Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"Ο ΧΑΡΤΙΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ"



Γιάννης Ξανθούλης

Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας


Τότε ήμουν μάγος. Το ’χα πάρει απόφαση πως είχα το χάρισμα των μάγων των παραμυθιών και των μυθικών ανθρωπόμορφων τεράτων να κατευθύνω τις μοίρες και τα χούγια των ανθρώπων. Έτσι αισθανόμουν πιο σίγουρος να υπάρχω μέσα σε τόσες εξέχουσες θεομηνίες και σ’ ανθρώπους που δε μου πήγαιναν.
Είχα και το θράσος να συνδέσω τη φαντασία μου με κινηματογραφικές αφρικάνικες φυλές, έντρομες μπροστά στην παντοδυναμία των μάγων, κι έτσι ενέδωσα στο μεγαλείο του τιμωρού και του προστάτη που ανακάτευε ζουμιά, σπίρτα, ταλκ και καρφίτσες με αρωματικές ρίζες από βασιλικά και αρμπαρόριζες και με μια ευχή, που δε σήκωνε αμφισβήτηση, έφτανα στο ποθητό αποτέλεσμα. Δεν ομολόγησα ποτέ σε κανέναν το πάθος μου να είμαι ένα παιδί με υπερφυσικές κινητήριες ικανότητες, άλλωστε τούτο το μυστικό ήταν όλη κι όλη η παρηγορήτρα δύναμή μου.
Η μαγεία παρέμεινε σιωπηλά, στην παιδική μου ηλικία, το μεγάλο αποκούμπι για να ξεπερνώ το δέος και την αγανάκτηση για τη δικαιοσύνη του Θεού. Τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί μετά τη δεκαετία του ’40 ο πατέρας άρχισε να τρέχει από επαρχία σε επαρχία σαν νομίατρος και, τελικά, το 1950, που ήμουν πια εφτά χρονών, καταλήξαμε οικογενειακώς στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, μια ήσυχη πόλη αγνοημένη απ’ το κέντρο, δημοσιοϋπαλληλική, μ’ εντυπωσιακά μπαρμπούνια, γαρίδες και μύδια κι ένα φάρο σε μια παραλιακή λεωφόρο, που συμβούλευε τα νυχτερινά δρομολόγια των εμπορικών πλοίων. Βεβαίως, μας ήρθε μια τρέλα που χάσαμε τη θεία Ευτέρπη και το θείο Φοίβο –ζούσε τότε ο θείος Φοίβος- την Αθήνα με τα θέατρα και το σπίτι μας στο Μαρούσι, που το ονομάζαμε «θερινό ανάκτορο Αμαρουσίου», κατά το «Τατοΐου»… Αλλά, τι να γίνει… έπρεπε να ακολουθήσουμε το νομίατρο πατέρα. Κι αυτό κάναμε.
Ένα μεσημέρι του Αυγούστου προσγειωθήκαμε με μια Ντακότα της ΤΑΕ στο «στρατιωτικής σημασία», όπως έλεγαν αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης και πήγαμε να μείνουμε, προσωρινά, σ’ ένα διώροφο παραλιακό σπίτι. Το «προσωρινά» κράτησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, εφτά χρόνια, μέχρι που φύγαμε ξανά για την Αθήνα και, στο μεταξύ, εγώ είχα τελειώσει εκεί το Δημοτικό και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου.
Τώρα που ταξινομώ όλες αυτές τις περιπλανήσεις της ζωής μου βλέπω πως έγιναν μελετημένα, για να συναντήσω το δρόμο της Φανής –που συνέπεσε να είναι ο ίδιος δρόμος του διώροφου σπιτιού μας, σ’ εκείνη την πόλη.
Τη χρονιά που εγκατασταθήκαμε στον Έβρο αποφάσισα να γίνω «μάγος», για να επηρεάσω τη ζωή μου, που την έβρισκα μηδαμινή, άνευ σκοπού, απέναντι απ’ το Θρακικό πέλαγος που άφριζε απ’ το φθινόπωρο και μετά, ως το Πάσχα, για να γαληνέψει απότομα το καλοκαίρι και να ξαναταραχτεί ευχάριστα την περίοδο των μελτεμιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου