Ντοκουμέντα μιας εποχής
Από το βιβλίο του ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ
«Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60»
Το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «Στοιχεία για τη
δεκαετία του ’60» είναι ένα ντοκουμέντο μιας ολόκληρης περιόδου, των δυο πρώτων
μεταπολεμικών δεκαετιών και κυρίως της δεκαετίας του ’60. Στις 415 σελίδες του ο συγγραφέας επέλεξε να
παρουσιάσει γεγονότα με έντονο ειδησεογραφικό ενδιαφέρον, μικρές ανθρώπινες
ιστορίες, αληθινές, αυθεντικές, πραγματικές μέσα από τις οποίες έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τα
προβλήματα της εποχής εκείνης που ωθούν τους Έλληνες στο μεγαλύτερο
μεταναστευτικό κύμα με προορισμό τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και τη Βόρεια Αμερική. Η
επιλογή των γεγονότων έχει γίνει με δημοσιογραφικούς όρους με τη ματιά ενός
έμπειρου και οξυδερκούς συντάκτη που μέσα από τη σωρό των ειδήσεων, των
γεγονότων και των πληροφοριών αναδεικνύει και ανασυνθέτει την εικόνα και την
ταυτότητα της Ελλάδας του ’60 μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες, αληθινές,
αυθεντικές, πραγματικές.
Το ερωτικό
έλλειμμα, το
συναισθηματικό κενό
και η Χρυσάνθη
που θα κάνει
το τρίτο παιδί της
είτε με το
νόμιμο σύζυγό
της είτε με
οποιονδήποτε άλλο
Εν
Καστρίω, τη 21η Ιανουαρίου 1965
Αγαπημένε μου άντρα, Νικόλα,
Είμαστε
καλά. Και τα παιδιά καλά είναι. Εγώ πολεμάω να τα γυρίζω και μέχρι τώρα
τα καταφέρνω. Μόνο το χωράφι στη Χούνη είναι ο τέταρτος χρόνος που το
έχουμε αφήσει χέρσο και είναι κρίμα. Έχει αγριέψει, που ήτανε τι πράμα
όσο το περιποιόσουνα, και όλοι το ζήλευαν. Αν δεν έρθεις να το σκάψεις
μέχρι τη Λαμπρή θα βάλω εργάτες, να μπουν μέσα και ο κόσμος ας πει ό,τι
θέλει. Δεν έχω άλλα να σου γράψω και λάβε το υπόψη σου.
Η
γυναίκα σου
Χρυσάνθη
|
21 Φλεβαρίου 1965
Χρυσάνθη,
Εγώ το γράμμα σου το
κατάλαβα αλλά εσύ που το έγραψες κατάλαβες τι έγραψες; Ή νομίζεις ότι εγώ
ήρθα εδώ να διασκεδάσω και να περάσω τον καιρό μου; Στις πέντε το πρωί
ξυπνάω και έξω είναι πίσσα, και το βράδυ που σκολάω πάλι πίσσα είναι. Για
να μη σου πω που μ’ έπιασαν και με φοβέρισαν γιατί χαλώ την πιάτσα με τις
υπερωρίες που δέχομαι να κάνω. Εγώ δουλεύω δώδεκα και δεκαπέντε ώρες,
ούτε να σας σκεφτώ δεν έχω καιρό. Και για ποιον δουλεύω, Χρυσάνθη; Σε
παρακαλώ να το σκεφτείς αυτό, άσε που κοντεύω να χάσω και την υγεία μου.
Και να κάνεις υπομονή όπως κάνω και εγώ, γιατί αν γυρίσω και δεν βρω το
σπίτι μου, θα είναι δικό σου το κρίμα. Άλλο δεν έσω να σου γράψω, σας
φιλώ γλυκά εσένα και τα παιδιά μας.
Με αγάπη
Νικόλας
Εν Καστρίω, τη
16.3.1965
Νικόλα, Νικόλα. Να το
σκεφτώ που σκοτώνεσαι στη δουλειά αλλά εγώ δεν σε θέλω να μου γυρίσεις
σακάτης. Ούτε θέλω να καταντήσω σαν τη θειά σου που τη στέγνωσε η
μοναξιά, τριάντα δύο χρόνια να περιμένει. Θυμήσου μονάχα τι μου έλεγες
όταν παντρευτήκαμε, ότι δεν θα με αφήσεις ποτέ μοναχή. Και τι να το κάνω
που μου στέλνεις και έχω τώρα να πάρω παπούτσια και τσάντα και κοιμάμαι
στο διπλό μας κρεβάτι σαν κούτσουρο;
Αν ως τη Λαμπρή δεν έρθεις,
εγώ το τρίτο παιδί θα το κάνω, Νικόλα, δεν ξέρω με ποιον, αλλά εσύ να το
ξέρεις.
Τα παιδιά σε χαιρετάνε και
σε φιλάνε και εγώ η γυναίκα σου.
Χρυσάνθη
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου