Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

"ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ"-ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΗΜΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ



ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ Φλεβαριάτικο βράδυ, πλήθυναν πιά. Μεγάλωσε η φαμίλια, πέντε νομάτοι,, γεροί να ’ναι. Ο «μεγάλος» τους, παλικαράκι· ο «μουσιούς» οχτώ χρονώ κι «αυτό» το μικρό τους, πες χρονιάρικο.
Η Νικολέτα, όταν μιλά στον Αντώνη εμπιστευτικά για κάποιο παιδί τους όταν είναι κι αυτά μπροστά, δε λέει ονόματα, λέει δικές της ονομασίες και νομίζει πως έτσι μιλά κρυπτογραφικά. Συνήθως ο Μιχαλάκης της είναι «ο άλλος» ή «ο μεγάλος». Ο δεύτερος, ο Γιωργούλης, είναι «ο μουσιούς» κι η θυγατέρα, η Φροσούλα, είναι «αυτό». Κι όλα μαζί, «τα λεγάμενα’.
-Είπα στον «μουσιού» από δω, να πάει να κόψει τα μαλλιά του αλλά αυτός, αγρόν αγόρασε.
-Ο «άλλος», όλο με τις «Μάσκες» και με τον «Ντέτεκτιβ Χ» καταγίνεται και διάβασμα μηδέν. Αλλά άκουσε πάλι τον εξάψαλμο και ησύχασε.
-Ήρθε η Μάτη, μα μας άφησαν «τα λεγάμενα» να μιλήσουμε με την ησυχία μας;
Είναι ο κώδικάς της.
Μεγάλωσε, λοιπόν, η φαμίλια, το σπίτι στον Άη-Νικόλα έγινε στενάχωρο. Ναι, είναι βέβαια το κολλητό με το πατρικό σπίτι της Νικολέτας, έχει την εκκλησιά κοντά, δίπλα και τα σχολειά, μεγάλες ευκολίες όλα τούτα φυσικά κι από σεργιάνι πια αν πεις; Να γάμοι, να κηδείες, να γιορτές, δοξολογίες και ντάμπανα ντούμπαντα, όλα από μπροστά τους περνούν. Κι ο επιτάφιος από κει κι η δεύτερη Ανάσταση κι ο σταυρός τα Θεοφάνεια, όλα. Ναι, καλά όλα αυτά, μα ό,τι και να πεις, το σπίτι πια δεν τους χωρά. Στο τέλος, την πήραν την απόφαση να μετακομίσουν στο σπίτι της θάλασσα. Το σπίτι του φάρου.
Τα είχαν αγορασμένα καιρόν πολύ, δυο σπιτόπουλα δίπλα δίπλα, εκεί στην παραλία, κοντά στον φάρο. Με το σήμερα με το αύριο, περνούσε ο καιρός, οι παλιοί νοικοκυραίοι μέναν ακόμα μέσα. Η Λέγκω, όλο κι έβρισκε τρόπους να κατηγορήσει αυτή την αγορά, που σίγουρα μια μέρα θα ’παιρνε από κοντά της τη μεγάλη θυγατέρα, που κείνη η ίδια κι ο άντρας της ο Γιάνναρος, κάνανε τέτοια θυσία μόνο και μόνο για να την έχουνε στο πλάγι τους. Χαλάσανε τον κήπο τους!
Ο «κήπος» έβλεπε στο δρόμο κι ήταν όλος όλος μια τριανταφυλλιά. Μια τριανταφυλλιά πελώρια, φουντωτή καμαρωτή, απ’ αυτές τις μαγιάτικες, τις ευωδιαστές, που η Λένη έκανε απ’ τ’ άνθια της το γλυκό και το μοσκολίβανό της όλης της χρονιάς, χώρια πια που μοίραζε ολόγυρα στη γειτονιά.
Όταν ήταν λοιπόν να παντρευτεί η πρωτοθυγατέρα η Νικολέτα, τι να κάνουν; τη θυσίασαν την τριανταφυλλιά. Την κόψανε κι άνοιξαν θεμέλια που βγήκαν σωστά τέσσερα επί τέσσερα. Και τότες ο Γιάνναρος, τι αρχικάλφας ήτανε; έδειξε όλη τη μαστοριά του στο σχέδιο και την κατασκευή και, πως τα κατάφερε; ανέβασε σπίτι κουκλίστικο και βολικό, να μη του λείπει τίποτα. Έκανε ημιυπόγεια κουζίνα, ημιανώγειο καθιστικό με ντουλάπες και δίπλα αποχωρητήριο και γκλαβανή για την ξυλαποθήκη κι απάνω δυο άνετες κάμαρες με σαλίτσα ανάμεσα, ρίχνοντας τη μια πάνω στην κουζίνα του δικού του σπιτιού και βγάζοντας την άλλη με σαχνισί πάνω στην πεζούλα. Γιατί το σπίτι του, επειδή ο δρόμος ήταν κατηφορικός, ο Γιάννης ο Δημητριάδης, ο Μαϊτιανός αρχικάλφας, στέριωσε˙ πρώτα πεζούλα ευρύχωρη κι απάνω της το ’χτισε και πρόβαλαν τώρα τα δυό σπίτια, αντίκρυ στον ήλιο, φιγουράτα.. Κι έτσι, ήταν σαν να είχαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι τη θυγατέρα τους. Γιατί αυτή πρωτοθυγατέρα, η Νικολέτα, ήταν πες και το καλό στοιχειό της φαμελιάς τους, από τότε που γεννήθηκε.

ΣΑΝ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΚΕ στα μέρη τούτα ο αρχικάλφας ο Γιάννης, εκεί στα 1880, φερμένος από τη Μάδυτο, δεν ήταν δα να πεις παιδαρέλι. Άντρας ολάκερος, μ’ ένα μπόι να μη τον χωρά η πόρτα να περάσει, σγουρό μαλλί, ντούρο κορμί, λεβεντάνθρωπος.
Πιάστηκε κοντά στον κοτζά-ρέϊζη, τον αρχιμηχανικό που είχε αναλάβει πολλά δημόσια έργα. Και με την επίβλεψή του έγινε το λιμάνι της πόλης που εξυπηρέτησε ολόκληρη την περιοχή μέχρι τα ’35, έγινε το άνοιγμα του δρόμου Καμαριώτισσα-Χώρα στη Σαμοθράκη, το τελωνείο, τα σχολειά στον Αη –Νικόλα κι άλλα… κι άλλα. Και πιάστηκε καλά κι από παράδες. Τα Σαββατόβραδα, όταν πήγαινε να πληρώσει τους μαστόρους –υπερβολάβους- είχε στο μαντίλι του, δεμένο απ’ τις τέσσερις άκρες, χούφτες τις χρυσές τις λίρες και τ’ ασημένια τα μετζήτια, γιατί τα χρόνια εκείνα οι μεγάλες συναλλαγές γίνονταν με χρυσό κι ασήμι. Γι’ αυτό, όταν κυκλοφόρησαν αργότερα οι μπαγκανότες, ο κόσμος δεν έδειξε καμιάν επμπιστοσύνη στο χάρτινο χρήμα.
Πιάστηκε που λες και πολύ τον εκτίμησε κι ο αρχιμηχανικός κι ο κόσμος όλος και κάθε τόσο του στέλναν κι από μια προξενιά. Με κείνος, συνήθισε, λέει, στο μπεκιαρλίκι, δεν ήθελε ζυγό. Και γλεντζές! Ξεφαντωτής! Στο χορό, χόρευε στις μύτες των ποδιών, ακούραστος.
-Μπράβο μπρε Γιάννη! Μπρε, συ ’σαι Γιάνναρος! του φώναξαν πάνω στο γλέντι. Για το μπόι και τη λεβεντιά του. Κι από τότες, του ’μεινε. Κι ο κόσμος ξέχασε το Γιάννης Δημητριάδης, ο κάλφας ο Μαϊτιανός. Απόμεινεν ο Γιάνναρος, γιατί του ταίριαζε, ως τα τελευταία του. Κι έτσι τον ήξεραν όλοι˙ Γιάνναρο σκέτο.
Όταν πήρε τη δουλειά για το άνοιγμα του δρόμου, ως τη Μάκρη, τότε την έπαθε ο Γιάνναρος. Είδε, λέει, την Ελένη στο παραθύρι της, στη Μάκρη, κόλλησαν τα μάτια του, κόλλησε κι η καρδιά του˙ έ, κι αυτό ήταν. Την πήρε, την έβαλε κυρά στο πλευρό του και κορώνα στο κεφάλι του. Τη Λέγκω του.
Ο γάμος έγινε στο σπίτι, βράδυ, κατά το έθιμο. Κι όταν έφυγαν οι παπάδες κι οι καλεσμένοι κι ο κουμπάρος και μείναν μοναχοί τους οι δικοί, παίρνουν μάνα και θειά τη Λένη, στην άλλη κάμαρα, τη βάζουν ανάμεσά τους και πλαγιάζουν να κοιμηθούν. Απομένει ο Γιάνναρος, μονάχος στο διπλό κρεββάτι, το στολισμένο με τις νταντέλες και τα κεντήματα. «Γιατί;» Δεν πρέπει, λέει, να πατηθούν τα ιερά γράμματα της εκκλησίας˙  απόψε τη νύφη δεν του τη δίνουνε, ο Θεός ο ίδιος να κατεβεί.
-Μπρε!!
Πέφτουν, κοιμούνται. Βαθιά σιωπή κι ησυχία στο σπίτι. Ώσπου, κατά τα μεσάνυχτα, χτυπά την πόρτα της πεθεράς του ο Γιάνναρος. Είναι άρρωστος, λέει, πονά το στομάχι του…
-Χριστός και Παναγιά .. Να κάνω ένα τσάι.
-Όχι τσάι.. όχι τσάι. Ο Γιάνναρος βιάζεται. Ας με φέρει η Λέγκω ένα κονιάκ.
Σηκώνεται η Λένη, μπαίνει με το κονιάκ στην κάμαρα, σφαλεί ο Γιάνναρος την πόρτα. Ε, και χάρηκε η παστάδα, χάρηκαν ακόμα και οι τοίχοι. Αλήθεια, βέβαια, πατήθηκαν … τα ιερά γράμματα  του παπά.
Έτσι την πήρε τη Λέγκω του ο Γιάνναρος. Και πάνω στο χρόνο πες, κάνανε το πρώτο τους παιδί. Μα δεν ήταν τυχεροί.

ΕΞΙ ΓΕΝΝΕΣ έκανε η Λέγκω, έξι παιδιά ανάθρεψε στα σπλάχνα της και τα γέννησε γερά και καλοκαμωμένα. Και κάθε φορά, χαρά μεγάλη γίνονταν στο σπίτι κι ο Γιάνναρος γλεντούσε και κερνούσε τους καλφάδες και τους μαστόρους την εργατιά στη δουλειά κι όλοι εύχονταν από καρδιάς τα καλορίζικα. Μα τι να πεις; Απάνω που το μωρό γίνονταν έξι εφτά μηνώ, πότε απ’ το ένα, πότε απ’ το άλλο, τους πέθαινε.
Το πρώτο, ένας αγόραρος, πήγε από μάτι, σίγουρο πράμα. Το βύζαινε η μάνα του κα περάσε η Αναστασία η Κιόρενα –Θεός σχωρέστη την καημένη κι αυτή- και θάμαξε.
-Τι παίδαρος, είν’ αυτός, μπρε κυρία Ελένη;
Ως το βράδυ, έσκασε το παιδί, το χάσανε στα καλά καθούμενα, από «μάτι».
Το δεύτερο, ναι, θαρρείς, το δεύτερο ήταν, πήγε από κοκίτη. Πέντε μηνώ μωρό να το βρει κοκίτης, ξέρεις τι πράμα είναι; Κι έτσι, ένα ένα, τ’ αγαπούσε ο Θεός και τα ’παιρνε. Κι η Λέγκω, μόλις της έφευγε το ένα –πάλι έτσι το ’θελε ο Θεός- προλάβαινε να βάλει άλλο στη θέση του, μα τίποτα. Έξι παιδιά έχασε, εκείνη δεν το ’βαλε κάτω. Ώσπου, το έβδομο, ένα κορίτσι, η Νικολέτα, τα κατάφερε, ξεπέρασε το χρόνο κι άτνε άντε, έφτασε τα δυό. Απάνω εκεί, ξαναγκαστρώνεται η Ελένη, κάνει την Κατίνα της και ζει και αυτή. Ύστερα ήρθε ο Ζωίλος, η Αλκμήνη κι ο Απόστολος. Είδες εσώ η καλορίζικια η πρωτοθυγατέρα; Γουρλού! Το καλό στοιχειό της φαμελιάς τους.
Γέμισε το σπίτι τους παιδιά και χαίρονταν κι οι τοίχοι. Κατάλαβαν πια τη γλύκα του ψωμιού, γνώρισαν τις σκάλες, απ’ τις πάψεις των σχολειών, έμαθαν τις αλλαγές των εποχών απ’ τις αρρώστιες των παιδιών, κατάλαβαν, βρε αδερφέ, γιατί ζει ο άνθρωπος στον κόσμο!
Κι όταν μεγάλωσε η πρώτη, η Νικολέτα, να εκεί στα δεκάξι της, σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν το χρέος τους σαν γονιοί, να την παντρέψουν, γιατί αυτή είναι η σειρά στον άνθρωπο. Ό,τι πρέπει να γίνει, να γίνεται με την ώρα του και τον καιρό του.
Διάλεξε ο Γιάνναρος ένα κάλφα γερό, τίμιο, καλό παλικάρι, τον έφερε στο σπίτι για γαμπρό. Βλέπει εκείνος τη νύφη, βγάζει και ρίχνει στο δίσκο με το τραταμέντο που κρατούσε αυτή στα χέρια της, χρυσή λίρα σημάδι πως τη θέλει. Κείνει πέφτει του πεθαμού, πρήζονται τα λαιμά της να φωνάζει «δεν τον θέλω», μα ο Γιάνναρος δεν κάνει πίσω, την Κυριακή φέρνει στο σπίτι του τον παπά και γίνονται οι αρραβώνες με σταυρολογία.
Τότε η Νικολέτα πέφτει στ’ αλήθεια να πεθάνει. Πυρετός σαράντα, ακατέβατος! Ρίχνεται η Λέγκω στα πόδια του Γιάνναρου. «Το χάνουμε το κορίτσι μας, Γιάννη, πεθαίνει το πρωτοπαίδι μας».μπρε! και τώρα τι γίνεται; πως χαλνούν αρραβώνα γενομένο με σταυρολογία απ’ τον παπά, πες μισή παντρειά;
Μα «το παιδί του δεσπότη» παραφύλαγε και τα κατάφερε. Ο Αντώνης δούλευε τότε, πρωτοερχομένος απ’ την Πόλη, εικοσιτεσσάρω χρονώ παλικάρι ίσαμε κει πάνω, στη Μητρόπολη, οικονόμος. Δεξί χέρι της «μητέρας», της μάνας του δεσπότη του Ιωακείμ Γεωργιάδη.
Ψηλός, λιγνός, με το μουστακάκι του και το σγουρό μαλλί του, αναβοκατέβαινε το δρόμο μπρος απ’ το σπίτι του Γιάνναρου κι από τότε που είδε την πρωτοθυγατέρα του στο παραθύρι, αναβοκατέβαινε πιο συχνά. Τον είδε κι εκείνη, έ κι αυτό ήταν. Πολύ θέλει η αγάπη να πιαστεί;
Πιάνει ο Αντώνης τη «μητέρα»,, εκείνη τα λέει στο δεσπότη κι ο δεσπότης μπαίνει στη μέση, ακυρώνει τη σταυρολογία, χαλά ο αρραβώνας, έ και σε λίγο καιρό τη ζητάει ο Αντώνης και γελάσανε ως και τ’ αυτιά της Νικολέτας. Να, έτσι έγινε.
Κι έκοψε την τριανταφυλλιά ο Γιάνναρος, κι έχτισε το σπίτι το κουκλίστικο, τους έβαλε μέσα, να τους έχουνε δίπλα τους, πες μαζί τους. Με τι να πεις; Το παιδί σου το πάντρεψες, γείτονα το ’κανες … Εκείνη έκανε τη φαμελιά της και τώρα στο σπίτι της ερχότανε λίγο.
Κι όσο κι αν δεν το ’θελε η Λέγκω, όσο κι αν στο βάθος βάθος δεν το ’θελε κι η κόρη της, το σπίτι ήταν πια μικρό, έπρεπε να μετακομίσουν στο άλλο, της θάλασσας, το σπίτι του φάρου, εκεί κοντά στο δέντρο του ερημίτη.
Γκρέμισαν τον μεσότοιχο ανάμεσα στα δυο σπιτόπουλα, έριξαν του ενού την κουζίνα, έστρωσαν την αυλή, άφησαν παρτέρια για λουλούδια και διες εσύ, τι όμορφο που έγινε! Ισόγειο ολόκληρο, τρία σκαλιά όλα κι όλα. Δυο κρεβατοκάμαρες, καλή κάμαρα, σάλα, κουζίνα, καθιστικό και χώρια πλυσταριό. Με αυλή να παίζουν τα παιδιά και μέρος για άπλωσιά κι ένα μικρό ορνιθώνα για δυο τρεις κοτούλες…τρέλα!
Μόνο που, ε, καλά, είναι ψαραδομαχαλάς, όσο να πεις δεν έχει τα μεγαλεία της απάνω γειτονιάς κι όταν πιάνει ο νοτιάς γυρεύει να το ξεθεμελιώσει, όμως είναι απλόχωρο, χαρούμενο σπίτι και ισόγειο, βρε αδερφέ, που την έφαγε το ανέβα κατέβα τριανταδυό σκαλιά – για βάλε με το νου σου! Πόσες φορές τη μέρα…Χώρια πια εκείνο το γλυκόηχο κουδουνάκι που κρεμάσανε στην αυλόπορτα, ντρινγκ… όποιος μπαίνει, ντρίγκ.. όποιος βγαίνει, σωστό γλέντι. Και βέβαια, έχουν κοντά τους το λιμεναρχείο και να, ο λιμενάρχης, κάθε τόσο με το τρικαντό του και τα χρυσά γαλόνια. Έχουν και το φάρο, εικοσιεφτά  μέτρα ύψος και το βράδυ τους φωτίζει και το χειμώνα τους παρηγορεί απαλύνοντας τα’ άγρια σκοτάδια της νύχτας. Έ, και τι άλλο θέλουν για να ’ναι ευχαριστημένοι! Ορίστε;
Θα πεις, ναι, καλά όλα αυτά, μα ο «αέρας» του «απάνω σπιτιού» ήταν άλλο πράμα. Όσο και να είπε στην αρχή η Νικολέτα πως δεν τη νοιάζει για τη γειτονιά, τώρα που συχνοτίστηκε με τους ψαράδες, βλέπει πως δεν είναι όπως τα νόμιζε τα πράματα. Συνέχεια οι γειτόνισσες μπαινοβγαίνουν. «Λίγο λάδι…», «μήπως σε βρίσκεται κανέ λεμόνι..» Κι όλο βρίσκουν την ώρα να δουν τι μαγειρεύεις, τι ψάνια έφερε ο άντρας σου, τι τρως. Πα .. πα.. πα, τέτοια πράματα που ακούστηκαν στην απάνω γειτονιά; Κάθε μια ήταν νοικοκυρά στο σπίτι της, μ’ όλες καλή κι αγαπημένη μα χωρίς αυτά τα σούρτα φέρτα.
-Εκεί, στη μια γωνιά είχαμε το Γάλλο πρόξενο, το μουσιού Ζαν Τακέλλα. Το σπίτι τρίπατο, με μαρμαρένεις σκάλες και χωριστή πόρτα για το προσωπικό, κήπο με συντριβάνι και χαβούζα με ψαράκια και λουλούδια λογιώ λογιώ. Κι όταν έκανε τα τραπεζώματα κι άνοιγαν όλες οι κάμαρες κι έρχονταν όλοι οι πρόξενοι κι οι προεστοί κι ο δεσπότης, τι μεγαλεία ήταν εκείνα! Κι είχε τη μεγάλη κόρη, τη Χριστίνα κι αυτή με γιάτρεψε, να ’να καλά, όταν έβαλα το απόστημα στο στήθος μου που βύζαινα τον Γιωργούλη, ώρα της καλή. Με είπε να το τρίβω με φρέσκο βούτυρο ανάλατο, δυο τρεις φορές τη μέρα κι άντε άντε, σε μια βδομάδα, πέρασε. Όταν το είπα στον Αποστολίδη το γιατρό, με κορόιδεψε. «Δεν έσπαζες και δυο αυγά να κάνεις ομελέτα;» με είπε. Κι είχε τον Αμεντέ το γιο, ο μουσιού Ζαν και πάει μαθές ο Αμεντές να σπουδάσει στη Γαλλία και στα δυο χρόνια απάνω έρχεται ταξίδι πίσω. Εγώ, παντρεμένη πια, είχα και το Μιχαλάκη μου. Έρχεται, που λες, ο Αμεντές απ’ το ταξίδι, με βλέπει στην πόρτα, τον καλωσορίζω και πράστ που λες, μ’ αγκαλιάζει και ματς και μούτς, φιλιά κι από δω κι από κει. Καταντροπιάστηκα, τι να πω! μα με λέει η Χριστίνα, «έτσι το ’χουν οι Γάλλοι». Έ, να το ’χουν, λέω εγώ, μα στη Γαλλία, όχι εδώ.
-Στην άλλη γωνιά, είχαμε τον Ντελημιχάλη, τον Ξάνθιππο, μεγάλος χτηματίας στη Μάκρη. Αχ, είχε μια γυναίκα, την Ευαγγελινή.. να την πιείς στο ποτήρι. Μια καλλονή! Αυτός, που λες, ήταν με το κόμμα του Βενιζέλου, μα στις τελευταίες εκλογές, έχασε το κόμμα του. Γυρνά ο Ντελημιχάλης απ’ έξω. «Ευαγγελινή.. το σπίτι μας καίγεται..» λέει και πέφτει στο κρεβάτι. Σαραλίκι. Σε σαράντα μέρες, μπρε τι γιατροί, τι γιατρικά, τι πραχτικά φάρμακα, πέθανε. Ο δεσπότης μας, τρία μερόνυχτα στάθηκε στο προσκέφαλό του να του πάρει μια λέξη, να εξασφαλίζει τη γυναίκα του, γιατί ο πατέρας της του είχε μετρημένες χίλιες λίρες χρυσές, για βάλε με το νού σου! με τη σουπιέρα του τις έδωσαν για προίκα της Ευαγγελινής. Τίποτε, τίποτα. Πεθαίνει, που λες, ο Ξάνθιππος, στις σαράντα μέρες κι απομνείσκει η Ευαγγελινή χήρα, νέα κατανέα.. και στον άσο. Τέλος..
-Παραδίπλα απ’ του μουσιού Τακέλλα, ήταν το σπίτι των Πολυμένηδων.. κι απέναντί μας στην άλλη γωνία, η Μαργαρίταινα.. Όλοι άρχοντάνθρωποι, κιμπάρηδες! Και τι να πεις πια, για τότες που είχαμε για λίγο αντικρύ μας και το στρατηγείο, τις διασυμμαχικές δυνάμεις! κι έμπαιναν κι έβγαιναν οι στρατηγοί! Ο Ντεσπερές κι ο Σαρπύς κι ο Φωρές.. Μα δε βαριέσαι.. Η γειτονιά δε δίνει την αξία. Ο άνθρωπος να έχει την αξία το από μοναχός του.
Παρηγοριόταν, μα όσο να ’ναι έκοψε τα πολλά τα συρεγκέλα με τις γειτόνισσες. «Από μακριά κι αγαπημένες» έλεγε.

ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝ να κοιμηθούν –Θε μου, στείλε τον άγγελό σου να με φυλάγει όλη τη νύχτα από κάθε κακό- το μάτι του φάρου ξαγρυπνά πάνω τους, προστατευτικό. Γυροφέρνει κυκλικά τη ματιά του ως τα βάθη του πελάγου, εικοσιοχτώ ναυτικά μίλια αχτίνα, δίνει μήνυμα στεριάς στους ναυτικούς και κουκουλώνει, θαρρείς, με το φως του, τη μικρή πόλη που κουρνιάζει γύρω του και το σπίτι τους που ακουμπά, πες, στα ριζά του.
Στέκεται ολάσπρος, επιβλητικός, μια λυγερή κοψιά που ανατρανίζεται να φτάσει τον ουρανό, ν’ ακουμπήσει στο θόλο του.
Καθώς οι θαλασσομάχοι πλησιάζουν στη στεριά, αποτραβούν τα μάτια τους απ’ τα’ άστρο της τραμουντάνας, τα καρφώνουν χαμηλότερα, αναζητούν μέσα στο σκοτάδι το αχτιδωτό φως του και πια, βάζουν ρότα ευθεία πάνω του, με τη χαρούμενη βεβαιότητα πως το ταξίδι τέλειωσε, άντε και θα ρίξουν άγκυρα, θα δέσουν παλαμάρια.
Κι ο φάρος ορθώνεται, σκέπη του πελάγου, σκέπη της πολιτείας, σκέπη της γειτονιάς. Πολυχρονίτης, μα πάντα νέος, με τη λυγερή κορμοστασιά του ολόρθη σε μπόρες και θύελλες, κρατά το μετερίζι του, πιστός στο χρέος του. Κι όταν τριγύρω ανταριάζεται ο ουρανός, σκισμένος κομμάτια απ’ το καμουτσί της αστραπής, ατάραχος εκείνος δέχεται και καταχωνιάζει στα θέμελά του τους κεραυνούς που πολεμούν να τον τρομάξουν, τραβηγμένοι απ’ το αλεξικέραυνο του τρούλου του.
Κάτωθέ του, το δέντρο του γέρου ερημίτη, η παλιά δρυς, στέκει κι αυτή ατάραχη, μ’ αυλακωμένη τη μαύρη της φλούδα απ’ τις άνοιξες, τις μπόρες, τα βάσανα και την πείρα της πολύχρονης ζωής της.

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ, η Νικολέτα, τινάζοντας τα σεντόνια απ’ το παραθύρι, σηκώνει τη ματιά της στο ύψος του φάρου, βλέπει καταπού δείχνουν οι ανεμοδείχτες πάνω στον πράσινο τρούλο κι αποφαίνεται επίσημα. «Νοτιά έχουμε πάλι σήμερα..» ή «βοριάς, αμά τι βόριαδος! όπως το έλεγα». Οι ενδιάμεσες θέσεις του δείχτη, ας πούμε νοτιοδυτικά, βορειοανατολικά, δεν την ενδιαφέρουν πολύ πολύ κι ούτε μπορεί να τις διακρίνει. Ξέρει όμως τους αγέρηδες και τους ξεχωρίζει απ’ την κατεύθυνση που φυσούν, «αχ, ωραίος μπάτης σήμερα..» ή «πω πω, άρχισαν κιόλας τα μελτέμια!» ανάλογα.
Η Νικολέτα έχει πολλούς τρόπους να προβλέπει τον καιρό κι είναι πέρα για πέρα σίγουροι. «Η γάτα, πάλι κατά τον βοριά γλύφεται, βοριάς θα πάρει». «Τα χελιδόνια χαμηλοπετούν, θα βρέξει». «Φωνάζει ο σπίνος; θα κάνει κρύο, παγωνιά. Δεν τον ακούς που λέει σπιτ σπιτ;» Την άλλη μέρα, οι δείχτες πάνω στον πράσινο τρούλο του φάρου, επιβεβαιώνουν αδιάψευστα την πρόγνωσή της. «Όπως σα το έλεγα!» λέει κι αυτό ξανανιώνει το κέφι της να προβλέπει τον καιρό.
Ολόγυρα στο φάρο, μια μεγάλη τετράγωνη αυλή με πάντα φρεσκοασβεστωμένους τους αψηλούς μαντρότοιχους  και τα σπιτάκια των φαροφυλάκων. Η αυλή γιομίζει ολημέρα απ’ τις φωνές των παιδιών τους και των παιδιών της γειτονιάς, που μαζεύονται κι αυτά εκεί μέσα, έτσι που οι φαροφυλάκαινες αναγκάζονται στο τέλος να τα προγκούν.
-Άντε, άντε ’πο δω, βγήτε στο δρόμο. Μας ξεκουφάνατε.. α, μα πια.. Και τα διώχνουν σαν που διώχνουν τις κότες.
-Κυρία Νεζάκη.. παρακαλούν τα παιδιά τη γυναίκα του οπλονόμου. Λίγο ακόμα..
-Αντέστε, αντέστε στις μάνες σας. Και χτυπά τα χέρια της ασαν να λέει: είπα και δεν ξελέω.
Στη γειτονιά τριγυρνά ο ψίθυρος για την οπλονόμαινα. «Άντε κι εσύ, Αρβανίτισσα θα είναι.. Δεν την ακούς; Τα ρτω, πανέστε, αντέστε, Μάρτα..» και το ότι είναι αρβανίτισσα –αν είναι- τις πειράζει. Κι ακούς εκεί να λέει τη σάλτσα, «πάστα» και «πελτέ»! Καλέ, γλυκό είναι η σάλτσα;
Καμιά φορά, όταν τα παιδιά τη βρίσκουνε στις καλές της την κυρία Νεζάκη –κι είναι καλή στο βάθος αυτή η κοντόχοντρη γυναίκα, η μελαχρινούλα, με το ιδρωμένο μουστακάκι στο πανώχειλό της- και την παρακαλέσουνε πολύ, παίρνει το κλειδί απ’ το ράφι, ανοίγει την πορτούλα του φάρου και «αντέστε, πανέστε πάνω να παίξετε τα κουκλόπανα, μα ήσυχα».
Μπαίνουν τα παιδιά στο μισοσκόταδο, με τρεμάμενη λαχτάρα για τη μεγάλη τιμή. Μπροστά η κόρη της η Μάρθα –Μάρτα τη φωνάζει εκείνη- με τις κούκλες παραμάσχαλα, ανεβαίνει την κυκλική σκάλα και πέσω ένα δυο άλλα κοριτσάκια σαν κι αυτήν ακλουθούν λαχανιάζοντας. Κάθε δέκα σκαλοπάτια είναι σιδερένιο πλατύσκαλο σ’ όλο το φάρδος του φάρου γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος για ίλιγγο. Έτσι, μπουσουλώντας, ανεβαίνουν ως την κορφή κι εκεί, δίπλα στα προστατευμένα κρύσταλλα των τεράστιων φακών, στήνουν τα κουκλόσπιτά τους και παίζουν τις κουμπάρες, ήσυχα ήσυχα. Μα τις πιο πολλές φορές, κολλώντας τις μυτούλες τους στα τζάμια, αποθαμάζουν τον κόσμο ολόγυρα, γιομάτα έκσταση.
Το πέλαγος απλώνεται αστραφτερό, κάτω απ’ τον ήλιο, τα χωράφια μακριά στέλνουν μηνύματα σποράς, άνθισης για θερισμού, τα σπίτια κάτω, ακουμπισμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο, διαγράφουν ομοιόμορφα σχήματα κι ολόισιους φαρδιούς δρόμους. Στο ύψωμα, το μοναδικό ύψωμα της πολιτείας, η εκκλησιά του Άη-Νικόλα και τα τρία σχολειά γύρω στην απλόχωρη αυλή, με τα αγάλματα των Μουσών ψηλά στις προσόψεις τους. Απ’ την άλλη μεριά, η παιδαγωγική Ακαδημία, μεγαλόπρεπο χτίσμα, με το μεγάλο της κήπο ολόγυρα. Στη βορινή πλευρά, το Ιταλικό σχολειό με τις καλόγριες και το τάγμα των φραγκισκανών αδελφών. Λίγο ψηλότερα, τα «μνηματάκια», το στρατιωτικό νεκροταφείο των συμμαχικών δυνάμεων του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με τις μαύρες σιλουέτες των κυπαρισσιών πάνω στους μικρούς μαρμάρινους σταυρούς. Παραπέρα, στο βάθος, το χτίριο του νοσοκομείου. Στην ανατολή, τα γραφεία κι ο σταθμός της γαλλο-ελληνικής εταιρίας σιδηροδρόμων. Και κάτω, εδώ μπροστά στο λιμάνι, το τελωνείο.
Αυτά είναι όλα κι όλα τα χτίρια που ξεχωρίζουν ψηλότερα από τ’ άλλα και επιβλητικά, ανάμεσα στα ισόγεια, το πολύ διώροφα, σπιτάκια, τα κουκουλωμένα απ’ τις κληματαριές, τις ακακίες, τις πασχαλιές και τα φούλια.
Στο λιμάνι, οι τράτες και τ’ άλλα καΐκια απαγκιάζουν όταν φυσά δυνατός αγέρας ή απλώνουν τα πανιά τους να στεγνώσουν ύστερα από βροχή κι είναι τότε σκέτο πανηγύρι να σεργιανάς από κει ψηλά. Τα πανιά, άσπρα τα πιο πολλά, στραφταλίζουν βρεμένα στον ήλιο κι ανάμεσά τους κάποιο φωτεινό καφετί, βαμμένο στο πιτύκι μαζί με τα δίχτυα, τα κάνει να φαντάζουν λευκότερα. Μοιάζει τότε το μικρό λιμάνι να ταξιδεύει ολάκερο στη θάλασσα, θαρρείς κι αποχαιρετά την πολιτεία σ’ ένα χαρούμενο αποχαιρετισμό.
Δίπλα, ο μεγάλος εκσκαφέας –η μπίγα- δουλεύει νυχτοήμερα να βαθύνει τη θάλασσα και παραπέρα, ο τεράστιος γερανός βυθίζει ένα ένα, με χλαπαταγή, τα τετράγωνα μπλόκια για χτίσμο του καινούργιου μπράτσου του λιμανιού. Θα γίνει, λέει, ένα μεγάλο λιμάνι, να χωρά τα καράβια να μπαίνουν, λέει, μέσα ολόκληρα, να πέφτουν δίπλα, να ξεφορτώνουν, λέει, με το βίντζι, απ’ το αμπάρι στο μουράγιο κατευθεία, χωρίς μαούνες και βάρκες και χαμάληδες.
Αυτό, οι άνθρωποι του λιμανιού τ’ ακούν βερεσέ, με περιφρόνηση, πες. Γίνεται ποτέ φόρτωμα ξεφόρτωμα καραβιού χωρίς μαούνα και χαμάλη; Όχι, πες μου, γίνεται; Που ξανακούστηκε τέτοιο πράγμα! Αλλά τέλος πάντων, το κράτος δίνει τις υποσχέσεις τους, κάνει την πολιτική του, που λέει ο λόγος. Ας την κάνει.. Αυτό, αυτουνούς, δεν τους βλάφτει καθόλου. Ορίστε;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου