Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Ένας κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός ο Δημήτρης Μυράτ μιλάει για τον Τζαβαλά Καρούσο



Ο Καρούσος ήταν ένα πολύ σπουδαίος ηθοποιός και πάρα πολύ μεγάλος συνάδελφος. Καλλιτέχνης με την πραγματική έννοια της λέξης. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο θα σας πω. Είχα δει τον Βεάκη εις το ρόλο του «Λεμπέση», που είχε πρωτοδημιουργήσει στα «ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ» του Μπόγρη και τον είχα θαυμάσει και χειροκροτήσει όπως όλη η Ελλάδα. Ξαναείδα το έργο με Λεμπέση τον Καρούσο, στο τέλος της παράστασης ανέβηκα επάνω ή μάλλον κατέβηκα δεν ανέβηκα γιατί ήταν ισόπεδη η σκηνή, εμπήκα στα παρασκήνια γεμάτος δάκρυα, πραγματικά –δεν είμαι υποκριτής- και κλαίγοντας τον φίλησα και του είπα: «Είσαι σπουδαιότερος από τον Αιμίλιο σ’ αυτό το ρόλο, είσαι γνήσιος Λεμπέσης. Τα θερμά μου συγχαρητήρια. Μπράβο Καρούσο. Πολύ καλύτερος απ’ τον Αιμίλιο Βεάκη κι αυτό λέει πολλά.
Μια αντίρρηση είχα για τη ζωή του. Φοβάμαι ότι τον έβλαψε η πολλή μεγάλη ανάμιξή του με την πολιτική. Όχι, ότι έχω καμιά αντίρρηση για τις πεποιθήσεις αυτές κάθε άλλο τις σέβομαι. Αλλά πιστεύω ότι πάντοτε οι σπουδαίοι καλλιτέχνες προσφέρουν πολύ περισσότερα όταν βρίσκονται στο κατώφλι της ιδεολογίας και όχι μέσα  στην ενεργό δράση. Αυτό ίσχυσε για τον Πικάσο όπως το είπε τότε ο Τορέζ : «τον προτιμάμε στο κατώφλι» και τον μιμήθηκαν ο Βίλαν Μπικ και ο Βούλμπρικ, μιμήθηκαν τη φράση αυτή σχετικά με τον Μπρεχτ, «τον προτιμάμε στο κατώφλι, προσφέρει περισσότερα».
Φοβάμαι ότι η ενεργός του, και τίμια και ιδεολογική και ίσως η πιο τίμια δράση στο επίπεδο αυτό το ιδεολογικό έβλαψε και την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία και την υγεία του. Διότι και την ταλαιπωρία της Μακρονήσου θα είχε αποφύγει χωρίς να πάψει ποτέ να πιστεύει, όπως θα πίστευε πάντα έντιμα κι ωραία και την τελευταία περιπέτεια η οποία του στοίχισε τη ζωή. Αυτή είναι η μόνη αντίρρηση, κατά τα άλλα δουλέψαμε μαζί στο «ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» έκανε ένα ΝΤΟΝ ΝΙΟΥΡΑ αλησμόνητο. Είχαμε μια εκπληκτική αγαστή συνεργασία επί μια σαιζόν οκτώ μηνών. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη του, τη φιλία του και κάτι άλλο προσωπικό που με συγκινούσε βαθύτατα. Όποτε με ξανάβλεπε από τότε, ου είχε κολλήσει ένα κοσμητικό επίθετο που με συγκινεί κι αυτή τη στιγμή που το λέω, μ’ έλεγε πάντοτε, «Σεβαστικέ μου», και ύστερα άρχιζε την κουβέντα μαζί μου». «Σεβαστικέ μου», αυτό ήταν η επισφράγιση της φιλίας μας και της βαθιάς κι αμοιβαίας εκτίμησής μας.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου