Η ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)
το 1981 αποτέλεσε ορόσημο για την αγροτική της οικονομία. Η ένταξη στην
Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) σήμανε τη μαζική εισροή ευρωπαϊκών πόρων,
την αναδιάρθρωση του τρόπου στήριξης των παραγωγών και τη σταδιακή
μεταβολή του ίδιου του χαρακτήρα της ελληνικής γεωργίας.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, το ισοζύγιο παραμένει αμφιλεγόμενο,
δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις, αλλά με χαμηλή απόδοση στην
πραγματική παραγωγή και περιορισμένη συνεισφορά στην οικονομική
ανάπτυξη.
Οι ευθύνες των κυβερνήσεων
Από το 1981 έως σήμερα, διαδοχικές κυβερνήσεις όλων των πολιτικών
αποχρώσεων (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ) αντιμετώπισαν τον πρωτογενή τομέα
περισσότερο ως κοινωνικό παρά ως παραγωγικό ζήτημα. Οι αγροτικές
πολιτικές συχνά υπαγορεύονταν από προεκλογικές σκοπιμότητες και όχι από
έναν μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Απουσία στρατηγικού σχεδίου: Δεν υπήρξε ποτέ
συνεκτικό, μακροπρόθεσμο σχέδιο που να θέτει τη γεωργία ως εθνική
προτεραιότητα. Έτσι, ο αγροτικός τομέας παρέμεινε ευάλωτος στις αλλαγές
της αγοράς, στις διεθνείς τιμές και στις κλιματικές πιέσεις.
Ελλιπής προσαρμογή στην ΚΑΠ: Παρά τις συνεχείς
μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ, η Ελλάδα σπάνια αξιοποίησε πλήρως τα εργαλεία
της. Η εθνική πολιτική συχνά εστίαζε στη διανομή επιδοτήσεων παρά στην
παραγωγική ανασυγκρότηση, αφήνοντας αναξιοποίητα κονδύλια για
εκσυγχρονισμό, κατάρτιση και τεχνολογική αναβάθμιση.
Ανεπαρκής αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων: Από το 2014 έως το 2021, η Ε.Ε. διέθεσε στην Ελλάδα πάνω από 21,3 δισ. ευρώ σε αγροτικές επιδοτήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ παραμένει χαμηλή, μόλις 3,3% το 2023, στοιχείο που αποτυπώνει την αναντιστοιχία μεταξύ επιδοτήσεων και πραγματικής παραγωγικής απόδοσης.
Γραφειοκρατία και υποδομές: Η χρόνια έλλειψη
επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές —αρδευτικά έργα, αγροτική οδοποιία,
αποθήκευση— σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία, περιόρισε την
ανταγωνιστικότητα της παραγωγής.
Αποσπασματική διαχείριση κρίσεων: Κάθε φορά που οι
αγρότες βγαίνουν στους δρόμους, η πολιτεία σπεύδει με προσωρινά «πακέτα»
στήριξης, χωρίς να αντιμετωπίζει τα διαρθρωτικά αίτια που τους οδηγούν
στα μπλόκα.
Το μερίδιο ευθύνης των αγροτών
Αν και οι κυβερνήσεις φέρουν τη θεσμική ευθύνη, οι ίδιες οι αγροτικές
κοινότητες δεν είναι άμοιρες ευθυνών. Σε αρκετές περιπτώσεις, η
νοοτροπία της επιδότησης υπερίσχυσε της νοοτροπίας της παραγωγής,
οδηγώντας σε εξάρτηση από τις ενισχύσεις αντί για επένδυση στην
καινοτομία και την ποιότητα. Επιπλέον, η απουσία επαγγελματικής
κατάρτισης και η περιορισμένη αξιοποίηση της γεωργικής έρευνας εμπόδισαν
τη μετάβαση σε πιο αποδοτικές και βιώσιμες μορφές καλλιέργειας.
Κατακερματισμένος κλήρος: Η μέση αγροτική εκμετάλλευση στην Ελλάδα υπολογίζεται γύρω στα 70 στρέμματα, όταν στην Ε.Ε. ο μέσος όρος υπερβαίνει τα 180. Η πολυτεμαχισμένη ιδιοκτησία καθιστά ασύμφορες τις επενδύσεις σε μηχανήματα και τεχνολογία. Το 90% των εκμεταλλεύσεων είναι οικογενειακής μορφής, με περιορισμένες δυνατότητες επένδυσης
Αντίσταση στην αλλαγή: Η επιδότηση ανά στρέμμα —που για βασικές καλλιέργειες κυμαίνεται σήμερα από 13 έως 24 €/στρέμμα, ενώ για ειδικά προγράμματα φτάνει έως 40 €/στρέμμα—
συχνά λειτουργεί ως αντικίνητρο για μετασχηματισμό. Πολλοί παραγωγοί
επιλέγουν τη «σίγουρη» ενίσχυση αντί της επένδυσης σε καινοτόμες
καλλιέργειες ή εξαγωγές.
Η χαμηλή παραγωγικότητα: Η σύγκριση των δεικτών
παραγωγικότητας αποκαλύπτει το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Στην
Ελλάδα, η μέση αξία παραγωγής ανά στρέμμα κυμαίνεται μεταξύ 180€ και
200€, όταν στην Ολλανδία φτάνει τα 1.700€–1.900€, και στο Ισραήλ τα
1.200€–1.300€. Η διαφορά αυτή δεν οφείλεται μόνο στο κλίμα ή στο μέγεθος
των εκμεταλλεύσεων, αλλά κυρίως στον βαθμό τεχνολογικής αξιοποίησης,
καινοτομίας και συνεργατικής οργάνωσης της παραγωγής.
Αδυναμία συλλογικής οργάνωσης: Οι συνεταιρισμοί και
οι ομάδες παραγωγών, που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες λειτουργούν ως
πυλώνας διαπραγματευτικής ισχύος, στην Ελλάδα παραμένουν συχνά αδύναμοι ή
κομματικά εξαρτημένοι. Το αποτέλεσμα είναι περιορισμένη πρόσβαση σε
χρηματοδότηση, κακή εμπορική διαπραγμάτευση και χαμηλή προστιθέμενη
αξία.
Κομματικές παρεμβάσεις: Οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις του αγροτικού χώρου υπονομεύονται συχνά από πολιτικές
αντιπαραθέσεις, χάνοντας την ενότητα και τη φωνή που θα μπορούσαν να
έχουν σε εθνικό επίπεδο.
Παρά τα 180 δισ. ευρώ που έχουν συνολικά εισρεύσει από την ΚΑΠ από το
1981 έως σήμερα, η χώρα εισάγει ακόμη βασικά αγροτικά προϊόντα — από
σιτάρι και όσπρια έως κρέας και γαλακτοκομικά. Η εικόνα είναι καθαρή: οι
επιδοτήσεις δεν έγιναν μοχλός εκσυγχρονισμού, αλλά μηχανισμός
επιβίωσης.
Ένα στοίχημα για το μέλλον
Από τις επιδοτήσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη
Η επόμενη μέρα της ελληνικής γεωργίας δεν μπορεί να χτιστεί πάνω στη
λογική των επιδοτήσεων. Οι πόροι της νέας ΚΑΠ (2023–2027), ύψους περίπου
19,3 δισ. ευρώ, αποτελούν ίσως την τελευταία μεγάλη
ευκαιρία για έναν πραγματικό μετασχηματισμό του αγροτικού τομέα. Το
στοίχημα δεν είναι απλώς η επιβίωση των παραγωγών, αλλά η μετάβαση σε
ένα βιώσιμο, ανταγωνιστικό και εξαγώγιμο αγροτικό μοντέλο.
- Εθνική Στρατηγική για την Αγροτική Παραγωγή
Η Ελλάδα χρειάζεται για πρώτη φορά ένα συνεκτικό “Εθνικό Σχέδιο Αγροτικής Ανάπτυξης” με ορίζοντα δεκαετίας. Όχι αποσπασματικά μέτρα, αλλά ένα σχέδιο που θα συνδέει:
- Την παραγωγή με τη μεταποίηση και τις εξαγωγές.
Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών προϊόντων εξάγεται ως πρώτη
ύλη, χωρίς προστιθέμενη αξία. Η σύνδεση της γεωργίας με τη βιομηχανία
τροφίμων και τα logistics μπορεί να αυξήσει έως και 40% την αξία των
ελληνικών εξαγωγών.
- Τον πρωτογενή τομέα με την ενεργειακή αυτάρκεια. Οι
ενεργειακές κοινότητες αγροτών, τα φωτοβολταϊκά σε στέγες και η
αξιοποίηση βιομάζας μπορούν να μειώσουν το ενεργειακό κόστος — σήμερα
έως και 25% του συνολικού κόστους παραγωγής.
- Τη γεωργία με τον τουρισμό και την τοπική οικονομία.
Ο αγροτουρισμός και τα τοπικά brands μπορούν να λειτουργήσουν ως
πολλαπλασιαστές εισοδήματος, φέρνοντας τον καταναλωτή κοντά στον
παραγωγό.
- Συγκέντρωση και συνεργασία: Από το χωράφι στο cluster
Ο κατακερματισμός της ιδιοκτησίας αποτελεί τη μεγαλύτερη ελληνική παθογένεια.
Με μέσο μέγεθος 70 στρεμμάτων ανά εκμετάλλευση (έναντι 180 στην Ε.Ε.), η
οικονομία κλίμακας είναι πρακτικά αδύνατη. Η λύση δεν είναι ο βίαιος
αναδασμός, αλλά η συνέργεια.
- Η δημιουργία συνεταιριστικών σχημάτων νέου τύπου
(clusters, ομάδες παραγωγών, αγροτικοί συνεταιρισμοί με επαγγελματική
διοίκηση) μπορεί να μειώσει το κόστος έως 20%, να αυξήσει την πρόσβαση
στη χρηματοδότηση και να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των
μεσαζόντων και των λιανεμπόρων.
- Παραδείγματα από την Ισπανία και την Ολλανδία δείχνουν ότι η συλλογική οργάνωση μπορεί να μετατρέψει μικρές εκμεταλλεύσεις σε εξαγωγικούς πρωταγωνιστές.
- Ψηφιακός και τεχνολογικός μετασχηματισμός
Η ελληνική γεωργία παραμένει σε μεγάλο βαθμό «αναλογική» σε μια εποχή ψηφιακής γεωργίας.
Η επόμενη πενταετία πρέπει να είναι περίοδος ψηφιακής επανάστασης στα χωράφια:
- “Έξυπνη γεωργία” με αισθητήρες, δορυφορικά δεδομένα και data analytics για ακριβή χρήση νερού και λιπασμάτων.
- Διασύνδεση με το cloud και τις αγορές:
οι παραγωγοί μπορούν να προβλέπουν τη ζήτηση, να συμμετέχουν σε
πλατφόρμες ηλεκτρονικής διάθεσης προϊόντων και να μειώνουν τη σπατάλη.
- Εκπαίδευση και κατάρτιση: η νέα γενιά αγροτών πρέπει να αντιμετωπίζει τη γεωργία ως high-tech επάγγελμα, όχι ως αναχρονιστικό τρόπο ζωής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι οι “έξυπνες πρακτικές” μπορούν να
αυξήσουν την παραγωγικότητα έως και 25%, μειώνοντας ταυτόχρονα το
περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
- Μετάβαση στη «πράσινη» και βιώσιμη γεωργία
Η νέα ΚΑΠ δίνει προτεραιότητα στη βιολογική καλλιέργεια,
τη μείωση εκπομπών και την προστασία της βιοποικιλότητας. Η Ελλάδα, με
το κλίμα και το μικροπεριβάλλον της, μπορεί να γίνει ευρωπαϊκός ηγέτης
σε προϊόντα ποιότητας.
- Βιολογική παραγωγή: σήμερα καλύπτει μόλις 10% της γεωργικής γης, έναντι 22% στην Αυστρία και 19% στην Ιταλία.
- Προώθηση προϊόντων ΠΟΠ/ΠΓΕ: η χώρα διαθέτει 113 αναγνωρισμένα προϊόντα ΠΟΠ — αλλά πολλά δεν αξιοποιούνται εμπορικά.
- Μείωση του ενεργειακού κόστους μέσω ανανεώσιμων πηγών και εξοικονόμησης πόρων.
Η “πράσινη γεωργία” δεν είναι μόνο οικολογικός στόχος, αλλά και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ο διεθνής καταναλωτής ζητά καθαρή παραγωγή, ιχνηλασιμότητα και υπευθυνότητα.
- Νέο μοντέλο χρηματοδότησης και φορολογικής σταθερότητας
Η πρόσβαση σε κεφάλαιο παραμένει κρίσιμο ζήτημα. Οι τράπεζες
αποφεύγουν τη χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα, θεωρώντας τον υψηλού
ρίσκου. Απαιτείται:
- Δημιουργία Ειδικού Ταμείου Αγροτικής Χρηματοδότησης, με εγγυήσεις από το Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
- Φορολογική σταθερότητα δεκαετίας για νέους αγρότες και συνεργατικά σχήματα.
- Κίνητρα για επενδύσεις σε τεχνολογία και μεταποίηση, μέσω επιταχυνόμενων αποσβέσεων και μειωμένων συντελεστών.
Χωρίς κεφάλαιο και φορολογική προβλεψιμότητα, ο αγροτικός μετασχηματισμός θα μείνει γράμμα κενό.
- Η νέα γενιά του αγροτικού κόσμου
Η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι οικονομική, αλλά δημογραφική. Ο μέσος Έλληνας αγρότης είναι άνω των 56 ετών, ενώ λιγότερο από το 10% των παραγωγών είναι κάτω των 40.
Αν δεν υπάρξει γενναίο πρόγραμμα ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού, η ύπαιθρος θα γερνάει και η παραγωγή θα φθίνει. Πρέπει να στηριχθούν:
- Οι νέοι αγρότες με αυξημένες επιδοτήσεις πρώτης εγκατάστασης και δωρεάν πρόσβαση σε τεχνογνωσία.
- Οι γυναίκες στην αγροτική επιχειρηματικότητα, που αποτελούν μόλις 23% των ενεργών αγροτών.
- Τα αγροτικά σχολεία και κέντρα καινοτομίας, για σύνδεση εκπαίδευσης – έρευνας – παραγωγής.
- Από το “πρόβλημα” στο “προϊόν”: το νέο αφήγημα της γεωργίας
Η ελληνική γεωργία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως
«πρόβλημα» που χρειάζεται στήριξη, αλλά ως τομέας υψηλής προστιθέμενης
αξίας, που μπορεί να στηρίξει την οικονομία, τον τουρισμό και τις εξαγωγές.
Με σωστή στρατηγική, ο πρωτογενής τομέας μπορεί να αυξήσει το μερίδιό του στο ΑΕΠ από 3,3% σε πάνω από 5% μέσα στην επόμενη δεκαετία, συμβάλλοντας καθοριστικά στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Κλείνοντας, η ελληνική γεωργία βρίσκεται σήμερα σε σταυροδρόμι. Μετά
από τέσσερις δεκαετίες ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, ο τομέας παραμένει
μικρός σε μέγεθος, χαμηλής παραγωγικότητας και έντονα εξαρτημένος από τη
στήριξη των Βρυξελλών. Οι ευθύνες είναι διαχρονικές και αμφίπλευρες -κυβερνητικές και αγροτικές.
Αν η χώρα επιθυμεί πραγματικά να μετατρέψει την αγροτική παραγωγή σε
πυλώνα ανάπτυξης και εξαγωγικής ισχύος, χρειάζεται επιτέλους μια
εθνική στρατηγική που θα συνδέει τη γη με την καινοτομία, την παράδοση με την αγορά και τον αγρότη με το μέλλο