάτωμα, αν είχα δικές μου κουβέρτες. Ο χώρος ήταν αρκετά άσχημος.
Τότε, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο έξω και δυο κινηματογραφικοί οπερατέρ, με τον οδηγό τους, ήρθαν μέσα. Είχαν τρία ράντσα και μου είπαν να απλώσω τιε κουβέρτες μου στο ένα. Ο οδηγός κοιμήθηκε στο αμάξι. Οι άλλοι, ξαπλώσαμε στα ράντσα και, ο ψηλότερος από τους κινηματογραφιστές, που τον φώναζαν «Κοντό», μου είπε ότι είχαν κάνει ένα τρομακτικό ταξίδι από τη Ραιδεστό, από τη θάλασσα του Μαρμαρά.
«Τραβήξαμε μερικές καλές σκηνές από ’να χωριό που καιγόταν σήμερα». Ο «Κοντός» έβγαλε μια μπότα. «Ωραία εικόνα … ένα χωριό που καίγεται. Σαν να πηδάς μια μυρμηγκοφωλιά».
Ο «Κοντός» έβγαλε και την άλλη μπότα. «Κινηματογράφησα την πυρκαγιά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις και μοιάζει με κανονική πόλη που καίγεται. Αχ, είμαι κουρασμένος. Αυτή η ιστορία με τους πρόσφυγες είναι φρίκη, σίγουρα. Βλέπει κανείς πολλά τρομερά πράγματα σ’ αυτή τη χώρα». Σε δυο λεπτά ροχάλιζε.
Ξύπνησα γύρω στη μία τη νύχτα με ένα άσχημο ρίγος, απόχτημα της ελονοσίας που με βρήκε στην Κωνσταντινούπολη, σκότωσα τα κουνούπια που είχαν βαρύνει από το αίμα που ρούφηξαν και δεν μπορούσαν να πετάξουν από το πρόσωπό μου, περίμενα να μου περάσει το ρίγος, πήρα μια μεγάλη δόση ασπιρίνης και κινίνου και ξανακοιμήθηκα. Επανέλαβα τα ίδια το πρωί. Ύστερα, με ξύπνησε ο «Κοντός».
«Ε φίλε, κοίτα αυτό το κουτί με το φιλμ». Το κοίταξα. Ήταν σκεπασμένο με ψείρες. «Σίγουρα είναι πεινασμένες. Θέλουν να φάνε το φιλμ μου. Πεινάνε οι καημένες».
Τα ράντσα ήταν γεμάτα από δαύτες. Είχα ψείρες στον πόλεμο, αλλά δεν έχω δει τίποτε παρόμοιο με τη Θράκη. Οποιοδήποτε έπιπλο και να ’βλεπες, οποιαδήποτε επιφάνεια του τοίχου για λίγες στιγμές, το έβλεπες να σέρνεται˙ όχι κυριολεκτικά να σέρνεται, αλλά να κινείται κατά λαδωμένες, μικροσκοπικές κουκίδες.
«Δεν θα πείραζαν ποτέ κανέναν άνθρωπο» είπε ο «κοντός». «Είναι απλώς μικρά ζωάκια».
«Αυτά δεν είναι τίποτε. Θα ’πρεπε να δεις τις μεγάλες, στο Λουλέ Μπουργκάς».
Η μαντάμ Μαρί, μια μεγαλόσωμη άγαρμπη Κροάτισσα, μας πρόσφερε λίγο καφέ και ξινό μαύρο ψωμί στο γυμνό δωμάτιο, που έπαιζε το ρόλο τραπεζαρίας, σαλονιού, γραφείου και εντευκτηρίου.
«Το δωμάτιό μας είχε ψείρες μαντάμ» είπα εύθυμα, για πω κάτι στο τραπέζι.
Άπλωσε τα χέρια της.
«Καλύτερα δεν είναι από το να κοιμόσασταν στο δρόμο; Ε, μεσιέ; Καλύτερα δεν είναι;»
Συμφώνησα ότι ήταν καλύτερα και φύγαμε, ενώ η μαντάμ έστεκε και μας κοίταζε.
Έξω έβρεχε. Στο τέλος του λασπωμένου δρομάκου, μπόρεσα να δω την ατέλειωτη σειρά ανθρώπων να κινείται αργά πάνω στον μεγάλο πλακόστρωτο δρόμο που αρχίζει από την Αδριανούπολη, περνάει την κοιλάδα του Έβρου και φτάνει στο Καραγάτς˙ από κει χωρίζεται σε άλλους δρόμους που διασχίζουν το κυματιστό έδαφος της πεδιάδας, προς τη δυτική Θράκη και Μακεδονία.
Οι «Κοντός» και Σία πήγαιναν με το αυτοκίνητό τους κατευθείαν πίσω στη Ραιδεστό και στην Κωνσταντινούπολη. Με πήγαν στην Αδριανούπολη, απ’ τον πέτρινο δρόμο, δίπλα από τη φάλαγγα των προσφύγων. Όλο το ρεύμα των αργών κάρων με τις μεγάλες ρόδες, που τα έσερναν βόδια και βουβάλια, των σειρών από καμήλες που λικνίζονταν και των μουσκεμένων αγροτών, κινούνταν προς τη δυτική κατεύθυνση του δρόμου˙ υπήρχε όμως και ένα ισχνό ρεύμα από άδεια κάρα, που οδηγούσαν Τούρκοι, με κουρελιασμένα ρούχα και βρόμικα φέσια, που πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε κάθε τουρκικό κάρο υπήρχε ένας Έλληνας φαντάρος, που καθόταν πίσω από τον οδηγό με το τουφέκι του ανάμεσα στα γόνατα και την κάπα του σηκωμένη γύρω από το λαιμό του για να τον προφυλάει από τη βροχή. Αυτά τα κάρα είχαν επιταχθεί από τους Έλληνες για να πάνε πίσω στη Θράκη, να φορτώσουν τα αγαθά των προσφύγων και να βοηθήσουν στην εκκένωση. Οι Τούρκοι φαίνονται σκυθρωποί και πολύ φοβισμένοι. Είχαν λόγους να είναι.
Στη διχάλα του πέτρινου δρόμου, στην Αδριανούπολη, όλη η κυκλοφορία κατευθυνόταν προς τα αριστερά από ένα μοναχικό Έλληνα καβαλάρη, καθισμένο στο άλογό του με τη καραμπίνα κρεμασμένη στην πλάτη του, που συμπλήρωνε τη δουλειά του μαστιγώνοντας ψυχρά στο πρόσωπο με το καμτσίκι του, όποιο άλογο ή βόδι έστριβε στα δεξιά. Έκανε νόημα σε ένα από τα άδεια κάρα των Τούρκων να στρίψει στα δεξιά. Ο Τούρκος έστριψε το κάρο του χτυπώντας τα βόδια του, που παραπάτησαν. Αυτό ξύπνησε τον Έλληνα φρουρό που, βλέποντας τον Τούρκο να φεύγει από τον κεντρικό δρόμο, σηκώθηκε και τον χτύπησε στην πλάτη με τον υποκόπανο του όπλου του.
Ο Τούρκος, ένας κουρελής αγρότης με κουρασμένη όψη, έπεσε από το κάρο μπρούμυτα, σηκώθηκε έντρομος και άρχισε να τρέχει στην κατηφόρα σαν λαγός. Ένας Έλληνας ιππέας τον είδε, σπιρούνισε το άλογό του, τον έφτασε και τον έριξε κάτω. Μαζί με δυο άλλους φαντάρους, τον άρπαξε, τον χτύπησαν μια δυο φορές στο πρόσωπο, ενώ εκείνος φώναζε μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του, και τον πήγαν, ματωμένο και με αγριεμένα μάτια, χωρίς να καταλαβαίνει τι έγινε, πίσω στο κάρο του και του είπαν να συνεχίσει. Κανένας στη φάλαγγα δεν είχε προσέξει το επεισόδιο.
Περπάτησα οχτώ χιλιόμετρα με τη φάλαγγα των προσφύγων πάνω στο δρόμο, αποφεύγοντας τις καμήλες που κουνιόνταν και προχωρούσαν απρόθυμα, πέρα δίπλα από χαλασμένα κάρα με ψηλές στίβες από κουβέρτες, καθρέφτες, έπιπλα, δεμένα γουρούνια, μάνες χωμένες κάτω από κουβέρτες με τα μωρά τους, γέρους και γριές που ακουμπούσαν στα κάρα και απλώς κουνούσαν τα πόδια τους πάνω στο δρόμο, με κεφάλια σκυφτά˙ μουλάρια που κουβαλούσαν πυρομαχικά, τουφέκια δεμένα σε δέσμες σαν δεμάτια από στάρια και, πότε πότε, ένα σαραβαλιασμένο Φορντ με Έλληνες επιτελικούς αξιωματικούς, με κόκκινα και βρόμια από την αϋπνία μάτια˙ και πάντα, την αργή, μουσκεμένη αγροτιά της Θράκης, που βάδιζε με κόπο μέσα στη βροχή, αφήνοντας πίσω τα σπίτια της.
Όταν πέρασα τη γέφυρα του Έβρου, πάνω από μια πλημμύρα κόκκινη στο χρώμα του τούβλου, πλάτους τετρακοσίων μέτρων, εκεί όπου χθες υπήρχε μια στεγνή κοίτη ποταμού σκεπασμένη με κάρα προσφύγων, έστριψα δεξιά και ανέβηκα από ένα σοκάκι, για να κόψω δρόμο, στης μαντάμ Μαρί, να γράψω ένα τηλεγράφημα για το Σταρ. Όλα τα τηλεγραφικά σύρματα όμως, ήταν κομμένα τελικά βρήκα έναν Ιταλό συνταγματάρχη, που επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη με μια συμμαχική επιτροπή, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα το έστελνε από κει, αύριο.
Ο πυρετός μου ανέβαινε και η μαντάμ Μαρί μου έφερε μια μπουκάλα θρακικό κρασί, αναγουλιαστικά γλυκό, για να καταπιώ το κινίνο μου.
«Δεν με νοιάζει αν έρθουν οι Τούρκοι» είπε η μαντάμ Μαρί, καθίζοντας τον υπερβολικός όγκο της δίπλα στο τραπέζι και ξύνοντας το πιγούνι της.
«Γιατί όχι; Όλοι τους ίδιοι είναι. Και οι Έλληνες, και οι Τούρκοι, και οι Βούλγαροι. Όλοι είναι ίδιοι». Δέχτηκε να πιει ένα ποτήρι κρασί. «Τους γνώρισα όλους. Όλοι έχουν περάσει από το Καραγάτς».
«Ποιοι είναι οι καλύτεροι;» ρώτησα.
«Κανείς. Όλοι είναι ίδιοι. Οι Έλληνες αξιωματικοί κοιμούνται εδώ τώρα και θα τους διαδεχτούν οι Τούρκοι αξιωματικοί. Κάποια μέρα, οι Έλληνες αξιωματικοί θα ξανάρθουν. Όλοι τους με πληρώνουν».
Της γέμισα το ποτήρι.
«Οι καημένοι οι άνθρωποι, όμως, έξω στο δρόμο». Δεν μπορούσα να βγάλω απ’ το νου μου τη φρίκη εκείνης της φάλαγγας των τριάντα δύο χιλιομέτρων και είδα δει φοβερά πράγματα εκείνη τη μέρα.
«Α, καλά». Η μαντάμ Μαρί σήκωσε τους ώμους της. «Πάντα έτσι συμβαίνει με τον κοσμάκη. Τουζούρ λα μεμ σοζ. Οι Τούρκοι έχουν μια παροιμία, ξέρετε. Έχουν πολλές καλές παροιμίες: Δεν φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο. Αυτή είναι η παροιμία τους».
Όντως αυτή είναι η παροιμία τους.
«Συγνώμη για τις ψείρες μεσιέ». Η μαντάμ Μαρί με είχε συγχωρέσει κάτω από την επίδραση του κρασιού. «Τι περιμένατε όμως; Δεν είναι Παρίσι, εδώ». Σηκώθηκε, μεγαλόσωμη και ακατάστατη και σοφή, εφόσον οι άνθρωποι γίνονται σοφοί στα Βαλκάνια.


«Αντίο, μεσιέ. Ναι, ξέρω ότι εκατό δραχμές είναι ακριβά. Έχω, όμως, το μοναδικό ξενοδοχείο εδώ. Είναι καλύτερα απ’ το δρόμο, έτσι δεν είναι;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου